ΜΑΤΑΡΑΤΣΙ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 76533

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Από αρχαιοτάτων χρόνων, μέχρι και πριν 50 χρόνια περίπου προτού ακόμα η βιομηχανοποίηση παραμερίσει την οικοτεχνία, οι άνθρωποι μόνοι τους κατασκεύαζαν διαφόρων ειδών εργαλεία για τις καθημερινές ανάγκες τους. Ένα εξ αυτών ήταν και το ματαράτσι. Αυτό ήταν ένα υφαντό, δηλαδή σάκος υφασμένος στον αργαλειό, και ραμμένος όπου τον χρησιμοποιούσαν για διάφορες ανάγκες των κατοίκων της κυρίως της υπαίθρου.

Για να κατασκευάσουν ένα ματαράτσι το ύφαιναν κυρίως με σπάρτο. Αυτά συνήθως ήταν μεγάλοι σάκοι που τα χρησιμοποιούσαν ως σάκους μεταφοράς που χωρούσαν περίπου 80 οκάδες και τα μεγαλύτερα τα χρησιμοποιούσαν, ως στρώματα ύπνου.

Αυτό που ύφαιναν υπολόγιζαν το επιθυμητό μήκος που ήθελαν για το ανάλογο σακί και εκεί που τελείωνε έκοβαν το στημόνι. Στημόνι είναι οι κλωστές όπου ενδιάμεσά τους περνάει η σαΐτα του αργαλειού με το υφάδι και υφαίνεται το βιλάρι. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά που χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το στημόνι ήταν από μαλλί προβάτου, όταν ύφαιναν μαντανίες, βαμβακερό ή λινό νήμα όταν ύφαιναν κουβέρτες ή στρίμα ή σπάρτο όταν ύφαιναν σαΐσματα, κουρελούδες, ματαράτσια κλπ). Έπειτα έπαιρναν το βιλάρι που είχαν, αφού πρώτα έδεναν, ανά ζεύγος κόμπους τις κλωστές του στημονιού, για να μην ξεφτίσει.

Το μήκος του βιλαριού που έφτιαχναν στον αργαλειό ήταν όσον ένα στρώμα που να χωρούσε σε κάποιο κρεβάτι, όμως σε διπλάσιο μήκος. Το πλάτος του ήταν όσον το μέγιστο πλάτους του χτενιού.

Μόλις το ύφαιναν, δίπλωναν το βιλάρι ενώνοντας τις δύο άκρες κατά μήκος. Στην συνέχεια με κλωστή από το στημόνι για να το κατασκευάσουν σάκο, έραβαν τις δύο πλευρές με σταυροβελονιά με θηλιές δύο φορές (πήγαινε – έλα), για να είναι ασφαλές και ν’ αντέχει στις πιέσεις. Στη αρχή και το τέλος του υφαντού το επανέραβαν με χοντρότερες ή περισσότερες κλωστές για να είναι πιο ενισχυμένο και να βολεύει κατά το δέσιμο της μούσης για να μην σούρνει και λύνεται.

Έπειτα έκοβαν μερικά ανθεκτικά κουρέλια σε μικρές λωρίδες ή κλωστή από μαλλί προβάτου που το είχα γνέσει με την ρόκα και τα έπλεκαν μεταξύ τους και έφτιαχναν ένα σχοινάκι περίπου σαράντα εκατοστών του μέτρου ή μιας πήχης. Αυτό το κατασκεύαζαν για να δένουν την μούση δηλαδή το επάνω μέρος ή το άνοιγμα του σακιού όταν το γέμιζαν. Αυτό το κορδόνι το προσάρμοζαν στην μια άκρη της μούσης αποκλειστικά στο τέλος μιας εκ της ραμμένης πλευράς του.

Με αυτά τα σακιά (ματαράτσια) μετέφεραν καρπούς από σιτηρά, σταφίδα, μύγδαλα, καρύδια, κάστανα, επίσης τα χρησιμοποιούσαν για το πάτημα των σταφυλιών και του ελαιόκαρπου. Όταν ήμουν μικρός, σε φιλικό σπίτι του πατέρα μου στο χωριό Τριπόταμα, είδα ένα τεράστιο ματαράτσι μέσα σε αποθήκη γεμάτο καρπούς κριθαριού. Τα ματαράτσια μεταφοράς τα έλεγαν και ματαρολινάτσες, αυτά τα γέμιζαν με γέννημα (σιτάρι) και πήγαιναν στους νερόμυλους για ν’ αλέσουν. Πριν τα χρησιμοποιήσουν για την μεταφορά αλευριού οι γυναίκες τα έπλεναν και τα στέγνωναν επάνω σε κλαδιά δένδρων ή σε φράκτες.

Επίσης με τα ματαράτσια έφτιαχναν και στρώματα, τα οποία τα παραγέμιζαν με γιομίδια από προβατόμαλλο, πούπουλα, άχυρα βρώμης, σίκαλης η με φλιούσια ή πούσια, ή λουμπούσια που έμεναν από το ξεφλούδισμα, του καλαμποκιού και παραγέμιζαν τα στρώματα, και στην αρχή ήσαν σκληρά μετά γίνονταν πολύ αναπαυτικά. Μόλις τα γιόμιζαν με φλιούσια έραβαν το επάνω ανοικτό μέρος του ματαρατσιού. Στην συνέχεια για να μαλακώσουν και να νιώθει πιο άνετα το κορμί κατά τον ύπνο, τα στουμπάγανε με το λιοράβι ή το διπλό, που αποτελούταν από δύο άνισα κοντόραβδα δεμένα μεταξύ τους με σχοινί κανάβινο. Η χρήση του απαιτούσε επιδεξιότητα και δύναμη, για αυτό την εργασία αυτή την αναλάμβαναν κυρίως νεαροί και χεροδύναμοι άνδρες.

Όταν γέμιζαν ένα ματαράτσι με φλιούσια τοποθετούσαν αρκετά στο κάτω μέρος του ματαρατσιού, και τα πατούσαν για να συμπτυχτούν, έπειτα περνούσαν κλωστές λίγο αραιά με ώστε η γέμιση να μην ήταν ενιαία και να μεταφέρεται από την χρήση προς ένα σημείο αλλά να είναι εγκλωβισμένη εκεί που τοποθετήθηκε. Τοιουτοτρόπως συνέχιζαν μέχρι να το παραγεμίσουν καλά.

Κάθε νοικοκυρά υφάντρα ανάλογα με τις δυνατότητες που είχε κατασκεύαζε ματαράτσια απλά ή πολύχρωμα ή και με διάφορα σχέδια ή και παραστάσεις, ενώ σε πολλά ανάγραφαν και τα αρχικά του ονόματός των με κεφαλαία γράμματα.

Τα ματαράτσια τα χρησιμοποιούσαν και ως χράμια. Χράμια λέγονται αυτά τα χοντρόσκουτα που έστρωναν επάνω στο σαμάρι των αλόγων, μουλαριών και γαϊδάρων, για να είναι πιο επίσημα από το σκέτο σαμάρι, ώστε να μην λερώνεται ο καβαλάρης αλλά και να είναι πιο άνετος στο κάθισμα επάνω στο σαμάρι, αλλά και να κρύβουν διάφορα αντικείμενα που έχουν κρεμάσει από τα κολιτσάκια των σαμαριών.

Τα ματαράτσια τα χρησιμοποιούσαν ως υπνόσακους τις κρύες νύκτες του χειμώνα, όταν κοιμόντουσαν στο έδαφος, στις καλύβες ή οι οδοιπόροι που διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο και αρκετές φορές μέσα κοιμόντουσαν δύο άτομα για να ζεσταίνονται και για να μην ξεσκεπάζονται. Οι ορεινοί εργάτες γης όταν κατέβαιναν στους κάμπους για αγροτικές εργασίες, συνήθως έπαιρναν μαζί τους ένα ματαράτσι στα μέτρα τους για να κοιμούνται μέσα και ν’ αποφεύγουν τις πολλές κουβέρτες. Αφού επέλεγαν το σημείο που θα κοιμηθούν, έκοβαν κλαδιά τα τοποθετούσαν στο έδαφος και επάνω άπλωναν το ματαράτσι και κοιμόντουσαν. Αυτό γινόταν για την αποφυγή της υγρασίας, αλλά και για να είναι το στρώμα μαλακό για α μην πιάνεται το κορμί.

Επίσης με τα μεγάλα ματαράτσια σκέπαζαν τις πλάτες των υποζυγίων κατά την προσωρινή ανάπαυλα για να μην κρυώσουν, όταν ήσαν ιδρωμένα από την κούραση του φορτώματος ή το όργωμα της γης. Ακόμη τα χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά μικρών χοιριδίων, όπου τα έβαζαν μέσα και μετά τα μετέφεραν εκεί που ήθελαν. Μια παροιμιώδη φράση μας αναφέρει: «Γουρούνι στο σακί!»

Τα ματαράτσια ήσαν οι προάγγελοι των σημερινών σάκων που μεταφέρουν ή αποθηκεύουν οικοδομικά υλικά, καρπούς, κ.λπ. Επίσης τα συναντούμε σε πολλά παλιά προικοσύμφωνα, ως προίκα της νύφης από τους γονείς της. Ακόμη σήμερα όταν βλέπουν κάποιο μεγάλο τσουβάλι το λένε ματαράτσι. Όποιος είχε προικιούλι, έλεγαν: «Ματαράτσι είναι η κοιλιά του!», ενώ όποιος έτρωγε υπερβολικό φαγητό έλεγαν: «Την έκανε ματαράτσα!», ασχέτως αν σήμερα το έχουν ψαλιδίσει και λένε: Την έκανε ταράτσα!»

Κάποιος σώγαμπρος, σε χωριό της Πηνείας, εκδιώχθηκε άρον – άρον από τον πεθερό και την γυναίκα του και φεύγοντας πήρε μόνο ένα ματαράτσι, που είχε φέρει από την μάνα του. Στον δρόμο, βγαίνοντας από το χωριό, τον συνάντησε κάποιος συγχωριανός και αφού του είπε τον λόγο της εκδίωξης, ο συγχωριανός του προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει, για να περάσει την νυκτιά του. Εκείνος δεν δέχθηκε και αφού τον ευχαρίστησε του είπε: «Ας είναι καλά το ματαράτσι μου!», εννοούσε ότι είχε κανονίσει που θα κοιμόταν για να περάσει η νυχτιά.

Ο νοικοκύρης φαινότανε από τα ματαράτσια του, λέγανε παλαιότερα, όποιος είχε τρανά ματαράτσια, είχε και τρανά κασόνια ή αμπάρια!

στην γερμανική γλώσσα το mataratze σημαίνει στρώμα.

Εκτύπωση