ΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ ΤΗΣ ΓΙΩΡΓΙΤΣΑΣ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 48314

Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Κάποτε σε ένα ορεινό χωριό ήσαντε δυό γειτονοπούλες, η μια ήτανε η Γιωργίτσα που από μικρό τσουπάκι ήτανε ψηλομύτα όλο λούσο λιγομίλητη, που δεν γέλαγε ποτέ τ’ αχείλη της και ψωλοπερήφανη. Η άλλη η Ανάστω ήτανε ένα κορίτσι μάλαμα, καλοσυνάτο, νοικοκυρούλα αλλά μπιτ φτωχούλικο.

Όταν έγινανε της παντρειάς η Γιωργίτσα έψαξε ούλο τον τόπο και στο τέλος πήρε έναν άντρα πολύ τρανύτερό της, αλλά νοικοκύρης με τα ούλα του και με ένα καλό κομπόδεμα.

Η Γιωργίτσα απόχτησε δυο παιδιά αρσενικά διδυμάρια κι εδεκεί έκατσε, δεν έκανε άλλο. Τα παιδία της από την αρχή φαινόσαντε λίγο κουτοκιάπες λίγο γεννητάτα, έβαλε και αυτή το χεράκι της τα έκανε βόδια.

Η Ανάστω, η φτωχούλα παντρεύτηκε ένανε φτωχό και έκανε ένα τσουπάκι. Το τσουπί είχε την ίδια ηλικία με τα διπλάρια της Γιωργίτσας, δεν έκανε άλλο γιατί είχε πρόβλημα. Ευτούνο το τσουπί της από μικρό ήτανε αϊτός και σαν πήγε στο σχολειό, έπαιρνε τα γράμματα και ήτανε ξύπνιο και καλό. Αν και η μάνα της δεν την βόηθαγε καθόλου στα γράμματα ήτανε ατσίδα.

Αν και ήτανε άριστη οι δάσκαλοι άριστα βάζανε μόνο στα παιδιά της Γιωργίτσας. Εκείνη δεν τ’ άφηνε να παίζουν μ’ τα άλλα παιδιά και τα είχε περιορισμένα.

Όταν πήγανε στο σχολείο δεν νογάγανε μπιτ, ξύλα απελέκητα και τα δυο τους. Ευτούνη όμως δεν έκανε πίσω πήγαινε στους δασκάλους, με το κανίσκι της γιομάτο φιλέματα με κρέατα, λαχανικά, γλυκά ψωμί κ.ά.

Τους έδινε και κάπου - κάπου παραδάκι για να της προσέχουνε τα παιδιά. Ακόμη μολογιότανε στο χωριό ότι τους πλέρωνε και με είδος εκεί που τα διαβάζανε και στο σπίτι το απόβραδο και να τα περνάνε στην άλλη τάξη.

Στο χωριό ξέρανε ούλοι την αλήθεια, και ήσαντε σκαστοί, έλα μου ντε όμως που χρωστάγανε ούλη στον άντρα της και δεν έβγανε κανένας τσιμουδιά για τα τερτίπια που έκανε με τους δασκάλους.

Μια μέρα η Γιωργίτσα με την Ανάστω κοντέψανε να πιαστούνε στα χέρια. Λέγε η μια λέγε η άλλη γίνανε μπαρούτι. Πετάγεται η Γιωργίτσα και της λέει.

-Μην μου κουνιέσαι εμένανε γιατί τα καντάρια μου είναι καλύτερα από την σκιζοφύλλα σου! (μτφ. καντάρια λέγανε, τα αρσενικά παιδιά και σκιζοφύλλες τα κορίτσια).

Η Γιωργίτσα με τα ρουσφέτια της, είχε καταφέρει τους δασκάλους να βάνουνε άριστα στα δικά της και χαμηλότερους βαθμούς στ’ άλλα παιδιά της τάξης. Εκείνα βγαίνανε με δέκα και τόνο και τ’ άλλα παιδάκια με πέντε, έξι, άντε εφτά το πολύ.

Εκείνη έπαιρνε τα ενδεικτικά των παιδιών της με το άριστα και το ντελάλιζε σ’ ούλο το χωριό, καμαρωτή – καμαρωτή σαν γύφτικο σκεπάρνι λέγοντας:

«-Άριστα τ’ αγγελούδια μου, κούτσουρα τ’ άλλα, άσε που οι σκιζοφύλλες δεν νογάνε μπιτ!»

Ο δάσκαλος τα ’βγαλε με άριστα (10) και τα δυό κι ας ήσαντε μπιτ κούτσουρα. Μετά τα παιδιά τα ’στειλε στο παραπάνου σχολείο (γυμνάσιο) και πάλι τα ίδια με κανίσκια και με παράδες τα ’σπρωξε να το κιώσουνε.

Όμως τα παιδιά δεν ήσαντε για παρέκει, όμως ευτούνη δεν το ’βαλε κάτου, κι έτσι μιας και το έλεγε το πορτοφόλι της τα ’στειλε στην Ιταλία να σπουδάσουνε.

Εκείνο το τσουπί της Ανάστως, όταν τράνωσε πέρασε γιατρίνα στην Αθήνα και με τα χίλια ζόρια, δούλευε κιόλας το δόλιο, το βράδυ σε μια εφημερίδα και έτσι σπούδαξε.

Ήρθε ο καιρός τα παιδιά να τελειώσανε το Πανεπιστήμιο, και να πάρουνε το χαρτί στο χέρι τους.

Εκείνα της Γιωργίτσας που να κιώσουνε, βλέπεις εκεί πέρα δεν είχε ούτενες κανίστρι, ούτε παράδες, ούτε να βουτήξουνε την μπουκίτσα τους οι δάσκαλοί τους.

Και έτσι δεν σώσανε ποτέ να πάρουνε το χαρτί στο χέρι τους, λεφτά είχε ο πατέρας τους έστελνε αβέρτα και εκείνα καλοπερνάγανε και από διάβασμα μηδέν.

Όταν ήρθε ο καιρός ένα καλοκαίρι, στο χωριό γύρισε το τσουπί της Ανάστως με το χαρτί του γιατρού στο χέρι. Χαρά η Ανάστω και ούλο το χωριό, που μπιτ ένα φτωχό τσουπάκι κατάφερε και έγινε γιατρός.

Μετά από λίγες ημέρες ήρθανε και τα κεντράδια της Γιωργίτσας, ούτε χαρτί ούτε τίποτα, βόδια πήγανε, κούτσουρα γυρίσανε. Την άλλη μέρα μαθεύτηκε στο χωριό ότι ακόμα δεν κιώσανε τις σπουδές τους και έτσι την κονταυγή η Ανάστω με την αδερφή της, που της το κρατάγανε κάπου κοντά είκοσι χρόνους της Γιωργίτσας, πήρανε δυο πλατανένια ξερά κούτσουρα, που ’σαντε σάπια και ελαφρούλια και τα βάλανε, το ένα από την μια μεριά και το άλλο από την άλλη όξω στην αυλόπορτα της Γιωργίτσας. Σο χωριό ξέρανε ότι η Γιωργίτσα η ψηλομύτα δεν σηκωνότανε ποτέ πρωί αν δεν έφτανε ο ήλιος δυο καλάμια ψηλά, δεν έβγαινε όξω.

Επειδή το σπίτι της ήτανε στην μέση του χωριού, χάμου στην πλατεία, ούλοι τηράγανε με τρανή περιέργεια τα κούτσουρα, και το σχολιάζανε και μιας και αυτό δεν είχε ξανά συμβεί, να ιδούνε κούτσουρα μπροστά από το σπίτι της.

Τότε πετάγεται ένας από το σόι της Ανάστως και λέει γελώντας:

«-Τι τηράτε της Γιωργίτσας είναι τα κούτσουρα, βόδια τα ’στειλε, κούτσουρα γυρίσανε»!

Εκτύπωση