ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΣΤ’ ΑΛΩΝΙ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 73748

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Μια από τα πιο κοπιαστικές καλοκαιρινές εργασίες της υπαίθρου, μέχρι την δεκαετία του 1980 μετά τον θέρο, ήταν και η μεταφορά των δεματιών ή λιμαριών των θερισμένων γεννημάτων από το χωράφι στο αλώνι. Θυμάμαι μικρός παιδί του δημοτικού σχολείου, ότι μετά τον θέρο άρχιζε το κουβάλημα, δηλαδή η μεταφορά των λιμαριών.

Τα δεμάτια ήσαν ορισμένου όγκου. Όταν θέριζαν τα σπαρτά τα έφτιαχναν χεριές, Την χεριά την άφηναν πίσω στο θερισμένο επάνω στις όρθιες θερισμένες αποκαλαμιές.

Ο νοικοκύρης του χωραφιού, είχε εντοπίσει που υπήρχαν αναπτυγμένα φυτά ή και άγρια σίκαλη, που αναπτυσσόταν και γινόταν ψηλότερη από τα σπαρτά και τα ξεκόλωνε (ξερίζωνε) τα έφτιαχνε μικρά δεμάτια και αφού τα μπούχιζε (κατάβρεχε) με νερό τα σκέπαζε. Αυτά μετά από λίγη ώρα λούρωναν (μαλάκωναν) και τα χρησιμοποιούσε για να δέσει τα λιμάρια. Έπιανε καμιά δωδεκαριά καλαμιές, τις χώριζε στα δύο έξι και έξι και τις έδενε μεταξύ τους από το επάνω μέρος κοντά στα στάχια τους, ένα κόμπο και έτσι μεγάλωνε το δεματικό του.

Άπλωναν κάτω το δεματικό και επάνω τοποθετούσαν τις χεριές όπου το μέσο τους να είναι στο δεματικό. Μόλις τις τοποθετούσαν έσκυβαν από την μία πλευρά έπιαναν και τις δυο άκρες του δεματικού, γονάτιζαν επάνω στις χεριές, τις πίεζαν με τα γόνατα, όσο περισσότερο μπορούσαν και μετά το έδεναν. Έτσι έσφιγγε το δεμάτι με τις χεριές.

Στο δεμάτι τοποθετούσαν ορισμένο αριθμό χεριών, άλλοι 20 με 25 μέχρι και 30, ανάλογα με τις δυνάμεις τους και πως μπορούσαν να τις διαχειριστούν στο δεμάτιασμα και στο φόρτωμα.

Τα ζώα προτού αρχίσει ο κούβαλος τα έλεγχαν οι πεταλωτήδες στα πέταλα και αντικαθιστούσαν όσα είχαν φθαρεί ή είχαν κουνιόντουσαν και ήταν επικίνδυνα να πέσουν. Επίσης επισκεύαζαν τα σαμάρια τους στην ξυλοκατασκευή και κυρίως την στρώση, μην είχε φθαρεί και ενοχλούσε το ζώο με το φορτίο. Ακόμη έλεγχαν τα μπαλντίμια, τις τριχιές του σαμαριού, να μην είναι ξεφτισμένες, η κομμένες.

Επειδή τα καπέλα, οι σκούφιες οι Ανδραβιδέϊκες, ήσαν βαριές και ανυπόφορες στην ζέστη, οι κουβαλητάδες, όταν δεν είχαν τρίτσες (ψάθες), έδεναν ένα μαντήλι στο κεφάλι για να μην του βαρεί ο καυτός ήλιος του Ιούλη.

Η αλωνιστική μηχανή (πατόζα) στο χωριό μας έφθανε συνήθως, μετά τις δέκα του Ιούλη.

Μετά το αποθέρισμα (κιώσιμο θερίσματος), κουβαλούσαν τα λιμάρια στο αλώνι. Πριν αρχίσει ο θερισμός, ήδη από τον Μάιο, ο πρόεδρος του κάθε χωριού καλούσε τους άνδρες, σε προσωπική εργασία, για να διανοίξουν τους αγροτικούς δρόμους, κόβοντας τα κλαδιά που εμπόδιζαν το πέρασμα των φορτωμένων ζώων με τα δεμάτια, ώστε να μην ακουμπούν στα κλαδιά και τρίβουν και έχουν απώλειες, και διαμορφώνοντας τους δρόμους από τα νεροφαγώματα του χειμώνα, για να μην στραβοπατήσει κανένα ζώο και σπάσει κανένα πόδι.

Το κουβάλημα ξεκινούσε αχάραγο. Σηκώνονταν πολύ πρωί, ήταν ακόμη σκοτάδι, αφού σαμάρωναν τα ζώα και πήγαιναν στο χωράφι, τα φόρτωναν δεμάτια. Όσο πιο πρωί πήγαιναν τόσο πιο δροσιά υπήρχε, όπου λόγο της δροσιάς δεν έτριβαν τα στάχια κατά το φόρτωμα, την μεταφορά και το ξεφόρτωμα.

Το φόρτωμα, όταν ήταν ένας ο φορτωτής, γινόταν με την βοήθεια της φορτωτήρας. Πρώτα έδεναν ένα δεμάτι σιτηρών στην μέση του σαμαριού από το ένα πλευρό του ζώου με τα στάχια προς τα κάτω, (δηλαδή ανάποδα), έπειτα έδεναν ένα προς τα εμπρός από αυτό και έσφιγγαν την τριχιά στο κολιτσάκι και μετά φόρτωναν και τρίτο στο πίσω μέρος του σαμαριού. Τα έσφιγγαν με την τριχιά πολύ καλά και τα ασφάλιζαν για να μην ντώσουν κατά την μεταφορά και τους κραδασμούς της κινήσεως του ζώου. Αφού φόρτωναν το ζώο από την μια πλευρά, μετά τοποθετούσαν στην φορτωτήρα ώστε το κάτω μέρος της να ακουμπάει στην γη και το επάνω μέρος το αγκίστρωναν στην τριχιά που είχαν δέσει τα δεμάτια στο μέσον αυτών. Έτσι δεν έγερνε το σαμάρι και άνετα ο φορτωτής, φόρτωνε και το άλλο πλευρό του ζώου.

Στα γαϊδούρια φόρτωναν δύο δεμάτια σε κάθε πλευρό, διότι ήσαν πιο αδύναμα και πιο βραδυκίνητα στο βάδισμα, από τ’ άλογα και τα μουλάρια.

Όπως προανέφερα, τα δεμάτια τα έφτιαχναν όλα με ίσες τον αριθμό χεριές, για να ζυγίζονται καλά στο φόρτωμα και να είναι ισόβαρα, στα πλευρά του ζώου, για να μην γέρνει το σαμάρι. Αν σε περίπτωση έγερνε, από την μια πλευρά, τότε τοποθετούσαν μια πέτρα επάνω στα δεμάτια και την τρύπωναν μέσα για να μην πέσει, αλλά και να ισορροπήσει εξ ίσου το φορτίο. Έτσι πολλές φορές κουβάλαγαν και τις πέτρες στο αλώνι.

Στο ζώο όταν ήταν φορτωμένο στο κεφάλι του φορούσαν μουσαριά ή ντορβά, για να μην γυρίζει το κεφάλι του και αρπάζει χαψιές από τα γεννήματα που κουβαλούσε. Όποιος δεν είχε μουσαριά χρησιμοποιούσε ντορβά. Ο ντορβάς βασικά ήταν μαρτύριο, διότι το ζώο από την αφόρητη ζέστη, το φορτίο, τον ανήφορο, την σκόνη, και τον ντορβά δεν μπορούσε να ανασάνει και έτσι υπόφερε πολύ. Ενώ με την μουσαριά έπαιρνε αέρα και ήταν πιο άνετη η ανάσα του. Κατά την επιστροφή από το αλώνι στο χωράφι έβγαζαν τον ντορβά και τον κρεμούσαν από τα κολιτσάκια του σαμαριού.

Επίσης τον ντορβά τον έβγαζαν όταν ήθελε να πιεί νερό από τις γούρνες.

Τα ζώα μετά το κουβάλημα τα ξεσαμάρωναν τ’ άφηναν να κυλιστούν στο χώμα και μετά τα πότιζαν, τα έδεναν στον ίσκιο και τους έβαζαν σανό και καρπό βρώμη ή κριθάρι στον τορβά για να φάνε και τ’ άφηναν να ξεκουραστούν, για την άλλη μέρα ή για αργά το απόγευμα. Αν τα ζώα ήσαν πολύ ιδρωμένα και φυσούσε μαΐστρος, τότε επάνω στην πλάτη τους έριχναν ένα σάγισμα ή μια κουρελού για να μην κρυώσουν.

Το δρομολόγιο από το χωράφι στο αλώνι και επιστροφή στο χωράφι το έλεγαν «στράτα». Έτσι μετρούσαν π.χ. τόσες στράτες έκανα σήμερα. Όσο πιο κοντά ήταν το αλώνι με το χωράφι, έκαναν περισσότερες στράτες, στα δε απομακρυσμένα χωράφια λιγότερες, δηλαδή ανάλογα με την απόσταση.

Μια προσωπική μου εμπειρία, όταν κουβαλούσαμε τα σιτηρά στο χωριό μου Άγναντα (πρώην Σινούζι) Πηνείας του νομού Ηλείας. Επειδή τα χωράφια μας ήταν απομακρυσμένα από τα αλώνια, και για τρία χιλιόμετρα ανώμαλου δρόμου, δεν υπήρχε προσπέλαση για μηχανήματα, τότε τα κουβαλούσαμε με τα ζώα. Ο πατέρας μου, για δυο τρία χρόνια από δέκα ετών, μέχρι και τα δεκατρία μου, που διαμέναμε στο χωριό, είχε αναθέσει την μεταφορά σ’ εμένα και τον αδελφό μου. Λέγανε ότι είμαστε τραπαλωμένα, δηλαδή ικανά γι’ αυτή την εργασία.

Έτσι πριν χαράξει, σαμαρώναμε τ’ άλογα και πηγαίναμε, μαζί με τον πατέρα μου, στα θερισμένα χωράφια. Καμμιά φορά νυστάζαμε γιατί παίζαμε μέχρι αργά στην πλατεία και δεν θέλαμε να σηκωθούμε. Θυμάμαι τότε η αείμνηστη μάνα μου έλεγε: «Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γδυτός ο κώλος την Λαμπρή!» Ο πατέρας μου στο χωράφι, με την βοήθειά μας, φόρτωνε τα ζώα δύο άλογα και ένα γάιδαρο. Μετά σκάριζε τα πρόβατα, για να βοσκήσουν προτού τα πιάσει η ζέστη και εμείς κουβαλούσαμε τα δεμάτια. Τραβούσαμε ένα άλογο ο καθένας μας και ο γάιδαρος δεμένος από το καπιστρανόσκοινο, πίσω από το κολιτσάκι του ενός αλόγου και κουβαλούσαμε τα δεμάτια στ’ αλώνια του χωριού. Άντε και καμιά φορά από την κούραση, να καβαλάγαμε πισωκάπουλα στ’ άλογο. Μόλις φθάναμε, λύναμε τις θηλιές από τις τριχιές που ήσαν δεμένα τα δεμάτια και αυτά έπεφταν κάτω. Τ’ αφήναμε εκεί να τα βάλει με σειρά ο πατέρας μας το βράδυ, διότι δεν μπορούσαμε να τα μετακινήσουμε, διότι κάθε βιασμένη μετακίνηση είχε και απώλεια των σταχιών.

Στη συνέχεια μαζεύαμε τις τριχιές, καβαλούσαμε στ’ άλογα και πίσω ξανά δέναμε τον γάιδαρο και επιστρέφαμε για την επόμενη στράτα. Έτσι η επιστροφή στο χωράφι ήταν απόλαυση και ξεκούραστη για εμάς. Αυτό γινόταν μέχρι τις έντεκα το κολατσιό. Μετά σταματούσαμε διότι έτριβαν τα στάχια από τα δεμάτια και τα ζώα δεν άντεχαν άλλο.

Θυμάμαι και νοσταλγώ όλες τις σκηνές, από την μια τα τζιτζίκια η καλοκαιρινή ορχήστρα της υπαίθρου, άντε και κανένα γκάβαλο στο ζόρι της ανηφόρας, με την περίεργη μυρουδιά, και η ουρά των αλόγων πέρα δώθε, όταν κοντοζυγώναμε μας ράπιζε στα μούτρα. Από την άλλη η αφόρητη ζέστη, ο κουρνιαχτός από τα πόδια των αλόγων, ο δαυλίτης, η κούραση από τον ανήφορο, ο ιδρώτας, και η δίψα, μας λιάνιζαν και κάπου δεν αντέχαμε πιο παραπάνω. Το μεγαλύτερο μαρτύριο ήταν όταν έγερναν τα φορτία και δεν είχαμε τις δυνάμεις να τα ισορροπήσουμε. Και τέλος οι μουργέλες και οι αλογόμυγες που περπατούσαμε πίσω από τα ζώα μας λιβάνιζαν και μας τσιμπούσαν, να πιουν λίγο αίμα.

Στην μέση του δρόμου, υπήρχε μια βρύση η ονομαστή στο χωριό μας «Γούβα», εκεί ήταν όαση ανάσας, εκεί πίναμε νερό, νιβόμαστε, έπιναν τα ζώα και κάτω από τον ίσκιο του πλατάνου, παίρναμε μια μικρή ανάσα για να βγάλουμε τον ανήφορο που ήταν σαν φίδι. Οι δρόμοι του χωριού εκείνες τις ημέρες, κατά το κουβάλημα δεν σταματούσαν καθόλου, στην βρύση της Γούβας, περίμενες σειρά για να πιεις νερό.

Κάθε στράτα ήταν δέκα έξη δεμάτια. Καμιά φορά δανειζόμαστε και κανένα άλλο ζώο και έτσι έβλεπες πέντε έξι ζώα στην σειρά, σαν τους αγωγιάτες να διαβαίνουμε στα στενά μονοπάτια του χωριού.

Η μεταφορά από τα χωράφια μας προς το χωριό ήταν όλο ανήφορος και εμείς ακολουθούσαμε τα ζώα σύμφωνα με την περπατησιά τους, ενώ στην επιστροφή για τα χωράφια από τ’ αλώνια γυρίζαμε καβάλα στα ζώα.

Φορούσαμε μακρυμάνικα πουκάμισα, για να μην μας τσιμπάνε τα άγανα κατά την φορτοεκφόρτωση, Αλλά που να βρεθούν τότε τα παιδικά, έτσι φορούσαμε πουκάμισα του πατέρα μας. Στο πρόσωπό μας που ήταν κατάμαυρο, από τον δαυλίτη, την κατσιφάρα και τον ιδρώτα, φαινόταν η κούραση. Η κόπωση ήταν τόση, που μετά την τελευταία στράτα πλενόμαστε με νερό να φύγει η σκόνη, ο ιδρώτας και ο δαυλίτης, να ξεκουραστούμε να φάμε και να ηρεμήσουμε.

Αργά το απόγευμα πήγαινε ο πατέρας μας στ’ αλώνια και τοποθετούσε τα λιμάρια με σειρά και τάξη κανονικά με τα στάχια επάνω και αφού τοποθετούσε σ’ ένα ορισμένο μέρος τα υπόλοιπα τα έβανε το ένα επάνω στο άλλο κτιστά. Όλη αυτή η κατασκευή τοποθέτησης των δεματιών λεγόταν θημωνιά. Τα αλώνια ήταν επί της δημοσιάς, προτού εισέλθουμε στο χωριό, σε ιδιόκτητα χωράφια. Ο πατέρας μου, θημωνιές είχε φτιάξει στο χωράφι του Νίκου Θεοδωρόπουλου με το παρατσούκλι Πρύτανης, στου Γεωργίου Μπενέτση και στου Βασιλείου Φράγκου. Ο ιδιοκτήτης του χωραφιού έπαιρνε ένα μέρος από τα άχερα των αλωνισμένων σιτηρών των εκθετών, ανάλογα με την συγγένεια, την φιλία κ.λπ.

Πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι πατόζες το κουβάλημα ήταν πιο εύκολο, διότι ο καθένας στα χωράφια του κατασκεύαζε ένα αλώνι σε κάποιο επιλεγμένο σημείο να είναι σε ύψωμα, δηλαδή να έχει αγέρα έτσι έλεγαν οι παλαιοί. Εκεί αφού θημώνιαζαν τα γεννήματα τ’ αλώνιζαν με τα ζώα τους και με προσωπική εργασία.

Όμως όταν έφθασαν οι πατόζες, το αγροτικό οδικό δίκτυο στα περισσότερα χωριά ήταν ανύπαρκτο και όνειρο θερινής νυκτός. Για να μην αλωνίζουν με τα ζώα προτιμούσαν να τα μεταφέρουν στα αλώνια, εκεί που έφθαναν τα μηχανήματα, για να γλιτώσουν το πολυήμερο κοπιαστικό, και ανθυγιεινό βάσανο του αλωνίσματος.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:

Αλογόμυιγα, η = μύγα που πηγαίνει στα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια.

Γέννημα, το = η σοδειά των δημητριακών.

Δαυλίτης, ο = Δαυλίτης είναι μια ασθένεια τω σιτηρών, η οποία προκαλεί βασιδιομύκητα δηλαδή τιλέτια του σίτου. Η μόλυνση γίνεται κατά την βλάστηση του σπόρου και διακρίνεται σαν μαύρη σκόνη.

Δεματικό, το = λέγανε αυτά τα λουρωμένα στάχια που προορίζονταν να δέσουν τα δεμάτια.

Λιμάρι, το = το δεμάτι.

Λούρωμα, το = το μαλάκωμα μετά από το βρέξιμο.

Μουργέλα, η = μια πράσινη μύγα που τσιμπάει για αίμα.

Μουσαριά, η = Η μουσαριά (φίμωτρο) ήταν ένα ιδιόμορφο κτηνοτροφικό εργαλείο, που κατασκευαζόταν για να προσαρμόζεται στο πρόσωπο του ζώου, για να εγκλωβίζει τις σιαγόνες του, να μην μπορεί να δαγκώσει ή να φάει φαγητό.

Πισωκάπουλα, το = είναι το καβάλημα στο ζώο, ακριβώς πίσω από το σαμάρι, στα καπούλια του ζώου.

Στράτα, η = το πήγαινε έλα!

Φορτωτήρα, η = Η φορτωτήρα ήταν ένα ίσιο ξύλο χοντρό σαν στειλιάρι, ίσο με το ύψος του ανθρώπου και στο επάνω μέρος είχε μια διακλάδωση σε σχήμα (Υ) η γνωστή φουρκάδα.

Χαψιά, η = μια δαγκωματιά φαγητού, όσο χωράει το στόμα.

Χεριά, η = το χαραμπούλιασμα των σταχιών όσων χωρούσαν στην παλάμη. Από το σύνολο των σταχιών έβγαζαν ένα – δυο από τα μεγαλύτερα το έφερναν τρογύρω από την χεριά σφικτά και την άκρη με το στάχυ την περνούσαν ενδιάμεσα για να δεθεί και να μην σκορπάει.

Εκτύπωση