Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Τέλη Μαΐου προς τις αρχές του Θεριστή (Ιουνίου) τα στάρια στα χωράφια αρχίζουν να κιτρινίζουν οδεύοντας προς το ξέραμα, αρχίζουν να παίρνουν ένα κίτρινο προς χρυσαφί χρώμα, τότε οι σπόροι (καρπός), αρχίζει να σφίγγει όπως λέγανε οι παλιοί και να σκληραίνει. Πριν σκληρύνει για τα καλά, οι ξωμάχοι και ιδίως τα παιδιά, πήγαιναν για σταχυολόγισμα δηλαδή διάλεγαν τα πιο μεγαλύτερα και τα πιο ευτραφή στάχυα τα έκοβαν ένα- ένα και τα μάζευαν, μέχρι που έφτιαχναν μια χεριά (ματσάκι), όσο χωρούσε στην παλάμη τους. Οι καλύτερες ποικιλίες σταριού για ψάνη ήταν η «ραψάνη» και ο «λεβέντης». Μετά άναβαν μια φωτιά και τα τσουρούφλιζαν δηλαδή τα περνούσαν επάνω από την φλόγα περίπου για ένα λεπτό, ώστε να καούν τα άγανα και τα φλιούτσια του καρπού τους. Κατά την γρήγορη καύση των αγάνων ζεσταίνονται οι καρποί δηλαδή τα σπυριά του σταριού. Αμέσως άπλωναν μια πετσέτα φαγητού και έπιαναν το ματσάκι ανάμεσα με τις παλάμες τους, και τα έτριβαν, πάνω από την πετσέτα. Μόλις τα έτριβαν και δεν έμεναν άλλοι σπόροι στο ματσάκι, φυσούσαν τα τρίμματα για να φύγουν τα φλιούτσια, τα υπολείμματα των αγάνων και έμεναν καθαροί οι σπόροι του σταριού. Αυτούς τους έτρωγαν όταν ήταν ακόμη ζεστοί και με το ελαφρύ ψήσιμο ήσαν νόστιμοι.
Αυτή ήταν η περιβόητη ψάνη, ένα νόστιμο και πρόχειρο έδεσμα ξηρών καρπών των παιδιών. Όλη αυτή την διαδικασία την ονόμαζαν «ψάνισμα ή ψανιάρισμα».
Ψάνη έτρωγαν ακόμη και κατά τον θερισμό όταν εύρισκαν ακόμη στάχυα που δεν είχαν ξεραθεί τελείως.
Επίσης μετά το θέρισμα και το αλώνισμα των σιτηρών τ’ αποθήκευαν. Από το κασόνι του σταριού, οι νοικοκυρές έπαιρναν μια χούφτα στάρι το έπλεναν, έπειτα ο έβαζαν στο νερό να φουσκώσει και να μαλακώσει. Όταν φούσκωνε, το σούρωναν να στραγγίσουν τα νερά και έπειτα το αλάτιζαν και το έβαζαν στο τηγάνι, σκέτο δίχως λάδι ή νερό και το καβούρντιζαν (τηγάνιζαν) με δυνατή φωτιά. Αυτό μετά το έδιναν στα παιδιά και το έτρωγαν ως ξηρό καρπό. Επίσης πολλές νοικοκυρές το καβούρντιζαν με λίγο λάδι και έριχναν μέσα και ένα αυγό γδαρτό (κτυπητό) και έφτιαχναν το αυγόψανο.
Ακόμη κατά τις εποχές της μεγάλης φτώχειας με σπόρους σιταριού ή ρεβιθιού συμπλήρωναν στους κόκκους του καφέ για να αυγατίσει στο καβουρντιστήρι και μετά μαζί με τον καφέ το περνούσαν από το χερόμυλο του καφέ και με αυτό το μίγμα έφτιαχναν καφέ.
Όταν κάποιος τσουρουφλιζόταν από την φωτιά, τον έλεγαν ψάνιο.
Όταν μάζευαν ψάνη τα παιδιά έλεγαν και το ακόλουθο τραγουδάκι:
Ψάνια- ψάνια ψανιαρίζω,
σταράκι μαζεύω και το καψαλίζω
για να φάνε τα παιδιά μου,
να χορτάσει κι η κοιλιά μου!
Ψάνιο, το = το αδύνατο και μαλακό ξύλο