Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Ανάλατο[1] λέγανε το βασιλικό λίπος, το μέσα ξίγκι ή την μπόλια του γουρουνιού. Κρατούσαν ένα μέρος του βασιλικού λίπους από το χοιρινό και το έλειωναν ξέχωρα από τα άλλα, χωρίς να το αλατίσουν, γι’ αυτό και λέγεται ανάλατο.
Αυτό το αποθήκευαν σε ένα λαγήνι πήλινο και το χρησιμοποιούσαν στην μαγειρική ως βούτυρο, όταν έφτιαχναν κουραμπιέδες, τηγανίτες και διάφορα άλλα παρασκευάσματα.
Επίσης το χρησιμοποιούσαν για να τσιγαρίζουν τα μακαρόνια, τις χυλοπίτες και αν είχαν μπόλικο και τους περίσσευε το χρησιμοποιούσαν και στην μαγειρική.
Επίσης ένα κομμάτι ανάλατο δεν το έλειωναν το κρατούσαν χώρια και το χρησιμοποιούσαν στη πρακτική ιατρική για εντριβές. Το ζέσταιναν και για να είναι μαλακό και με αυτό έκαναν εντριβές στο μέρος που ένοιωθε πόνους ο ασθενής.
Ακόμη το χρησιμοποιούσαν για να λιπαίνουν τα χέρια τους οι ξωμάχοι όταν ξερόσκαγαν ή κοκάλωναν τον χειμώνα από το κρύο αλλά και από τις διάφορες υπαίθριες χειρωνακτικές εργασίες. Ενώ με αυτό λίπαιναν τις αρβύλες, όπλα, μηχανισμούς, ζώνες, δερμάτινες τσάντες, καπνοσακούλες κ.λπ.
Ανάλατο τάιζαν την έγκυο γυναίκα, για να βγει το παιδί χιονάτο, σαν το λίπος. Έλεγε ένας για κάποια γύφτισσα που είχε παντρευτεί, έναν λαϊκό: «Όσο ανάλατο κι αν φας, άσπρο παιδί δεν κάνεις!»
Επίσης με το ανάλατο, κατασκεύαζαν και υπόθετα για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας. Ένα τεμάχιο ανάλατο, το τύλιγαν με πανί και το τοποθετούσαν οι τσοπάνηδες στα γρέκια τους ώστε τα ζωντανά τους να είναι πάντοτε παχιά και όχι αχαμνά δηλαδή αδύνατα, (τα αχαμνά τότε τα έλεγαν κάρματα).
Ανάλατο χρησιμοποιούσαν και στα φυλαχτάρια που έφτιαχναν.
[1] Ανάλατο σύμφωνα και με το λεξικό μας είναι: 1) το βασιλικό λίπος, η μπόλια, το μέσα ξίγκι του γουρουνιού που είχε ιαματικές ιδιότητες, 2) επίθ. κάτι που δεν είναι αλατισμένο, 3) σαχλός, ανούσιος άνθρωπος, 4) τα ανάλατα αστεία, ανάλατες ιστορίες, άνοστα πράματα, δίχως καμιά ουσία.
«Ανάλατο λέγεται το εσωτερικό λίπος του χοίρου όπερ διατηρείται χωρίς να αλατισθεί, χρησιμοποιείται δε ως αλοιφή δια τας πληγάς»: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, (1824-1879):