Η ΜΟΥΣΑΡΙΑ ….!

Frontpage Εμφανίσεις: 100478

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Η μουσαριά (φίμωτρο) ήταν ένα ιδιόμορφο κτηνοτροφικό εργαλείο, που κατασκευαζόταν για να προσαρμόζεται στο πρόσωπο του ζώου, για να εγκλωβίζει τις σιαγόνες του, να μην μπορεί να δαγκώσει ή να φάει φαγητό.

Τα οικόσιτα ζώα (άλογα – γαϊδούρια-μουλάρια και βόδια), οι αγρότες πέραν από τις άλλες εργασίες, τα χρησιμοποιούσαν για διάφορες εργασίες, όπως για ν’ αυλακώνουν ή να σκαλίζουν καλλιέργειες, σέρνοντας δίφτερα αλέτρια ή σβάρνες ή κουβαλούσαν θερισμένα σιτηρά και σανούς.

Όταν χρησιμοποιούσαν αυτά τα ζώα, για να κάνουν αυτές τις εργασίες περνούσαν, ενδιάμεσα από καλλιεργημένα φυτά ή κουβαλούσαν σανό, άχερα και θερισμένα σιτηρά που προορίζονταν για αλωνισμό, έστρεφαν το κεφάλι τους προς τα φυτά ή προς το φορτίο που κουβαλούσαν και άρπαζαν στα γρήγορα χαψιές για να τα φάνε, ένεκα της πείνας και της κούρασης. Ο κάθε ξωμάχος Για ν’ αντιμετωπίσει αυτές τις ζημιές και για να προστατεύσει τα φυτά ή και το φορτίο που μετέφεραν, κατασκεύασε ένα ιδιόμορφο εργαλείο, την μουσαριά. Επίσης μουσαριά έβαζαν και σε άλογα, κυρίως μητέρες φοράδες που, όπως έλεγαν, ζήλευαν τα μικρά παιδιά που πλησίαζαν κοντά της και τα δάγκωνε. Έχουμε πολλά τέτοια επεισόδια, και εγώ είμαι παθών γύρω στα εννιά μου χρόνια. Όταν πλησίασα σε φοράδα, με δάγκωσε από το μπράτσο και με εκσφενδόνισε λίγα μέτρα πιο πέρα, αφήνοντας τα σημάδια των δοντιών της στο μπράτσο μου για να την θυμάμαι.

Η κατασκευή αρχικά ήταν από βίτσες ή λούρες (χλωρές, ξύλινες και ψιλές ευλύγιστες βέργες), από διάφορα φυτά όπως αλυγαριά, ελιά, σκίντο, κουτσουπιά κ.ά. αυτές τις έπλεκε σαν ένα μικρό και αριοπλεγμένο καλαθάκι με ένα σχοινάκι δεμένο στο στόμιο του καλαθιού. Στο κέντρο που ενώνονταν όλες οι βέργες του άξονα τις έδενε μεταξύ τους, μ’ ένα σχοινάκι, για να σταθεροποιηθεί καλλίτερα. Το πλέξιμο ήταν δυνατό και όταν τελείωναν την κατασκευή την άφηναν ν’ αποξηρανθούν οι βέργες για να δέσει καλλίτερα.

Αυτή η κατασκευή, κατά τόπους είχε και την δική της ονομασία μουσαριά, μουστρουχίνα ή φούμωτρο, ή φιμιά, ή συρμαριά ή και συρμιά, ή μουτσουνοφώλι, ή σιαγωνοκλείδι ή και μάσκα. Αργότερα που έκανε την εμφάνισή του το μεταλλικό σύρμα, αντικατάστησαν τις βέργες μ’ ενισχυμένο σύρμα.

Αυτό το φορούσαν στις σιαγόνες των ζώων και με το σχοινάκι που είχαν προσαρμόσει, ανάλογα με το κεφάλι του ζώου το περνούσαν στο επάνω μέρος της κεφαλής, και πίσω από τα αυτιά του ζώου για να στερεώνεται η κατασκευή. Ο κατασκευαστής αυτού του φίμωτρου, για το κάθε ζώο είχε προνοήσει να μην πιέζονται ο άνω και ο κάτω σιαγώνας, αλλά να είναι αρκετά ευρύχωρο, ώστε να μπορεί ν’ ανασαίνει με άνεση. Έτσι με αυτό, το ζώο μπορούσε ν’ ανασάνει χωρίς πρόβλημα, επίσης και να πίνει άνετα νερό. Ποτέ δεν άφηναν ζώο με φίμωτρο κατά την νύχτα

Άλλο ένα παρόμοιο και προσωρινό εργαλείο προφύλαξης ήταν και ο ντορβάς ή το τράστο (ταγάρι). Όμως αυτά ήσαν επικίνδυνα για το ίδιο το ζώο, εφόσον φορώντας αυτό, από την ζέστη και το λαχάνιασμα της κούρασης, εμπόδιζε να διέρχεται ο ανάλογος αέρας και έτσι μπορούσε το ζώο, πριν το καταλάβουν, να σκάσει. Αυτά τα εργαλεία χρησίμευαν μόνον όταν το τάγιζαν με καρπούς. Μέσα σ’ αυτό έβαζαν τον ανάλογο καρπό, κριθάρι βρώμη, κ.ά. το κρεμούσαν στο κεφάλι και αυτό έτρωγε. Μόλις καταλάβαιναν ότι τελείωσε το φαγητό του, το αφαιρούσαν για να μπορεί το ζώο ν’ ανασάνει κανονικά και να πιει νερό.

Αργότερα η χρήση της μουσαριάς (φίμωτρο) επεκτάθηκε και στα σκυλιά, κυρίως τα κυνηγόσκυλα για να προστατεύονται από τα δηλητηριασμένα φαγητά (φόλες) που τοποθετούν διάφοροι ασυνείδητοι αντίζηλοι, αγρότες, κτηνοτρόφοι κ.ά. Επίσης φίμωτρα τα χρησιμοποιούν και οι συνοδοί σκύλων για να μην προβαίνουν σε επιθέσεις και δαγκώνουν ανθρώπους ή άλλα ζώα.

Παρόμοια φίμωτρα είδα και σε γίδες μαρτίνες που τους τα φορούσε κάποιος ξωμάχος. Αυτό γινόταν κατά την μετακίνησή τους από περιοχή σε περιοχή, όταν περνούσαν ενδιάμεσα από οπωροφόρα δένδρα, περιβόλια, αμπέλια κ.λπ., για να μην προξενούν ζημιές αρπάζοντας χαψιές. Όταν έφθαναν στο χωράφι, τα αφαιρούσε και όταν επέστρεφε πάλι τους τα φορούσε.

Η μουσαριά ήταν ο προάγγελος της μάσκας, μόνο που η μάσκα δεν κατασκευάσθηκε για να προφυλάσσει τα φαγώσιμα είδη, αλλά για την εισπνοή και την εκπνοή μας, εφόσον εμποδίζει να εισέλθουν και να εξέλθουν από την αναπνοή μας τα διάφορα μικρόβια. Επίσης φοριέται για τις άσχημες μυρωδιές, τα φάρμακα, την σκόνη κ.ά.

Η ΜΟΥΣΑΡΙΑ ΩΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ

Ένας άνανδρος τρόπος θανάτωσης ζώων κυρίως από αντίδικους, εχθρούς, κακούς γείτονες κ.ά. ήταν με την βοήθεια του φίμωτρου. Κατά μαρτυρία παλιού τσαμπάση, αυτός που ήθελε να προξενήσει κάποιο κακό, ακολουθούσε μια τακτική σε ανύποπτο χρόνο, κυρίως την νύχτα, μακριά από τα μάτια των ανθρώπων. Επέλεγε να προξενήσει κακό, δηλαδή να θανατώσει κάποιο άλογο, που εκείνες τις εποχές ήταν το ακριβότερο εργαλείο του της καθημερινότητας. Αυτό γινόταν και σε όλα τα οικόσιτα ζώα, ανάλογα με τον καθένα που ήθελε να προξενήσει ζημιά.

Έπαιρνε ένα τουλουπάνι ή μια μαξιλαροθήκη, μέσα έβαζε σκόνη ασβέστη, ή στάχτη το τύλιγε γύρω από την μουτσούνα του αλόγου και μετά του φορούσε την μουσαριά και το άφηνε. Το ζώο δεν μπορούσε να την αποχωριστεί και όπως το εμπόδιζε, δεν μπορούσε ν’ ανοίξει το στόμα του και έτσι ανάσαινε εισπνέοντας τον ασβέστη ή την στάχτη, από τα κάφυρά του (μύτη). Μετά με τα σάλια του, το πανί μούσκευε και εμπόδιζε το οξυγόνο να εισέλθει στους πνεύμονές του και έπειτα από λίγη ώρα έσκαγε (ψοφούσε). Ο κάθε άνανδρος ζωοκτόνος, συνήθως περίμενε κρυμμένος και όταν το ζώο ψοφούσε, έβγαζε την μουσαριά και το πανί και έφευγε, Έτσι εύρισκαν το ζώο την άλλη ημέρα νεκρό, χωρίς να γνωρίζουν την αιτία. Πολλοί άφηναν την μουσαριά και έφευγαν. Μερικές φορές τα ζώα δεν ψοφούσαν, αλλά η καταστροφή των πνευμόνων του, το καθιστούσε ανίκανο και καχεκτικό.

Μια φορά σε συνάντηση φίλων, μεταξύ αυτών ήταν και ένας αρκετά υπέρβαρος. Στην παρατήρηση ενός φίλου γιατί δεν προσπαθεί ν’ αδυνατίσει, ένας άλλος έδωσε την κατάλληλη απάντηση: «Βάλτου μουσαριά!»

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:

Φιμώνω, = κλείνω το στόμα κάποιου ζώου με φίμωτρο ή ανθρώπου, ώστε να μη μπορεί μιλήσει να δαγκώσει.

Μαρτίνες, οι = το σύνολον των οικόσιτων ζώων (αιγοπρόβατα) που ο αριθμός των μετριέται στα δάκτυλα.

Χαψιά, η = μια δαγκωματιά φαγητού.

Εκτύπωση