ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 49545

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Τον καιρό του αντάρτικου λέγανε ότι, ένας αντάρτης κυνηγημένος, ταλαιπωρημένος, άκουρος και άξουρος, ένα Σαββατόβραδο έφτασε αργά σ’ ένα χωριό. «Έβρεχε, ο Θεός με τον Θεό», ψάχνοντας που να τρουπώσει να βγάλει την νυχτιά του, πήγε προς την εκκλησία, εκεί βρήκε την πόρτα της ανοιχτή και μπήκε μέσα. Έκανε μια εξερεύνηση και βρήκε ένα εικονισματάκι του Αγιώργη, το πήρε στα χέρια του, έκανε τον σταυρό του μπροστά στο εικόνισμα, το προσκύνησε και ψέλλισε:

-«Συγχώρα με Άγιε μου, αλλά εσύ μπορείς να με βοηθήσεις και εγώ, σου τάζω ότι δεν θα σ’ αφήκω έτσι!».

Κατόπιν έχωσε το εικόνισμα μέσα στο σακίδιό του και στην συνέχεια έπιασε μια άκρη σ’ ένα στασίδι και από την τρανή κούραση και ταλαιπωρία που είχε, αποκοιμήθηκε. Τον ξύπνησε ένα κρακ, που έκανε το ζεμπερέκι της πόρτας. Όπως λαγοκοιμότανε, τράβηξε το πιστόλι του και περίμενε ακούνητος και αμίλητος να ιδεί ποιος μπαίνει. Σε μια στιγμή είδε τον παπά, τον άφηκε και μπήκε μέσα στο ιερό και την ώρα που ετοιμαζότανε να λειτουργήσει, μπήκε μέσα και τον απείλησε με το όπλο του. Ο παπάς τα έχασε στην αρχή, αλλά δεν φοβήθηκε. Ο αντάρτης του ζήτησε τα ράσα του να τα πάρει για να ντυθεί παπάς και να καταφέρει να ξεγλιστρήσει από τα μπλόκα του στρατού.

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο παπάς του έδωκε ένα άλλο ράσο που είχε μέσα στο ιερό, κρεμασμένο στον τοίχο. Ο αντάρτης τότε έβγαλε μια χρυσή λίρα από το σακούλι του και του την έδωκε λέγοντας ότι, να μην μαρτυρήσει τίποτα, τουλάχιστον μέχρι να απομακρυνθεί από το χωριό. Ο παπάς του είπε ότι, κι αυτός έχει αδερφό στο αντάρτικο και δεν θα μάθει κανείς τίποτα. Ο αντάρτης πήρε το ράσο και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο παπάς έπειτα από λίγη ώρα βάρεσε την καμπάνα γιατί ήτανε Κυριακή και έπρεπε να λειτουργήσει.

Ο αντάρτης απομακρύνθηκε προσεκτικά έξω από το χωριό και τρύπωσε σε μια καλύβα. Εκεί βρήκε και κάτι παλιοσκισμένα σκουτιά, έβγαλε τα δικά του, τα φόρεσε και απάνου φόρεσε το ράσο. Βρήκε και ένα ντορβά, έβαλε μέσα τα πράγματά του και την εικόνα του Αγιώργη. Μέσα στην καλύβα βρήκε και ένα ξινάρι και το πήρε μαζί του. Πιο κάτου μέσα στον λόγγο πέταξε τα σκουτιά του, έριξε και κάμποσα κλαδιά επάνω να μην φαίνονται και έφυγε βιαστικά.

Περπατώντας κρυφά κι απόκρυφα, μετά από κάνα δυο μέρες, χαράματα έφτασε σ’ ένα σταυροδρόμι, ενώ αλάργα έβλεπε ένα μικρό χωριό. Εκεί, δίπλα από το σταυροδρόμι και πιο πέρα είχε κάτι χαλάσματα από ένα παλιό χάνι.

Διάλεξε μια μεριά και με το ξινάρι έσκαψε στην άκρη του δρόμου κάνα μισόμετρο βαθιά, μέσα έβαλε ένα δερμάτινο δεματάκι διπλωμένο καλά και δεμένο γύρω - γύρω με σπαρτσίνο που κουβάλαγε απάνου του, το σκέπασε με το χώμα και ίσιωσε τον τόπο και μετά κουβάλαγε πέτρες από τα παλιοχαλάσματα. Σε κάποια στιγμή από μακριά, είδε να έρχονται δυο τρείς ξωμάχοι με τα ζώα τους και τις γυναίκες τους.

Ο αντάρτης που είχε μεταμορφωθεί σε παπακαλόγερος αφού τους έκοψε, συνέχισε να κουβαλάει πέτρες. Εκείνοι μόλις ζυγώσανε και είδανε τον παπά να κουβαλάει πέτρες απορήσανε και σταματήσανε να ιδούν τι γίνεται στο χωριό τους.

Αφού καλημερισθήκανε, ο παπακαλόγερος τους είπε ότι είναι από ένα μακρινό μοναστήρι και ότι είδε στον ύπνο του τον Αγιώργη να του λέει:

«-Πάρε την εικόνα μου και τράβα στο τάδε χωριό στην τάδε μεριά και να μου φτιάξεις ένα σπίτι».

Εγώ λέει ο παπακαλόγερος δεν τον άκουσα και εκείνος μετά ήρθε στο όνειρό μου και μου είπε ότι αν δεν πάω θα κάνει μεγάλο κακό, και έτσι αποφάσισα να έρθω να φκιάσω ένα εικονοστάσι και να την βάλω μέσα για να κάνω την ταγή του Άγιου και να ησυχάσει το μυαλό μου.

Αυτοί κάνανε τον σταυρό τους μπροστά στην εικόνα και στείλανε έναν να φωνάξει τον παπά και τον πρόεδρο του χωριού να φέρουνε κόσμο για να βοηθήσουνε.

Μετά από λίγη ώρα έφτασε ο παπάς με τον πρόεδρο και άλλους χωριανούς. Φέρανε υλικά και ένα μάστορα και επάνω στο σκάψιμο, που τάχα ήτανε το θεμέλιο φκιάσανε ένα ωραίο εικονοστάσι και βάλανε μέσα την εικόνα.

Το βράδυ στο χωριό πλακώσανε οι στρατοχωροφύλακες, που κάνανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Τον παπακαλόγερο τον φιλοξενούσε ο παπάς στο σπίτι του και έτσι δεν έγινε κουβέντα για αυτόν και οι χωροφύλακες, αφού τους διαβεβαίωσε ο πρόεδρος με τον παπά, ότι δεν κρύβεται κανένας φύγανε.

Την άλλη μέρα ο παπακαλόγερος τους αποχαιρέτισε, τους ευχαρίστησε και έφυγε, τάχα για το μοναστήρι του.

Όπως φάνηκε, η ιστορία δεν τέλειωσε εκεί, μετά από αρκετά χρόνια ένα πρωί οι χωριανοί εκεί που είχανε χτίσει το εικονοστάσι του Αγιώργη, βρήκανε το εικονοστάσι κατεστραμμένο και ανοιγμένα τα θεμέλιά του και κάτω βρήκανε ένα χιλιοτρυπημένο από την υγρασία και την πολυκαιρία δερμάτινο σακουλάκι παρατημένο που φαίνεται, ότι μέσα κάτι είχε.

Την εικόνα του Αγιώργη τοποθετημένη σε εμφανές σημείο επάνω σε μια πέτρα.

Στο χωριό μια μέρα έφθασε ταχυδρομικώς ένα δέμα με δυο επιστολές μια στον παπά και μια στον πρόεδρο το δέμα μέσα είχε ένα αξιοσέβαστο χρηματικό ποσό από άγνωστο άνθρωπο και διεύθυνση.

Στην επιστολή ο αποστολέας αποκάλυπτε ότι ήταν ο παπακαλόγερος όπου κατά την κατασκευή του εικονοστασίου του Αγιώργη στο σταυροδρόμι, είχε κρύψει χρήματα κάτω από το εικονοστάσι, και τώρα τα πήρε. Αυτό έγραφε ότι έγινε με την βοήθεια του Αγιώργη, μάλιστα ανέφερε ότι με τα χρήματα που τους έστειλε, ήταν ν’ αναγείρουν ένα εκκλησάκι και να το αφιερώσουν στον Αγιώργη και όταν αυτός κρίνει θα τους ξανά στείλει. Έπειτα από τα θυρανοίξια του, έφτασε μια ακόμη επιστολή με ευχαριστίες και άλλα χρήματα.

Παρόλα αυτά η ταυτότητα του αντάρτη παρέμεινε άγνωστη, αλλά λέγανε ότι στα θυρανοίξια ήσαν και αρκετοί ξένοι προσκυνητές, ίσως μεταξύ αυτών να ήταν και ο δωρητής.

Εκτύπωση