ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Παραδόσεις Εμφανίσεις: 62448

Γράφει: Ο Κώστας Παπαντωνόπουλος, Τρυγητής 2020

Ο άνθρωπος για τον φωτισμό του κατά την νύκτα και σε σκοτεινά σημεία όπως δαιδαλώδη κτίρια με υπόγεια, κάστρα, σπηλιές και στοές, χρησιμοποίησε διάφορα μέσα όπως πρώτες καύσιμες ύλες και εργαλεία.

Ο πρώτος τεχνικός φωτισμός, όπως είναι φυσικό πρέπει να ήταν, η φωτιά. Πριν κατασκευάσουν διάφορα εργαλεία φωτισμού οι άνθρωποι, συνήθιζαν τις νύκτες ν’ ανάβουν φωτιές και να μαζεύονται γύρω για να ζεσταίνονται, αλλά και να βλέπουν. Επίσης για να μεταβούν σε πολύ κοντινά σημεία, έκαιγαν κλάρες από διάφορα δένδρα που έβγαζαν αρκετή φλόγα ή  κράταγαν στα χέρια τους διάφορα αναμμένα ξύλα (δαυλιά), από ρητινώδη δένδρα. Ήταν οι πρώτες δάδες φωτισμού..Αυτή η τεχνική τους επέτρεπε να βλέπουν μόνον για πολύ κοντινές αποστάσεις.

Συν τον χρόνο ο άνθρωπος για να αντικαταστήσει τις δάδες εκμεταλλεύτηκε την φωτιά για τον φωτισμό του, με διάφορους τρόπους ώστε να είναι πιο εύχρηστη και να μην χρειάζεται αρκετή καύσιμη ύλη. Με την πάροδο όμως του χρόνου, προσπάθησαν και κατασκεύασαν διάφορα εργαλεία φωτισμού. Πρώτοι οι Έλληνες άρχισαν να κάνουν λάμπες από πηλό γύρω στον 7ο π.Χ αιώνα. Γι αυτό και η λέξη λάμπα, που χρησιμοποιείται διεθνώς (lamp) έχει ελληνική ρίζα.

Στην Πελοπόννησο, απ’ όπου προέρχεται η παρούσα καταγραφή των παραδοσιακών φωτιστικών μέσων, έχουν χρησιμοποιήσει φωτιστικά εργαλεία με πρώτη ύλη το ξύλο, το πετρέλαιο, το λίπος, το λάδι, την ασετιλίνη, την βενζίνα και τέλος τον ηλεκτρισμό. Κάποια από αυτά τα εργαλεία ήσαν για σταθερά σημεία, εντός των οικιών, αιθουσών κ.λπ. και κάποια άλλα ήταν μεταφερόμενα, για τις νυκτερινές μετακινήσεις τους, και για τον φωτισμό διαφόρων χώρων εκτός της οικίας.

ΦΩΤΟΣΤΑΤΗΣ

Ο φωτοστάτης ήταν ένα μεταλλικό εργαλείο φωτισμού, που αποτελούταν από ένα πιάτο στηριζόμενο στον τοίχο ή σε κάποιο ξύλινο ή μεταλλικό τρίποδα. Το πιάτο στο κέντρο του είχε μια εισδοχή, όπου εκεί στερεώνονταν ένα δαδί (πυρσός), ανάλογων διαστάσεων. Άλλοτε χρησιμοποιούσαν πυρσούς από καλάμια που τα βούταγαν σε λίπος. Το βράδυ άναβαν το δαδί και έτσι φωτιζόταν ο χώρος. Για παρατεταμένη ώρα φωτισμού, φρόντιζαν μόλις καιγόταν να αλλάζουν το καμένο δαδί. Όταν το έσβηναν το έβαζαν σ’ ένα δοχείο με νερό για ασφάλεια, μέχρι να σβήσει και να σταματήσει να καπνίζει, το λεγόμενο δαυλοφάϊ.

ΛΥΧΝΟΣ

Ο λύχνος, ήταν ένα μικρό πήλινο εργαλείο, μ’ ένα μικρό άνοιγμα στο κέντρο του σαν ένα είδος μικρού καταβρεχτηριού με μακριά κωνοειδής και κούφια μύτη, προσαρμοσμένη σε μια άκρη, απ’ όπου μέσα περνούσε το φυτίλι. Στην αντίθετη άκρη υπήρχε ένα χερούλι για να το πιάνουν. Το καύσιμο υλικό ήταν λάδι, ή λίπος σε υγρή μορφή. Το φυτίλι μετέφερε το καύσιμο στην φλόγα, όπου η μία άκρη του ήταν βουτημένη μέσα στο καύσιμο. Πριν το ανάψουν, ξεφτίλιζαν λίγο το σωληνοειδές φυτίλι και το άναβαν. Η φωτιά κρατούσε, όσο υπήρχε καύσιμη ύλη εντός του λυχναριού.

Ξεφτίλισμα, λέγεται το τράβηγμα προς τα έξω και το καθάρισμα του καμένου φυτιλιού. Ξεφτιλίζω, = έλκω προς τα έξω και καθαρίζω το φυτίλι, την θρυαλλίδα του λύχνου, (μετφ.) ντροπιάζω, προβαίνω σε άνομες πράξεις, ή λόγια. Βασικά λέγεται ξεφυτίλισμα αλλά η ντοπιολαλιά έχει αφαιρέσει και συρρικνώσει την λέξη.

ΛΥΧΝΑΡΑΚΙ

Το λυχναράκι ήταν ένα ολόιδιο εργαλείο με τον λύχνο πήλινο ή τσίγκινο σε μικρότερες διαστάσεις, όπου το άναβαν και το τοποθετούσαν επάνω στο τζάκι ή και το κρεμούσαν από κάποιο καρφί.

ΤΣΙΜΠΛΗΣ

Ο τσιμπλής ή και πετρολύχναρο είναι μια μεταλική κατασκευή από τους φαναράδες (τεχνίτες που επεξεργάζονταν την γαλβανιζμένη λαμαρίνα ή τσίγκο και κατασκεύαζαν διάφορα εργαλεία οικιακής και επαγγελματικής χρήσης). Αποτελείτο από ένα ανάποδο χωνί (με την μύτη προς τα άνω) που στο στενό μέρος επάνω βίδωνε το εξάρτημα που συγκρατούσε το φιτίλι. Από την βάση του χωνιού ξεκίναγε ένα χερούλι, λίγο μακρύτερο από την όλη κατασκευή με μια τρύπα στο άνω μέρος του για να το κρεμάνε. Σ’ αυτό το εργαλείο έβαζαν μέσα ένα σωληνοειδές φυτίλι, με αρκετό μήκος για να επικοινωνεί με το πετρέλαιο ώστε να διοχετεύεται μέσα στο σωληνάκι του χωνιού και να προεξέχει λίγο εκτός του σωλήνα για να βγαίνει η φλόγα. Γέμιζε με πετρέλαιο η λάμπα και αφού πρώτα ξεφτίλιζαν στην άκρη το φυτίλι, το άναβαν και αυτό τραβούσε (ρουφούσε) πετρέλαιο και καιγόταν και φώτιζε χωρίς να καίγεται το φυτίλι.

Το φυτίλι του τσιμπλή έπρεπε να το ξεφτιλίζουν διότι έπιανε επάνω κάφτρα και δεν φώτιζε αρκετά. Αυτό γινόταν σ’ όλες τις λάμπες πετρελαίου με φυτίλι. Μια τέτοια λάμπα βρίσκεται στο Λαογραφικό Μουσείο Αντρωνίου όπου και η φωτογραφία.

ΛΑΜΠΑ ΜΕ ΛΑΜΠΟΓΥΑΛΟ

“Ψηλώσετε τη λάμπα σας, να φέγγω να περάσω

γιατ΄είμαι ξενοχωργιανός, το δρόμο να μη χάσω”

Η λάμπα με το λαμπόγυαλο είναι μια κατασκευή με γυάλινο δοχείο καυσίμου που καίει πετρέλαιο και είναι πιο σύγχρονη από τον τσιμπλή. Επάνω στο γυάλινο σώμα της προσαρμόζεται βιδωτά ένας απλός μηχανισμός (η φυτιλιέρα) με ένα χειροκίνητο ρεγουλατόρο (οδηγό) για να προωθεί το φυτίλι προς τα άνω ή προς τα κάτω. Στο επάνω μέρος της φυτιλιέρας υπάρχει μια υποδοχή που προσαρμόζεται και κρατάει σταθερά το λαμπόγυαλο. Στο μέσο του γυάλινου δοχείου καυσίμου υπάρχει εκ κατασκευής ο λαιμός. Εκεί προσαρμόζεται ο μεταλλικός δακτύλιος που συνδέεται με στρογγυλή μεταλλική πλάτη και γάντζο στο πάνω μέρος για να κρεμιέται η λάμπα στον τοίχο. Η στρογγυλή λαμαρίνα της πλάτης προστατεύει τον τοίχο από την θερμοκρασία που παράγει η φλόγα κατά την καύση. Το φυτίλι αυτής της λάμπας δεν ήταν σωληνοειδές, αλλά σε σχήμα λωρίδας.

Την λάμπα την τοποθετούσαν επάνω στο τραπέζι κατά την ώρα του φαγητού ή του διαβάσματος και μετά το πέρας αυτών την ακουμπούσαν επάνω στο τζάκι ή την κρεμούσαν από κάποιο καρφί που ήταν προσαρμοσμένο στον τοίχο σε σημείο που δύναται να φωτίζει περισσότερο το δωμάτιο ή τη κουζίνα.

Μόλις τελείωναν το φαγητό ή οποιαδήποτε εργασία για να μην καταναλώνουν πετρέλαιο, χαμήλωναν τον φωτισμό της λάμπας ή την έσβηναν και χρησιμοποιούσαν για φωτισμό το λιγοστό φως του τζακιού.

Για να ανάψουν την λάμπα έπρεπε πριν να καθαριστεί προσεχτικά το εύθραυστο γυαλί της και να είναι στεγνό για να μην σπάσει από την θερμοκρασία.Το καλύτερο καθάρισμα γινόταν με βρεγμένη εφημερίδα και το αδράχτυ για να βγεί η γάνα και η καπνιά.

Τα μαγαζιά στα χωριά είχαν αρκετά αποθέματα γυαλιών λάμπας. Η λάμπα με λαμπόγυαλο καταγράφηκε ως μια μεγάλη διαφορά και εξέλιξη από τον τσιμπλή. Θεωρούσαν τότε νοικοκυραίους όσους χρησιμοποιούσαν την λάμπα με λαμπόγυαλο. Μια τέτοια λάμπα βρίσκεται στο Λαογραφικό Μουσείο Αντρωνίου όπου και η φωτογραφία.

ΦΑΝΑΡΙ ή ΚΛΕΦΤΟΦΑΝΑΡΟ

Το φανάρι ήταν μια λάμπα που λειτουργούσε ακριβώς όπως η λάμπα του σπιτιού. Ήταν διαφορετικής κατασκευής για να χρησιμοποιείται την νύκτα ώστε να πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο, για να βλέπουν στον στάβλο, στ’ αλώνια και οπουδήποτε χρειάζονταν φορητό φωτισμό.

Ήταν ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, με μεταλλικό πλαίσιο με τέσσερα εσωτερικά τζάμια. Η βάση του ήταν ένα μεταλλικό δοχείο με μια τρυπούλα στην μέση του άνω μέρους για να εισέρχεται το φυτίλι και να το γεμίζουν με καύσιμο.

Στο επάνω μέρος του φαναριού ο κατασκευαστής είχε προσαρμόσει ένα συρμάτινο χερούλι για την μεταφορά και το κρέμασμα αυτού από κάποια βάση.

Τα τζαμάκια που είχε γύρω από εκεί που καιγόταν χρησίμευαν για να μην το σβήνει ο αέρας και να μην προκληθεί πυρκαγιά.

Αργότερα τα φανάρια τα κατασκεύαζαν στρογγυλά μ’ ενιαίο τζάμι που προστατεύεται από μια ελαφρά συρμάτινη κατασκευή.

ΚΑΝΤΗΛΙ

"Nτίλι ντίλι ντίλι, ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε, η κόρη το μαντήλι..."

Το καντήλι είναι κι αυτό ένα απλούστατο εργαλείο φωτισμού που αποτελείται από ένα ποτήρι με χείλος στο επάνω μέρος ή και απλό, που το κρεμούσανε με σύρμα μπροστά από το εικονοστάσι του σπιτιού ή στις εκκλησίες μπροστά από τις εικόνες ή το τοποθετούσαν επάνω σε κάποια κατασκευή.

Το ποτήρι το γέμιζαν με λάδι και έπαιρναν κι ένα τσιγκάκι μικρό ελαφρύ και λεπτό τυλιγμένο σε φελλό και το τρυπούσαν στην μέση και περνούσαν το φυτίλι ή βαμβάκι και το άναβαν. Αυτό διατηρούταν αναμμένο όσο είχε λάδι το ποτήρι. Συνήθως κανόνιζαν πόσο χρόνο ήθελαν να είναι αναμμένο και έριχναν και νερό στο ποτήρι.

Το λάδι όπως γνωρίζουμε είναι ελαφρύτερο το νερού και επιπλέει. Μόλις τελείωνε το λάδι, τότε έσβηνε και το καντήλι. Υπήρχαν πολλοί τύποι καντηλιών, πήλινα - κεραμικά, γυάλινα, μεταλλικά, κρεμαστά, κάποια βρίσκονται στο Λαογραφικό Μουσείο Αντρωνίου όπως στις φωτογραφίες.

ΣΠΑΡΜΑΤΣΕΤΑ, ΚΕΡΙΑ

Το σπαρματσέτο είναι το κερί το φωτιστικό, το στεατικό όπως λέγεται, όχι το μελισσοκέρι. Λέγεται και αλειμματοκέρι (άλειμμα ήταν το ζωικό λίπος).

Το σπαρματσέτο ήταν ένα είδος κεριού, το κερί που χρησιμοποιούνταν για φωτισμό πριν ανακαλυφθούν οι παραφίνες και κατασκευαστούν τα κεριά. Κυριάρχησε στην αγορά καθώς ήταν ένα βελτιωμένο είδος κεριού. Είχε την ιδιότητα να μην μαλακώνει εύκολα από τον ήλιο και τη ζέστη, σε αντίθεση με τα μελισσοκέρια ή τα κεριά λίπους που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε.

Οι Ρωμαίοι είναι αυτοί που κατασκεύασαν πρώτοι κεριά με φιτίλι τα οποία φώτιζαν τα σπίτια ή οδηγούσαν τους οδοιπόρους στο σκοτάδι. Ως πρώτη ύλη είχαν το λίπος από πρόβατα, χοιρινά και βοοειδή. Αυτό το κερί κατά την καύση έβγαζε πολύ καπνό και μύριζε άσχημα. Το χρησιμοποιούσαν ευρέως ως μέσο φωτισμού και οι Αιγύπτιοι.

Τα σημερινά κεριά που προέρχονται από το αργό πετρέλαιο αποκαλούνται κεριά παραφίνης (ή και απλά παραφίνη).

ΑΣΕΤΙΛΙΝΗ

Η ασετιλίνη ήταν μια μεταλλική κατασκευή που ποικίλει από τόπο σε τόπο. Βασικά όμως δούλευε πάντα με τον ίδιο τρόπο.

Αυτή αποτελούταν από ένα τσίγκινο κυλινδρικό κουτί με μια λεπτή και μακρόστενη σωλήνα που προεξείχε και ένα χερούλι στο πίσω μέρος, για να το μεταφέρουν και να μη καίγονται.

Στο κουτί μέσα τοποθετούσαν την ασετιλίνη (μια χημική ουσία) όπου μέσα έριχνα και νερό και αμέσως βίδωναν το καπάκι του κουτιού ερμητικά. Η ασετιλίνη στην επαφή της με το νερό έβγαζε ένα εύφλεκτο αέριο από την άκρη του σωλήνα.

Εκεί έβαζαν φωτιά και η φλόγα που έβγαινε φώτιζε. Μ’ αυτήν την συσκευή πήγαιναν την νύκτα για ψάρια, καβούρια, σαλιγκάρια κ.λπ.

ΒΕΝΖΙΝΟΛΑΜΠΑ – ΛΟΥΞ

Το Λουξ ή βενζινόλαμπα, λειτουργούσε με φωτιστικό πετρέλαιο που το προμήθευαν μόνον τα Μονοπώλια (κρατικά καταστήματα). Το όνομά της μας παραπέμπει σε μια πιο εξευγενισμένη κατασκευή φωτιστικού μεταλλικού εργαλείου. Αυτή δεν είχε φυτίλι όπως οι κοινές λάμπες πετρελαίου και λαδιού αλλά ήταν μια κατασκευή από αμίαντο, που προσαρμόζονταν στην κεφαλή του μηχανισμού.

Αποτελείτο από τη δεξαμενή καυσίμου όπου εκεί ήταν η χειροκίνητη αντλία αέρος και ο ρεγουλατόρος. Κοντά και λίγο παραπάνω ήταν ο διακόπτης ροής καυσίμου και η υποδοχή για το οινόπνευμα που ζέσταινε τον αμίαντο και το μπεκ. Το μπεκ βρισκόταν στο επάνω μέρος της συσκευής όπου ήταν και η απόληξη του σωλήνα προς τον αμίαντο.

Για να λειτουργήσει, έπρεπε να τρομπάρουν με το χέρι το τρομπάκι, ώστε να γεμίσει αέρα και να αυξηθεί η πίεση στην δεξαμενή. Μετά την προθέρμανση (του αμίαντου και του μπέκ) άνοιγαν την βάνα του διακόπτη στο σωληνάκι και έτσι διοχετευόταν η βενζίνη στον αμίαντο που άναβε και παρήγαγε δυνατό φωτισμό.

Εξωτερικά είχε και αυτή η λάμπα γυαλί προστασίας και αναβόταν από πάνω από την τρύπα του γυαλιού ή από κάτω όπου ένας χειροκίνητος μηχανισμός ωθούσε το γυαλί προς τα άνω ώστε να έχει επαφή με τον αμίαντο. Κατά διαστήματα χρειαζόταν τρομπάρισμα για να πιέζει το καύσιμο να φθάνει στον αμίαντο.

Η παραπάνω λάμπα (Λουξ) της φωτογραφίας, λειτουργούσε για πολλά χρόνια στο μαγαζί του Νικολετόπουλου και βρίσκεται σήμερα στο Λαογραφικό Μουσείο Αντρωνίου.

ΓΚΑΖΟΛΑΜΠΑ

Η γκαζόλαμπα ήταν και αυτή μια εξέλιξη, της προ ηλεκτρικής περιόδου, όπου ως καύσιμη ύλη ήταν το υγραέριο. Ήταν μια σταθερή λάμπα, προσαρμοσμένη σε μια βάση με ανάποδο πιάτο, κρεμασμένη από το ταβάνι με αμίαντο. Άνοιγαν την βάνα του υγραερίου και έβαζαν φωτιά στον αμίαντο και έτσι δούλευε. Αυτή έδινε περισσότερο και ποιοτικό φως, ήταν πιο καθαρή από τις υπόλοιπες και πιο εύχρηστη. Τέτοιες λάμπες υπήρχαν και σε μαγαζιά στα χωριά μας.

ΦΑΚΟΣ

Τελευταία πιο εξελιγμένο εργαλείο ήταν ο φακός. Ο φακός είναι βιομηχανική ηλεκτρική κατασκευή από μέταλλο ή και από πλαστικό και έχει ειδικό διαμορφωμένο χώρο για τις μπαταρίες (στοιχεία), αποτελείται από ένα διακόπτη και ένα λαμπάκι που και αυτό είναι προσαρμοσμένο σε κοίλο κάτοπτρο για να συγκεντρώνει την δέσμη του φωτός και να την διοχετεύει προς τα εμπρός. Παρόμοιους φακούς χρησιμοποιούμαι και σήμερα εξελιγμένους ως προς την τεχνολογία με επαναφορτιζόμενους συσσωρευτές ιόντων λιθίου και λαμπτήρων led χαμηλής κατανάλωσης και υψηλής φωτεινότητας. Τέτοιοι φακοί εκτός από τους χειρός είναι οι φακοί κεφαλής, κατάδυσης, ποδηλάτων κλπ.

Οι παραπάνω λάμπες ήταν η κύρια φωτιστική πηγή των σπιτιών και χρησιμοποιήθηκαν στα χωριά μας ως τις αρχές του 1970 που ηλεκτροδοτήθηκαν.

Σημειώνουμε ότι στην Δίβρη λειτουργούσε υδροηλεκτρικό για τις ανάγκες φωτισμού.

Σήμερα όλες σχεδόν αυτές οι κατασκευές έχουν αποσυρθεί και οι νέοι δεν τις γνωρίζουν.

Ευτυχώς που πολλοί συλλέκτες, λαογραφικά μουσεία και πολιτιστικοί σύλλογο έχουν συλλέξει, συντηρήσει αρκετά τέτοια αντικείμενα φωτισμού και τα εκθέτουν δημόσια για να τα βλέπουν οι νεότεροι και να γνωρίσουν, πως επιτυγχάνονταν ο φωτισμός τα παλιά χρόνια.

Εκτύπωση