Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Η καρέκλα είναι ένα έπιπλο που χρησιμοποιείται ως κάθισμα κυρίως στο τραπέζι για να κάθεται ένα άτομο. Οι καρέκλες υποστηρίζονται συχνότερα από τέσσερα πόδια ένα κάθισμα και μια πλάτη όπου την απαντούμε με διαφορετικά σχέδια και σχήματα. Το σχήμα της καρέκλας ήταν τέτοιο, ώστε να στηρίζει το σώμα μας και να παίρνει τη σωστή θέση του σκελετού (θέση ορθής γωνίας) όταν καθόμαστε, ώστε ν’ αναπαύεται το σώμα, σε τέτοια θέση ώστε να αποφεύγονται τα προβλήματα υγείας, που δημιουργούνται από την μη σωστή στάση του σώματος. Πιο παλιά στα σπίτια, υπήρχαν συνήθως λίγες καρέκλες, που χρησιμοποιούνταν περισσότερο σε γιορτές και σε διάφορα ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα, για να κάθονται οι επισκέπτες. Αν ήταν πολλοί και δεν επαρκούσαν τα καθίσματα τότε χρησιμοποιούσαν καθιστικούς πάγκους, σκαμνιά, κασέλες, κρεβάτια και μπαούλα που υπήρχαν μέσα στο σπίτι.
Τα πιο παλιά χρονιά μαζί με τους ξύλινους πάγκους, οι απλές καρέκλες ήταν τα επίσημα τραπεζοκαθίσματα της φτωχολογιάς των καφενέδων, της ταβέρνας των εκκλησιών, των δημοσίων χώρων κ.ά.
Υλικά κατασκευής:
Ο σκελετός της καρέκλας κατασκευαζόταν από σκληρό ξύλο προερχόμενο από κυπαρίσσι, μουριά, οξιά, ακακία ή πλάτανο και το κάθισμα από ψαθί (σαμάκι), ή βούρλο.
Η διαδικασία κατασκευής μιας παραδοσιακής καρέκλας περνάει από διάφορα στάδια. Το πρώτο στάδιο ήταν η επιλογή των ξύλων. Οι καρεκλάδες παλιά επέλεγαν τα ξύλα και τα έκοβαν τον Γενάρη και συγκεκριμένα ημέρες που το φεγγάρι ήταν σε χάση. Στον τόπο μας έφτιαχναν καρέκλες κυρίως από κυπαρίσσια.
Αφού τα έκοβαν τα ξεφλούδιζαν αμέσως και τ’ άφηναν στον ίσκιο μέχρι να ξεραθούν τελείως. Μετά τα πήγαιναν σε κορδέλες που ήσαν υδροκίνητες πριόνες (νεροπρίονα) τα έσχιζαν και τα τεμάχιζαν στις διαστάσεις που επιθυμούσαν.
Ακόμη οι καρεκλάδες τον Σεπτέμβριο, όταν ήταν το φεγγάρι σε χάση, έκοβαν το ψαθί (σαμάκι) από τους βάλτους και τις ρεματιές, το έδεναν σε δεμάτια και αφού το μετέφεραν στο εργαστήριό τους, το άφηναν να ξεραθεί επίσης και αυτό στον ίσκιο. Τις τελευταίες δεκαετίες όσοι ζούσαν και εργάζονταν στις πόλεις το αγόραζαν, όπως και άλλα υλικά, από το εμπόριο.
Εργαλεία τεχνίτη:
Τα εργαλεία τους τα μετέφεραν μέσα σ’ ένα μεγάλο σακούλι τορβά ή μια ξύλινη κασελέτα. Μέσα είχαν την πλήρη συλλογή τους που αποτελούταν από την πλάνη, τανάλια, αρίδια, ράσπα, ευλύγιστο γαλβανιζέ σύρμα, σκερπάνι, σκαρπέλο, φαλτσέτα, ξυλοφάι, ματσόλα, τσεκμέ (ειδικό μαχαίρι), διάφορα καρφιά κι άλλα εργαλεία, που ήσαν απαραίτητα για τη δουλειά του. Αυτοί που άλλαζαν μόνο την στρώση είχαν μόνο τον τσεκμέ που ήταν ένα κοφτικό εργαλείο και το σαμάκι.
Τις καρέκλες αρχικά τις κατασκεύαζαν με σκελετό από τετραγωνισμένα ξύλα, ενώ αργότερα κυλινδρικά που τα τορνεύονταν από τον τεχνίτη σε ένα είδος επιτόπιου χειροκίνητου τόρνου.
Ο τόρνος αυτός ήταν ξύλινο κατασκεύασμα στο οποίο τοποθετούσαν το ξύλο που επρόκειτο να τορνευτεί. Με το ένα του χέρι ο τεχνίτης χειριζόταν τον λεγόμενο γλείφτη, δηλαδή που σμίλευε το ξύλο, και με το άλλο του χέρι έδινε περιστροφική κίνηση στο υπό κατεργασία ξύλο, με τη βοήθεια ενός ατέρμονα που το κινούσε μπρος- πίσω.
Κατασκευή:
Τι φτιάξιμο του ξύλινου σκελετού Άλλες φορές έφτιαχνε τον ξύλινο σκελετό της καρέκλας, άλλες φορές επισκεύαζε τις καρέκλες, κυρίως τις έντυνε με το ψαθί στην καθιστική έδρα τους.
Για να φτιάξει μια καρέκλα από την αρχή, δηλαδή τον σκελετό της, έκοβε με το πριόνι τα ξύλα που χρειαζόντουσαν και τα έσφιγγε με τη μέγγενη που είναι ένα εργαλείο που συσφίγγει και ισιώνει τα ξύλα. Στο επόμενο στάδιο πλάνιζε τα ξύλα για να τα φτιάξει στρογγυλά ή τετράγωνα, ανάλογα με το σχέδιο της καρέκλας. Μετά το πλάνισμα έξυνε το ξύλο με μια ξυλόρασπα «έτρωγε» το περίσσευμα.
Αφού τελείωνε το πλάνισμα, με το αρίδι τρυπούσε τα ξύλα και έφτιαχνε στρογγυλές τρύπες στα τέσσερα πόδια του σκελετού, όπου και στερέωνε τα δυο στρογγυλά πλαϊνά ξύλα. Η στερέωση απαιτούσε το χιαστί πλέξιμο του σύρματος ανάμεσα στα πόδια, κάτω, χαμηλά από την έδρα του καθίσματος, με τέτοιο τρόπο, που να κρατά σφικτά προς το κέντρο τα πόδια της καρέκλας και να μην κινούνται. Μόλις περνούσε τα σύρματα με μια καμβύλια περίστρεφε τα σύρματα ώστε να σφίξουν και να στερεώσουν καλά τα πόδια της καρέκλας. Ύστερα ρασπάριζε τα ξύλα, δηλαδή με μια ράσπα τα λείαινε και μετά τα γυάλιζε με γυαλόχαρτο ή σπασμένο τζάμι. Τέλος, μοντάριζε το σκελετό, κολλώντας και καρφώνοντας τα ξύλα.
Επόμενη εργασία ήταν το ντύσιμο με το ψαθί το κάθισμα της καρέκλας. Ανάλογα με το ντύσιμο, αν είχε λιανό ψαθί το έβαζε ολόκληρο αν ήταν παχύ με το τσεκμέ το έσκιζε, στη μέση σε κορδέλες και μετά το μούσκευε για τα καλά, και το άφηνε λίγη ώρα σκεπασμένο ώστε να μαλακώσει. Μόλις μαλάκωνε το ψαθί για να μην σπάζει αλλά να είναι ευλύγιστο και ευκολοδούλευτο υλικό. Έπαιρνε το ψαθί ανά τρεις κορδέλες και τις έδενε κόμπο στην άκρη.
Στερέωνε τον κόμπο στην άκρη μιας πλευράς στο πλαίσιο του καθίσματος, και άρχιζε περιστρέφοντας το ψαθί κυκλικά, δηλαδή το έστριβε, ώστε να γίνεται σαν σκοινί, να έχει ελαστικότητα για να μην κόβεται ή να τσακίζεται από το βάρος της χρήσης του καθίσματος.
Κατεύθυνε το ψαθί στην απέναντι πλευρά του πλαισίου της έδρας της καρέκλας, ξεκινώντας από το επάνω μέρος και την εξωτερική πλευρά κατέβαζε το ψαθί. Το έφερνε εσωτερικά και του έκανε στροφή δεξιά και μόλις επέστρεφε κάλυπτε τον αρχικό κόμπο.
Έπειτα, ακολουθούσε την ίδια κίνηση πάλι και πάντα το οδηγούσε από απέναντι σε απέναντι πλευρά. Έτσι σχηματιζόταν το πρώτο τετράγωνο. Κάνοντας όλο την ίδια κίνηση το τετράγωνο γιόμιζε εσωτερικά ή έντυνε το εμβαδό του όπως έλεγαν οι παλιοί, ώσπου έκλεινε προς το κέντρο του καθιστικού πλαισίου. Το ψαθί όλο και το στριφογύριζε και έτσι τροφοδοτούσε την ψάθινη τριχιά. Είχε πάντα το νου του να είναι καλά μουσκεμένο για να έχει ευλυγισία και να δουλεύεται καλά. Το τροφοδοτούσε ανελλιπώς για να «δένει» καλά κομμάτι – κομμάτι. Με τον τρόπο αυτόν, από τον πρώτο κόμπο το ψαθί ήταν ένα συνεχόμενο σκοινί.
Πολλές φορές, εκεί που έστριβε το ψαθί, τύλιγε γύρω του μια λεπτή ψάθινη χρωματιστή ταινία για να κοσμήσει το κάθισμα. Χρησιμοποιούσαν πολλές πολύχρωμες τέτοιες κορδέλες, που ήταν βαμμένο ψαθί ΄ξ νάιλον σωληνάκι ή και πλακέ. Όταν δεν είχε τέτοια υλικά χρησιμοποιούσε βούρλα ή και φλούδες από βέργες σκίντου και λυγαριάς.
Όσοι αδυνατούσαν να επισκευάσουν τις καρέκλες ιδίως στην στρώση έκοβαν σανίδες και το πέτσωναν δηλαδή τις κάρφωναν επάνω και το κάθισμα το αντικαταστούσαν με σανίδια. Επίσης κάρφωναν και στον σκελετό όταν είχε σπάσει κανένα ποδάρι το κάρφωναν πλαγιαστά ή και το πέτσωναν με μικρότερα σανιδάκια.
Επισκευή:
Στα χωριά και στις γειτονιές καρεκλά έλεγαν τον πλανόδιο τεχνίτη που επιδιόρθωνε περιφερόταν με τα εργαλεία του σε ένα σακούλι (τράστο) και επιδιόρθωνε τις μισοκατεστραμμένες καρέκλες, όπου άλλαζε ποδάρια, καμβύλιες, σύρματα ή και πλέκοντας τη βάση (κάθισμα) του ξύλινου πλαισίου.
Πρώτα έκανε ένα έλεγχο και ανάλογα με την φθορά έβγαζε και πόσο θα κοστίσει η επιδιόρθωση και αφού συμφωνούσαν με τον ιδιοκτήτη τότε άρχιζε την εργασία του.
Μερικοί τσιγκούνηδες όταν αντιλαμβάνονταν ότι οι καρεκλάδες δεν είχαν δουλειά, τότε τους καλούσαν και επιδιόρθωναν τις καρέκλες τους μισοτιμής.
Πρώτα επιδιόρθωνε την στερεότητα της καρέκλας, κατ’ αρχήν έλεγχε αν ήθελαν σφίξιμο τα σύρματα, αν είχαν σπάσει η ντώσει οι καμβύλιες (περόνες), τα ποδάρια και οι πλατοσανίδες της.
Αν αυτά ήταν εντάξει τότε προχωρούσε στο τελικό στάδιο της επιδιόρθωσης που ήταν το πλέξιμο του καθίσματος της καρέκλας.
Για το πλέξιμο της χρησιμοποιούσε το γνωστό στον τόπο μας «σαμάκι». Με αυτό γέμιζαν στρώματα και μαξιλάρια ζώων και σαμάρια.
Από αυτό το υδρόβιο φυτό μάζευαν τα φύλλα του το καλοκαίρι που φύεται στα ποτάμια και τους βάλτους και το έβαζε στον ήλιο να στεγνώσει.
Έπειτα το έκανε δεμάτια, το τύλιγε γύρω από τον ώμο του κι έπαιρνε τις γειτονιές και τα χωριά με τα πόδια.
Κάποτε πέτυχα ένα καρεκλά να επισκευάζει καρέκλες με πλαστικό αντί για σαμάκι, μου έκανε μεγάλη εντύπωση τα ωραία τραγούδια που τραγουδούσε με μια γλυκιά φωνή, κατά την ώρα που έπλεκε το κάθισμα της καρέκλας.
Τον καρεκλά τον κερνούσαν οι νοικοκυρές καφέ, γλυκό, τσίπουρο, κρασί κ.ά. Αν είχε αρκετές καρέκλες για επιδιόρθωση, τότε τον τάγιζαν το μεσημέρι ή το βράδυ.
Όταν επιδιόρθωναν μια καρέκλα, τότε καλούσαν έναν βαρύ άνθρωπο να κάτσει επάνω και να την ταρακουνάει για να ιδούν πόσο στέρεα είναι.
Τέλος εποχής:
Πέρασαν τα χρόνια και το περιπλανώμενο επάγγελμα του καρεκλά χάθηκε τελείως. Η βιομηχανοποίηση και το πλαστικό κέρδισαν τις προτιμήσεις του κοινού. Οι δε απαιτήσεις της ζωής μας αναγκάζουν να πράττουμε εμπορικά και να παραγκωνίσουμε ή να απαξιώσουμε τον παλιό τρόπο ζωής και συνήθειες. Μεταξύ των πολλών επαγγελμάτων που στέρεψαν χάθηκαν και οι καρεκλάδες, συγχρόνως και οι φωνές τους που ακούγονταν με τις φράσεις τους μόλις περνούσαν πεζοί από τις γειτονιές:
«Εδώ καλές καρέκλες… οοο… καρεκλααάς…καρέκλες διορθώνω… καρέκλες ψαθώνω…οοο… καρεκλααάς…!» Δώσε κυρά μου τον παραδάκο σου να κάθεται απάλαφρα ο κωλαράκος σου… οοο… καρεκλααάς…!»
Τους έβλεπες στους δρόμους με το σακούλι στον ώμο με τα εργαλεία του, ένα δεμάτι γεμάτο ψαθί διαλαλούσαν την δουλειά τους περιμένοντας όλο και κάποιος να τους δώσει δουλειά.
Πολλή δουλειά είχε τότε ο καρεκλάς με τα καφενεία. Εκεί υπήρχαν πολλές καρέκλες που από την καθημερινή χρήση φθείρονταν πιο γρήγορα. Τις μάζευε αυτές σε μια γωνιά ο καφετζής κι όταν περνούσε ο καρεκλάς κάνανε τη συμφωνία και επειδή είχαν αρκετές καρέκλες για επιδιόρθωση πετύχαιναν καλύτερη τιμή διόρθωσης.
Παλιά στα σπίτια όταν πέθαινε κάποιος έβαζαν δύο καρέκλες αντικρυστά ως βάση και επάνω τοποθετούσαν το φέρετρο. Η καρέκλα είναι η μίνι σκάλα του κάθε σπιτιού.
Ο ορισμός καρέκλα σήμερα προσδιορίζεται στην τοποθέτηση ή διορισμό κάποιου σε γραφείο, σε διευθυντική θέση κ.λπ.
Τον τεμπέλη Έλληνα τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα τον διέκρινε στο ραχάτι του η χρησιμοποίηση τριών καρεκλών μια να κάθεται, στην δεύτερη να έχει το ένα πόδι και στην τρίτη το άλλο.
Παροιμίες:
-Είναι κολλημένος σε μια καρέκλα!
-Έπιασε την καρέκλα!
-Έχασε την καρέκλα του!
-Κάθεται σε μαλακιά καρέκλα!
-Κάθομαι σε δυο καρέκλες
-Κόλλησε η καρέκλα στον κώλο του!
-Κόλλησε στην καρέκλα του!
-Κουνήσου από την καρέκλα σου!
-Ο βασιλιάς σε κοντή καρέκλα δεν κάθεται!
-Πιάστηκε από καρέκλα!
-Πριονίζει την καρέκλα του
-Ρίχνει καρέκλες- καρεκλοπόδαρα!
-Την καρέκλα μου την κέρδισα με αίμα και ιδρώτα
-Τον καθίσανε στην καρέκλα!
Λεξιλόγιο:
Καρεκλοκέφαλος, ο = ο σκληροκέφαλος
Καρεκλιές, οι = παλιά κατά τις συμπλοκές μεταξύ πελατών καφενείων ή ταβερνών χτυπούσαν τους αντιπάλους με τις καρέκλες.
Καρεκλάκιας, ο = αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για την καρέκλα, ή δεν σηκώνεται από την καρέκλα.
Καρεκλοπόδαρος, ο = αυτός που έχει μακριά και αδύνατα πόδια.
Καρεκλοκένταυρος, ο = αυτός που έχει μια δημόσια θέση και δεν την απαρνείται.
Καρεκλάδικο, το = εργαστήριο κατασκευής καρεκλών.
Καρεκλάκι, το = η πολλή μικρή καρέκλα
Καρεκλάς, ο = ο κατασκευαστής ή επισκευαστής καρεκλών.
Καρεκλί, Καρεκλίτσα, = μικρό καρεκλάκι.
Καρεκλοθήρας, ο = αυτός που επιβουλεύεται να πιάσει καρέκλα, να διορισθεί ή να αναρριχηθεί στην εξουσία.