ΚΟΥΜΠΑΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Παραδόσεις Εμφανίσεις: 87702

Άρθρο του Ηλία Τουτούνη, συγγραφέα - λαογράφου

Κουμπαριά

Η λέξη «κουμπαριά» προέρχεται από την ιταλική λέξη «compare» που σημαίνει έμπιστος φίλος. Εμείς κουμπαριά λέμε την συγγένεια που προκύπτει από την βάπτιση ή από το στεφάνωμα. Είναι το είδος συγγενικής σχέσης που δημιουργείται μεταξύ του κουμπάρου και της οικογένειας εκείνου που παντρεύτηκε ή βαφτίστηκε από αυτόν. Τοιουτοτρόπως ο όρος κουμπαριάζω, σημαίνει συνδέομαι συγγενικά με κάποιον μέσω της κουμπαριάς.

Με την απόφαση κάποιος να είναι μάρτυρας (νουνός) της βάπτισης του νεοφώτιστου παιδιού και μάρτυρας της συνένωσης του ζευγαριού, συνυπογράφει μια σχέση ζωής μαζί τους. Κατά το μυστήριο του γάμου, ο ιερέας προσφέρει στη νύφη και στο γαμπρό να πιούνε κρασί από το ίδιο ποτήρι. Όσο κρασί απομείνει στο ποτήρι, πρέπει να το πιει ο κουμπάρος κι η κουμπάρα. Κατά την τελετή του γάμου ο κουμπάρος και η κουμπάρα αλλάζουν πρώτα τα δαχτυλίδια, τρεις φορές και μετά τα στέφανα, επίσης τρεις φορές.

Νονός στα βαφτίσια του πρώτου παιδιού γινόταν, -όπως συνηθίζεται ακόμα-, ο κουμπάρος που πάντρεψε το ζευγάρι και μετά φίλοι ή συγγενείς. O κουμπάρος είχε τον πρώτο λόγο για την ονοματοδοσία του παιδιού, κυρίως όμως συνεννοείτο με την οικογένεια. Άλλες φορές πάλι, -αν είχαν ήδη βγει τα ονόματα των παππούδων-, έδινε το δικό του όνομα, ή κάποιο άλλο της αρεσκείας του. Ο κουμπάρος -ο νονός- κατά το μυστήριο της βάπτισης επαλείφει όλο το κορμί του παιδιού, που βαπτίζεται, με λάδι, γ ι’ αυτό στον τόπο μας έλεγαν: «Αυτό –η το έχω λαδωμένο ή λαδώσει», λέξεις που σήμερα έχουν σχεδόν εκλείψει.

Ο Νονός -νά, είναι επίσημος μάρτυρας που πιστοποιεί το βάπτισμα ενός παιδιού και στη συνέχεια βοηθάει στην κατήχησή του, καθώς και στον δια βίου πνευματικό σχηματισμό του. Στο παρελθόν, ο ρόλος είχε ορισμένες θρησκευτικές ευθύνες. Συνήθως οι νονοί είναι και οι κουμπάροι. Εάν οι νονοί βαπτίσουν αγόρι τότε ονομάζεται βαπτιστικός ή βαπτιστιμιός ή βαφτιστήρι και το κορίτσι βαπτισμιά ή βαπτιστήρα.

Παλιά, τα βαφτίσια ενός παιδιού, δεν ήσαν τόσο δαπανηρά, όπως συμβαίνει σήμερα και γι’ αυτό τον λόγο έπιαναν αρκετές κουμπαριές. Μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, οι οικογένειες αποκτούσαν πολλά παιδιά και η κουμπαριά, στις κλειστές κοινωνίες, αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς. Έπαιρναν, όπως έλεγαν, μια μπουκάλα λάδι και λάδωναν (βάπτιζαν) το παιδί, και το έβαζαν στον δρόμο του Θεού.

Πελατειακές κουμπαριές

Οι δυσκολίες της φτωχής και στερημένης ζωής, η αβεβαιότητα για το αύριο στις μικρές αυτές κοινότητες, οδήγησε σε διάφορες τακτικές και στρατηγικές επιβίωσης για μια διευρυμένη ας πούμε οικογενειακή σχέση όπως οι κουμπαριές, η γειτονική σχέση, η αλληλοβοήθεια μεταξύ συγγενών, αλλά και η ξέλαση μεταξύ συγχωριανών.

Αλλά πώς να επιβιώσει ο λαός σε τόσο μακρές περιόδους αβεβαιότητας χωρίς ανθρώπινες σχέσεις, χωρίς οικογένεια, κουμπάρο ή μπάρμπα; Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι κουμπαριές γλύτωσαν κόσμο και κοσμάκη κατά τον εμφύλιο, αλλά και μετά, από βέβαιο θάνατο.

Η κουμπαριά πολλές φορές συνάπτονταν μεταξύ των ενδιαφερομένων για αισθηματικούς λόγους αλλά και για διαφόρους άλλους λόγους που απέβλεπαν κυρίως σε πελατειακή σχέση.

Αυτή η πελατειακή σχέση, αποδεδειγμένα δεν είχε την χροιά του απλού και αγαθού μυστηρίου, αλλά προέκυπτε και απέβλεπε, μετά από την σκέψη, για μελλοντικές πελατειακές σχέσεις.

Κουμπαριές έκαναν πολλοί πολιτικοί, οι οποίοι βάπτιζαν παιδιά στην εκλογική τους περιφέρεια, με απώτερο σκοπό να τους σιγουρέψουν για παντοτινούς ψηφοφόρους των.

Οι ληστές και οι κλέφτες και γενικά οι παράνομοι, βάπτιζαν αρκετά παιδιά και στεφάνωναν ζευγάρια για να τους έχουν ως πληροφοριοδότες σε κάθε χωριό, αλλά και μια πόρτα ανοικτή, όπως έλεγαν. Επίσης κουμπαριά έκαναν οι επαγγελματίες χαρτοπαίχτες, οι προξενητάδες, οι σερμπέσηδες, και γενικά οι πλανόδιοι έμποροι. Ακόμη πολλοί έπιαναν κουμπαριά με την εκτελεστική και δικαστική εξουσία, κυρίως με τα όργανα της εξουσίας στ’ απομονωμένα χωριά, αλλά και με δημόσιους υπαλλήλους στις πόλεις και στα κεφαλοχώρια.

Κουμπαριά έπιαναν και υπάλληλοι με προϊστάμενους, με συναδέλφους, και με ανθρώπους κλειδιά. Κουμπαριά επιζητούσαν αρκετοί με πλουσίους, με σκοπό την οικονομική βοήθεια και για συνεταιριστικούς σκοπούς. Επίσης μέρος ανθρώπων έκαναν κουμπαριές με σημαίνοντα πρόσωπα όχι μόνον για προσωπικό κέρδος, αλλά για προσωπική επίδειξη σχέσεων και γνωριμιών. Έχουμε ακόμη και περιπτώσεις με κατασκόπους εχθρών, που έπιασαν κουμπαριά με τον αντίπαλο, με απώτερο σκοπό να τον βλάψουν στο μέλλον.

Όμως πιανόταν και κουμπαριά για ερωτικούς λόγους. Πολλά παραδείγματα έχουμε στην καθημερινότητα όπου κουμπάροι, μεταξύ των δύο φύλλων, έχουν συνάψει ερωτικές σχέσεις. Γνωστή είναι και η λαϊκή μας φράση: «Ο κουμπάρος την κουμπάρα, δυο φορές την εβδομάδα…»

Κουμπαριά έπιαναν και εργάτες με τους εργοδότες τους, για να έχουν συνεχή εργασία και την εύνοια των αφεντικών των. Τέτοια παραδείγματα βρίσκουμε στα αγροτικά επαγγέλματα, όπου εργάτες από τα ορεινά μέρη έπιαναν κουμπαριά με τους ιδιοκτήτες μεγάλων καλλιεργητικών εκτάσεων (ελιές, σιτηρά, σταφίδες κ.λπ.) στους κάμπους, ώστε να προτιμούνται στις χειρονακτικές εργασίες. Αυτό ωφελούσε και τον κτηματία εργοδότη, διότι είχε εξασφάλιζε εργάτες και είχε και έμπιστους ανθρώπους ενδιάμεσα στους εργάτες τους.

Κουμπαριά παρατηρήθηκε και μεταξύ αρχηγών κρατών, βασιλέων, πρωθυπουργών, αξιωματούχων, σημαινόντων προσώπων και στρατιωτικών, κάτι που συμβαίνει και στις ημέρες μας, όπως Ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, πάντρεψε την κόρη, του τότε πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επί πολλά χρόνια, ακόμη και σήμερα επιβουλεύεται την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας.

Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60, οι μετακινήσεις γίνονταν είτε με τα ζώα, είτε με τα πόδια. Σε μακρινές, αλλά και σε κοντινές, αποστάσεις ο διαβάτης χρειαζόταν να διανυκτερεύσει κάπου, καθόσον δεν προλάμβανε να επιστρέψει στην έδρα του. Θα έμενε σε κάποιο γνωστό ή συγγενή, σε χάνι ή ακόμα και θα διανυκτέρευε στο ύπαιθρο. Για τον λόγο αυτό, πολλοί τζαμπάζηδες ή γυρολόγοι, έπιαναν κουμπαριές σε όλα τα χωριά.

Σε ένα δημοτικό μας τραγούδι, που αναφέρεται στην κουμπαριά, αναφέρει:

«…Θε να βαφτίσω ένα παιδί,

να βάλω το όνομά μου,

να το ’χω ο μαύρος γύρισμα…».

Οι γύφτοι κυρίως οι τζαμπάζηδες και οι τεχνίτες όπως σιδηρουργοί, καλαθοποιοί, γανωματήδες, χαρτορίχτρες, μάγισσες κ.ά., δεν προσφωνούσαν ονόματα των συναλλασσομένων, αλλά χρησιμοποιούσαν συνέχεια τον όρο «Κουμπάρε –ρα».

Παράγωγες και σύνθετες λέξεις: κουμπάρος -α, παρακούμπαρος -ρα, κουμπαριάζω, κουμπαράκος, κουμπαράκι, κουμπαρούλης, κουμπαροπούλα, κουμπαρίτσα, κουμπαρέματα, κουμπαρομπερδέματα, κουμπαρολογάου = ψάχνω για κουμπάρο, κ.ά.

Αποκούμπαρος λέγεται αυτός που αποκηρύττεται, τον κουμπάρο του για κάποιο σοβαρότατο λόγο και διαλύουν (σπάζουν) την κουμπαριά. Παλιά σπάζανε (χαλούσαν) ή διέλυαν την κουμπαριά, όταν είχαν προκύψει μεταξύ των κουμπάρων ή συγγενών προσώπων εγκλήματα, προδοσίες, ερωτικές συνάψεις κ.λπ. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις η αληθινή και αλώβητη κουμπαριά έχει γίνει μοχλός, πραγματικής φιλίας που υπερβαίνει ακόμη και τον πρώτο βαθμό συγγένειας και αλληλεγγύης, μεταξύ των κουμπάρων. Επίσης έχουμε περιπτώσεις όπου κουμπάροι λαδώθηκαν και πρόδωσαν τους κουμπάρους τους.

Ο ληστής Γεώργιος Λαγκαδινός ή Ζώρας, ήταν λήσταρχος στην Πηνεία και στην ευρύτερη περιοχή Ηλείας, Αρκαδίας και Αχαΐας. Σκοτώθηκε στις 17-1-1936 σ’ ενέδρα που του έστησαν, μετά από προδοσία ενός κουμπάρου του. Τον είχε καλέσει στο σπίτι του και του έκανε τραπέζι, ενώ είχε συνεννοηθεί με τους χωροφύλακες να τον συλλάβουν. Ο Ζώρας προσπάθησε να ξεφύγει πυροβολώντας, του ανταπέδωσαν τους πυροβολισμούς και τον σκότωσαν.

Ο Ζώρας είχε δώσει στον κουμπάρο του τα λεφτά και όλο του το βιός του, ώστε να τον υποθάλπει, όσο ήταν καταζητούμενος και να του παρέχει σπίτι και τροφή. Αυτός όμως τον πρόδωσε, για να πάρει τα χρήματα μαζί με αυτά της επικήρυξης.

Λέγεται ακόμη ότι ο κουμπάρος του, τον πρόδωσε διότι ο Ζώρας είχε ερωτικές περιπτύξεις με την γυναίκα του, αλλά και να καρπωθεί το κομπόδεμά του.

Η δημοτική μας μούσα δεν άφησε ασχολίαστη την κουμπαριά:

(ΚΟΥΜΠΑΡΟΙ ΦΑΓΑΝ)

«Κουμπάροι φάγαν τον Γιαννιά,

κουμπάροι και τον Ζαχαριά».

ΤΟΥ ΚΟΥΜΠΑΡΟΥ

- Κ’ εσύ, κουμπάρε μου καλέ, τους κλέφτες μην προδώκης,

γιατί θε να ’ρθει ο καιρός ένα λόγο να δώκεις.

- Κουμπάρος με επρόδωκε, κουμπάρος πήρε γρόσια.

- Κουμπάρε, σε καλή μεριά, να φκιάσεις κι άλλα τόσα.

- Κουμπάρε, το λάδι που σου ’βαλα, φωτιά και να σε κάψει

και να σ’ αξιώσει ο Θεός, αγάς να σε κρεμάσει.

(ΑΝΑΡΙΑ – ΑΝΑΡΙΑ ΤΑ ’ΡΙΧΝΑΝ)

Ανάρια-ανάρια τα ’ριχναν οι κλέφτες τα ντουφέκια

κι αναχωρεί ο Μάγειρας από τη συντροφιά του.

Πάει στου Πύργου τα χωριά, πάει στην Κουκουβίτσα,

πάει να βαφτίσει δυο παιδιά, να κάνει δυο κουμπάρους,

για να ’χει ο μαύρος γύρισμα, για να ’χει αποκούμπι.

Παροιμίες που αναφέρονται στην κουμπαριά:

Αλί στην κουμπαριά, που έπεσε στην πουτανιά!

Ας είν’ καλά τα γυφταριά, που τιμάνε την κουμπαριά!

Αυτός έπιασε τον Διάβολο κουμπάρο!

Η αλεπού η κουμπαρίτσα, δεν μας άφησε ούτε κότα, ούτε φωλίτσα.

Κάμε στου Λάλα κουμπαριά, στου Κούκουρα συμπεθεριά.

Κουμπάρε πρώτα την χαϊδεύουνε και μετά την καβαλάνε!

Κουμπάρα από αλαργινό χωριό, και συμπεθέρα από την γειτονιά σου!

Στα ξένα ο άντρας δέρνεται, στο κρεβάτι ο κουμπάρος γδένεται!

Στέγνωσε το λάδι, ξεχάστηκε η κουμπαριά!

Συμπεθεριά και κουμπαριά τον πρώτο χρόνο αγάπη.  

Συμπεθέρια και κουμπάρια, γίνανε μαλλιά κουβάρια!

Συμπεθέροι και κουμπάροι, τον πρώτο χρόνο έχουν τη χάρη

Τα ’θελε ο κωλαράκος της και έφαγε ο κουμπαράκος της.

Τον καημό της κουμπάρας, ο κουμπάρος μόνο τον ξέρει.

Φάε κουμπάρε ελιές, καλό είν’ και το χαβιάρι.

Χίλιοι κουμπάροι, μια κουμπάρα καλά δεν την κάνουν!

Χύθηκε η μαγειριά μας πάει η κουμπαριά μας.

Εκτύπωση