Λέξεις με α΄ συνθετικό την Τουρκιά που καλά κρατεί…!

Frontpage Εμφανίσεις: 54231

Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Κατά την διεξαγωγή της έρευνας εδώ, συλλογή και καταγραφή λαογραφικών θεμάτων, συναντάμε λέξεις, ονομασίες κ.λπ. που είναι σύνθετες με πρώτο συνθετικό που δηλώνει, τούρκικη προέλευση ή κάτι σχετικό με την Τουρκιά.

Οι περισσότερες από αυτές, είναι λέξεις που έφτιαξαν οι ραγιάδες και έμειναν ως κατάλοιπα της πολύχρονης τουρκοκρατίας στον τόπο μας.

Επίσης πολλά τοπωνύμια έχουν λάβει και αυτά την ονομασία από την εποχή της τουρκοκρατίας, όπου ήσαν υπό την ιδιοκτησία ή χρήση των Τούρκων.

Όλες αυτές τις λέξεις έμειναν τόσα χρόνια μετά και θα είναι δύσκολο να αποβάλουμε από την γλώσσα μας.

-Βρωμότουρκος, ο = ο άπιστος, ο εχθρικός άνθρωπος.

-Ευρωπαϊκή & Ασιατική Τουρκία, = η Τουρκία είναι η χώρα που υπάρχει σε δύο Ηπείρους, την Ασιατική στην Ασία και την Ευρωπαϊκή στην Ευρώπη και τις χωρίζει ο Βόσπορος

-Μισότουρκος, ο = αυτός που έχει γονείς από διαφορετικά Έθνη, από το ένα να είναι Τούρκος.

-Νεότουρκοι, οι = Με τον όρο Νεότουρκοι (τουρκικά: Jön Türkler και Genç Türkler) εννοείται το τουρκικό εθνικιστικό κόμμα «Ένωση και Πρόοδος» της μεταρρύθμισης που ξεκίνησε στην τουρκοκρατούμενη τότε Θεσσαλονίκη το 1908.

-Παλιότουρκος, σκυλότουρκος ο = σιχαμένος Τούρκος, ο άπιστος, αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.

-Ρωσοτουρκικός πόλεμος, = ο πόλεμος αναφέρεται για τους πολέμους 1711, 1770, 1877, 1806, 1828 και 1914.

-Τούρκα, η = η σκληρή και άπονη γυναίκα, η μαύρη άργιλος.

-Τουρκάκης, ο = επώνυμο απαντάται στην Αμαλιάδα.

-Τουρκάκια, τα = τα μικρά τουρκόπουλα.

-Τουρκάλα, η Τούρκισσα = η γυναίκα του Τούρκου, η υπήκοος της Τουρκίας.

-Τουρκαλάκι, το = μικρό παιδί τούρκων.

-Τουρκαλάς, ο = ο υπήκοος της Τουρκίας.

-Τουρκαλβανοί ή Τουρκαρβανίτες, οι = Αλβανοί που είχαν ασπασθεί τον Μωαμεθανισμό.

Τουρκάλωνα, τα = αλώνια ιδιοκτησίας Τούρκων.

-Τουρκάμπελα, τα = τοποθεσίες που επί τουρκοκρατίας είχαν αμπέλια οι Τούρκοι.

-Τούρκας, ο = Ελληνικό επώνυμο.

-Τουρκάσκερο, το = το τούρκικο στρατιωτικό σώμα.

-Τουρκαύλακο, το = αυλάκι νερού άρδευσης ή μυλαύλακο ιδιοκτησίας Τούρκων.

-Τουρκαφέντης, ο = ο τεμπέλης προϊστάμενος το αφεντικό χωρίς σειρά και τάξη, ο τούρκος αφέντης.

-Τουρκέλης, ο = αυτός που συμπεριφέρεται σαν Τούρκος.

-Τουρκέλι, το = το κελάρι του τούρκου

-Τουρκεμένος, ο = αυτός που έχει ασπασθεί την Τουρκιά, γενικά ο Γενίτσαρος.

-Τουρκεστάν, το = συμβατικό όν των χωρών της Κεντρικής Ασίας μεταξύ Σιβηρίας, Κασπίας θαλάσσης, Ιράν, Αφγανιστάν, Ινδίας και Μογγολίας.

-Τουρκετίνα, η = η ατερμονίδα, πανί ιστιοφόρου.

-Τουρκέτο, το = ο ακάτιος ιστός που έφερε 3 τετράγωνα πανιά τον "τρίγκο" (ακάτιο) κάτω-κάτω, το "παροκέτο" (δολώνιο) και το πλωριό "παπαφίγκο" (φωσώνιο) το ψηλότερο.

-Τουρκεύω, = ασπάζομαι την Τουρκιά, γίνομαι Τούρκος, εκτουρκίζομαι.

-Τουρκία, η = το κράτος Τουρκία.

-Τουρκιά, η = το σύνολον των Τούρκων.

-Τουρκικός, ο = ο προερχόμενος από την Τουρκία, όπως λέμε τούρκικος καφές, τούρκικος σεβντάς.

-Τουρκιστί, = στα τούρκικα, στην τούρκικη γλώσσα.

-Τουρκοαιγύπτιοι, οι = Αιγύπτιοι στρατιώτες του Ιμπραήμ Πασά που πολέμησαν στην Πελοπόννησο.

-Τουρκοβάσανο, το = ο σεβντάς, το μαράζι.

-Τουρκόβολο, το = (μτφ.) εχθρικό βόλι, βόλι από Τούρκο.

-Τουρκόβορος, = στένωμα τόπου όπου περνούσαν οι Τούρκοι.

-Τουρκοβούνια, τα = ονομασία λοφοσειράς ΒΑ του Λυκαβηττού και της Αθήνας.

-Τουρκόβρυση, η = Βρύση ιδιοκτησίας Τούρκου επί τουρκοκρατίας.

-Τουρκογάλαρα, το = τοποθεσία όπου είχαν οι Τούρκοι γαλάρια.

-Τουρκόγατος, ο = ολόλευκος μαλλιαρός γάτος.

Τουρκόγιαλο, το = παραλία ιδιοκτησίας Τούρκου.

-Τουρκόγιαννος, ο = τουρκεμένος Γιάννης.

-Τουρκογιόφυρο, το = γεφύρι επί τουρκοκρατίας.

-Τουρκόγλυκο, το = το χειροποίητο γλυκό μπακλαβάς.

-Τουρκογύρισμα, το = ο δρόμος στους οικισμούς, όπου έκανα περίπατο οι Τούρκοι.

-Τουρκόγυφτας, ο = γύφτος ατσίγγανος, επί το εξευτελιστικότερο.

-Τουρκογύφτισσα, η = η άσχημη μελαμψή γυναίκα.

-Τουρκόδεντρος, τουρκοπλάτανος, τουρκοκυπάρισσο, τουρκοπούρναρο, κ.ά. = δένδρα όπου κάθισαν ή ήσαν ιδιοκτησία Τούρκων.

-Τουρκοδημήτρης, ο = επώνυμο απαντάται στην Πάτρα.

-Τουρκοδιάσελο, το = Διάσελο ιδιοκτησίας Τούρκου.

-Τουρκόδρομος, ο = δρόμος που χάραξαν, ή περνούσαν οι Τούρκοι.

-Τουρκοζωή, η = η τεμπέλικη ζωή των εισοδηματιών, χωρίς έννοιες αλλά με ραχάτι.

-Τουρκοθέμελα, τα = παλιά θεμέλια τούρκικων σπιτιών.

-Τουρκόκαιρος, ο = η μαυρόμερα

-Τουρκοκαλντέριμο, το καλντερίμι όπου περνούσαν μόνο οι Τούρκοι, ή καλντερίμι ιδιοκτησίας Τούρκων.

-Τουρκόκαμπος, ο = κάμπος παλιάς ιδιοκτησίας Τούρκων.

-Τουρκοκάνατο, το = ο μαστραπάς.

-Τουρκοκάνατος, ο = ο συνζών μετά τούρκων σε τουρκοκρατούμενο τόπο, (μτφ.) ο αμφίβολος, ο δόλιος.

-Τουρκόκαστρο, το = κάστρο ιδιοκτησίας Τουρκων.

-Τουρκοκάτσιμο, το = το κάθισμα οκλαδών, ανακούρκουδα.

-Τουρκοκκλησιά, η = το Τζαμί, ο ναός των Μωαμεθανών.

-Τουρκοκόνακο, το = κονάκι (μεγάλο σπίτι) Τούρκων.

Τουρκοκούμανι, το = το χωριό Κούμανι Ηλείας. (κατεγράφη από εφημερίδα πριν 120 έτη περίπου).

-Τουρκοκρατημένη, η = η περιοχή όπου την εξουσίαζαν ή εξουσιάζουν Τούρκοι.

-Τουρκοκρατία, η = η χρονική περίοδος όπου η Ελλάδα και άλλα κράτη ήσαν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών.

-Τουρκοκρής, ο = ο Τουρκοκρητικός.

-Τουρκοκύπριοι, = οι Τούρκοι κάτοικοι της Βόρειας Κύπρου

-Τουρκολάγκαδο, το = λαγκάδι ιδιοκτησίας Τούρκων.

-Τουρκολαίμης, ο = ο κικκινολαίμης.

-Τουρκολέκα, το = Τουρκολέκα είναι χωριό στη δημοτική ενότητα της Φαλαισίας, στη νοτιοδυτική Αρκαδία, επίσης Τουρκολέκας λέγεται ο Άγιος Ιωάννης ο Ορθόδοξος Συναξαριστής.

-Τουρκολιάς, ο = Ηλίας τουρκεμένος.

-Τουρκολίβαδο, το = λιβάδι που ανήκε στους Τούρκους.

-Τουρκολίμανο, το = το λιμάνι της Μουνιχίας, το Μικρολίμανο.
-Τουρκολογία, η = επιστήμη που μελετά τον πολιτισμό, τη γλώσσα και την ιστορία των τουρκικών λαών.

-Τουρκόλιμνα, η = λίμνη ιδιοκτησίας Τούρκου.

-Τουρκολογιά, η = το σύνολο των Τούρκων.

-Τουρκολόγος, ο = ιστορικός επιστήμονας, που ασχολείται με την τουρκολογία.

-Τουρκολούλουδο, το = το λουλούδι κατιφές, το τσετσέκι.

-Τουρκομάγαζο, το = κατάστημα Τούρκου.

-Τουρκομαθής, ο = αυτός που γνωρίζει την τουρκική γλώσσα.

-Τουρκομαλώματα, τα = τα προσωρινά μαλώματα των Τούρκων, όπου μετά το πέρας οι συνευρίσκονται και γλεντούν μαζί.

-Τουρκομάνι, το = εκεί που συχνάζουν πολλοί τούρκοι, ή πολλοί Τούρκοι.

-Τουρκομάνοι, οι = τουρκοτατάρικος λαός, νομάδες, απογόνοι της κεντροασιατικής στέπας.

-Τουρκομαρία, η = εκχριστιανισμένη γυναίκα που έλαβε το όνομα Μαρία.

-Τουρκομάχαιρο, το = μαχαίρι των Τούρκων.

-Τουρκόμελο, το = το μέλι που προέρχεται από δρυς.

-Τουρκομερίτης, ο = ο προερχόμενος εκ τουρκικών ή τουρκοκρατούμενων χωρών.

-Τουρκομνήματα, τα = σημ. τοποθεσίες όπου υπήρχαν τούρκικα νεκροταφεία. Αποκαλούσαν παλιά το Πανόπουλο.

-Τουρκομούρης, ο = ο μαυριδερός άνδρας με παχύ μουστάκι.

-Τουρκομπασιά, η = εκεί που περνούν ή διαμένουν Τούρκοι.

-Τουρκόμυλος, ο = μύλος των Τούρκων επί τουρκοκρατίας.

-Τουρκόνυφη, η = η γυναίκα που έχει παντρευτεί Τούρκο.

-Τουρκοπάζαρο, το = παζάρι Τούρκων.

-Τουρκοπαναίοι, οι = κάτοικοι του Πανόπουλου (συνοικισμού Αντρωνίου Ηλείας).

-Τουρκοπέρασμα, το = πέρασμα όπου περνούσαν οι Τούρκοι.

-Τουρκοπήγαδο, το = πηγάδι ιδιοκτησίας Τούρκων.

-Τουρκόπιασμα, το = παιδί από Τούρκο πατέρα και Χριστιανή μητέρα.

-Τουρκόπλαγο, το = πλάγι (πλαγιά) ιδιοκτησία Τούρκων.

-Τουρκοπούλα, η = κοπέλα Τούρκων

-Τουρκοπούλι, το = το πτηνό ακανθίς, η καρδερίνα ή και γαρδέλι.

-Τουρκόπουλο, το = παιδί Τούρκων.

-Τουρκοπροσκύνημα, το = το προσκύνημα που προσπαθούσε να επιβάλλει ο Ιμπραήμ Πασάς, κατά την εισβολή του στην Πελοπόννησο

-Τουρκόραχη, η = ράχη ή καταράχι ιδιοκτησίας Τούρκων.

-Τουρκόρεμα, το = ρέμα ιδιοκτησίας Τούρκων.

-Τουρκόρουγα, η= γειτονιά με Τούρκους.

-Τούρκος, ο = υπήκοος της Τουρκίας, ο αγράμματος, ο άγριος (μτφ.) το πολύ δριμύ ξύδι, τα μεγαλόσωμα μυρμήγκια που έχουν κόκκινο χρώμα.

-Τουρκοσάρωμα = την σαρωματιά από το φυτό αφάνα.

-Τουρκοσειρά, η = (μτφ.) η γυφτιά, η ακαταστασία, το παραμέλημα.

-Τουρκοσήμαδο, το = σημάδι ορίων χωραφιών από τουρκοκρατίας.

-Τουρκόσκαλο, το = σκαλί ιδιοκτησίας Τούρκων.

- Τουρκοσκαρθέκι το = πουλί (Serinus pusillus) επιστημονική ονομασία.

-Τουρκόσκατο, το = το σκυλόσκατο.

-Τουρκόσκυλο, το = σκυλί Τούρκων (μτφ.) το άγριο σκυλί, το τσοπανόσκυλο.

-Τουρκόσογο, το = αυτοί που συγγενεύουν ή κρατούνται από τουρκική γενιά.

-Τουρκοσπηλιά, η = σπηλιά Τούρκου.

-Τουρκόσπιτα, τα = τούρκικα σπίτια.

-Τουρκόσπορος, ο = παιδί από Τούρκο πατέρα και Χριστιανή μητέρα.

-Τουρκοστάλι, το = εκεί όπου στάλιζαν τα γιδοπρόβατα των Τούρκων.

-Τουρκόστανη, τοποθεσία όπου ήταν ιδιοκτησία στάνης Τούρκου.

-Τουρκόστερνα, η = στέρνα ιδιοκτησίας Τούρκων.

-Τουρκόστρατα, η = δρόμος, στράτα που περνούσαν οι Τούρκοι.

-Τουρκοτάταρος, ο= ο ανήκων στην ομοφυλία της Ουραλοαλταϊκής ομοεθνίας.

-Τουρκότουμπο, το = ύψωμα ιδιοκτησίας Τούρκου.

-Τουρκοτράγουδο, το = ο αμανές.

Τουρκότρουπα, η = τρύπα ή σπηλιά όπου κρύβονταν οι Τούρκοι.

-Τουρκοτσέκουρο, το = το τσεκούρι που δεν κόβει.

-Τουρκοτσέλι, το = φόρος αποτινόμενος παλαιότερα υπό των νησιωτών στους Φράγκους δυνάστες των, ο οποίος καταβαλλόταν από αυτούς στους Τούρκους πειρατές.

-Τουρκοτσόκανο, το = τσίγκινο, ευτελές τσοκάνι πλακέ, ειδικό για μουλάρια.

- Τουρκοτσοπανάκος ο = πτηνό, επιστημονική ονομασία Krueper's Nuthatch (Sitta krueperi).

-Τουρκούτζογλου, ο = επώνυμο.

-Τουρκοφάγος, ο = ο εξολοθρευτής των Τούρκων, προσωνύμιο του Νικηταρά Σταματελόπουλου (Νικηταράς ο τουρκοφάγος).

-Τουρκοφάϊ, το = το φαγητό πιλάφι.

Τουρκοφαμελιά, η = η πολυπληθής οικογένεια.

-Τουρκόφαρα, η = η γενιά των Τούρκων

-Τουρκοφέρνει, = αυτός που συμπεριφέρεται ως Τούρκος.

-Τουρκόφεσο, το = φέσι Τούρκων πάντα κόκκινο.

-Τουρκόφιδο, το = το φίδι τυφλίτης.

-Τουρκοφιλημένη, η = αυτή που την έχει φιλήσει Τούρκος

-Τουρκόφιλος, ο = ο φίλος των Τούρκων.

-Τουρκοφονιάς, ο = αυτός που φόνευσε Τούρκο.

-Τουρκοφορεσιά, η = η συνήθεια προεστών όπου επί τουρκοκρατίας ντύνονταν όπως οι Τούρκοι προεστοί.

-Τουρκοφωλιά, η = συνοικία Τούρκων.

-Τουρκόχωμα = το = γενικώς το μαυρόχωμα

Τουρκοχώραφα, τα = χωράφια ιδιοκτησίας Τούρκων.

-Τουρκοχώρι, το = χωριό από Τούρκους, στην Τριταία Αχαΐας Τουρκοχώρι έλεγαν την Βουντούχλα την σημερινή Ερυμάνθεια.

-Τουρκόψωμο, το = μαύρο ψωμί, το σημερινό της ολικής άλεσης.

-Τουρκοπούλα ή τρικοπούλα, = το ροζέ προς κόκκινο επιτραπέζιο γλυκό σταφύλι, όπου παλιά λεγόταν τουρκοπούλα.

Εκτύπωση