Γινόταν στο Αντρώνι ο γάμος κάποιου παιδιού του Μηνά του οποίου η γυναίκα, η Αικατερίνη ήταν αδελφή των Πριμπαίων από του Κούμανι.
Στο γάμο ήσαν καλεσμένοι και πήγαν οι Πριμπαίοι, ο Νίκος του Κουτσογιώργη, ο Δημήτρης του Μαζαράκα, ο αδελφός του ο Νιόνιος κι άλλοι.
Έγιναν τα στέφανα στην εκκλησία και κατόπιν οι συμπέθεροι πήγαν στο σπίτι της νύφης για να πάρουν τα προικιά. Εκεί σε μια παρέα ήσαν ολόγυρα αρκετοί Ανδρωναίοι μερικοί Κουμαναίοι κυρίως από τους Πριμπαίους.
Οι Πριμπαίοι είναι γεγονός ότι είναι μεγαλοκούφαροι και αρκετά ευτραφής κάτι που το παρατήρησε ο Τσιαπής ο Καλιγάρης, ένας από τους Αντρωναίους και τους λέει:
-Ρε σείς οι Κουμαναίοι, είστε ούλοι όφια (= θηρία), Μπόγρηδες, και τους έδειχνε έναν - έναν. Με τις κοιλιές σας, τα κόκκινα μάγουλα σας, τα πεζούλια σας. Και συνέχισε;
Εμείς, οι κακόμοιροι οι Αντρωναίοι, σαν καψαλισμένες ρέγγες είμαστε! Μας έφαγε το ξινάρι εμάς στη Λακανάστα…
Σώπα Τσιαπή, του λέει μετά από λίγο ο Νίκος του Κουτσογιώργη. Μη βλέπεις τις κοιλιές μας… Γιομάτες ρουπακόφυλλα* είναι. Μπαφούσηδες είμαστε και εμείς, σαν τα παλιάλογα πόχουν τεχνοφέσι… Και συνέχισε:
Κανένας κι από μας δεν είναι καλά…