Η θλιμμένη αρχόντισσα

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Λαογραφικές ιστορίες Εμφανίσεις: 151134

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΘΛΙΜΜΕΝΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ
Συλλογή, καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Ακόμη μέχρι και σήμερα στην περιοχή της Πηνείας, ακούγεται ένας παλιός θρύλος που εμπλέκει μια υπόγεια στοά, που φαίνεται να έχει κέντρο τον παλιοβυζαντινό ιερό ναό της Παναγιάς ή Παναγίτσας, που βρίσκεται στην Δαφνιώτισσα (πρώην Μουζίκα). Η στοά αυτή, σύμφωνα πάντα με τον θρύλο, είναι υπόγεια να διακλαδίζεται προς τρία διαφορετικά σημεία, με πρώτον την κορυφή του λόφου Αντίλαλος, που βρίσκεται μεταξύ των οικισμών Ανάληψη (πρώην Ζερό) και Περιστέρι (πρώην Μπεσερέ) του δήμου Ήλιδας, δεύτερον την θρυλική Μαντηλόβρυση που βρίσκεται προς την περιοχή Κλεισούρα και πρώην εγκατ. οικισμός, που βρίσκεται στα διοικητικά όρια της Οινόης (πρώην Κούλουγλι) και τρίτον προς τον λόφο Γουλά (που βρίσκεται ΒΑ της Παναγιάς), εκεί που αναφέρεται ότι ήταν το θρυλικό κάστρο του Γουλά.
Ο θρύλος μας ομοιάζει σαν αυτούς που παρουσιάζουν οι παραλογές των δημοτικών μας τραγουδιών που αναφέρονται σε διάφορα επεισόδια. Τοιουτοτρόπως και από αυτή την τοπική καταγραφή ανακαλύπτουμε το έντονο στοιχείο του θρύλου και του μύθου και της αλληγορίας. Αυτός ο τυπικός θρύλος δεν έχει να ζηλέψει κάτι από τους πλέον γνωστούς, διότι διαφαίνεται να εμπλέκει την αρχοντιά με την φτώχια στον γάμο, τα φυσικά στοιχεία, το μυστήριο σε διάφορα επιλεγμένα σημεία της φύσης, την συμπεριφορά της πιστής γυναίκας, ακόμη και την αλληγορική ανακοίνωση του στρατιώτη όπου αντί για τον θάνατο, τον παρομοιάζει ως γάμο.
Λέγεται ότι κάποτε στην Πηνεία ήταν ένας τρανός άρχοντας με πολλά πλούτη και τεράστιο κύρος στην περιοχή που ζούσε. Αυτός παρά τις αντιρρήσεις της κακής και παμπόνηρης μάνας παντρεύτηκε μια πανέμορφη φτωχή χωριατοπούλα. Περάσανε κάμποσα χρόνια και δεν αποχτήσανε παιδί και η στεναχώρια και το μαράζι κυρίεψε το αρχοντικό τους.

Δεν ήτανε μόνο αυτό, αλλά και ένα κακό καιρό πιάστηκε ένας τρανός πόλεμος και ο άρχοντας μαζί με πολλούς πατριώτες του, φύγανε να πάνε να πολεμήσουν. Εκείνη για να μην χάσει τον λογαριασμό των ημερών που θα έλειπε ο αγαπημένος άνδρας της, κάθε ημέρα, έβγαζε μια τρίχα από τα μαλλιά της και την έβαζε με σειρά από κάτω από την στεφανοθήκη τους. Πέρασε πολύς καιρός και ο άντρας της ακόμη να φανεί. Είχε μαζώξει τόσες πολλές τρίχες που έφκιανε μια χοντρή κοτσίδα που δεν την χαραμπούλιαζε το ένα της χέρι. Εκείνη με τον καιρό απελπίστηκε και άρχισε σιγά- σιγά να μαραζώνει και να στεναχωριέται. Πέρασε ο χρόνος, δύο χρόνια, τρία χρόνια και μέτραγε ξανά μέτραγε τις τρίχες και ο καλός της δεν φαινότανε.
Κάποτε γύρισε ένας από τον πόλεμο, ήταν ο μόνος που γλίτωσε από τον σκοτωμό και για να μην στενοχωρήσει την θλιμμένη αρχόντισσά του, της είπε τάχα ότι ο άντρας της παντρεύτηκε εκεί στα μακριά ξένα. Αυτή το έβαλε σε τρανό ντέρτι και σιγά- σιγά έλιωνε και έγινε σαν μαραγκιασμένο κυδώνι.
Εκεί μέσα στο αρχοντικό ήτανε και μια υπηρέτρια πάρα πολλά χρόνια στην υπηρεσία του άρχοντα. Αυτή συμπαθούσε πάρα πολύ την νεαρή αρχόντισσα και μια ημέρα της εξομολογήθηκε ένα τρανό μυστικό. Της είπε ότι εκεί στην εκκλησία, στην Παναγιά που πηγαίνει, στο ιερό πίσω από την Αγία Τράπεζα, υπάρχει μια καταπακτή που κατεβαίνει κάτω από το πάτωμα κάπου δέκα σκαλιά. Από εκεί έχει τρεις τρύπες (στοές) που η μια την έβγαινε σε διαφορετικά σημεία. Αυτά τα σημεία σήμερα είναι γνωστά και πρόκειται για τον Αντίλαλο, η άλλη η Μαντηλόβρυση και η τρίτη ο Γουλάς. Της είπε να μην στεναχωριέται, αλλά την νύχτα, χωρίς να την ιδεί ποτέ άνθρωπος μόνο τ’ άστρα και το φεγγάρι, να βγαίνει κρυφά στην κορφή του ψηλότερου βουνού και να τον παρακαλεί τον Θεό να γυρίσει και ο αγέρας θα πάρει την φωνή της και άμα την ακούσει ο αγαπημένος της, θα την καταλάβει και γλήγορα θα πισωγυρίσει.
Η θλιμμένη αρχόντισσα πάνω στην στεναχώρια της και στην τρανή πεθυμιά της να πισωγυρίσει ο αγαπημένος της, την νύχτα έκανε αυτό που την ορμήνεψε η υπηρέτρια και έβγαινε κρυφά την νύχτα από το αρχοντικό της αφού πάλι κρυφά έμπαινε στην εκκλησία κατέβαινε στην καταπακτή. Από εκεί προχωρούσε μ’ ένα φαναράκι μέσα στην στοά και έβγαινε μια στον Αντίλαλο, μια στην Μαντηλόβρυση και μια στον Γουλά. Όταν έβγαινε στον Αντίλαλο τήραγε όλο κατά την θάλασσα, νομίζοντας ότι κάποιο καράβι θα φέρει τον αγαπητικό της και ούρλιαζε από τα κλάματα και παρακαλούσε ούλη την νύκτα τον Θεό να της φέρει πίσω τον άντρα της. Όμως πάντοτε προτού χαράξει η μέρα κανόνιζε να βρίσκεται στο κρεβάτι της. Την άλλη ημέρα πάγαινε προς τον Γουλά και τήραγε κατά την Πηνεία και προς τα δάση. Ενώ κάπου- κάπου έπαιρνε αυτή που οδηγούσε στην Μαντηλόβρυση και φορώντας τα μαύρα σκουτιά και το πένθιμο μαντήλι της καθότανε ούλη την νύκτα στην βρύση και αγκομαχούσε για τον άνδρα της.
Λέγεται ότι όταν πήγαινε στην Μαντηλόβρυση, εκεί που ήτανε η αγαπημένη βρύση του καλού της και κάπου- κάπου άφηνε κρεμασμένο σ’ ένα κλαδί και το μαντήλι που το είχε κεντημένο. Το κέντημά της ήταν συνθηματικό και το ήξερε μόνο ο άντρας τη, μήπως αν γυρίσει ο άντρας της και το βρει να καταλάβει ότι τον περιμένει. Η παράδοση αναφέρει ότι αυτή η βρύση ήταν η αγαπημένη του πηγή όπου πήγαινε συνέχεια και έπινε νερό. Ακόμη αναφέρεται ότι την ημέρα οι κάτοικοι των χωριών που πήγαιναν στην βρύση, έβρισκαν τα περίτεχνα μαντήλια και έτσι την ονόμασαν Μαντηλόβρυση.
Όμως άδικα περίμενε και λέγεται αυτό γινότανε για πολλά χρόνια έκλαιγε, ούρλιαζε (αγουριότανε σαν τον λύκο) και βογγούσε και οι φωνές της αντιλαλούσανε και ακούγονταν τρογύρω γύρω στα χωριά και τότε λέγανε ότι βγαίνανε από το ψηλότερο τούμπι (κορυφή) και το ονομάσανε Αντίλαλο, αναφέροντας ότι από εκεί έβγαινε ένας παράξενος αντίλαλος. Όταν επέλεγε και πήγαινε δια μέσω της στοάς επάνω στο Γουλά έπιανε την κορφή, εκεί που βρισκόταν η εκκλησία του Αγιώργη και παρακάλαγε τον στρατηλάτη Άγιο, να την βοηθήσει να γυρίσει γρήγορα πίσω ο άντρας της. Λέγεται ότι λίγα μέτρα ΝΔ του ναού του Αγίου Γεωργίου κάτω από ένα μεγάλο βράχο υπάρχει μια τρύπα που είναι πολύ τρομακτική και κανένας δεν έχει αποπειραθεί να την κατέβει.*
Περάσανε πολλά χρόνια και αυτή δεν το είχε βάλει κάτω, κάθε ημέρα πάγαινε και έκλαιγε για τον άντρα της. Μια φορά λέγανε ότι χάθηκε, δηλαδή δεν την βρήκανε το πρωί στο σπίτι της μα ούτε στο κρεβάτι της, δώκανε πήρανε ανακατέψανε τον τόπο μα πουθενά. Τότε η γριά πλέον υπηρέτρια, τους είπε το μυστικό της αρχόντισσας. Πήγανε στην εκκλησία και ανοίξανε την τρύπα για να μπούνε μέσα να ψάξουνε εντός της στοάς, μπας και την βρούνε. Μόλις φτάσανε στην διακλάδωση τότε το κλάμα, ακουγότανε σαν αντίλαλος, που το έφερνε ο αέρας από τις στοές. Τρομοκρατήθηκαν και είπαν μεταξύ τους ότι κρατάει εκεί μέσα στα υπόγεια σκοτάδια και χωρίς άλλη κουβέντα γυρίσανε πίσω και έτσι δεν μάθανε ποτέ για την τύχη της αρχόντισσας.
Ο θρύλος της αρχόντισσας φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τις Μαυρομαντηλούσσες της Μαυρομαντήλας, με το θρυλικό κάστρο του Γουλά, με τον Αντίλαλο αλλά και με το μυστήριο των στοών που συνεχώς γίνεται προσπάθεια από αρχαιοκάπηλους ν’ ανακαλύψουν όχι το μυστήριο αλλά τους δήθεν θησαυρούς της αρχόντισσας που λέγεται ότι τους είχε κρύψει κάπου στις στοές και που κινούν το ενδιαφέρον πολλών υποψηφίων κυνηγών θησαυρών και χρυσοθήρων.
Φυσικό είναι ένας τόσο πλούσιος σε αρχαία κατάλοιπα τόπος να είναι πλούσιος και σε παραδόσεις και θρύλους. Κυρίαρχος παράδοση είναι ότι στην Δαφνιώτισσα κρύβεται εκτός από τον αμύθητο θησαυρό και ένα χρυσό γουρούνι που από τον λαιμό κι απάνω ήταν άνθρωπος. Άλλοι αντί για γουρούνι αναφέρουν ένα χρυσό αγριοκάτσικο με εννέα κατσικάκια, άλλοι αναφέρουν την χρυσή χήνα με τα εννιά χηνάκια, ενώ έχω ακούσει και για τα τρία χρυσά ψάρια σ’ ένα χρυσό δίσκο.
Μεγάλη εντύπωση μου έχει κάνει και η αναφορά του αείμνηστου Ηλία Πετρόπουλου, που αναφέρει ότι εκεί μέσα είναι ένα τεράστιο χρυσό φίδι, που μόλις το πλησιάσει άνθρωπος τότε μεταμορφώνεται, δηλαδή ζωντανεύει και τον τρώει.
Το δέλεαρ του θησαυρού παρέσυρε πολλούς σε αναζήτηση των θησαυρών μέσα στην υπόγεια στοά αλλά και γύρω από την εκκλησία της Παναγιάς της Δαφνιώτισσας. Διάχυτη είναι και η πρόληψη ότι όποιος δοκιμάσει να ψάξει κοντά ή μέσα στον ναό θα τιμωρηθεί σκληρά από την Παναγία
Λέγεται ότι πριν από πολλά χρόνια κάπου την δεκαετία του 1920, μια ομάδα τριών ιερόσυλων αποτόλμησε να πραγματοποιήσει ανασκαφή στο εσωτερικό του ναού της Παναγίας και ν’ αποκαλύψει τρεις υπόγειες καταπακτές που οδηγούσαν σε ανάλογες στοές, ανά μία μπροστά στην είσοδο του κάθε κλίτους.
Όπως είχε περιγράψει ένας από τους τολμήσαντες αυτό το εγχείρημα, αναφέρει ότι οι καταπακτές είναι κτιστές από τετράγωνες πελεκητές πέτρες και οι δυο πλαϊνές πλάτους 0,75μ. μάκρους 1,25μ. και βάθους πλέον του 1,25μ. η δε μεσαία διπλάσια σχεδόν από τις πλαϊνές της. Το δάπεδο τους άγνωστό, η δε οροφή τους δύο στενόμακρες κατεργασμένες πλάκες. Το μάκρος τους κατευθύνεται ανατολικά και στην ανατολική πλευρά υπάρχει μια κόγχη λαξευμένη στην πέτρα διαστάσεων 0,25Χ0,20μ. Στην κόγχη της μεσαίας καταπακτής βρέθηκε μια μικρή πήλινη αρχαία φιάλη (κύπελλο). Σαν απεκάλυψαν τις δύο πλαϊνές δεν βρέθηκε τίποτα.
Έπειτα προχώρησαν και στο μεσαίο κλίτος να το ανασκάψουν οπότε βρήκαν και την μεσαία καταπακτή. Σαν την ξεσκέπασαν μια απότομη ευωδία ξεχύθηκε στον αέρα. Ο τολμηρότερος πήδησε μέσα μα τον έπιασε ρίγος και βγήκε αμέσως έξω. Αποτραβήχτηκαν να ξεκουραστούν και να σκεφθούν τι θα πράξουν οπότε ένας ρόχθος ορμητικά νερού, που πέφτει από ψηλά και τους κατατρόμαξε. Τόλμησαν όμως να πλησιάσουν τις καταπακτές οπότε έκπληκτοι είδαν την μεσαία καταπακτή πλημμυρισμένη με ένα θολό κοκκινωπό νερό. Τρομοκρατήθηκαν και έφυγαν. Ενώ ταυτόχρονα στην οικία του ενός εκ των τριών, συνέβησαν τρομερά σημεία που φανέρωναν αναμφισβήτητα την οργή της Παναγίας. Τα κεραμίδια άρχισαν να θρυμματίζονται από ένα ορυμαγδό, σαν αν έπεφτε χαλάζι ενώ ήταν ξαστεριά (ήταν Αύγουστος) τα δε πορτοπαράθυρα να ανοιγοκλείνουν σαν να τα έγερνε μανιασμένο ανεμοστρόβιλος κι όλο το σπίτι ταρακουνιόταν συθέμελα. Κατατρομαγμένος ο ιδιοκτήτης του σπιτιού γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού του και ζήτησε έλεος. Κάποτε σταμάτησε η οργή του Θεού και το πρωί αποφασίστηκε να μην προχωρήσουν στην έρευνα της καταπακτής, αλλά να σκεπάσουν και έταξαν να στρώσουν το εσωτερικό του ναού με σκυρόδερμα (μπετόν), όπως και έγινε.
Αυτοί ήσαν που εισήλθαν στην στοά κατά μαρτυρίες των κατοίκων της Δαφνιώτισσας και συγκεκριμένα του αείμνηστου Ηλία Πετρόπουλου ήταν κάτοικοι της Δαφνιώτισσας και ήσαν οι Χόκιας, Ζωγόπουλος και Δέρβας.

Πηγές & Μαρτυρίες:

-Ντίνου Δ. Ψυχογιού, ΗΛΕΙΑΚΑ, τόμος Α΄ τεύχη Α΄-ΚΒ΄ εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, σελ. 88, Αμαλιάδα 2008.

-Κατά καιρούς κατέγραψα μαρτυρίες από τους κατοίκους του χωριού Δαφνιώτισσα και της ευρύτερης περιοχής: Πάνος Σταυρόπουλος Δαφνιώτισσα, Ηλίας Πετρόπουλος Δαφνιώτισσα, Αριστοτέλης Ανδριόπουλος Κεραμιδιά, Βούλα Χρυσανθοπούλου Κεραμιδιά, Χρύσανθος Βαντάνας Δάφνη, Δημήτριος Κακοταρίτης Περιστέρι.

Σημειώσεις:

* Σήμερα η τρύπα έχει κλείσει με χώματα, μετά από εργασίες εκχέρσωσης του χώρου από τους ιδιοκτήτες της γεωργικής έκτασης που μετά τις πυρκαγιές του 2007, έκαναν παρέμβαση στον χώρο του Γουλά και με χωματουργικό μηχάνημα (μπουλντόζα) κατέστρεψαν τους ναούς, τα απομεινάρια του θρυλικού κάστρου, ακόμη έκλεισαν και την αναφερόμενη υπόγεια στοά.

Εκτύπωση