Αλή- Τεσούκης ή Αλή- Τσεκούρας, ο φοβερός διώκτης των Χριστιανών

Γονική Κατηγορία: Ιστορία Ιστορικά θέματα Εμφανίσεις: 13299

   Ο Αλή- Τσεκούρας, ήταν Οθωμανός Τριπολιτσιώτης αξιωματούχος. Το επώνυμό του ήταν Αλή- Τεσούκης, όμως λόγω του κακού και δύστροπου χαρακτήρα του, οι Τούρκοι τον αποκαλούσαν και Ντελή- Τεσούκη, οι δε Χριστιανοί δικαίως τον αποκαλούσαν Τσεκούρα, διότι όσες φορές έβγαινε στην αγορά, και στις ληστρικές εξορμήσεις του, έφερε πάντα κρεμασμένα στον ώμο του, δυο μεγάλα κοντοστήλιαρα τσεκούρια, όπου τα μεταχειριζόταν ως όπλα τεμαχισμού των θυμάτων του, ιδίως κλεφτών και χριστιανών κατοίκων του Μοριά.

   Ήταν κληρονόμος μιας πλούσιας πατρικής κληρονομιάς και όχι μόνο, διότι και από τον γάμο του, είχε αποκτήσει παρά πολύ μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία και δικαιώματα φόρου, διότι ήταν γαμπρός του Αλή- Φαρμάκη (περίφημου Λαλιώτη και φίλου του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, που είχε την έδρα του στο χωριό Μοναστηράκι, όπου είχε και μεγάλο και ισχυρό ιδιωτικό πύργο). Επίσης ο Αλή- Τσεκούρας ήταν και ιδιοκτήτης φορολογίας των χωριών Βαλτετσίου, Αραχαμιτών, κατείχε το εν τέταρτο των Μαγουλιάνων και γίνονταν συνήθως και δεκατιστής των προϊόντων της επαρχίας Τριπολιτσάς, Καρύταινας, Λεονταρίου, Φαναρίου κ.λπ. καταπιέζοντας πάντοτε με τον χειρότερο τρόπο τους δύστυχους χωρικούς.

   Είχε δε μερικές παράξενες φιλοδοξίες, του αρεσκόταν να κτίζει ντάπιες, βρύσες, σπίτια, γεφύρια, αποχωρητήρια, μωαμεθανικούς ευκτήριους οίκους, μόνο και μόνο να τοποθετεί επάνω αναμνηστική επιγραφή με τ’ όνομά του ως κτήτορα.

   Επεδίωκε ν’ αναλαμβάνει πρωτοβουλίες καταρτίζοντας εκστρατευτικά καταδιωκτικά σώματα και να επιδίδεται στο κυνήγι κεφαλών των εχθρών της αυτοκρατορίας, των επικίνδυνων κλεφτών και των κακοποιών στοιχείων. Και με την συγκατάθεση του πασά της Τριπόλεως, συνάθροιζε κυρίως ομάδες αιμοβόρων Τουρκαλβανών και περιφερόμενος σ’ όλο τον Μοριά, αλώνιζε αρκετά χωριά της Αρκαδίας, της Μεσσηνίας και της Ηλείας και διέπραττε διάφορα εγκλήματα, δηλαδή ότι το χειρότερο μπορούσε να συμβεί στον υποδουλωμένο πληθυσμό. Επίσης κακοποιούσε, έδερνε, έκαιγε, βασάνιζε και σκότωνε όπου όταν και όποιον αυτός έκρινε. Από τις αρπαγές και ληστείες και τις λεηλασίες που διέπραττε ανελλιπώς, απόκτησε και σπαταλούσε πολλά χρήματα, ζώντας παράδοξα εν μέσω ποτών και απείρων άσεμνων γυναικών.

   Ο Αλή- Τσεκούρας όταν συλλάμβανε αιχμαλώτους κλέφτες, πολλές φορές τους παρέδιδε στους Γύφτους, οι οποίοι ήταν εχθροί των Χριστιανών και αυτοί με την σειρά τους, πραγματοποιούσαν πάρα πολλά φρικτά και πρωτόγνωρα για τον τόπο βασανιστήρια, (ήταν τα εκτελεστικά όργανα των Τούρκων κατά των Ραγιάδων), οπότε μετά τα βασανιστήρια τους εκτελούσαν τους έκοβαν τα κεφάλια και τα παρέδιδαν στον Αλή- Τσεκούρα, για να εισπράξουν το ανάλογο αντίτιμο[1].

     Οι, ξεμοναχιασμένοι κλέφτες, ήταν εύκολη λεία για τον Αλή- Τσεκούρα, γι’ αυτό και πολλοί νεαροί τότε κλέφτες χάθηκαν από τα λημέρια του Μοριά. Τότε στον Μοριά ο Αλή- Τσεκούρας ήταν το φόβητρο των Ελλήνων και ιδίως των αδύνατων λαϊκών στρωμάτων, που δεν μπορούσαν να αντισταθούν στις κτηνωδίες του.   Μεγάλη διασκέδαση θεωρούσε το να εξευτελίζει τους Χριστιανούς αναγκάζοντάς τους πολλές φορές, τους ιερείς να χορεύουν ημίγυμνοι ενώπιον του, με ημίγυμνες ανήθικες νεαρές τσιγγάνες και άλλες περιφερόμενες άσεμνες γυναίκες.

 

ΚΑΤΑ ΧΡΟΝΗ ΑΓΡΑΠΙΔΟΧΩΡΙΤΗ

   Μια μεγάλη ληστρική και δολοφονική εξόρμηση είχε πραγματοποιήσει στο χωριό Αγραπιδοχώρι, της Πηνείας στην Ηλεία, με σκοπό να εξοντώσει την οικογένεια του Αναστασόπουλου ή Καπετάν Χρόνη  τουΑγραπιδοχωρίτη. Ο Καπετάν Χρόνης ήταν ισχυρός Κλέφτης από το χωριό Αγραπιδοχώρι της Πηνείας, γεννήθηκε το 1747 και σκοτώθηκε στα τέλη του 1802. Ήταν μετρίου αναστήματος, με τεράστια πνευματική ευστροφία και αφάνταστη σωματική δύναμη. Ποτέ του δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τους κατακτητές και αλλόθρησκους Τούρκους και Αλβανούς στον τόπο του. Άκρα αντίθετος με τους νόμους και τις διαθέσεις των Τούρκων και ενάντια στην καταλήστευση του λαού, από τους υπέρογκους φόρους που επέβαλε η τουρκική διοίκηση, δημιουργούσε πάντοτε σοβαρά προβλήματα στην τουρκική εξουσία. Αντιστεκόταν στις ληστρικές επιθέσεις των Τούρκων και προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον λαό της Πηνείας ενάντια στον Τούρκο δυνάστη.

   Ο Χρόνης είχε δυο παιδιά, τον Αγγελή και τον Αναστάση, τα οποία θανατώθηκαν από τους Τούρκους. Ο Αγγελής ήταν ο πιο ταχυπόδαρος άνθρωπος τους περιοχής και κατά μαρτυρίες, μπορούσε να συναγωνισθεί ακόμη και άλογο. Όσο για την σωματική του δύναμη και υπεροχή, κατά την παράδοση, δεν δίσταζε να τα βάλει με δέκα πέντε νοματαίους. Κατά την παράδοση, μετά από διαταγή του Οσμάν Πασά του Μοριά, ο Αλή- Τσεκούρας έλαβε την εντολή να τον εντοπίσει και να τον εξολοθρεύσει.

   Κάποτε όμως συνάντησε τούρκικο απόσπασμα στην πεδιάδα του χωριού Μαρκόπουλο και Όλγα του σημερινού δήμου Πηνειού της δημοτικής ενότητας Τραγανού, τον ανάγκασαν να παραδοθεί και τον υποχρέωσαν να τους οδηγήσει στο στρατόπεδο του πατέρα του που βρισκόταν στο χωριό Αγραπιδοχώρι Πηνείας. Η τοποθεσία που είχε το στρατόπεδο ο Χρόνης λέγεται ακόμη και σήμερα «Λημέρι Χρόνη» και η παραπλήσια πηγή λέγεται «Βρύση Χρόνη».

 

Δύο δημοτικά τραγούδια από αυτά που έχουν διασωθεί μας εξιστορούν μέσα από τους στίχους τους, το επεισόδιο και το χρονικό θανάτωσης των Χροναίων[2].

 

Ο ΧΡΟΝΗΣ

Πολλά τουφέκι’ αντιβροντούν, μιλιούνια, καριοφίλια,

μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι,

ουδέ σε γάμο ρίχνουνε ουδέ σε πανηγύρι,

Αλή- Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει στο σημάδι.

Πάει κι ο Χρόνης για να ιδεί, σεργιάνι για να κάνει.

- Πολλά τα έτ’ μπουλούκμπαση,

- Καλό στόνε το Χρόνη.

- Πως τα ’χεις, Χρόνη μ’ τα παιδιά, τα μαύρα παλικάρια;

- Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση, και σου φιλούν τα χέρια,

δώδεκα μέρες έχω ’γω στα μάτια δεν τα είδα.

- Σαν θέλεις Χρόνη μ’ να τα δεις, σα θέλεις να τα μάθεις,

τήρα δω μέσα στον ντορβά, να δεις κεφάλια που ’χω.

Υπάγει ο Χρόνης κοίταξε, μες στον ντορβά και βλέπει,

βλέπει το πρώτο του παιδί και πρώτο παλικάρι.

Και με το νου του έβαλε και με το νου του βάζει

και το σπαθί του έβγαλε, και το σπαθί του βγάνει,

κόβ’ Αρβανίτες δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες.

 

 

   Μια άλλη εκδοχή για τον θάνατο των δυο παιδιών του Χρόνη, είναι ότι καθόσον ο Χρόνης έλειπε, ο Αλή- Τσεκούρας, με διαταγή του πασά της Τρίπολης σκότωσε τα δυο παιδιά του Χρόνη με μπαμπεσιά. Κυνηγώντας οι Τούρκοι τον Χρόνη, βρήκαν πρώτα τα παιδιά του και τα έσφαξαν, θέλοντας να προκαλέσουν τον γέρο- Χρόνη και να τον συλλάβουν.

 

(ΕΨΕΣ ΠΡΟΨΕΣ ΕΔΙΑΒΑΙΝΑ…)

Εψές, προψές εδιάβαινα, απ’ τα Σουλιμοχώρια,

κι ακώ νταβούλια να βροντούν και μπαταριές να τρίζουν.

Μην Αγγελής εχόρευε, μην Αναστάσης πίνει;

Μάιδε Αγγελής εχόρευε, μάιδε Αναστάσης πίνει.

Αλή- Τσεκούρας ροβολά, με δυό, με τρεις χιλιάδες.

Φέρνει μπαλτάδες μπρούτζινους και στ’ άλογα ντορβάδες.

Ο Χρόνης τονε χαιρετά και τον καλοσωρίζει.

- Χρόνη, τι κάνουν τα παιδιά, τι κάνουν οι νυφάδες;

- Καλά ’ναι μπέη τα παιδιά, καλά ’ναι κι οι νυφάδες.

- Χρόνη για πιάσε τ’ άλογο και κοίτα τους ντορβάδες.

Έχω δυο μήλα κόκκινα, δυο κλέφτικα κεφάλια

Απλώνει ο Χρόνης στ’ άλογο και ψάχνει τους ντορβάδες.

Πιάνει δυό μήλα κόκκινα, δυό κλέφτικα κεφάλια.

Το ένα ήταν τ’ Αγγελή και τ’ άλλο τ’ Αναστάση.

- Κακό ’καμες, βρωμόσκυλο, δεν μ’ άφηνες το ένα;

- Τράβα, Χρόνη, στο σπίτι σου, να σε παρηγορήσω.

- Τράβα μπροστά, Μπουλούμπαση, κι από κοντά σε φέρνω.

Τραβάει ο Χρόνης το σπαθί, του πήρε το κεφάλι.

 

ΚΑΤΑ ΤΑΣΟΥΛΗ ΚΑΙ ΑΓΓΕΛΗ

  Ο Τασούλης και ο Αγγελής ήσαν κλέφτες από την Ανδανία, καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους και κατέφυγαν στα Σουλιμοχώρια.

  Κατά το έτος 1806, όταν εγένετο η μεγάλη καταδίωξη και αφανισμός της κλεφτουριάς του Μοριά, ζήτησε από τον Οσμάν Πασά να μεταβεί στα Σουλιμοχώρια[3] και να ξεκαθαρίσει την κλεφτουριά από τα γιατάκια τους. Πράγματι κατέβηκε στα Σουλιμοχώρια. Οι κάτοικοι του χωριού Πρασιδάκι της Ηλείας υπέστησαν τα πάνδεινα επειδή υπέθαλπαν και έκρυβαν τους κλέφτες Τασούλη και Αγγελή. Πολλούς εξ αυτών τους γύμνωσαν και τους μαστίγωσαν και στο τέλος τους έσπασαν τα κόκαλα με σφυριά. Οι δε γυναίκες των βιάσθηκαν για δεχθούν τις ερωτικές περιπτύξεις με τον Αλή- Τσεκούρα και να γίνουν θύματα των κτηνωδών ορέξεών του. Οι κάτοικοι του χωριού Κούβελα μόλις έμαθαν για τις κτηνωδίες του Τσεκούρα στο Πρασιδάκι έδιωξαν τους Τασούλη και Αγγελή από τα γιατάκια τους. Οι κλέφτες μετά απομονωμένοι συνελήφθησαν μετά από προδοσία στις εκβολές της Νέδας από τον Τσεκούρα και φονεύθηκαν. Η κτηνώδης συμπεριφορά του προς τους κατοίκους της περιοχής και τα μπαξίσια μετέτρεψε λιγόψυχους ανθρώπους σε προδότες όπου τους χρησιμοποίησε σαν βοηθούς σε κάθε περιοχή, κατόρθωσε να ξεκάμει την κλεφτουριά από τον ορεινό όγκο των Σουλιμοχωρίων και μετά το πέρας των επιχειρήσεων τους λήστευε και στο τέλος σκότωνε. Είχε γίνει το φόβητρο του Μοριά διότι πάντοτε με δόλιους τρόπους προσπαθούσε να εξοντώσει τους αντιπάλους του.

 

(ΕΨΕΣ ΠΡΟΨΕΣ ΕΔΙΑΒΑΙΝΑ…)

Εψές προψές εδιάβαινα οχ’ τα Σουλιμοχώρια,

ακού ντουφέκια και βροντάν κα μπαταριές να πέφτουν,

καν Αγγελής εγλένταγε, καν ο Τασούλης παίζει;

Μάιδ’ Αγγελής εγλένταγε, μάιδ’ ο Τασιούλης παίζει.

Αλή- Τσεκούρας ροβολά από το Πρασιδάκι.

Φέρνει κεφάλια κλέφτικα και των κλεφτών τα στέλνει

και ντεσκερέδες απολάει

να ’ρθουν να προσκυνήσουν.

’Ρίνει αδελφός στον αδελφό τους κλέφτες για να πιάσουν.

 

Το τραγούδι φέρεται σαν παραλλαγή μερικών τραγουδιών του καπετάν- Χρόνη Αναστασόπουλου από το χωριό Αγραπιδοχώρι Πηνείας.

 

   Ο Αλή- Τσεκούρας εξακολούθησε να είναι ο σκληρός διώκτης των Χριστιανών, μέχρι της Επανάστασης το 1821, την οποίαν διαισθανόμενος έκτισε υπόγεια σήραγγα και αφού απέκρυψε σε αυτή ότι το πολύτιμο διέθετε, φόνευσε με δόλο τους κατασκευαστές της σήραγγας.

   Κατά τον Αύγουστο του 1821 και ενώ η Τριπολιτσά βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας από τις ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις με αρχηγό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο τότε ονομαστός για τις ωμότητές του Οθωμανός Αλή- Τσεκούρας, διορίσθηκε επιστάτης, για την κατασκευή ενός προμαχώνα στην πύλη των Καλαβρύτων, συνάθροισε περί τους διακόσιους Χριστιανούς που είχαν παραμείνει εντός της πόλης, μεταξύ αυτών και μερικοί ιερείς, τους χρησιμοποιούσε να επιδιορθώνουν το κάστρο να κατασκευάζουν οχυρωματικά έργα. Μάλιστα μετά το τέλος του έργου τοποθέτησε επί της πρόσοψης του προμαχώνα, μια επιγραφή φέροντας το όνομά του, καίτοι απαγορευμένο σε ιδιώτη να επιγράφει το όνομά του επί δημοσίων οικοδομών. Μετά την περαίωση του έργου για αυτήν του την αυθάδεια καταδικάστηκε να πληρώσει πρόστιμο στον Πασά 30.000 γρόσια και να καταστραφεί η επιγραφή. Μετά το πέρας των εργασιών, φόρτωνε τους σκλάβους με ξύλα (ζαλιά), για να τα μετέφεραν στο σαράγι. Συνάμα για να διασκεδάζει τους ομόθρησκούς του, υποχρέωνε τους Χριστιανούς, καθώς ήσαν ζαλωμένοι να χορεύουν στον προαύλιο χώρο του σαραγιού. Όσοι αρνούνταν να υπακούσουν σ’ αυτές τις περίεργες και πρωτότυπες συνήθειες του, τους μαστίγωνε μέχρι θανάτου, προκαλώντας των γέλωτα των Τούρκων της Τριπολιτσάς.

 

  Κατά την άλωση της Τριπολιτσάς, γνωρίζοντας την εξέλιξη των γεγονότων ο Αλή- Τσεκούρας, μετά αρκετών Τούρκων Βαρδουνιωτών, οχυρώθηκε στα ονομαστά Τσεκουρέϊκα σπίτια. Κατά την άλωση και την έφοδο των Ελλήνων, αντέταξε γενναία άμυνα και κράτησε αμυνόμενος στα σπίτια του δύο ολόκληρες ημέρες. Κατά την άμυνα, φόνευσε αρκετούς Έλληνες επιτιθέμενους και μεταξύ αυτών και τον Αθανάσιο Δαγρέ. Όταν τελείωσαν τα βόλια τους και κατάλαβε ότι γρήγορα θα πέσουν στα χέρια των πολιορκητών, από την απελπισία του και από τον φόβο του για επικείμενα βασανιστήρια και εξευτελισμούς που θα εισέπραττε αυτός και η οικογένεια του, από τους άσπονδους πλέον εχθρούς του, χωρίς κανένα δισταγμό και λύπη, σκότωσε την μητέρα του, την γυναίκα του και την εικοσάχρονη πανέμορφη κόρη του, συνάμα και όλους τους συγγενείς του, που παρευρίσκοντο εντός της οικίας. 

  Μια ελληνίδα δούλη θέλοντας ν’ αποφύγει τον φρικτό θάνατο, απαρατήρητη ξέφυγε από την επιτήρηση του και κρύφθηκε σε μια αποθήκη με ξυλοκάρβουνα, όπου σκεπάστηκε με αυτά. Ο Αλή- Τσεκούρας ανακάτεψε όλα τα Τσεκουρέϊκα σπίτια για να την εντοπίσει. Μετά από αρκετές προσπάθεις την βρήκε και την σκότωσε. Μόλις τελείωσε το μακάβριο έργο του, έβαλε φωτιά στα ρούχα του και αυτοπυρπολήθηκε για να μην πέσει στα χέρια των βρωμοραγιάδων καθώς έτσι τους ονόμαζε τους Έλληνες. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι περί αυτόν θανατικοί Βαρδουνιώτες, για μη καταδεχθούν να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων, διότι και αυτοί γνώριζαν το τέλος τους.

    Ο Αλή- Τσεκούρας αυτός ο φοβερός και αιμοβόρος διώκτης των Χριστιανών, επέφερε ένα μεγάλο πλήγμα στο ανθρώπινο δυναμικό των κλεφτών, αφού με τα στυγερά εγκλήματα που διέπραττε επί είκοσι χρόνια περίπου, στέρησε από την επικείμενη μεγάλη Ελληνική επανάσταση του 1821, που άρχισε δεκαπέντε χρόνια αργότερα, τους πιο έμπειρους πλέον καπεταναίους και οπλαρχηγούς, που θα πρόσφεραν με την πολύχρονη εμπειρία τους, τις αναγκαίες και πολύτιμες υπηρεσίες στην πατρίδα μας. Το καταπονημένο Έθνος μας, στερήθηκε ότι το πολυτιμότερο που είχε άμεση ανάγκη, εκείνη την ταραγμένη εποχή.

   Στην ιστορία του Μοριά, το πέρασμα του Αλή- Τσεκούρα, άφησε έντονα τα μελανά ίχνη του, σε μια μαύρη σελίδα όσον αφορά τα δεινά των Ελλήνων, που τόσο σκληρά γεύθηκαν από αυτόν κατά την τουρκοκρατία. Η σκοτεινή προσωπικότητά του έμεινε χαραγμένη για πάρα πολλά χρόνια στην μνήμη των Ελλήνων, όχι μόνον εκείνων που έζησαν αυτά τα χρόνια, αλλά και στων παιδιών τους, ακόμη και στων εγγονιών τους, αφού κι αυτοί για πολλά χρόνια αργότερα, είχαν τα ακούσματα και τις ιστορίες για τις φρικαλέες ωμότητες του Αλή- Τσεκούρα.

  Σήμερα ακόμη σε πολλά χωριά της Πελοποννήσου, ακούγονται μερικές φράσεις που αναφέρονται στον Αλή- Τσεκούρα, εδώ αναφέρω αυτές που κατά καιρούς έχω καταγράψει:

- «Όπου δεν φτάνει ο Διάβολος, φτάνει ο Αλη- Τσεκούρας».

- «Κάλιο στα κάτεργα και στα Οβραίϊκα, παρά στα Τσεκουρέϊκα».

- «Στο κονάκι του Τεσούκη, τρως γ…σι και ματσούκι».

- «Τεσούκης ζυγώνει, μαχαλάς ερημώνει».

- «Τσεκούρας περβαντεί, ο κάτου κόσμος καρτερεί».

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

(- Αναγνωστόπουλος Γ. Λεωνίδας, «Η λαογραφίας της Βυτίνας ήθη και έθιμα», Αθήνα 2004.

- Βέης Α. Νικόλαος «Αρκαδικά Γλωσσικά Μνημεία Δημώδη Άσματα Φιγαλίας μεθ’ Υπομνημάτων», Αθήνα 1903.

- «Ηλειακά», Ντίνος Δ. Ψυχογιός, περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.

- Κάπος Μιλτιάδης, «Η Ηλεία στον Μύθο και την Ιστορία», Αθήνα 1996.

- «Κούβελα, Ορεινό χωριό της Επαρχίας Τριφυλίας Ν. Μεσσηνίας», Σωτήριος Αριστ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 1996.

- Παπαζαφειρόπουλος Π., «Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού ιδία δε του της Πελοποννήσου», Πάτραι 1887.

- «Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια», τόμος Γ΄, άρθρο του Δημ. Π. Οικονομόπουλου, Αθήνα 1958.

- Πολίτης Γ. Νικόλαος, «Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι», εκδόσεις Κ. Τζεβελέκου, Αθήνα 1982.

- Σπανδωνίδης Σ. Πέτρος «Οι Κλεφταρματολοί και τα τραγούδια τους», εκδόσεις Δίφρος, Αθήναι 1963.

- Τουτούνης Ηλίας, «Η Ηλεία στο δημοτικό τραγούδι», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.

- Φράγκος Δ. Παντελής, «Δημοτικά Τραγούδια του Τόπου μας», εκδόσεις Δεδεμάδη, Αθήνα 2005).

 



[1] Όσα από τα κεφάλια των καταζητούμενων είχαν επικηρυχθεί, τα μετέφερε στην έδρα του Πασά στην Τρίπολη και αυτός με την σειρά του εισέπραττε την αμοιβή της επικήρυξης. Ενώ όσων δεν είχαν επικηρυχτεί, έκοβε τα αυτιά και εισέπραττε πάλι τα ανάλογα ποσά. Η μεταφορά πολλών κεφαλιών ήταν δύσκολη και η μυρωδιά αποπνικτική. Και για αυτόν τον λόγο έκοβαν μόνο τα αυτιά και πληρώνονταν με το ζευγάρι.

[2] Κατά την παράδοση υπάρχει ακόμη μια εκδοχή περί του θανάτου του Χρόνη και των παιδιών του και αναφέρει ότι ο Χρόνης δεν σκοτώθηκε από τον Αλή- Τσεκούρα, αλλά δίνει διαφορετική διάσταση περί του επεισοδίου. Η τοποθεσία που είχε ο Χρόνης τα λημέρια του, λέγεται ακόμη και σήμερα «του Χρόνη» ή του «Χρόνη το λημέρι» «Χροναίικες μερίδες», ή «τα Χροναίικα» ή και του «Χρόνη η βρύση». Ο Χρόνης είχε και ένα παιδί «θετό», τον Επαμεινώντα, το οποίο βρήκε η γυναίκα του η Χρόναινα, στο ποτάμι όπου είχε πάει για να πλύνει. Το παιδί το περιμάζεψε και με μεγάλη φροντίδα και οικογενειακή θαλπωρή το μεγάλωσε στο σπίτι της. Ο τότε Βοεβόδας τους Γαστούνης, σαν έμαθε για αυτό το παιδί, έστειλε μια γριά στο Αγραπιδοχώρι, η οποία συνάντησε κρυφά τον Επαμεινώντα και του εξιστόρησε ότι είναι παιδί κάποιου μπέη και ότι ο αληθινός πατέρας του τον θέλει να γυρίσει πάλι κοντά του. Ο Επαμεινώντας αφού πείστηκε με τα λόγια της γερόντισσας η οποία μάλιστα του μίλησε για ένα σημάδι από κάψιμο λίγο πιο κάτω από την δεξιά μασχάλη που είχε σημάδι ένα τουρκικό «Σ», έφυγε από το Αγραπιδοχώρι, και πήγε στην Γαστούνη όπου συνάντησε τον Βοεβόδα. Αυτός με την σειρά του, τον έστειλε σε κάποιον μπέη αρκετά πλούσιο, που ισχυρίστηκε στον Επαμεινώντα ότι είναι ο πραγματικός του πατέρας και ότι τον είχε απαγάγει ο Χρόνης από αυτόν, για λόγους εκδίκησης.

 
   Το παιδί πείστηκε σε αυτά που του είπαν και αποφάσισε να μείνει κοντά στον «πραγματικό» του πατέρα. Του έδωσαν το όνομα Σελήμ ή Σουλεϊμάν, τον έκαναν δερβέναγα και του έδωσαν την υποδιοίκηση του Τουρκικού αποσπάσματος της  περιοχής του κάμπου και της Πηνείας. Με το πέρασμα του χρόνου ο Σελήμ, θέλησε να εκδικηθεί τον Χρόνη για αυτά που νόμιζε ότι διέπραξε εις βάρος του αλλά και σε βάρος τους οικογένειάς του.
 Έπειτα από αρκετό καιρό ο Σουλεϊμάν παράγγειλε του Χρόνη, που ακόμα του φερόταν ως θετός του πατέρας, ότι ήθελε να τον επισκεφτεί με σκοπό να τον ευχαριστήσει που τον μεγάλωσε. Ο Χρόνης κατέβηκε στο πέρασμα του ποταμιού που ήταν το γιοφύρι και με ανυπομονησία περίμενε να δει τον θετό του γιο. Ο Σουλεϊμάν, που γνώριζε καλά την περιοχή, είχε προσχεδιάσει τον αποκλεισμό της μεταφέροντας κρυφά ένα μεγάλο Τούρκικο απόσπασμα και περίμενε τον Χρόνη. Έτσι κατάφερε να αιφνιδιάσει τον κλεφταρματολό που ανύποπτος πήγε στη συνάντηση. Στη φονική μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν και τα δυο παιδιά του Χρόνη, ο Αγγελής και ο Αναστάσης.

[3] [Σουλιμοχώρια λέγονται τα χωριά του δήμου Δωρίου της Μεσσηνίας και τα πέριξ ορεινά χωριά και κωμοπόλεις. Επί τουρκοκρατίας αποτελούσαν το τέταρτο κόλι (= τμήμα) της επαρχίας Κάμπου, των Κοντοβουνίων και της Φιγαλίας (Ζούρτσας), η οποία υπαγόταν στην επαρχία Ολυμπίας. Οι κάτοικοι του τμήματος αυτού, οι Σουλιμοκολίτες, ήσαν αλβανικής καταγωγής και κατά τους χρόνους της τυραννίας ήσαν αρματολοί και κλέφτες και πάντοτε υπέθαλπαν τους καταδιωκόμενους από τους Οθωμανούς. Στην επανάσταση του 1821 αγωνίστηκαν με σθένος και υπήρξαν από τα εκλεκτότερα τμήματα των στρατευμάτων ιδίως του Θ. Κολοκοτρώνη. 

 

 

 
Εκτύπωση