ΑΖΙΖ ΑΓΑΣ ΣΕΒΡΑΝΗ, Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΑΛΒΑΝΟΣ ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ

Γονική Κατηγορία: Ιστορία Ιστορικά θέματα Εμφανίσεις: 8969

Κατά το έτος 1769, εκατοντάδες απεσταλμένοι μυστικοί πράκτορες της Τσαρίνας Αικατερίνης

Β΄,διασκορπίσθηκαν στα τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια, με αποστολή να προετοιμάσουν μια γενική επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένας Έλληνας λόγιος του Ρωσικού στρατού, ο Γεώργιος Παπαζώλης, από την Σιάτιστα της Μακεδονίας, που ήταν στενός φίλος με τον άλλοτε συμμαθητή του στη στρατιωτική σχολή, Γρηγόριο Ορλόφ, εραστή της Τσαρίνας, θέλησε, να χρησιμοποιήσει την φιλία του με αυτόν τον ισχυρό παράγοντα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, για ν’ απελευθερώσει τους Έλληνες αδελφούς του, από την Τουρκική τυραννία. Αρκετές φορές συνομίλησε με τον Ορλόφ προσπαθώντας να τον πείσει και να τον βοηθήσει γι’ αυτό το παράτολμο εθνικό σχέδιό του. Μετά από αρκετές διαβουλεύσεις και με την διαμεσολάβηση του φίλου του, παρουσιάσθηκε και ενώπιον της Αικατερίνης Β΄ εκθέτοντας τις απόψεις του με πειστικά λόγια. Η φιλόδοξη Αικατερίνη, που πάντοτε ονειρευόταν την ανασύσταση του Βυζαντίου με Ρώσο ηγεμόνα, δέχθηκε με χαρά την πρόταση των Παπαζώλη και Ορλόφ.

Στις 17 Φεβρουαρίου 1770, ο Γεώργιος Παπαζώλης, εμφανίσθηκε στον Μοριά, με πλούσια δώρα, που προσέφερε σε εκκλησίες και μοναστήρια και με υποσχέσεις για ρωσική βοήθεια, ενθουσίασε πολλούς προύχοντες και εκπροσώπους του ανώτερου κλήρου.

Στα τέλη του Φεβρουαρίου κατέπλευσαν στο λιμάνι της Κορώνης τα πρώτα ρωσικά πλοία μ’ επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλόφ, αδερφό του Γρηγορίου. Η ρωσική δύναμη  που αποτελούταν από 4.000 άνδρες ήταν ανεπαρκής για την επίτευξη του σκοπού των.

Στις 25 Απριλίου του 1770, κατέπλευσε σε λιμάνια του Μοριά και ο Αλέξιος Ορλόφ (αδερφός του Γρηγορίου και του Θεοδώρου) με ρωσικά πλοία. Το κίνημα ωστόσο είχε αποτύχει. Αναχώρησε αμέσως προτιμώντας να επιτεθεί εναντίον του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο.

Εν τω μεταξύ στον Μοριά, ασύνδετα καθώς ήταν τα διάφορα τοπικά επαναστατικά κινήματα, κατεπνίγησαν με πρωτοφανή αγριότητα από τους Αλβανούς μισθοφόρους, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ειδικά για αυτό το σκοπό. Οι σφαγές, οι λεηλασίες, τα βασανιστήρια και οι καταστροφές εξελίχθηκαν σε καθημερινό φαινόμενο.

Οι Αλβανοί από τότε και για διάστημα δέκα ετών, αποτέλεσαν φοβερή μάστιγα για τον τόπο. Τα πρώτα στίφη που επιτέθηκαν στην επαναστατημένη χώρα, επέστρεφαν στην Αλβανία με πλούσια λάφυρα, προερχόμενα από την λεηλασία του Μοριά. Έτσι παρακινήθηκαν και άλλοι συμπατριώτες τους και οργάνωσαν με την σειρά τους και αυτοί ληστρικές επιδρομές στο Μοριά και τοιουτοτρόπως κατήλθαν ολόκληρες στρατιές από άτακτους Τουρκαλβανούς σαριγκιουλήδες[1]. Μεταξύ αυτών εδώ στην Ηλεία κατέφθασε και ο Τουρκαλβανός Μπέης, Αζίζ[2] Αγάς Σέβρανη.

Έφθασαν στο σημείο να καταδυναστεύουν και τους Τούρκους, κατοίκους του Μοριά. Έφυγαν τόσο πολύ στις παράνομες δραστηριότητές τους, όπου δεν λογάριαζαν ακόμη ούτε τον ίδιο τον πασά της Τριπολιτσάς.

   Ο Γ. Κορδάτος, «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», τομ. Α΄, σελ 241 γράφει : «Είχαν το ελεύθερο να κάνουν ότι θέλουν. Έτσι απ’ όπου περνούσαν σκορπούσαν τον θάνατο και την καταστροφή».

Η συμπεριφορά τους προς τους Έλληνες ήταν τρομερή, εφόσον λεηλάτησαν τα πάντα και αφού δεν είχαν τίποτα να τους δώσουν πια οι δύστυχοι σκλάβοι, τους υποχρέωναν να υπογράφουν ομόλογα[3] για χρηματικά ποσά με ενέχυρο τα παιδιά τους. Χιλιάδες νέοι και νέες ένεκα της αδυναμίας να πληρώσουν τα υπέρογκα ποσά που ζητούσαν, σκλαβώθηκαν και πουλήθηκαν από τους Αλβανούς, ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σαθάς παραπέμποντας στον Πουκεβίλ, σελ. 524 γράφει: «…Είκοσι χιλιάδες επωλήθησαν εις τους Αφρικανούς και τους Τούρκους της Ρούμελης…»

Οι κτηνώδεις Αλβανοί «αγεληδόν συρρεύσαντες» και «ως λύκοι αιμοβόροι» έσπειραν τον όλεθρο σε όλο τον Μοριά, γράφει ο Σαθάς: «Οι δυστυχούντες επωλοφύροντο, πατέρες τέκνων διαχωριζόμενοι και ανδρών τιμίων σώφρονες γυναίκες αποσπώμεναι, αδελφοί των αδελφών στερούμενοι και νεογνά τέκνα των μητρικών ωλενών αρπαζόμενα, παρθένοι δε τρυφεραί των θαλάμων εκπίπτουσαι υπό χειρών βαρβάρων ελκόμεναι…»

Η εφευρετικότητα των Αλβανών για τρομοκρατία και βασανισμό δεν είχε το όμοιό του, κατέκλεψαν κα το τελευταίο γρόσι των Ελλήνων. Υπάρχουν διηγήσεις περιηγητών για τον βαθμό και τον τρόπο των βασανιστηρίων που χρησιμοποιούσαν οι Αλβανοί, προκειμένου να κλέψουν τους Έλληνες, οι οποίοι πια δεν είχαν τι να τους δώσουν δες μερικά που έπραξαν «τα τέκνα της αγριότητας» στους Έλληνες:

α) Έφτιαχναν καρφιά από καλάμια και τα έβαζαν στα νύχια των βασανιζομένων.
β) Τοποθετούσαν μεγάλες πέτρες στο στήθος και την κοιλιά.

γ) Έριχναν τους βασανίζοντες μπρούμυτα σε σκόνη ασβέστη και αυτό υποχρέωναν να το αναπνεύσουν, αυτό προξενούσε μεγάλο πόνο στους πνεύμονες.

και δ) Έδεναν σχοινιά από την στέγη και έδεναν τα πόδια και τα χέρια, τους ανύψωναν και μετά απότομα τους άφηναν να πέσουν με δύναμη στο έδαφος. Αυτά και πολλά άλλα έκαναν οι θηριώδεις Αλβανοί και φυσικά μετά μεγάλης χαράς τα παρακολουθούσαν και γελούσαν.

Με την πρόφαση ότι η Υψηλή Πύλη τους όφειλε μισθούς οκτώ ετών, λήστευαν χωρίς διάκριση ακόμη και κάθε μουσουλμάνο. Οι περιουσίες των αξιωματούχων Τούρκων ήταν έρμαιες στις διαθέσεις των Αλβανών επιδρομέων. Ο τόπος ερήμωσε, οι καλλιέργειες σταμάτησαν και από τις λεηλασίες εξαφανίσθηκε ένα μεγάλο μέρος από το ζωικό και φυτικό κεφάλαιο του Μοριά, αλλά και σχεδόν όλη η κινητή τους περιουσία. Οι ληστοσυμμορίες των Αλβανών, δεν δίσταζαν ακόμη να κτυπούν και στρατιωτικές αποστολές της Πύλης και να καταληστεύουν τα πάντα χωρίς να φοβούνται τίποτα.[4]

Μετά από πολύμηνη περιπλάνηση ο Τουρκαλβανός Μπέης, Αζίζ[5] Αγάς Σέβρανη, αφού βολιδοσκόπησε την περιοχή, κατέληξε και εγκαταστάθηκε σε μια μικρή νησίδα (μπογάζι), που βρίσκεται στην λίμνη της Αγουλινίτσας (σημ. Επιτάλιο)[6].

Αυτός κατασκεύασε ένα απροσπέλαστο κρησφύγετο και συγχρόνως ορμητήριο εντός της λίμνης της Αγουλινίτσας, όπου εκεί κατέφευγε και κρύβοταν μέσα στις καλαμιώνες και στα τενάγη. Στην τοποθεσία Αητός, εντός της λίμνης σε μια νησίδα που φάνταζε ως λοφίσκος, έκτισε ένα δυνατό πύργο, όπου εκεί διέμενε μετά της οικογενείας του και των ληστών συντρόφων του. Σε μικρό χρονικό διάστημα συνδέθηκε με τους ομοεθνείς του, Λαλαίους Τουρκαλβανούς και με την ανοχή των, καταλήστευε τον καζά της Γαστούνης και την επαρχία Ολυμπίας, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ Μωαμεανών και Χριστιανών.

Κατά το έτος 1774 σχημάτισε, αφού ενδυναμώθηκε από φλουριά και πλαισιώθηκε από διάφορα κακοποιά στοιχεία επιστράτευσε ως μισθοφόρους τους άγριους και άπληστους ομοεθνείς και πατριώτες του σαριγκιουλήδες. Τοιουτοτρόπως δημιούργησε ένα μικρό στολίσκο αποτελούμενο από έξι πειρατικά πλοιάρια και εκατό περίπου άνδρες και ακατάπαυστα άρχισε σιγά- σιγά να λεηλατεί τα παράλια της Ηλείας Αχαΐας και Μεσηννίας. Επίσης κούρσευε και παρενοχλούσε την ναυσιπλοΐα, πλέοντας στο Ιόνιο πέλαγος μέχρι και τον Κορινθιακό κόλπο.

Ο Σουλτανος Μουσταφάς ο 3ος έβγαλε φιρμάνι, τον επικύρηξε μ’ ένα σοβαρό ποσόν και διέταξε την άμεση εξόντωσή του. Μετά από αυτό το φιρμάνι που εξέδωσε η Πύλη, άρχισε η συντονισμένη και ακατάπαυστη καταδίωξή του. Ο Σέβρανη, αφού αντιλήφθηκε την σοβαρότητα της κατάστασης, έλαβε όλα τα απαραίτητα αμυντικά μέτρα και ταυτόχρονα διαρύθμισε κατάλληλα τις κεντρικές νησίδες και διαδρομές της λιμνοθάλασσας της Αγουλινίτσας. Τοιουτοτρόπως κατέστη αθέατος και ασύληπτος στον απρόσβατο επικίνδυνο και λαβυρινθώδη βάλτο, μέσα στους πυκνούς και απροσπέλαστους καλαμιώνες. Τα πλοιάρια που μετείχαν στις καταδιώξεις, δεν μπορούσαν να πλησιάσουν εκεί, διότι ήταν αδύνατον να οδηγηθούν στιν νησίδα αφού δεν γνώριζαν την λαβυρινθώδη και επικίνδυνη διαδρομή, εισχωρούσαν μόνον αυτοί γνώριζαν τις μυστικές διόδους, αν αναλογιστούμε ότι υπήρχαν και δίοδοι χωρίς διέξοδο, όπου εκεί ήσαν μια μεγάλη και επικίνδυνη παγίδα, διότι τις κατασκεύασε ώστε να εγκλωβίζει τους διώκτες του.

Το 1778 απεκλείσθηκε στον πύργο του που βρισκόταν στην θέση «Αητός», με όλους τους άτακτους που διέθετε, περίπου τους εκατό τουρκαλβανούς ληστές. Εκεί πολιορκήθηκε, από τον τακτικό στρατό του Σουλτάνου υπό την διοίκηση του Ναυπλιώτη Σαλτάμπαση, στρατιωτικού διοικητή του Μοριά. Ο Σαλτάμπασης μόλις πληροφορήθηκε το άβατο της λίμνης, ζήτησε και την συνδρομή του Καπού Μπουλούκμπαση[7] των προεστών και των κλεφταρματολών Ηλείας, Γορτυνίας και Ολυμπίας.

Ο Σέβρανη με τους άνδρες του, εκ του ασφαλούς, έχοντας πάντοτε σαν ασφάλεια την λαβυρινθώδη και καλυμένη από τεράστιους καλαμιώνες βαλτώδη διακλάδωση της λίμνης, υπεραμύνθηκε σκληρά και ήταν αδύνατον τα σουλτανικά στρατεύματα να πλησιάσουν για να κυριεύσουν τον πύργο του. Οι πολιορκητές προσπάθησαν να κάψουν την βλάστηση, για να βρουν τους διαδρόμους, αλλά μάταια, διότι ήταν ακόμη η βλάστηση χλωρή και ήταν αδύνατον να καεί. Τότε μη έχοντες εναλλακτική λύση έβαλαν κατ’ αυτών με κανόνια. Παρά ταύτα δεν μπόρεσαν να κτυπήσουν τον πύργο, λόγω της μεγάλης απόστασης και αδυναμία προσέγγισης των οβίδων στον πύργο. Όμως κάποιος ντόπιος κάτοικος, ο οποίος γννώριζε μια κρυφή είσοδο, οδήγησε τους πολιορκητές στο κρυσφύγετο του. Μετά από μια λυσσώδη αντίσταση, ο Αζίζ Σέβρανη και δεκαπέντε περίπου πιστοί σύντροφοί του, έπεσαν αμυνόμενοι. Οι υπόλοιποι άνδρες της συμμορίας του, αντιλαμβανόμενοι ότι δεν είχαν καμιά ελπίδα σωτηρίας, παραδώθηκαν στους πολιορκητές άνευ όρων. Από την οικογένεια του Αζίζ Σέβρανη, σώθηκε μόνο ο γιος του ο Νούρκα, από τον ιερέα της Αγουλινίτσας, ο οποίος τον έκρυψε κάτω από το ράσο του. Ο Νούρκα ήταν παιδί αδύνατο, μικρόσωμο και χαμηλού αναστήματος. Ενώ, κατά διαταγή του Σαλτάμπαση, οι απαίσιοι σωματοφύλακες του πατέρα του, έψαχναν να τον εντοπίσουν και να τον παραδώσουν για να σφαγεί και αυτός, όπως σφαγιάσθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του Αζίζ, ο παπάς κατάφερε και τον έβγαλε κρυμμένο κάτω από το ράσο του, μακριά από τον πύργο και από τους διώκτες του. Αργότερα ο παπάς βάπτισε τον Νούρκα και έγινε Χριστιανός. Τοιουτοτρόπως, επήλθε το άδοξο και σκληρό τέλος του Αλβανού Σαριγκιουλή τρομερού λήσταρχου της Ηλείας, Μπέη Αζίζ Αγά Σέβρανη και της οικογενείας του και ν’ απαλλαχθεί μια για πάντα ο τόπος από την επικίνδυνη συμμορία του[8].

Σε μια από τις κεντρικές νησίδες της Λίμνης της Αγουλινίτσας, στην θέση που ονομάζεται Αητός, όπου θανατώθηκε ο Αζίζ Αγά Σέβρανη και η οικογένειά του, σήμερα ακόμη, ακούγονται παράξενες βοές σαν στεναγμοί και κλάματα. Πριν αποξηρανθεί η λίμνη, αρκετοί ψαράδες απέφευγαν να προσεγγίσουν σ’ αυτό το μέρος, έχοντας ακούσει διαφόρες μυθοπλασίες για τα περίεργα κλάματα.

Οι περίοικοι, φαντάζονται και αναφέρουν, ότι αυτά προέρχονται από τους στεναγμούς και τα κλάματα του Αζίζ και της οικογενείας του, κατά την θανάτωση των. Υπάρχει μια επεξήγηση του σχηματισμού αυτής της περίεργης βοής των αναστεναγμών. Απλά είναι ένα φυσικό φαινόμενο και προέρχεται από το ψιλό θρόϊσμα των κορφάδων των καλαμιώνων, κατά την ώρα που φυσσά κυρίως ελαφρύ αεράκι.

 

Λεξιλόγιο:

Μπογάζι, το = τουρκική λέξη (μπουγάζ) που σημαίνει στενό μέρος θαλάσσης μεταξύ δύο ξηρών, πορθμός. 

Σαρίκι, το = λέξη προερχόμενη από την τουρκική λέξη Σιράκ που σημαίνει λεπτό και λευκό ύφασμα που τυλίγουν γύρω από το φέσι τους οι μουσουλμάνοι ιερείς ή αξιωματούχοι.

Τέναγος, ο = ο βάλτος, το τμήμα γης που καλύπτεται υπό αβαθούς ή πηλώδους ύδατος.

 

(«Μεγάλη Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια», εκδόσεις Κολοκοτρώνης, Αθήνα 1958).

 



[1] Σαριγκιουλήδες, λεγόταν οι άτακτοι τουρκαλβανοί οι οποίοι φορούσαν το κίτρινο κιουλάφι. Ο όρος σεριγκιουλής προέρχεται από την λέξη σαρί που σημαίνει ξανθός, κίτρινος, αρρωστιάρης, ή αδύναμος και από το γκιου λάφι που σημαίνει κεφαλέδεσμος. Δηλαδή άπαντες αυτοί σαν διακριτικό φορούσαν ένα κίτρινο σαρίκι.

[2] Αζίζ στην τουρκική γλώσσα σημαίνει ένδοξος, προσφιλής και είναι όνομα προς χρήση στις ευγενείς τάξεις των Μωαμεθανών. Αζίζ εφένδες λέγονταν οι Μεβληβήδες, και οι Δερβίσηδες του Ικονίου. Με το προσωνύμιο Αζίζ, υπήρχε ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ, και οι ηγεμόνες της Αιγύπτου και της Κρήτης, Αζίζ και Αβδούλ Αζίζ Κορτέβι, Αζίζ Βλιόρας, Αζίζ Αγάς Πύργου κ.ά.

[3] Όταν τελείωσαν τα βάσανα των Ελλήνων άρχισαν σιγά σιγά να μαζεύονται στα σπίτια τους και να προσπαθούν να τα οικοδομήσουν. Χρήματα όμως δεν είχαν, τους τα είχαν αρπάξει δια της βίας οι Aλβανοί. Και τότε αναγκάστηκαν να δανειστούν από τους κλέφτες Aλβανούς χρήματα με τόκο 60%.

  Έτσι οι Έλληνες έγιναν δύο φορές δούλοι, μια στον Τούρκο και άλλη μια στον Αλβανό. Γράφει ο Πουκεβίλ, αλλά και οι Φρατζής και Καμπούρογλου, ότι υπήρχαν Αλβανοί που είχαν ομολογίες 500.000 γρόσια. Ο Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», εκδόσεις Ελληνικά γράμματα, τομ Ε΄, σελ 658 γράφει: «...Εκ τούτων πολλοί είχον ανά χείρας ομολογίας 500 και 600.000 γροσίων, εικοσάκις χίλιοι Πελοποννήσιοι επωλήθησαν είτε εις Αλγερίαν είτε εις τους τούρκους της Ρούμελης…» 
 
  Οι Πελοποννήσιοι για να γλυτώσουν από τους Aλβανούς κατέφευγαν κρυφά σε νησιά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν Έλληνες σε απίθανα μέρη που έχουν το επίθετο Μοραΐτης. Ένα τέτοιο πλοίο με Μοραΐτες ομήρους κατάφεραν να σώσουν οι Αΐβαλιώτες (Κυδωνίες, Μικράς Ασίας), αυτοί οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στις Κυδωνιές και έφτιαξαν μια συνοικία με Μοραΐτες (τα Μοραΐτικα). Ζατουνίτες πήγαν στα νησιά, άλλοι δε στη Μ. Ασία. Εκεί στη Μ. Ασία βρήκαν προστάτη τον Καρά Οσμάν Ογλού, μεγάλογαιοκτήμονα, ένα είδος ηγεμόνα της Μ. Ασίας που κατείχε την περιοχή της Περγάμου. Ανάμεσά τους, Δημητσανίτες με έντονη παρουσία καθώς και Στεμνιτσιώτες με οργανωμένη παροικία από εμπόρους και τεχνίτες.  
 
  Επί εννιά χρόνια κράτησε η Αλβανοκρατία στην Πελοπόννησο, η έδρα των Αλβανών ήταν η Τρίπολη, ανεξέλεγκτοι και ασύδοτοι «αλώνιζαν» τον τόπο. Στο άκουσμα ότι πλησιάζουν Αλβανοί οι πληθυσμοί έτρεχαν να σωθούν σε βουνά και σπηλιές. Υπολογίζονται σε 100.000 χριστιανοί αυτοί με κάποιο τρόπο χάθηκαν στον Μοριά, δηλαδή περίπου το 1/3 του πληθυσμού.
 
Στον κώδικα του Μ. Σπηλαίου διαβάζουμε για την επιδρομή των Αλβανών: 
  «Οι Αρβανίτες ήλθαν όχι ως άνθρωποι αλλά ωσάν θηρία ή σαν μια φωτιά και ωσάν ποταμός και την αιματοχυσίαν οπού έκαμαν εις τους ευρεθέντας ταλαιπώρους χριστιανούς του Μορέος και τες σκλαβίες νόος ανθρώπινος αδυνατεί να τους λογαριάσει, οπού και όλον τον Μορέαν τον έγδυσαν εξ ολοκλήρουσι... Η Ζάτουνα, ως και η περί αυτήν χώρα, ήτο πυκνώς κατωκημένη, και αρκούντως ευημερούσα κωμόπολις. Αλλά οι Αλβανοί; αφού εφόνευσαν όσους ηδυνήθησαν, επώλησαν τους αιχμαλωτισθέντες εν Δημητσάνη και Ζατούνη εις τους πειρατάς της Βαρβαρίας, οίτινες έδραμον εις τον κόλπον της Κυπαρισσίας, ίνα μετέσχωσι των λαφύρων. Οικογένειαι τινες, καταφυγούσαι εις τα όρη, μόλις διεσώθηκαν...».

 

 

[4] Ένα έγγραφο από το Ενετικό Προξενείο Θεσσαλονίκης μας προσδιορίζει το μέγεθος των ληστειών που διέπρατταν οι Αλβανοί στον Τουρκοκρατούμενο Μοριά: «… καντάρια πυρίτιδος εις το Ναύπλιον και άλλα 400 είναι έτοιμα δια τα Δαρδανέλλια… τα 500 καντάρια πυρίτιδος, που εστάλησαν εις το Ναύπλιον, διηρπάγησαν από τους Αλβανούς, οι οποίοι διαπράττουν παν είδος κακουργήματος εις τον Μορέαν…»

 

(Γιάννης Χ. Μπιτούνης, «Η μπαρούτη της Δημητσάνας, από το 17ο αιώνα μέχρι σήμερα», εκδοτική Ελλάδος Α.Ε., σελ. 20, Αθήνα 1989)

 

[5] Αζίζ στην τουρκική γλώσσα σημαίνει ένδοξος, προσφιλής και είναι όνομα προς χρήση στις ευγενείς τάξεις των Μωαμεθανών. Αζίζ εφένδες λέγονταν οι Μεβληβήδες, και οι Δερβίσηδες του Ικονίου. Με το προσωνύμιο Αζίζ, υπήρχε ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ, και οι ηγεμόνες της Αιγύπτου και της Κρήτης, Αζίζ και Αβδούλ Αζίζ Κορτέβι, Αζίζ Βλιόρας, Αζίζ Αγάς Πύργου Ηλείας, κ.ά.

[6] Το όνομα της Αγουλινίτσας κατά την επικρατέστερη άποψη ίσως να προήλθε από την Ιταλική λέξη Αγκολίνη, που σήμαινε χέλι. Εκεί αναπτυσσόταν εξαιρετικής ποιότητας χέλια, τα οποία εκμεταλλευόταν συνεταιρισμός αλιέων, ο οποίος τα έπιανε με διάφορα τεχνητά μέσα. Αυτά ήταν τα γνωστά διβάρια. Πιο παλιά η κίνηση των ψαράδων στην λίμνη συνήθως γινόταν με μονόξυλα.

Εκτός από τον συνεταιρισμό των αλιέων, γινόταν και αλιεία από τους κατοίκους με πυροφάνι (πηριά) και με κάρφωμα του καμακιού στο βυθό της λίμνης. Επίσης υπήρχαν εντός της λίμνης μικρές νησίδες εδάφους (μπογάζια) στα οποία διανυκτέρευαν οι ψαράδες. Μικρά εκκλησάκια ή εικονοστάσια που κατασκευάστηκαν στα παρόχθια, έδωσαν το όνομα τους στις τοποθεσίες αυτές της λίμνης όπως: Αι Γιάννης, Αι Βασίλης κ.ά. Επίσης ξεχώρισαν κάποιες άλλες ονομασίες, οι οποίες ήταν γνωστές στους ψαράδες για να προσδιορίζουν τις θέσεις τους, μέσα στην λίμνη όπως: Αγρηλιάς, Αητός, Βαθιά Ρούγα, Πλατιά Ρούγα, Μπουλάκια, Καήρι, Φτωλιά, Αγλατσινούλα, Μεγάλο ή Τρανό Κανάλι κ.λπ.

  Η λίμνη επικοινωνούσε με τη θάλασσα μ’ ένα τεχνητό κανάλι, κοντά στον Αλφειό την γνωστή (μπούκα). Λόγο διαφοράς από 1 μέχρι 1,5 μέτρο περίπου της στάθμης της λίμνης από την θάλασσα, όταν άνοιγαν την μπούκα, το καλοκαίρι έμπαινε το νερό της θάλασσας μέσα στην λίμνη και το χειμώνα όταν ανέβαιναν τα νερά της λίμνης υπερβολικά, άνοιγαν πάλι την μπούκα και έφευγαν τα νερά της προς την θάλασσα.  
 
  Το έτος 1969 η λίμνη αποξηράνθηκε με επιτυχία. Η έκταση που αποκαλύφθηκε ανέρχεται στα 20.000 στρέμματα. Το 80% αυτής έκτασης είναι γόνιμη και καλλιεργήσιμη. Ενώ το υπόλοιπο 20% παραμένει ακόμη σε βαλτώδη μορφή. Μετά την ολοκλήρωση αυτού του έργου πραγματοποιήθηκε ο απαιτούμενος αναδασμός και οι εκτάσεις της, δόθηκαν για καλλιέργεια στους κατοίκους των όμορων προς αυτήν οικισμών. 

 

[7] Ο Καπού-μπουλούκμπασης εκλεγόμενος από τους κοτζαμπάσηδες, παρακολουθούσε τον βοϊβόδα με 10 ή 15 ενόπλους. Όμως δεν είχε την δικαιοδοσία να εκτελέσει καμία διαταγή να χωρίς της συγκατάθεση των κοτζαμπάσηδων.

 

[8] Ακόμη και σήμερα, στις τάξεις των χρυσοθήρων οργιάζουν φήμες και αρκετοί απ’ αυτούς, πιστεύουν ότι οι ανεκτίμητης αξίας. θησαυροί του Αζίζ Αγά Σέβρανη, βρίσκονται καλά θαμένοι στην θέση Αητός. Μάλιστα φημολογείται ότι ο Σέβρανη, φοβούμενος πάντοτε τους συντρόφους του, έκρυβε κρυφά απ’ αυτούς τους θησαυρούς του στο έδαφος. Αναφέρεται ακόμη ότι, ο Σέβρανη, σκοτώθηκε πρώτος από την οικογένειά του, ενώ η θανάτωση των υπολοίπων μελών της οικογενείας του, ήταν μόνον και μόνον για να μαρτυρήσουν την θέση των κρυμμένων θυσαυρών του.

 

Εκτύπωση