ΚΟΥΡΕΛΟΥ…ΤΟ ΠΟΛΥΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 74984

Συλλογή –καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

«Πενία τέχνας κατεργάζεται», ανέφερε ο αρχαίος Έλληνας ποιητής Θεόκριτος που έζησε τον 3ον αιώνα π.Χ., δηλαδή η φτώχεια υποχρεώνει τον άνθρωπο να επινοεί τρόπους για την αντιμετώπισή της.

ΚΟΥΡΕΛΙΑΣΜΑ

Όλα τα ρούχα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι όποια φθορά κι αν είχαν τα μπάλωναν και τα χρησιμοποιούσαν μέχρι να φθαρούν τελείως. Όταν ένα ρούχο δεν άντεχε άλλα μπαλώματα και έπρεπε να αποσυρθεί, ποτέ δεν το πετούσαν στα σκουπίδια όπως δυστυχώς γίνεται σήμερα.

Έτσι οι νοικοκυρές, για να μην πετάξουν τα σκουτιά (ρούχα), που ήσαν κατεστραμμένα από τον χρόνο και την χρήση, -πάντα στο πνεύμα του να μην πηγαίνει τίποτα χαμένο-, τα έκοβαν με το ψαλίδι σε λεπτά κουρέλια (λωρίδες) για να κατασκευάζουν στρωσίδια, που λέγονται κουρελούδες.

Πρώτα το έπλεναν καθαρά και μόλις στέγνωνε, έπαιρναν το ψαλίδι και ξεκινώντας από την άκρη το έκοβαν κουρέλια. Επέλεγαν να οδηγήσουν το ψαλίδι τους στην κατάλληλη διαδρομή του ρούχου, ώστε οι κορδέλες που θα προκύψουν να έχουν όσο βέβαια γίνεται μεγαλύτερο μήκος. Επίσης προσπαθούσαν να κόβονται στο ίδιο πάχος περίπου, όπως ξεκίνησαν το κουρέλιασμα. Για την κουρελού δε χρησιμοποιούσαν μάλλινα ρούχα, μόνο πάνινα.

ΚΟΥΒΑΡΙΑΣΜΑ

Μετά από το πέρας του κουρελιάσματος, έπιαναν το κουρέλι από την άκρη και άρχιζαν το κουβάριασμα, δηλαδή το έκαναν κουβάρι. Ο κουβάριασμα γινόταν να μην μπερδεύονται τα κουρέλια, να είναι πιο εύχρηστα και να εξοικονομήσουν χώρο αποθήκευσης. Αρκετές γυναίκες, δεν έφτιαχναν κουβάρια, αλλά έπαιρναν μια μικρή ξύλινη βέργα περίπου τριάντα εκατοστών του μέτρου και τα σαΐτιαζαν, δηλαδή περνούσαν τα κουρέλια στην βέργα και τα τύλιγαν χιαστά για να τα έχουν έτοιμα για τον αργαλειό.

Όταν το κουρέλι από το ίδιο ρούχο ήταν κομμάτια, τότε ή το μάτιζαν (έδεναν το ένα με το άλλο) και συνέχιζαν το κουβάριασμα ή το σαΐτιασμα ή το συνέχιζαν χωρίς να γίνεται καμιά μάτιση (σύνδεση). Έχω εντοπίσει μια γιαγιά που την μάτιση την έκανε με την βελόνα της, ράβοντας την μια άκρη με την άλλη.

Κατά το κουβάριασμα επέλεγαν το κάθε κουβάρι να έχει το δικό του χρώμα, δηλαδή από ένα ρούχο έφτιαχναν ένα ή περισσότερα κουβάρια, χωρίς να τα μπερδεύουν από κάποιο άλλο ρούχο διαφορετικού χρώματος και πάχους κουρελιού.

Τα κουβάρια και τα σαϊτιασμένα κουρέλια τα αποθήκευαν σε μεγάλες καλάθες και τα είχαν πάντα δίπλα στον αργαλειό τους, για να τα υφάνουν.

ΥΦΑΝΣΗ

Επειδή και τα κουρέλια εκείνη την εποχή ήσαν δυσεύρετα, τα αποθήκευαν και όταν καταλάβαιναν ότι ήδη είχαν μαζέψει τ’ ανάλογα, τότε έκαναν αρχή για να υφάνουν τις κουρελούδες ή κουρελόφυλλα.

Κουρελούδες λένε τα στρωσίδια που ήσαν υφασμένα αποκλειστικά από κουρέλια. Όταν ξεκινούσαν να υφάνουν κουρελούδες χρησιμοποιούσαν τα κουβάρια ή τις σαΐτες με τα κουρέλια. Συνήθως μόλις τελείωνε ένα κουβάρι τότε έβαζαν κάποιο άλλο με διαφορετικό χρώμα, για να είναι πιο όμορφη η πολύχρωμη κουρελού.

Οι πολύχρωμες κουρελούδες δεν υφαίνονταν με σχέδια, παραστάσεις κ.λπ. ήσαν απλές χωρίς σχέδιο, χωρίς σειρά, απλά όπως σκεπτόταν ή βόλευε την κάθε υφάντρα. Σε πολλές περιπτώσεις ανακαλύπτουμε κουρελούδες με εναλλάξ χρώματα κάθε τόσο σε ισομεγέθη έγχρωμα τμήματα με κάποια σειρά και τάξη. Μερικές κουρελούδες ήταν υφασμένες σαν φλοκάτες, δηλαδή ύφαιναν και ενδιάμεσα πολύ πυκνά έβαζαν κομμάτια από κουρέλια κάπου στα οκτώ εκατοστά το καθένα τα οποία τα περνούσαν κάθετα στο στημόνι και αυτά εξείχαν του υφαντού μπρος – πίσω.

Όταν μια κουρελού από την χρήση και τον χρόνο άρχιζε να διαλύεται, τότε οι υφάντρες την ξήλωναν και όποιο κουρέλι από αυτήν ήταν γερό το ξαναχρησιμοποιούσαν σε κάποια επόμενη ύφανση κουρελούς.

Ακόμη κουρελούδες και τάπητα κατασκεύαζαν και πλεχτά με το βελονάκι και τελευταία έπλεκαν και νάιλον σακούλες, αφού πρώτα τις έκοβαν λωρίδες, τις κουβάριαζαν και μετά τις ύφαιναν ή τις έπλεκαν με το βελονάκι.

ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΥΡΕΛΟΥΣ

Η κουρελού χρησιμοποιήθηκε ως τάπητα, διάδρομος, χαλί, κλινοσκέπασμα, για την κάλυψη των σαμαριών των ζώων κατά την μεταφορά τους ή σε γάμο, ή να σκεπάσουν κάτι που ήθελαν να αποκρύψουν. Επίσης η κουρελού στην φτώχεια ήταν η πόρτα του σπιτιού. Αντί πόρτας λόγω φτώχειας κρεμούσαν μια κουρελού. Επίσης για να διευκολύνει στο μπες βγες και να κρύβει το εσωτερικό του σπιτιού. Από κουρελούδες ήσαν και μεσανόπορτες, παραθύρια, πόρτες καμπινέ, στρωσίδια της υπαίθρου, στρωσίδια μπροστά στο τζάκι, στρωσίδια του εργάτη γης που μετανάστευε για εποχιακές αγροτικές εργασίες, το στρωσίδια του τσοπάνη, για ύπνο και φαγητό. Έχω εντοπίσει κουρελούδες και σαν κάλυμμα καθισμάτων αυτοκινήτου, τρακτέρ, κ.ά.

Στα ζώα μετά την εργασία, όταν ήταν ιδρωμένα, έριχναν μια κουρελού στην πλάτη τους για να μην κρυώσουν. Επίσης όταν ίππευαν ζώα χωρίς σαμάρι ή σέλα, έριχναν στην πλάτη του μια κουρελού.

Η κουρελού ήταν και μέρος κινητής προίκας. Η προίκα με πολλές κουρελούδες ήταν γνώρισμα της φτώχειας.

Η κουρελού το παλιό παραδοσιακό πολύχρωμο υφαντό χαλί της φτωχολογιάς, αρχίζει δειλά- δειλά να κάνει και πάλι την εμφάνισή της στα σπίτια, στα καταστήματα, δίνοντας ένα τόνο νοσταλγίας στους λάτρεις των υφαντών του παλιού αργαλειού. Υφασμένες στους αργαλειούς, η κουρελού ήταν ο πρωταγωνιστής της ανακύκλωσης και μεταποίησης μιας άλλης εποχής. Τα παλιά και άχρηστα ρούχα κομμένα σε λωρίδες είχαν μια δεύτερη ευκαιρία από τα χέρια της υφάντρας να μεταμορφωθούν σε κουρελούδες, εργαλεία της νοικοκυράς.

Αν και η εξέλιξη την παραμέρισε τελευταία ανακαλύπτουμε ότι η κουρελού κάνει δυναμικά πάλι την εμφάνισή τους. Και ευτυχώς για τους λάτρεις της παράδοσης, και της αυθεντικής ομορφιάς η κουρελού ήλθε για να μείνει, ήλθε για να μας θυμίζει τις ρίζες του χθες.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Το κουρέλι χρησιμοποιήθηκε σαν γάζα την παλιά εποχή, διότι με κουρέλια έδεναν τις πληγές στ’ άκρα.

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

Αν θες να ιδείς την φτώχεια μας, πρώτα τήρα την κουρελού μας!

Έχει πολλά παιδιά η κουρελού!

Η μπροστινή η πόρτα του χρυσή και η πίσω κουρελού.

Κι αν ξηλώσεις την κουρελού, πάλι κουρέλια θα χεις!

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Κουρέλι = ο καταρρακωμένος άνθρωπος, ο παλιάνθρωπος.

Κουρελιάστηκα = κομματιάστηκα.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

H τράτα μας η κουρελού η χιλιομπαλωμένη

όλο τηνε μπαλώναμε κι όλο ήταν ξεσκισμένη.

H τράτα μας, γκιόσα

θέλει κουπιά, γκιόσα

θέλει πανιά, γκιόσα

γιαλέλι μ’ γιαλέλι μ’ γιαλέλι μ’ γεια χαρά

γιαλέλι μ’ γιαλέλι μ’ γεια χαρά σας ρε παιδιά.

Αν το ’ξερε η μάνα μου πως δούλευα στην τράτα

θα μου ’στελνε τα ρούχα μου και την παλιά μου βράκα.

Πήγαμε και καλάραμε στην Kάρυστο ένα βράδυ

ψάρια πολλά επιάσαμε και ένα καλαμάρι.

Εκτύπωση