Mια περίεργη οικιστική χωροθέτηση και εγκατάσταση στην βόρεια ημιορεινή Ηλεία

Γονική Κατηγορία: Διάφορα Μας ενδιαφέρει; Εμφανίσεις: 10704

Από της εμφάνισης του ανθρώπου, κύριο μέλημα για την επιβίωση του, ήταν η τροφή, το νερό και η προσωπική ασφάλεια. Γι’ αυτούς τους λόγους κατ’ αρχήν προσπάθησε να καταλύσει δίπλα από πηγές δεύτερον να εξασφαλίσει τροφή και τέλος κατάλυμα. Επειδή όμως το νερό, αυτό το πολύτιμο αγαθό, έρρεε άφθονο από την γη, εγκαταστάθηκε δίπλα στις πηγές, στις λίμνες ή και στα ποτάμια.

Το νερό όπως όλοι γνωρίζουμε, ήταν το πιο απαραίτητο, και το μόνο που δεν χρειάζονταν καμιά ειδική επεξεργασία για να χρησιμοποιηθεί, ή και να φθάσει στο κατάλυμά του. Όταν σιγά- σιγά ο άνθρωπος άρχισε να οργανώνεται σε κοινωνίες και να δημιουργεί οικισμούς, προσπάθησε να οργανωθεί, σε σημεία που υπήρχε άφθονο και συνεχές νερό. Τοιουτοτρόπως γενικά όλοι οι οικισμοί αναπτύχθηκαν, κοντά ή γύρω από διάφορες πηγές νερού, για την ευκολότερη, ανώδυνη χρήση και μεταφορά του, για την καθημερινότητα.

 

 

  Συν το χρόνο, επειδή υπήρχαν διάφορες πολεμικές συρράξεις ή διενέξεις μεταξύ χωριών, πόλεων, φυλών και κρατών, ο άνθρωπος στην προσπάθειά του, ν’ ασφαλισθεί και ν’ αμυνθεί, σιγά- σιγά κατασκεύασε κάστρα ή φρούρια. Αυτά τα ανήγειρε κυρίως σε λόφους και σε απότομα βράχια, μόνο και μόνο γι’ αμυντικούς λόγους, χωρίς να εξετάσει τις δυνατότητες ανέγερσης επί των πηγών του νερού. Εκεί για να διασφαλίσει την επιβίωσή του, κατά την περίοδο των πολεμικών συρράξεων, μεταξύ των άλλων, προσπάθησε ν’ εξασφαλίσει την παροχή ή αποθήκευση νερού[1]. Για αυτό τον λόγο χρησιμοποίησε παραπλήσιες πηγές ή εντός αυτών κατασκεύασε πηγάδια ή και δεξαμενές για την αποθήκευση του.

 

Σε κανονικές συνθήκες, οι οικισμοί κατά την συγκρότηση και ανάπτυξή τους, διαμορφώθηκαν πέριξ των υδάτινων πόρων. Οι χρήσεις του νερού, πάντοτε είχαν τον πρωτεύοντα ρόλο στην διαβίωση, την υγιεινή και στην γεωκτηνοτροφική καθημερινή εργασία. Σε ελάχιστες περιπτώσεις θα συναντήσουμε οικισμούς, που να έχουν ανεγερθεί σε μέρη που να στερούνται του νερού, ή ν’ απέχουν από υδάτινους πόρους.

Εδώ στον τόπο μας, στην βόρεια ορεινή Ηλεία, υπάρχει μια αξιοπερίεργη οικιστική στάση και ιδιαιτερότητα, που ίσως χρήζει μιας ειδικής μελέτης, με σκοπό να εντοπίσει τους λόγους όπου, οι περί την Κάπελη οικισμοί, έχουν απαξιώσει την αιώνια οικιστική αρχή να δημιουργούνται και ν’ αναπτύσσονται δίπλα ή γύρω κυρίως από πηγές. Μελετώντας τον χωροταξικό χάρτη της βόρειας ορεινής Ηλείας, εντόπισα αρκετούς σημερινούς αλλά και εγκαταλειμμένους οικισμούς, όπου οι οικιστικές συνήθειες όσον αφορά τις υδάτινες σχέσεις, βασικά έχουν αποποιηθεί της πραγματικότητας και έχουν διαφοροποιηθεί από τις παραδοσιακές συνήθειες και τάσεις των οικισμών, ως προς ανάπτυξη τους δίπλα σε πηγές νερού[2].

Στην Πελοπόννησο το φαινόμενο αυτό θεωρείται πρωτοφανές δηλαδή διαδοχικοί οικισμοί, ν’ απέχουν σε αρκετή απόσταση από πηγές και όχι μόνον, αλλά για να μεταφέρουν το νερό στον οικισμό χρησιμοποιούσαν υποζύγια και προσωπική κοπιαστική εργασία. Κατά την έρευνα μου, εντόπισα ότι οι πηγές βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερο υψομετρικό επίπεδο. Αυτή η υψομετρική διαφορά δημιουργούσε στους εκάστοτε κατοίκους, ένα τεράστιο πρόβλημα ως προς την ύδρευση των οικισμών.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι αυτοί οι οικισμοί έχουν αναπτυχθεί, περιφερειακά του δάσους της Φολόης (Κάπελης). Μπορεί σήμερα το δάσος να έχει συρρικνωθεί σημαντικά, όμως από παλιές μαρτυρίες και διάφορα έγγραφα που έχουμε εντοπίσει, οι νοτιοδυτικές παρυφές της Κάπελης, επεκτείνονταν αρκετά χιλιόμετρα από τα σημερινά όρια του δρυοδάσους. Επίσης δεν γνωρίζουμε πότε δημιουργήθηκαν  οι οικισμοί, δεν γνωρίζουμε τους πρώτους οικιστές, ποιας εθνικότητας ήσαν και από πού προήλθαν τα παλιά ονόματά τους.

Στις παρυφές της τότε Κάπελης και εντός του δάσους, οι οικισμοί που υπήρχαν, βασικά είχαν αναπτυχθεί σε ξερότοπους και μακριά από πηγές ή ποτάμια. Από αυτούς τους οικισμούς μερικοί, έχουν πλέον εγκαταλειφθεί και δεν είναι σήμερα υπαρκτοί, αλλά είναι και αρκετοί που είναι ενεργοί ακόμη και σήμερα, όπως το χωριό Κούμανι, Αντρώνι, Φολόη (Γιάρμαινα), Νεμούτα, Αχλαδινή (Ντάρτιζα), Λάλα, Μηλιές, Δούκα, Σπαρτουλιά, Ζαχαρέϊκα, Αγία Τριάδα (Μπουκοβίνα), Πρόδρομος (Χαλαμπρέζα), Αμπελάκια (Παλιοχώρι Αγνάντων), Άγναντα (Σινούζι)[3], Πρινάρι (Καραγκιούζι) και Αναζήρι (αφανισμένος οικισμός).

Υπάρχει ακόμη και μια νοτιοδυτική προέκταση αυτής της οικιστικής ιδιαιτερότητας προς την Πηνεία και Ωλένη μέχρι τις παρυφές της ημιορεινής Ηλείας με αυτές τις οικιστικές ιδιαιτερότητες. Ενδεικτικά αναφέρω, τους οικισμούς Κουτσοχέρα, Καλαθάς (εγκατ. οικισμός), Παλιντάμιζα (εγκατ. οικισμός), Αλυσσός (αρχαίο αφανισμένος οικισμός),  Σκληρού, Κολοκυθάς, Ανάλυψη (Ζορό), Κορυφή (Κουκουβίτσα) κ.λπ. Γνωρίζουμε άριστα ότι σ’ αυτά τα χωριά επί το πλείστον στερούνται ακόμη και από πηγάδια, έχω εντοπίσει πολύ λίγα μόνον στα χωριά του κάμπου.

Ενώ αρκετοί περιφερειακοί ερημωμένοι αλλά και σημερινοί οικισμοί, από αυτούς που προανέφερα, έχουν ανεγερθεί γύρω από πηγές, ή δίπλα σε ποτάμια όπως η Δίβρη, Αμυγδαλή (Μπαρμπότα), Κερέσοβα, Αγία Κυριακή (Κερτίζα), Ξύβουνι (αφανισμένος οικισμός), Σταυράκι (αφανισμένος οικισμός), Τσίπιανα, Κρυόβρυση (Βερβινή), Κακοτάρι, Τσερεγκούνι (αφανισμένος οικισμός), Σκιαδά, Σκλήβα, Βουλιαγμένη (Μπουρτνάνου), Λουκά, Καρυά, Σιτοχώρι (Καρακασίμι), Ακροποταμιά (Μπέχρου), Ντάρα (αφανισμένος οικισμός), Ξηρόκαμπος, Κλεινδιά, Αγία Άννα, Πεύκη (Μπεντένι), Νεράϊδα (Καλολετσή), Χελιδόνι (Κούτσι), Κρυονέρι (Μπάστα) κ.λπ.

Πάνω σε αυτή την αξιοπερίεργη χωροθέτηση, πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους δια τους οποίους οι πρώτοι οικιστές αυτών των οικισμών επέλεξαν να εγκατασταθούν και ν’ αναγείρουν τις οικίες και τα καταλύματά τους μακριά από το νερό. Οι λόγοι που οδήγησαν τους πρώτους οικιστές αυτών των χωριών ώστε να αναπτύξουν τους οικισμούς μακριά από πηγές νερού είναι αξιοπερίεργοι και δεν μας είναι ακόμη γνωστοί. Όμως μπορούμε να υποθέσουμε και ν’ αναφερθούμε σε διαφόρους λόγους που ίσως και να μην συνάπτονται με τους πραγματικούς.

Ο ένας λόγος ίσως να είναι καθαρά αμυντικός, δηλαδή ν’ ανήγειραν τους οικισμούς σ’ επιλεγμένες θέσεις, δηλαδή σε ψηλώματα που θεωρήθηκαν φυσικά φρούρια, για τυχόν επιθέσεις από τους εκάστοτε εχθρούς των. Ίσως δεν ήθελαν να αναγείρουν τα οικήματα μέσα σε χαράδρες ή σε βαθουλώματα, για να μπορούν να διοπτεύουν περιφερειακά την περιοχή αλλά και να διαφεύγουν πιο εύκολα στο πυκνό του δάσους για να γλιτώσουν σε περίπτωση πολεμικής ή ληστρικής επίθεσης.

Ο δεύτερος λόγος μπορεί να είναι καθαρά υγειονομικός. Επειδή οι πηγές, κυρίως βρίσκονταν σε κοίτες ποταμών, ίσως η υγρασία και τα διάφορα ενοχλητικά έντομα να δημιουργούσαν αρκετά προβλήματα στους κατοίκους και τοιουτοτρόπως να εξαναγκάστηκαν να δημιουργήσουν οικισμούς μακριά από τα νερά.

Ένας άλλος ακόμη λόγος είναι, να πρωτοκατοίκησαν σ’ αυτά τα χωριά κτηνοτρόφοι, όπου ήθελαν τα ζώα τους κοντά στα στανοτόπια και μακριά από τα λαγκάδια ή πηγές για μυστικοπαθείς πατρογονικές φοβίες και για τα στοιχειά των πηγών και των λαγκαδιών.

Μια σκέψη ακόμη ήταν ότι θεώρησαν πιο αναγκαίο να κατασκευάσουν τις πρώτες καλύβες τους χρησιμοποιώντας πάντοτε την εξαίρετη ξυλεία του δάσους, μόνο και μόνο από κορμούς δένδρων δρυς, επειδή αυτό το υλικό ήταν πλεονάζον και ανθεκτικό.

Ακόμη εικάζεται, ότι μπορεί εκείνη την εποχή στον τόπο που επέλεξαν να υπήρχε κάποια μικρή πηγή, να κατασκεύασαν οι πρώτοι οικιστές κτηνοτρόφοι μια καλύβα και συν τον χρόνο ν’ αναπτύχθηκε περίγυρα της καλύβας ο οικισμός. Με την πάροδο των χρόνων και μετά τις υδρογεωλογικές ανακατατάξεις (σεισμοί, κατολισθήσεις κ.λπ.) υπάρχει περίπτωση να στέρεψαν οι μικροπηγές και να εξαφανίσθηκαν, όμως οι οικισμοί να παρέμειναν στον ίδιο χώρο, λόγω κόστους μεταφοράς κ.λπ.

Όμως γιατί αυτές οι οικιστικές ιδιαιτερότητες στο νοτιοδυτικό ημισφαίριο της Κάπελης και πουθενά αλλού; Ειδικά αυτό το περίεργο τόξο δημιουργήθηκε σε δυο αναβαθμίδες, υψομετρικής διαφοράς περίπου 50 μέτρων. Η πρώτη ήταν στο επίπεδο του οροπεδίου του Λάλα[4] (υψόμετρο 660 μέτρα περίπου) και η δεύτερη στο επίπεδο του δρυοδάσους της Φολόης (υψόμετρο 710 μέτρα περίπου). Άραγε! Τι εξυπηρετούσε και προστάτευε  το πυκνό του δάσους της Κάπελης και τι μπορούσε να εξυπηρετήσει τους κατοίκους των οικισμών της;

Μια μικρή σκέψη είναι ότι πολλοί οικισμοί δημιουργήθηκαν ίσως επί της β΄ τουρκοκρατίας. Οι τουρκαλβανοί οικιστές[5] ίσως να μην είχαν πρόβλημα με το νερό, διότι την μεταφορά του την είχαν αναθέσει στους σκλάβους συγχωριανού τους.



[1] Σ’ αρκετά φρούρια οι εκάστοτε κτήτορες προσπάθησαν και διοχέτευσαν νερό με διαφόρους τρόπους πραγματοποιώντας τεράστια και πολυδάπανα έργα για εκείνη την εποχή, πράγμα που δεν επιτεύχθηκε ποτέ και για τους οικισμούς των.

[2] Ακόμη δύναται ν’ αναφερθούμε και στην χρήση των υδρόμυλων, όπου και αυτοί με αυτή την λογική να γίνονται οι οικισμοί μακριά από τα νερά, δημιουργούσε ένα τεράστιο καθημερινό πρόβλημα ως προς την μεταφορά των σιτηρών και των αλεύρων από και προς τον μύλο.

[3] Το χωριό Άγναντα πρώην Σινούζι, δημιουργήθηκαν περίπου στα 1785, το χωριό έγινε μετά από συνένωση δυο- τριών μικρών οικισμών, οι οποίοι βρίσκονταν δίπλα σε πηγές. Ακόμη εδώ είναι το αξιοπερίεργο, γιατί συνενώθηκαν και εγκατέλειψαν τους οικισμούς και συγκατοίκησαν στο σημερινό χωριό, εκεί που δεν υπήρχε το βασικό αγαθό της καθημερινότητας το νερό;

[4] Αναφέρεται ότι το οροπέδιο του Λάλα, εκχερσώθηκε κατά την β΄ τουρκοκρατία από τους Λαλαίους τουρκαλβανούς οικιστές, οι οποίοι ανεξέλεγκτα, χρησιμοποιώντας πάντοτε τους Ηλείους σκλάβους, έκοβαν τα δένδρα με σκοπό να δημιουργήσουν ιδιόκτητες εκχερσωμένες εκτάσεις προς ιδιωτικό όφελος.

[5] Πολλά από τα προαναφερόμενα χωριά ήταν κτισμένα σε διαφορετικά σημεία. Μας είναι σχεδόν άγνωστο πότε και για ποιο λόγο  μετοίκησαν στην σημερινή θέση των οικισμών. Αναφέρω ενδεικτικά: Αγία Τριάδα (Μπουκοβίνα) μετοίκησαν από την Παλιομπουκοβίνα, Άγναντα (Σινούζι), μετοίκησαν όπως προανέφερα στις υποσημειώσεις, Δάφνη (Ντάμιζα) μετοίκησαν από την Παλιοντάμιζα κ.λπ.

Εκτύπωση