Ο ΘΕΡΟΣ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 44496

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Θέρος τρύγος πόλεμος, λέει μια λαϊκή παροιμία μας τρεις φάσεις της ζωής που χρειάζεται καθολική κινητικότητα τα δύο εξ αυτών αναφέρονται σε αγροτικές εργασίες η πρώτη είναι ο Θέρος ή θερισμός

Ο θερισμός γίνεται κατά τον μήνα Ιούνιο ή Θεριστή, όπως ονομάζεται στην παραδοσιακή γλώσσα, όπου εξ αυτού έχει πάρει την ονομασία και ολόκληρο το Καλοκαίρι που το λένε Θέρος όπως και θερινές διακοπές.

Ο θέρος είναι μια αγροτική εργασία της συλλογής των σιτηρών, η οποία γίνεται κατά τον μήνα Ιούνιο, ενώ του καλαμποκιού (αραποσιτιού) κατά τον μήνα Σεπτέμβριο. Ο Ιούνιος ή θεριστής είναι ο μήνας που σήμαινε γενικός συναγερμός στους γεωργούς, έπρεπε μέσα σε λίγες ημέρες να θεριστούν να συναχθούν και τέλος να τα αλωνίσουν και η σοδειά να φθάσει στις αποθήκες τους.

ΑΦΗΓΗΣΗ:

“Πρου χαράξει η κονταυγή, δίχωτις κουσκούτεμα σηκωνόμαστε ’τοιμάζαμε τα πράματα, φαγιά, νερό δρεπάνια και ότι άλλο θέλαμε και ’κινάγαμε να πάμε για θέρο, παγαίναμε δανεικαριές, σήμερα σε μένανε, μόλις κόβανε το κομμάτι πηγαίναμε σε άλλονε και δώστου να ’χει μέχρι ν’ αποθερίσουμε.

Οι καλύτεροι θεριστάδες ήσαντε οι γυναίκες. Μόλις φτάναμε στο χωράφι κατεβάζαμε τα ανάχρεια από τ’ άλογα και τα γαϊδουρια, τα ξεσαμαρώναμε και τα δέναμε πίσω στο θερισμένο να βαρέσουνε καμιά καλαμιά και καμιά αγριάδα στους σοφάδες να έχουνε και ίσκιο.

Τα φαγιά τα κρεμάγαμε στις αγραπιδιές, μυγδαλιές, απιδιές, άντε και καμιά συκιά λες και είχε άλλο δέντρο μέσα το χωράφι; Το νερό το βάναμε στον ίσκιο ή το σκεπάζαμε με καλαμιά για να κρατιέται δροσερούλι.

Αφού φορήγαμε αντρικά λινά παντελόνια, κάτου από τα φουστάνια και αντρικά μακρυμάνικα πουκάμισα και το κεφαλομάντηλο παίρναμε και τα δραπάνια μας κάναμε τον σταυρό μας και βάναμε μπροστά για θέρο. Τηράγαμε πως και πως να αναγκάσουμε πρου βαρέσει ο ήλιος.

Στο χέρι στα δραπάνια μας, οι άντρες μας είχανε χαράξει με κοπίδι το όνομά μας με τα πρώτα γράμματα για να τα γνωρίζουμε.

Την μεριά που πιάναμε για θέρο κανονίζαμε να έχουμε πίσω τον ήλιο μην μας βαρεί κατακούτελα. Η κάθε μια έπιανε σιμά με την παρέα της για να κουβεντιάζουνε να πιάνουνε και κάνα τραγούδι, αλλά και να βοηθάει η μια την άλληνε με καμιά χεριά. Κρατάγαμε η μια από την άλλη λίγο ξέμακρα μην μας τρουπήσει κανένα χέρι το δραπάνι της άλλης. Όταν έκοβε η μία δώθενες η άλλη έκοβε εκείθενες και δώστου να ’χει.

Άμα τρουπιώτανε κανένας ή κοβότανε, τότενες το κατούραγαμε, του βάναμε λίγο καπινό ή στάχτη και το δέναμε με κουρέλια. Άμα είχαμε ανύπαντρα τα χωρίζαμε τα αρσενικά την μια μεριά και τις τσούπες την άλλη, λες και θα τα αμποδάγαμε να ρίνουνε καμιά ματιά ή να λέγανε και καμιά γλυκοκουβεντούλα;

Τι σκατά ν’ αμποδήκουνε, εγώ στον θέρο τα ’φτιαξα με τον κανακάρη μου!

Το κοτσομπολιό είχε τον πρώτο λόγο, μετά πιάναμε και κάνα τραγουδάκι. Όποια κουραζότανε, ξέκοβε και πήγαινε τάχα για νερό ή για κατούρημα κι άμα ξάκριζε καμιά πίσω από κανένα σοφά την κουτσομπολεύαμε και την πειράζαμε λέγοντας:

“ -Άντε μωρή μην κατουράς άλλο θα ξεράνεις και τ’ αγκάθια και θα ψοφήσουν τα γαϊδούρια από την πείνα!”

Άμα έφευγε και κανένας πόρδος από καμιά τηραγόμαστε και γελάγαμε και μόλις την παίρναμε χαμπάρι την στολίζαμε:

-Άει κακομοίρα μου, πάει σου ’πεσε το πορδοβούλωμα και δώστου γέλιο!

Άμα κάποια γυναίκα είχε νιάκαρο στην κούνια το έπαιρνε κοντά με την νάκα και το κρέμαγε στον ίσκιο και σε μεριά να το βλέπει, μπας και πάει κάνα φίδι που μύριζε γάλα. Πόσες φορές τα προλαβαίναμε από τα καταραμένα φίδια. Αλλά πολλές φορές βάναμε σπαραγγιές στο κορμό και γλιτώναμε από δαύτα. Κάπου -κάπου, ξέκοβε από την παρέα και στα κρυφά το βύζαινε και το τήραγε μην έχει κατουριστεί να του αλλάξει πανιά. Τι τραβάγανε οι δόλιες άστο, δεν είναι για μόλογο!

Οι άντρες φορήγανε και ευτούνοι μακρυμάνικα πουκάμισα και ντρίτσες ή σκούφιες και όποιος δεν είχε σκούφια έδενε ένα μαντήλι στο κεφάλι του να μην τον ζαβλακώσει ο ήλιος. Μετά το κολατσιό η δουλειά δεν τράβαγε άλλο.

Ένας ή μια έπιανε και έκοβε όργο ή άμα ήτανε σουρίδα το παίρναμε ούλο μπροστά.

Χώναμε το δραπάνι με την μύτη στο αθέριγο και χώριζε μια αδραξιά (δραπανιά) κλωνιά, με το άλλο χέρι τα χαραμπουλιάζαμε και τα κρατούσαμε και τραβάγαμε το δρεπάνι και τα κόβαμε, άντε ακόμη μια δυο δραπανιές και σάχναμε μια χεριά, όσα χαραμπούλιαζε το χέρι. Μετά κρεμάγαμε το δραπάνι στον ώμο και με το άλλο χέρι ξεμονιάζαμε ένα δύο κλωνιά από την χεριά, τα πιάναμε από το στάχυ το φέρναμε δυο φούρλες γύρω από την χεριά που την κράταγε το άλλο χέρι και το στάχυ το περνάγαμε μέσα στα άλλα και έτσι δενότανε, δουλειά στο άψε σβήσε! Και την αφήναμε απάνου στην όρθια θερισμένη αποκαλαμιά και όχι χάμου στο χώμα.

Η κάθε χεριά ανάλογα με τα χέρια των αντρών ήσαντε τρανές και των γυναικών λιανούδες. Κάμποσες φορές μερικοί θεριστάδες βαρήγανε και προυτς- προυτς τα χέρια τους παγαίνανε μηχάνημα περνάγανε τους άλλους, για πλάκα και για να τζολέψουνε τους άλλους που κουσκουτεύανε.

Μόλις τέλειωνε ο θέρος ενός χωραφιού ο νοικοκύρης δεν σχόλαγε, μάζευε τις χεριές και έδενε τα δεμάτια, κυρίως το βραδάκι ή το πρωί που μαλάκωνε η καλαμιά και δεν τσάκιζε και έτσι δεν κοβόταν τα στάχυα και τα δεματικά.

Ο νοικοκύρης του χωραφιού, ήξερε που υπήρχαν τρανωμένα φυτά ή αγριόβρομη ή και σίκαλη, που ’τανε τρανύτερη από τα σπαρτά και τα ξεκόλωνε (ξερίζωνε) τα έφτιαχνε μικρά δεμάτια και αφού τα μπούχιζε (κατάβρεχε) με νερό τα σκέπαζε. Αυτά μετά από λίγη ώρα λούρωναν για να δέσει τα λιμάρια. Έπιανε καμιά δωδεκαριά καλαμιές, τις χώριζε στα δύο έξι και έξι και τις έδενε μεταξύ τους από το επάνω μέρος κοντά στα στάχια τους, ένα κόμπο και έτσι μεγάλωνε το δεματικό του.

Άπλωναν κάτω το δεματικό και επάνω βάνανε τις χεριές με σειρά και να τηράνε μπροστά όπου το μέσο τους να είναι στο δεματικό. Μόλις τις βάνανε σκύβανε από την μία πλευρά έπιαναν και τις δυο άκρες του δεματικού, γονατίζανε απάνου στις χεριές, τις ζούπιζαν με τα γόνατα, όσο περισσότερο δυνώσαντε και μετά το δένανε. Έτσι έσφιγγε το δεμάτι με τις χεριές και έστριβε δυο τρεις φούρλες τις άκρες από τα δεματικά και τις ’τρούπωνε μέσα κάτου από δαύτα και έτσι όπως ήτανε σφικτά δεν βγαίνανε αλλά σφίγγανε πλιότερο.

Στο δεμάτι βάνανε κάμποσες χεριές όσες δυνώτανε ο καθένας, για να τις δέσουν και να σηκώνουντε στο φόρτωμα.

Από κάτω από τις χεριές ή τα λιμάρια τρουπώνανε φίδια και σκορπίδια για δροσιά και όταν πήγαιναν να τα πιάσουν ήθελε μεγάλη προσοχή μη σε κεντρώσουνε. Θυμάμαι μια φορά την ώρα του θέρου, ένας με το δρεπάνι του έκοψε στα δύο ένα φίδι.

Τα παιδιά, μη κι ευτούνα τα διαβολάκια δεν κάναμε τίποτις, κουβαλάγανε δροσερό νερό από τις βρυσούλες για να πιούνε και να δροσιστούνε οι θεριστάδες. Μ’ ένα παγούρι ή την βαρέλα κι ένα κύπελο τους κερνάγανε με την σειρά. Αλλά που να τους κεφαλώσει με την ζέστη καταλιακού μέσα στον ντάβανο. Μέχρι να το φέρουνε από την βρύση, από την ζέστη γινότανε πλύμα. Βάνανε και στα ζα, μ’ ένα σούγλο να κορακιαστούνε κι εκείνα τα μαύρα, που κλαμαρώνανε ούλη την μέρα.

Το γιόμα η (νοικο)κυρά έφερνε ζεστό φαΐ ψωμί και κρασί για τους θεριστάδες. Στον θέρο φκιάνανε φαΐ με ζουμί, μανέστρα, χλωρά φασούλια, πατάτες γιαχνί και χοντρό βραστό με ζουμάκι. Και ποτέ δεν πηγαίνανε δίχως κρεμμύδι, φέρνανε κρεμμύδια τα στουμπάγανε και τα τρώγανε.

Λέγαμε τότενες: “Ο θέρος και ο τρύγος θέλει ανάγκαση μεγάλη και φαΐ με το κουτάλι!”

Η κυρά άπλωνε ένα χράμι κάτω από τον ίσκιο κέρναγε το φαΐ στα πιάτα, έκοβε το ψωμί και τότε σταματάγανε οι θεριστάδες. Πρώτα βγάνανε τα μαντήλια ή τις σκούφιες από τα κεφάλια πλενόσαντε με λίγο νερό στα χέρια και δροσίζανε τον λαιμό τους να φύγει ο ιδρώτας και η κατσιφάρα. Και μετά καθόσαντε να φάνε. Μόλις τέλειωνε το φαΐ γέρνανε και λαγιάζανε λίγη ωρίτσα να ξετσιτώσουνε τα νεύρα και να πάρουνε πάλενες δύναμη.

Άμα δεν μας χώραγε ο ίσκιος, τότενες βάναμε τα κεφάλια τρογύρω στον ίσκιο και τα πόδια καταλιακού! Μεριά τα τζιτζίκια, μεριά η κουβέντα των άλλωνε σε έπαιρνε ο ύπνος στο τσακ. Εκεί που κοιμόσαντε τους έβλεπες τσιτώνανε τα χέρια, δεν λυγάγανε τα ρημάδια από τον πόνο και την κούραση, άσε το βράδυ ήτανε μαρτύριο, στον ύπνο τους κλωτσάγανε ντιν, τα χέρια μας σαν τα τσινιάρικα μουλάρια.

Μετά ένας από αυτούς έπαιρνε το δραπάνι και έλεγε:

“Για πάρτε ένα σήκω να βαρέσουμε το κομμάτι γιατί μας πήρε το βράδυ!” Μέχρι να πάρουνε μπροστά μέχρι να πιάσουνε την πρώτη χεριά ήσαντε λες και πηγαίνανε για κρέμασμα, αλλά μετά παίρνανε μπροστά και βαρήγανε και μόλις δρόσιζε ή το ’πιανε ακοσκίλα, πάγαινε το τραγούδι που βούϊζε ούλος ο τόπος”.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ:

-Ο νοικοκύρης πριν αρχίσει ο θέρος πήγαινε στο χωράφι και καθάριζε τον ίσκιο από χορτάρια και οτιδήποτε άλλο, για να κάθονται οι θεριστάδες και τα μικρά παιδιά. Αν ήταν σπαρμένο πρώτα το θέριζε και μετά το ξάριζε.

-Κάτου από τον ίσκιο έβαζαν και τα σαμάρι των ζώων για καθίσματα το μεσημέρι και αν δεν είχαν νάκα και υπήρχε μικρό παιδί, αναποδογύριζαν το σαμάρι και το μετέτρεπαν σε κούνια μωρού.

-Κατά τον θέρο ακουγόσαντε τραγούδια, όπου οι νεότεροι μάθαιναν, ακούγονταν διάφορες ιστορίες, αναπτύχθηκαν ερωτικά ειδύλλια, κ.λπ.

-Η ώρα το καταμεσήμερο μετά από την μικρή ανάπαυλα ήταν ότι το χειρότερο για τους θεριστάδες, αλλά τι να κάνουν έπρεπε μέσα σε λίγες ημέρες όλα τα γεννήματα του χωριού να θεριστούνε, δεν υπήρχε πίστωση χρόνου.

-Στο σχόλασμα ήσαν όλοι πτώματα όχι από την εργασία αλλά από την ζέστη, τον ιδρώτα και την σκόνη και άμα είχε και δαυλίτη τότε ήταν ότι το χειρότερο.

-Το βράδυ που γύριζαν στα σπίτια τους η άνεση του μπάνιου δεν τόσο υπήρχε και όταν τα χωριά ήσαν σε υψώματα όπως στο χωριό μου Άγναντα (πρώην Σινούζι) Πηνείας στην Ηλεία και κουβαλούσαν το νερό με τα βαρέλια καταλαβαίνετε το μαρτύριο.

-Αν το χωράφι ήταν πλαγερό ποτέ δεν θέριζαν προς τον κατήφορο, αλλά στα πλάγια ή στην ανηφόρα.

-Τον καλύτερο θεριστή (μτφ.) τον έλεγαν «το καλύτερο δρεπάνι».

ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:

-Στα χωριά παλιά πήγαιναν στο χωράφι και διάλεγαν μερικά στάχια σταριού τα πιο ωραία και καλογινωμένα και έπλεκαν μια καλαίσθητη δέσμη, που την ονόμαζαν χτένι, σταυρό, ψαμίθι και την έβαζαν στο εικονοστάσι του σπιτιού και τον Νοέμβριο στη σπορά έριχναν και από τα ευλογημένα αυτά στάχια στους κόκκους της σποράς, στο χωράφι.

-Ο θερισμός άρχιζε πρωί- πρωί και τελείωνε αργά το βράδυ, το λεγόμενο, νυχτοθέρι. Παλιά σαν πρόληψη, λέγανε ότι δεν κάνει να θερίζουν Τρίτη και Πέμπτη, για να μην τριφτούνε τα στάχια.

-Άλλοι ’ξετάζανε το φεγγάρι και μετά την πανσέληνο άρχιζαν τον θερισμό αμέσως, που το φεγγάρι είχε λαμπροφεγγιά.

-Το πρώτο στάχυ, το έκοβε ο νοικοκύρης και αφού έκανε την προσευχή και έλεγε καλή σοδειά, στη συνέχεια άρχιζε θέρος. Τα πρώτα τέσσερα λιμάρια τα στήνανε στο έμπα του χωραφιού σε σχήμα σταυρού για την ευλογία του χωραφιού για να έχουν καλή σοδιά.

-Κάποιοι νυκοκυραίοι πριν θερίσουν πήγαιναν στο χωράφι και με το δραπάνι θέριζε ένα μικρό μέρος και άφηνε αθέριγο ένα σχήμα σταυρού (+) για το καλό της σοδειάς και αυτόν τον σταυρό, δεν το θέριζαν ποτέ.

-Σε όποιο χωράφι την ώρα που θέριζαν λέγανε ότι αν πιάνανε λαγόπουλο την επόμενη χρονιά το χωράφι θα είχε μεγάλη και καλή σοδειά.

-Σε όποιο χωράφι μέσα είχε μυρμηγκοφωλιές έλεγαν ότι είναι σταλμένα από τον θεό να κάνει μεγάλη παραγωγή το χωράφι, να τρώνε τα πουλιά, τα μυρμήγκια να φτάνει και για τον άνθρωπο.

-Όταν κάποιος φτωχός έμπαινε πίσω στο θερισμένο να μαζέψει στάχια, δεν τον έδιωχναν ποτέ γιατί θα στεναχωρούσαν τον Θεό και αν τον έδιωχναν δεν θα ξανά είχε καλή παραγωγή.

ΟΙ ΑΠΟΚΑΛΑΜΙΕΣ:

-Μετά τον θέρο στα χωράφια αμολούσαν να βοσκήσουν πρόβατα να φάνε καρπούς και σαβούρα όπως λένε οι τσοπάνηδες να χτυπήσουν και καμιά άκρη στις σταροκαλαμιές αμολούσαν τα πρόβατα με έλεγχο για να μην φουσκώσουν από το στάρι.

-Άλλοι έφτιαχναν πρόχειρα κοτέτσια και μετακόμιζαν τις κότες ήτα τα γαλιά για να φάνε απομεινάδια ακρίδες ζουζούνια κ.λπ. έδεναν κι ένα σκυλί απ’ όξω για τα ζούδια και ένα καυκί νερό να πίνουνε.

-Αν υπήρχαν φτωχοί και ακτήμονες πήγαιναν στα χωράφια και μάζευαν στάχυα και σιγά- σιγά κάνανε και αυτοί την θημωνιά τους.

-Θυμάμαι τότε σαν παιδί που μαζεύαμε και εμείς κλωνιά από σιτάρι κατά υπόδειξη των γονέων μας.

-Αποκαλαμιές βρόμης (βρωμίστρας) τις μάζευαν για να γεμίσουν στρώματα.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΕΣ:

-Στο χωριό μου ο νοικοκύρης πάει στο κτήμα του και ρωτάει το κριθάρι που είχε σπείρει αν είναι έτοιμο για θέρο, ερωτώντας σαν ιδιοκτήτης και απαντώντας στον εαυτόν του ως κριθάρι:

-Καλημέρα κριθαράκο μου,

-Kαλώς τον μπάρμπα Γιώρ’

-Κριθαράκο μ’ ήρθα να ’δω αν έγινες για θέρο;

-Ψημμένος μπάρμπα Γιώρ’, έμπα μέσα και κόβε!

-Ένας καβαλάρης περνούσε με το μαύρο άλογό του δίπλα σε ένα χωράφι που το είχε μισοθερίσει μια γυναίκα.

Αυτός την καλημερίζει λέγοντας με τον τρόπο του:

-Καλημέρα κυρά μου με το μαλλιαρό μπροστινό σου και το κουρεμένο πισινό σου!

-Καλημέρα σε σένα και στον μαύρο σου!

-Μου επιτρέπεις κυρά μου να δέσω τον μαύρο μου στο κουρεμένο πισινό σου;

-Πως; δέσε τον μαύρο σου στο κουρεμένο μου κι έλα να φάμε φαΐ του κώλου (αυγό)!

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΡΟ:

-Άλλα τα μούτρα του θεριστή κι άλλα του αλωνιστή.

-Άλλοι θερίζουν κι αλωνίζουν κι άλλοι τρώνε τα καρβέλια.

-Άλλοι σπέρνανε και σκαλίζανε κι άλλοι πήγαν και θερίζανε.

-Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρώνε και μακαρίζουν.

-Αν δεν σπείρεις την άνοιξη δεν θερίζεις το καλοκαίρι.

-Απ’ τα θερισμένα κλέβει ο κλέφτης.

-Απ’ του θεριστή το δεμάτι παίρνει κι ο παπάς τη δεκάτη.

-Από θεριστής γιδοβοσκός.

-Από κακό θεριστή κακό δεμάτι θα ’χεις.

-Από ξένο χερόβολο ούτε σπυρί στάρι.

-Απρίλης Μάης κοντά το θέρος.

-Αρχές του Θεριστή του δρεπανιού μας γιορτή.

-Άσπαρτα θα μείνουν, αθέριγα ποτέ.

-Αστάχυ τ’ αστάχυ το φκιάνεις το δεμάτι.

-Γέρο κριθάρι θέριζε και στάρι παλικάρι.

-Έρμα τα αθέριγα.

-Ήρθε ο Θεριστής τρέχα τα δρεπάνια σου να βρεις.

-Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα.

-Θερίζει όπου δεν σπέρνει.

-Θερισμένα μαζωμένα, κι’ αλώνια γιομισμένα.

-Θεριστή και τρυγητή ούτε γέρος στην αυλή.

-Θεριστής θεριστολόγος και κακός δρεπανολόγος.

-Θέρος, τρύγος, πόλεμος.

-Και εσύ κακό χερόβολο και ’γω κακό δεμάτι.

-Κακός ο θεριστής, στραβά τα δρεπάνια.

-Κακοσπαρμένα, κακοθέριστα και έρμα.

-Κράτα τα δρεπάνια σου για τα γεννήματα σου.

-Μάρτης βροχερός Θεριστής κουραστικός.

-Μαρτιάτικο αρνάκι του θεριστή νταβαδάκι.

-Μην θερίζεις ξένο στάρι.

-Μόνο τον Θέρο ιδρώνει του τεμπέλη το καπέλο.

-Μπροστά στέκει ο μαλλιαρός και πίσω ο κουρεμένος και στη μέση ο θεριστής ο καταϊδρωμένος.

-Ο θεριστής τα πισινά μετράει και τα μπροστινά ρωτάει.

-Ο Μάρτης βρέχει και ο Θεριστής χαίρεται.

-Ο Μάρτης έχει το άκουσμα και ο θεριστής την πείνα.

-Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες.

-Όσα θέρισες θα δέσεις, κι όσα δέσεις θα κουβαλήσεις.

-Όταν θερίζεις τα πολλά άσε και λίγα στάχυα για το φτωχό.

-Ότι σπείρεις θα θερίσεις.

-Στάχυ το σταχάκι έφκιασε η γριά χεροβολάκι.

-Στο θέρο, πετάει κι ο παπάς ράσο και καπέλο.

-Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή.

-Τα σπαρμένα θερίζεις κι όχι τα άσπαρτα.

-Τζίτζικας λάλησε πάρτε τα δρεπάνια σας.

-Το καλοκαίρι θερίζει, ο Χειμώνας τρώει.

-Τον θεριστή τον κούρασε ο κακός χειμώνας.

-Τον Ιούνη αφήνουν το δραπάνι και σπέρνουν το ραπάνι.

-Τον κακό τον θεριστή τον τρουπάει και το άγανο της βρόμης.

-Τον κακό τον Θεριστή, κάθε πέντε και βροχή.

-Τον Μάη πίνε νερό και τον Θεριστή ξύδι.

-Του κακού του θεριστή το δρεπάνι ποτέ δεν κόβει.

-Χάρος είναι και θερίζει και κανέναν δεν γνωρίζει.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:

-Ανάχρειο, το = το εργαλείο

-Αποθερίσαμε, = τελειώσαμε τον θέρο.

-Δρεπάνι, δραπάνι, το = χειρωνακτικό παραδοσιακό εργαλείο κοπής των σιτηρών. Τα δρεπάνια προτού πάνε για να θερίσουνε τα πηγαίνανε σε ειδικούς ακονιστές που τα ακονίζανε για να κόβουνε εύκολα και να μην είναι κουραστικά.

-Θεριστής, ο = αυτός που θερίζει.

-Θέρος, ο = η διαδικασία της κοπής και συλλογής των σιτηρών.

-Κατσιφάρα, η = η σκόνη, ο μπουχός.

-Κουσκουτεύω, = καθυστερώ.

-Λιανούδες, οι = αδύνατες.

-Λουρώνω, = μαλακώνω.

-Μπουχίζω, = καταβρέχω.

-Ντάβανος, ο = το καταμεσήμερο με πολλή ζέστη.

-Όργος, ο = η επιλογή μιας νοητής γραμμής μέχρι εκεί που θα θερίσουν οι θεριστάδες.

-Πετσούρι, το = χωράφι με πολύ μικρή έκταση.

-Πλύμα (μτφ.), το = ζεστό φαγητό χοιρινού, από αποφάγια (ξεπλύματα) και πίτουρα.

-Φούρλες, οι = στροφές.

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ

Ο παραδοσιακός θερισμός πέρασε στην λησμονιά, η τεχνολογία με τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές αντικαταστήσανε τους θεριστάδες. Οι πλαγεροί τόποι, τα πετσούρια και τα πετροχώραφα εγκαταλείφθηκαν και έγιναν λιβάδια και στην συνέχεια δάσος.

Η ημιορεινή και ορεινή ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε παντελώς κι εκεί που έβλεπες έντονη κινητικότητα, τώρα απελπισία, ερημιά - ερημιά! Εμείς που προλάβαμε και τα βιώσαμε, ατενίζοντας την αδηφάγα φύση σήμερα νοιώθουμε άβολα, μπροστά στο τότε μεγαλείο.

Εκτύπωση