Το Κάστρο της Οχιάς

Γονική Κατηγορία: Αξιοθέατα Το Κάστρο της Οχιάς Εμφανίσεις: 7924

 Θέση

Στη δεξιά όχθη του Πηνειού ποταμού, βόρεια από το Κακοτάρι και επί της παλιάς διόδου Κακοταρίου –Τσιπιάνων- Βλασίας, σε έκταση δύο περίπου στρεμμάτων, ορθώνεται επιβλητικά και περήφανα πάνω από το λαγκάδι του Πηνειού, ένας απόκρημνος λόφος ενδιάμεσα του Ωλονού με το Κακοταρέικο (Σκιαδιοβούνι). Πρόκειται για το Κάστρο της Οχιάς. Ανήκει στο Δήμο Λασιώνος του Νομού Ηλείας. Βρίσκεται μεταξύ συμβαλλομένων ποταμών (όπως άλλωστε τα περισσότερα φρούρια), σε στρατηγική θέση για τον έλεγχο του ποταμού Πηνειού και της κεντρικής διόδου της ορεινής Αχαΐας προς το οροπέδιο Φολόη.


  Το όνομα

 Το όνομα της εγκαταλελειμμένης και ξεχασμένης πόλης δε διατηρήθηκε. Η λαϊκή παράδοση την αναφέρει ως «Κάστρο της Ωρηάς» ή «Κάστρο της Οχιάς» ή «συνοικισμός Ζωδότι». Φαίνεται ότι στα σωζόμενα Μεσαιωνικά ερειπωμένα κτίρια της πόλης βρήκαν καταφύγιο οι Οχιές και ίσως για αυτό πήρε και το δεύτερο κατά σειρά όνομα. Η περιοχή λέγεται και «Διπόταμα». Ονομάστηκε έτσι είτε από τον Πηνειό και τον παραπόταμο της Κερέσοβας είτε λόγω των δύο χείμαρρων που ξεκινούν από το Κακοταρέικο (1). Στα ξενόγλωσσα «Χρονικά» (γαλλικό και αραγωγικό λεξικό) αποδίδεται ως «LA TRIPOTAMA» (2), τα Τριπόταμα. Υπάρχουν ωστόσο πολλές πιθανότητες το Κάστρο της Οχιάς να λεγόταν Τσίπιανα (Ζίπιανα) ή Τριπόταμα(Τrisoenia) (3).

Η Πόλη

Χτίστηκε το 1200 μ.Χ. περίπου, πάνω σε ερείπια προγενέστερης πόλης(4). Σήμερα έχει εγκαταλειφθεί, καθώς έχει υποστεί αναπόφευκτη καταστροφή των μορφών δόμησης, τόσο από φυσικές, όσο και από ανθρώπινες δυνάμεις. Οι κάτοικοι όλοι μετοίκησαν, όπως έγινε και στην περίπτωση του Λασιώνα και του Κάστρου της Μποκοβίνας. Η μετοίκηση ήταν μια διαδικασία, κατά την οποία μια παλιά πόλη εγκαταλείπετο για κάποιο σοβαρό λόγο, και δημιουργούσε σε κάποιο άλλο σημείο ένα νέο ξεκίνημα. Στην κορυφή του σώζεται καμάρα κτιρίου και ο βόρειος γωνιαίος πύργος (χτισμένος πάνω σε γιγαντιαίους βράχους) που χρησίμευε ως παρατηρητήριο. Από εκεί ελεγχόταν όλη η περιοχή ως και το Ιόνιο. Γύρω στο λόφο, μεταξύ απότομων και κατηφορικών σημείων, μετρήθηκαν 450 ερείπια οικοδομημάτων(5) με ύψος μεγαλύτερο των δύο μέτρων. Αυτά παρατηρούνται ιδιαίτερα στη δυτική πλευρά του Κάστρου προς το Σκιαδοβούνι, και είναι οικοδομήματα από πέτρα χωρίς ασβέστη, άμμο ή χώμα. Στα απομεινάρια ακόμη περιλαμβάνονται εκκλησίες (6), ένα νεκροταφείο (7), 3 πηγές, 16 νερόμυλοι κατά μήκος του ποταμού και το παλιό γεφύρι (8) που ευτυχώς διατηρείται μέχρι σήμερα. Σε δύο σημεία βρέθηκαν άφθονα απομεινάρια σκουριάς, που σε συνδυασμό με τους πυρήνες πυριτόλιθου (οι οποίοι ανευρέθηκαν στα Τσίπιανα) και τους νερόμυλους του Πηνειού, φανερώνουν την ύπαρξη βιομηχανικής εγκατάστασης για κατασκευή εργαλείων και όπλων. Λέγεται ότι στην περιοχή γινόταν και επεξεργασία χρυσού. Στο Κάστρο σήμερα βόσκουν γιδοπρόβατα βοσκών της περιοχής (9). 

Τα κτίρια

Τα οικοδομήματα τώρα βρίσκονται σε διάφορα ύψη, μεγέθους 4x4 ή 4x5 που θυμίζουν παλαιότερους τετραόροφους πύργους. Παρατηρούνται σε κατηφορικό έδαφος και διέθεταν δύο εισόδους. Φαίνεται ότι οι κάτοικοι εκμεταλλεύονταν τη φυσική κλίση του εδάφους, με την κυρίως είσοδο στο επάνω μισό των τελευταίων ορόφων. Μπροστά στην είσοδο έχτιζαν μικρή αυλή με πόρτα, που οδηγούσε στην κυρίως κατοικία (10). Ο χαμηλοί όροφοι χρησίμευαν σαν αποθήκη τροφίμων ή σαν κελάρι και οι υπόλοιποι σαν κατοικία. Η υψηλότερη πρόσοψη που βλέπει μακριά, διέθετε μπαλκόνι, που χρησίμευε και σαν παρατηρητήριο. Οι δεύτεροι και τέταρτοι όροφοι ήταν προσβάσιμοι από το εσωτερικό, μέσω καταπακτών (παγίδων). Στις πέτρες κατασκευής και κυρίως στις γωνίες, χρησιμοποιούσαν σκαλίσματα με ανάγλυφες κεφαλές, στήθοι γυναικών, κυπαρίσσια, πουλιά, σταυρούς, γυναίκες που χορεύουν και διάφορες άλλες παραστάσεις. Ο σκελετός της στέγης ήταν κατασκευασμένος από ξύλα βελανιδιάς. Πέτρινες σχιστόπλακες κάλυπταν τη στέγη. Η γραμμή αυτή διατηρήθηκε ως τις μέρες μας. Οι κάτοικοι άνοιγαν τάφρους υπόγεια των σπιτιών για να έχουν τη δυνατότητα να συρθούν και να διαφύγουν σε περίπτωση κινδύνου. Ο περίβολος βρισκόταν στις πλευρικές εισόδους προς την αποθήκη και χρησίμευε για το χτίσιμο πεζουλιών, φούρνων και για την αποθήκευση ξυλείας.

Ιστορία

Από το 1205 έως το 1440 μ.Χ. ο Μοριάς κατακτήθηκε από τους Σταυροφόρους. Επρόκειτο για μεικτό πληθυσμό ευρωπαϊκών εθνοτήτων, που επέστρεψε στη δύση μετά από τις τελευταίες σταυροφορίες στους Αγίους Τόπους. Κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων της παρουσίας τους, οι Φράγκοι κατακτητές διατήρησαν το Πριγκιπάτο της Αχαΐας και κατασκεύασαν μεγάλες οχυρώσεις, πολυάριθμες Εκκλησίες αλλάζοντας την εσωτερική αρχιτεκτονική των πόλεων. Οι γραπτές πηγές που τεκμηριώνουν τη φράγκικη κυριαρχία βρίσκονται δυστυχώς ακόμη στα αρχεία της Βενετίας, της Ιταλίας και της Κωνσταντινούπολης, ενώ σιγά σιγά μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται προσιτές στους ενδιαφερόμενους μελετητές. Η περίοδος αυτή είναι η λιγότερο μελετημένη από την ελληνική ιστορία. Οι λίγοι ιστορικοί που ασχολήθηκαν, έστρεψαν την προσοχή τους κυρίως στις φράγκικες οχυρώσεις και σε σημαντικά εκκλησιαστικά κτίρια (11).

Πηγές

Δυστυχώς τα στοιχεία που διαθέτουμε για τα τόσα σημαντικά ερείπια είναι ελάχιστα. Φαίνεται πως την περιοχή πρώτος επισκέφθηκε ο Παυσανίας αλλά δυστυχώς δε διασώθηκε το σχετικό χωρίο. Στο Κάστρο αναφέρθηκε πρώτος ο Στέφανος Μάγνος (12) το 1467 στην καταγραφή των φρουρίων του Μοριά. Το 1830 επισκέφθηκε το χώρο ο Γάλλος αρχαιολόγος Peytier (13), αργότερα o Γερμανός αρχαιολόγος Kούρτιος και ο γυμνασιάρχης Γεώργιος Παπανδρέου στις αρχές του 1900. Στη δεκαετία του 1950 ήλθε στην Πελοπόννησο ο καθηγητής Antoine Bon (14) προκειμένου να χαρτογραφήσει διάφορες φράγκικες ακροπόλεις. Διέθετε βοήθεια από προϋπάρχοντα μεσαιωνικά αρχεία. Δεν μπόρεσε όμως να εντοπίσει όλες τις ακροπόλεις παρά μόνο να προσεγγίσει τις θέσεις των στο χάρτη της περιοχής που έφτιαξε. Οι θέσεις σε πολλές απ’ αυτές παρέμειναν άγνωστες μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 90. Το 1971 επισκέφθηκε την περιοχή η Έφορος αρχαιοτήτων Αρχαίας Ολυμπίας Θ. Καράγιωργα, το 1974 ο διευθυντής της γερμανικής αρχαιολογικής υπηρεσίας και τον Ιούνιο του 1974 ο διευθυντής των ανασκαφών της αρχαίας Ολυμπίας, αρχαιολόγος Αλφρέδος Μάλβιτς. Τελευταίος επισκέφθηκε την περιοχή ο Αμερικανός αρχαιολόγος (15) Cooper (1990- 93) επί τρία συνεχή καλοκαίρια με ομάδα φοιτητών (16).

Επισκέφθηκα το Κάστρο στις 16 Αυγούστου 2006 όπου με φιλοξένησαν και με καθοδήγησαν με μεγάλη προθυμία οι οικογένειες των αδελφών Βασιλόπουλου από τα Τσίπιανα. Το Κάστρο πλέον χρησιμοποιείται για να βόσκουν και να πίνουν νερό τα γιδοπρόβατά τους, βάζοντας όμορφες πινελιές στο τοπίο. Θα ήταν παράτολμο να ζητήσω την αξιοποίηση του Κάστρου με σύγχρονες περιηγητικές προτάσεις για πεζούς, άλογα και άμαξες. Μια πρόταση, που από τον παλιό παρόχθιο δρόμο θα οδηγούσε στην Κάπελη στα Φαράγγια και γενικά σε όλα τα αξιοθέατα, μια διαδρομή ακριβώς όπως ήταν κατά τους κλασικούς χρόνους.

Υποσημειώσεις:

1. Ο ένας στην θέση Πύργος (1428μ.) κατεβαίνει δίπλα από την ράχη «Λυκόχωρος» και ο άλλος ξεκινά από τη ράχη «Ξιβούνι» στις πλαγιές του κάστρου. Και οι δύο χύνονται στην δεξιά όχθη του Πηνειού.

2. Στο βιβλίο του Ανδρέα Μπούτσικα «Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΗΛΕΙΑ»

3. Στους χωρογραφικούς πίνακες του Hopf, στα Chroniques Greco Romanes με αριθμό 3, η σειρά στο έδαφος όπως ερχόμαστε από Αχαΐα παρουσιάζει το Γάρτσικο ή Γάρτσενον στο Σκιαδά (Gartisso με α/α 26), την Μονή Νοτενών (Noetiuni) με α/α 27 και ακολουθεί αμέσως Τριπόταμα (Trιpotama ή Trisotenia) με α/α 29. Σε άλλο χωρογραφικό πίνακα με αριθμό 5 ερχόμενοι προς Αχαΐα φαίνονται πρώτα τα Τσίπιανα (Zipiana) με α/α 41 και ακολουθεί Τριπόταμα(Trisoenia) με α/α 42

4. Η αρχαιολόγος Καράγιωργα εκτίμησε ότι η μεσαιωνική πόλη του Κάστρου έχει κτιστεί στα ερείπια προγενέστερης πόλης. (Μας πληροφορεί ο Ν.Παπανικολάου)

5. Ο Γεώργιος Παπανδρέου στο βιβλίο του «Η Ηλεία διά μέσου των αιώνων», διαπίστωσε πλέον των 1000 οικοδομημάτων.

6. Ο Νίκος Παπανικολάου αναφέρει: «Eρείπια 24 εκκλησιών που φέρουν ονόματα Ορθοδόξων Αγίων».

7. Παρατήρησα ότι άνοιγαν λαγούμια ανάμεσα από μεγάλους βράχους και μέσα έθαβαν τους νεκρούς έξω από το κυρίως κάστρο και τους χειμάρρους.

8. «Πετρωτό» Τούρκικης ή προγενέστερης περιόδου.

9. Οι αδελφοί Βασιλόπουλοι από τα Τσίπιανα.

10. Μας πληροφορεί ο αρχαιολόγος Cooper.

11. Ο καθεδρικός Ναός στην Ανδραβίδα και τα μοναστήρια που ιδρύθηκαν από τη δυτική επιρροή.

12. Ο Στέφανος Μάγνος το 1467 στην καταγραφή των φρουρίων του Μοριά αναφέρει το «ερειπωμένο κάστρο των Τσ(Ζ)ιπιάνων» R/OVNANTI/ZIΠIANA. Συμπεραίνουμε συνεπώς ότι οι κάτοικοι του κάστρου μετοίκησαν στα σημερινά Τσίπιανα.

13. Ο Γεώργιος Παπανδρέου το αναφέρει στο βιβλίο του «Η Ηλεία διά μέσου των αιώνων».

14. Στο πολυσέλιδο έργο του «LA MOREA FRANQUE» (PARIS 1969) με τις πολύχρονες έρευνές του συνέβαλε στην εξιχνίαση της ταυτότητας σημαντικών φράγκικων μνημείων.

15. Τη μελέτη του αμερικανικού Πανεπιστημίου μου παρέδωσε ο συμμαθητής μου από το Γυμνάσιο της Δίβρης Γιάννης Ντινόπουλος.

16. Μέσω της χρήσης δορυφορικής οπτικής ανάλυσης, χαρακτηριστικά τα οποία είναι δύσκολο να μελετηθούν λόγω των εμποδίων της λοφώδης έκτασης και της πυκνής βλάστησης στο έδαφος, ανιχνεύτηκαν εύκολα από την δορυφορική εικόνα του κατασκοπευτικού δορυφόρου των ΗΠΑ Landsat όπου φαίνεται με λεπτομέρεια το οβάλ δαχτυλίδι του μεσαιωνικού τείχους. Με την μελέτη των αρχείων απογραφών του 1460 των Τούρκων και του GRIMANI το 1700, ξεκίνησε ο καθηγητής Cooper με ομάδα Αμερικανών φοιτητών το 1990 και με την βοήθεια της προηγμένης τεχνολογίας των συστημάτων πληροφοριών Geo των αισθητήρων κίνησης, και της χρήσης ψηφιακών οπτικών δεδομένων δορυφόρων εδάφους ( Land sat digital spectral data) όπου εντόπιζαν ηλεκτρονικά το σημείο μέσω του GPS (Global Positioning System). Το GPS είναι ένας δέκτης χειρός ο οποίος συντονίζεται με τους δορυφόρους του υπουργείου άμυνας της Αμερικής και ορίζει ακριβείς θέσεις γεωγραφικού πλάτους, μήκους και ύψους. Αυτά τα δεδομένα, τα οποία ονομάζονται “waypoints” φορτώνονται σε έναν πρόγραμμα υπολογιστή CAD και προκύπτει ένας πρώτος χάρτης, ο οποίος απεικονίζει μια σειρά από τέτοια σημεία. Κάποια από αυτά τα σημεία ενώνονται προκειμένου να προκύψουν δρόμοι, ενώ άλλα «κόβονται» για να προκύψουν οριοθετήσεις και τοπογραφικά χαρακτηριστικά. Έτσι εντοπίστηκαν οι εγκαταλελειμμένες φράγκικες περιοχές στην περιοχή του νοτιότερου σημείου της κορυφογραμμής του Ερύμανθου, στα σύνορα των νομών Ηλείας και Αχαΐας: το κάστρο της Αγίας Τριάδας, το Κάστρο της Οχιάς ή Ορηάς, το Σαντομέρι και οι Φράγκικες Πόρτες, που βρίσκονται στον αυχένα ενός μακρινού εύρους.

 κω/πα 5-03-2007


Εμφανίσεις 4727
Αναθεωρημένο 24 Φορές
Δημιουργήθηκε Τετάρτη, 07 Μάρτιος 2007 14:11
Τροποποιήθηκε Κυριακή, 03 Απρίλιος 2011 10:53
Εκτύπωση