Γράφει: ο Κώατας Παπαντωνόπουλος
Tο κουρμπάνι (ή κουρπάνι) είναι ένα πανάρχαιο έθιμο που προέρχεται από την αρχαία ελληνική παράδοση.
Τα πανηγύρια των μοναστηριών συνηθίζονταν να ξεκινούν από την παραμονή της εορτής του Αγίου, με τον καθιερωμένο εσπερινό και στην συνέχεια ακολουθούσε η αγρυπνία. Ανήμερα της εορτής, σύμφωνα με το έθιμο, γινόταν θυσίες ζώων από πιστούς, πλησίον στην εικόνα του Αγίου. Οι άνθρωποι που προσέφεραν ζώα, τα έταζαν στον εκάστοτε Άγιο ή Αγία από την στιγμή που γεννιόντουσαν. Αυτό συνέβαινε ύστερα από κάποιο σοβαρό γεγονός του πιστού, καλής ή κακής στιγμής ή ύστερα από κάποιο όνειρο που τους επηρέασε. Έταζαν επίσης ακόμη και μεγαλωμένα ζώα, τα καλύτερα στο κοπάδι τους. Ανάλογα με τον Άγιο – Αγία που το έταζαν, του έδιναν και το όνομα όπως Αγιωργίτης, Αηδημητρίτης, της Παναγίτσης, Αηγιαννακίτης, Παρασκευηΐτης κ.λπ.
Αν, αυτό το ζώο που είχαν τάξει ψοφούσε ή αρρώσταινε, τότε επέλεγαν ένα άλλο παρόμοιο, να είναι ισόβαρο με το ταμένο ή και βαρύτερο και να είναι και υγιές. Πριν το πάνε στο μοναστήρι το έπλεναν, να είναι πεντακάθαρο με «αφράτο» μαλλί, το οποίο ανθοστόλιζαν να είναι εντυπωσιακό και όμορφο. Ακόμη το προσέφεραν μαζί με το καλογυαλισμένο τσοκάνι του και η κουλούρα (βεζά ή ζεύλα), έπρεπε και αυτή να είναι μια από τις καλύτερες που υπήρχαν στο κοπάδι. Το σφαχτό που ήταν ταμένο, σφάζονταν μπροστά στην εικόνα του Αγίου, και προορίζονταν για τους προσκυνητές του μοναστηριού.
Όλο το τελετουργικό της προσφοράς του αμνού, της σφαγής μπροστά στην εικόνα, το μαγείρεμα, η διανομή και η κατανάλωση του εδέσματος από τους προσκυνητές, λέγεται κουρμπάνι.
Η λέξη είναι τουρκική kurban και προέρχεται από την αραβική ḳurbān, (κουρμπάν) που σημαίνει θυσία. Το υιοθετήσαμε από τους Τούρκους και είναι ένα έθιμο του ευρύτερου ελλαδικού χώρου και σε ορισμένες περιοχές διατηρείται και σήμερα κάπως μεταλλαγμένο σε μας, όσο και στον τουρκικό πολιτισμό.
Ύστερα από την σφαγή των ζώων, τα γδέρνουν, τα τεμαχίζουν και τα μαγειρεύουν σε μεγάλα καζάνια. Την παρασκευή του φαγητού έχουν αναλάβει ερασιτέχνες μάγειροι ή μαγείρισσες. Το κρέας συνήθως το κάνουν σκέτο βραστό όπως συνηθίζεται στην Πελοπόννησο. Αφού το πλένουν καλά, το βάζουν να βράσει. Μόλις «πάρει» την πρώτη βράση το πλένουν πάλι και το ξαναβάζουν στο καζάνι. Καθώς βράζει το ξεζουμίζουν και μέσα έριχναν ολόκληρα καθαρισμένα κρεμμύδια, για να μοσχοβολήσει και να διώξει τυχόν μυρωδιά του κρέατος. Στο τέλος της λειτουργείας και με τους ήχους της καμπάνας, «ο ιερέας ευλογεί το φαγητό» δίνοντας έτσι την έναρξη σερβιρίσματος. Όλοι υπομονετικά περιμένουν την σειρά τους. Στην αρχή οι γυναίκες και τελευταίοι οι άντρες, οι οποίοι και προσφέρουν χρήματα στην εκκλησία εκφράζοντας έτσι και έμπρακτα τις ευχαριστίες τους. Η προσέλευση δε όλων των κατοίκων στον αυλόγυρο της εκκλησίας τους έδενε και έτσι διατηρούσαν «ζωντανό» το έθιμο.
Φυσικά και ήταν αποδεκτό το κουρμπάνι από την Εκκλησία, η οποία είχε φροντίσει να έχει και ειδική ευχή: «Επίσκεψαι, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, τα εδέσματα των κρεών και αγιάσον αυτά…»
Το έθιμο διατηρείται για αιώνες και έφτασε μέχρι την εποχή μας, ως μέσον ψυχαγωγικού και συμποσιακού χαρακτήρα.
Η διανομή του κρέατος, μαζί με τον άρτο, προσδίδει στο κουρμπάνι την αίσθηση θρησκευτικού γεύματος, ανάλογου με τις «αγάπες» των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Εικάζεται ότι, επί τουρκοκρατίας έπληξε το χωριό μεγάλο κακό, αρρώστια όπου μεταξύ των άλλων πέθαιναν και παιδιά από ασιτία. Οι γονείς για να σταματήσει το κακό, στράφηκαν στην εκκλησία όπου προσέφεραν ως τάμα αρνάκια προκειμένου να φτιάξουν το κουρμπάνι.
Παράλληλα στο όλο τελετουργικό με το κουρμπάνι, λειτουργεί και απόηχος αρχαϊκών αντιλήψεων και δοξασιών, που δίνουν στο κρέας εξαίρετες ιδιότητες δύναμης και υγείας.
Σιγά- σιγά και με το πέρασμα των χρόνων εξαλείφθηκε το έθιμο του σφαξίματος μπροστά στην εικόνα. Εξακολουθεί όμως και σήμερα να επικρατεί με την διαφορά ότι όσοι τάζουν ζωντανά στον Άγιο, τα αφήνουν στην δικαιοδοσία των επιτρόπων και των καλογέρων. Οι περισσότεροι όμως το δημοπρατούν ή το θέτουν σε λαχειοφόρο και όποιος το κερδίσει, το παίρνει, ή και το αφήνει πάλι στην εκκλησία. Στα ενεργά μοναστήρια προορίζονται για την σίτιση των μοναχών ή για να ενισχύσουν το κοπάδι τους.
Από τους κώδικες των μοναστηριών, βλέπουμε τα περί δωρεάς ζώων στα μοναστήρια. Τα παλαιότερα χρόνια, ποτέ δεν έταζαν χοιρινά διότι θεωρούνταν βρώμικα και, ήταν ντροπή να τα φέρουν μπροστά στην εικόνα. Σήμερα τάζουν και χοιρινά αλλά και εξημερωμένα πτηνά, κουνέλια, μοσχαράκια κ.λπ. Στα Σε εκκλησία που γιορτάζει τον Ιούνιο στα Σπάτα, σφάζουν Ταύρο.
Έχουμε παραβρεθεί (πριν χρόνια) σε παρόμοιες εορτές με γλέντι, στο βουνό της Μοστενίτσας και στο πανηγύρι τ΄ Αϊ Γιωργιού στη Βερβινή.
Επίσης, έχουμε παρευρεθεί σε παρόμοια τελετή της «Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας» όπου την παρακολουθήσαμε με τον ξάδελφο Ν.Π. και δεκάδες ακόμη συμμετέχοντες. Είδαμε όλο το τελετουργικό και την θυσία του κατάλευκου στολισμένου αμνού. Τελετάρχης ήταν ο φίλος Οδυσσέας Λάσιος ο οποίος και μας επέτρεψε να βιντεοσκοπήσουμε το όλο τελετουργικό. Δεν μας επέτρεψε όμως να ανεβάσουμε εδώ φωτογραφίες διότι «τα Χριστιανά» όπως αποκαλεί τους Χ.Ο. δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν την θρησκεία των πραγματικών Ελλήνων προγόνων τους.
Βγήκε στο κουρμπάνι, λέγεται γι’ τους τσαμπατζήδες!
Κουρμπανιάστηκα = έφαγα τζάμπα!