ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ ΤΩΝ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΩΝ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 20942

ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ ΤΩΝ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΩΝ….!

Καταγραφή έρευνα Ηλίας Τουτούνης

Μία από τις μεγαλύτερες συλλογικές εργασίες - γιορτές του τσοπάνη είναι και η κούρα (κούρεμα) των αιγο(γιδό)προβάτων που είναι άρρηκτα δεμένη με την τσοπάνικη ζωή. Αυτή η διαδικασία λέγεται «Γιορτή του τσοπάνη» ή «τσοπανοπανήγυρο», χωρίς θρησκευτικό χαραχτήρα. Είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές γιορτές, που λαβαίνει χώρα κάθε χρόνο, στα πλαίσια της οποίας κάθε κτηνοτρόφος προσκαλεί φίλους και συγγενείς και συναδέλφους, να τον βοηθήσουν στο κοπιαστικό αλλά ωραίο έργο του κουρέματος μετά φαγητού και γλεντιού.

Κωλόκουρος

Το κούρεμα γίνεται σε δύο στάδια, το πρώτο λέγεται το κωλοκούρισμα ή κωλόκουρος ή και ξεβράκωμα, κατά τόπους και ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες αρχίζει από τα μέσα του Απρίλη, ενώ στις αρχές του καλοκαιριού ήτοι τον Ιούνιο, γίνεται η γενική κουρά.

Ο κωλόκουρος ή ο μικρός κούρος όπως τον λένε οι τσοπάνηδες είναι δευτερεύουσας σημασίας. Κατά το κωλοκούρισμα κουρεύουν την ουρά του ζώου και γύρω από την αυτήν, το εσωτερικά των δύο πισινών ποδιών την κοιλιά, και γύρω από το κεφάλι για διαφόρους λόγους. Πρώτον να μην επηρεάζουν τα ζώα οι πρώτες ζέστες του Μάη, δεύτερον τον Μάη επειδή υπάρχει αρκετή και ανεπτυγμένη χλωρονομή, και τα κοπάδια βόσκουν στα λιβάδια, τα χόρτα έχουν επάνω νερά ή δροσιά. Η δροσιά και η χλωρονομή επηρεάζει την υγεία των ζωντανών και τα πρόβατα «τσερλίζονται» δηλαδή η κοπριά τους βγαίνει σε μορφή διάρροιας. Το κωλοκούρισμα γίνεται για να μη λερώνονταν τα μαλλιά των προβάτων από την κοπριά τους, με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται εστία μικροβίων και κατά το άρμεγμα να μην πέφτουν οι βρωμιές μέσα στην καρδάρα του αρμέγματος. Επίσης απώτερος σκοπός είναι ν’ απαλλάξει τα πρόβατα από τις ακαθαρσίες που κολλούσαν στο τριχωτό της κοιλιάς, και να μη λερώνονταν τα μαλλιά των προβάτων από την κοπριά τους και τέλος για να διευκολύνεται ο μάρκαλος. Κατά τον κωλόκουρο αφαιρούσαν όλα τα μικρά μαλλιά και συνεπώς έμενε το καλό και καθάριο μαλλί το λεγόμενο ποκάρι ή μποκάρι. Όταν το ζώο είχε κωλοκουρευτεί ο κούρος ήταν μια πιο εύκολη και γρήγορη εργασία.

Ο κωλόκουρος και ο κούρος γίνονται στα γρέκια ή σε γαλάρια. Εκεί κλείνουν τα πρόβατα μέσα και ένα – ένα τα βγάζουν από την λεσά ή ποριά (πόρτα) και τα οδηγούν στον κουρέα για να τα κωλοκουρίσει ή να τα κουρέψει.

Για τον κωλόκουρο χρησιμοποιούσαν κυρίως παλιά ψαλίδια διότι οι κολλημένες λάσπες και κοπριές ή τα χώματα ή και η άμμος από τον ύπνο των ζώων στην ύπαιθρο χαλούσε η κόψη και του καλού ψαλιδιού και γι’ αυτό τον λόγο χρησιμοποιούσαν πιο παλιά.

Τα μαλλιά, που παίρνουν ονομάζονται «κωλόκουρα», είναι δε δεύτερης ποιότητας, αφού δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος, για το πλέξιμο ή τον αργαλειό. Παλιότερα τα έπλεναν, τα έξαιναν και γέμιζαν κυρίως μαξιλάρια για να κάθονται γύρω από το τζάκι και από τον σοφρά. Όμως στις δύσκολες εποχές οι φτωχοί τα επεξεργάζονταν και αφού τα ανακάτευαν με τα (μ)ποκαρόμαλλα τα χρησιμοποιούσαν για τον αργαλειό και για το πλέξιμό τους. Κουλουκούρισμα γίνεται μόνον στα πρόβατα, ενώ τα γίδια τα κουρεύουν μια και έξω. Γνωρίζουμε ότι τα γίδια είναι πολύ καθαρά και προσεκτικά ζώα και το μαλλί τους δεν λερώνει εύκολα.

Προλήψεις

Πρόσεχαν πολύ την ημέρα που θα κούρευαν τα πράματα. Δεν τα κούρευαν ποτέ στην χάση του φεγγαριού και να είναι ημέρα Δευτέρα ή Τετάρτη είναι ποτέ δεν κούρευαν Τρίτη διότι το είχαν ως κακοσημαδιά.

Περισσότερο όμως φοβούνται τήν βασκανία. Για τούτο Ο κούρος γίνεται κάπου απόμερα, αλαργινά από τον πολυσύχναστο δρόμο και γενικώς σε μέρος μάλλον απόκρυφο να μη φαίνεται από μακριά.

Ποτέ δεν ξεκινούσαν να κουρέψουν λάγιο (μαύρο πρόβατο) ή και να τελειώσουν τον κούρο σε λάγιο, διότι το είχαν σε κακό. Επίσης οι ανύπαντροι της παρέας δεν κουρεύουν ποτέ μαύρα (λάγια) πρόβατα. Αν κάποιο ζώο ήταν μαδημένο κούρευαν ότι είχε απομείνει στο σώμα του και το μαλλί το έθαβαν στον λόγγο. Τα μαλλιά από τα λάγια πρόβατα τα έβαζαν ξέχωρα και το ποκάρια τα ονόμαζαν λαγιοπόκαρα, τα οποία είχαν κατώτερη τιμή από τα λευκά.

Τα κεφαλόμαλλα από το κούρεμα τα παίρνει ο τσοπάνης και τα βάζει απάνου στην σκεπή του στάβλου για να προφυλάξει το κοπάδι του από τα μεγάλα θεοπούλια γεράκια, αϊτούς, ξεφτέρια, κουκουβάγιες, λουκαΐνες κ.ά. ενώ μερικά από αυτά θα τα τοποθετήσει επάνω σε κλαδιά αγκαθωτών δένδρων ή θάμνων για να αυξηθεί το κοπάδι του.

Όταν πουλήσουν όλα τα μαλλιά, κρατάνε μια τούφα από το κεσέμι και την βάζουν κάτω από μια μεγάλη πέτρα για να μην τα πάρουν τα θεοπούλια και φτιάξουν φωλιές και αργιέψει το κοπάδι του.

Η νοικοκυρά είχε μαζί της και ένα καρβέλι με ξερό ψωμί. Αν κάποιος μάτιαζε ένα ζώο κατά την κουρά , του έδινε κόρα από το επάνω μέρος του ψωμιού όπου το μάσαγε και μετά το έφτυνε τρεις φορές και το υπόλοιπο το έδιναν να το φάει το ζώο.

Ιδιαίτερη έμφαση έδιναν την στιγμήν που τραβούσαν την πρώτη ψαλιδιά επάνω στο κεσέμι, όπου έπρεπε ο ουρανός να είναι ξάστερος. Αν υπάρχει κάποιο μικρό συννεφάκι διαβατάρικο, περίμενα ν να περάσει και έπειτα άρχιζαν. Λέγεται ότι οι γεροντότεροι γνώριζαν από βραδιού τι ημέρα θα είναι η επόμενη.

Κουρά

Η γενική κουρά γίνεται για να «ξαλαφρώσουν» τα ζώα και να μην υποφέρουν από την καλοκαιρινή ζέστη. Αν άφηναν τα ζώα με το μαλλί αδυνάτιζαν από την υπερβολική ζέστη του καλοκαιριού και σταδιακά τα μα μαλλιά τους, άρχιζαν να πέφτουν μόνα τους, δηλαδή να μαδάνε.

Το κούρεμα γινόταν συλλογικά μαζί με άλλους τσοπάνηδες είναι οι λεγόμενες «δανεικαριές», όπου αλληλοβοηθούσε ο ένας τον άλλον. Πριν ξεκινήσουν τα κουρέματα μαζεύονταν όσοι ήθελαν δανεικαριά και κανόνιζαν τις ημερομηνίες κουρέματος του κάθε τσοπάνη. Τις δανεικαριές τις σέβονταν όλοι και δεν έφευγαν από τον λόγο τους δηλαδή της αλληλοβοηθείας, εκτός και υπήρχε ειδικός λόγος ασθένειας κ.λπ.

Από μέρες πριν έχουν ετοιμαστεί και τα προβατοψάλιδα, που το τρόχισμά τους γίνεται με λίμα και μετά με μαλακό ακόνι. Έχει γίνει γνωστό ποιες μέρες θα κουρέψει καθένας και η βοήθεια από άλλους τσοπάνηδες είναι δεδομένη, αφού και οι ίδιοι υπολογίζουν στη δική του. Είναι οι λεγόμενες «δανεικαριάς», που τις σέβονται όλοι και που η χρηματική συναλλαγή δεν έχει εδώ καμία θέση.

Μικροτραυματισμός ζώου από τα κοφτερά ψαλίδια, αντιμετωπίζεται με στάχτη, άλλοι ανακάτευαν στάχτη με λάδι, καπνό ή με δάκρυ από κλήμα την ώρα που κλαδεύεται που πρέπει να είναι έτοιμη πριν ακόμα ξεκινήσουν.

Κατά την ημέρα που έφτανε η μέρα του κούρου έλεγαν: «Θα τρίξουνε του κουρουψάλιδα», οι μεγαλύτεροι ή ο αρχηγός της οικογενείας και μαζί του οι υπόλοιποι κορευτάδες πιάνουν πολύ πρωί τα προβατοψάλιδά τους και τα προτάσσουν προς την ανατολή του ηλίου, σε σχήμα Χ, κάνουν το σταυρό τους και με θρησκευτική ευλάβεια προσεύχονται λέγοντας το «Πάτερ ημών…» και ξεκινούν το κούρεμα. Ο λόγος που κοιτάζουν στην ανατολή –σύμφωνα με την παράδοση- είναι ότι ο Χριστός στα μέρη της ανατολής γεννήθηκε, θαυματούργησε, θανατώθηκε και αναστήθηκε.

Πριν χρησιμοποιήσουν τα προβατοψάλια τα τρούχιζαν και μετά τα περνούσαν από λαδάκονο. Πιο παλιά έχω εντοπίσει να έχουν κατασκευάσει ειδικά θηκάρια ψαλιδιών για την αποθήκευσή τους. Ποτέ δεν άφηναν ένα ψαλίδι ανοικτό διότι το είχαν για κακό και έτσι πάντα το έκλειναν.

Επειδή οι χούφτες των ψαλιδιών ήταν μεταλλικές και κουραστικές κατά τον κούρο και προξενούσαν καντήλες (φουσκάλες) στα χέρια από την συνεχή και εντατική χρήση, τις περιτύλιγαν με πανιά ή με γνεσμένο μαλλί από πρόβατα.

Κουρεύουν πρώτα οι μεγαλύτεροι που ξέρουν καλύτερα για να βλέπουν οι νεότεροι και να μαθαίνουν. Από την αρχή ξεκινούσαν να κουρεύουν τα κεσέμια μέχρι το τέλος τα αστεία και τα πειράγματα έχουν και αυτά «πρώτη θέση» και η ώρα περνάει πολύ ευχάριστα. Πιάνουν τα ζώα από τα πόδια τα ανασκέλωναν και άρχιζαν το κούρεμα από εκεί πού έχει σταματήσει ο κωλόκουρος. Μόλις τελείωναν το κούρεμα ενός ζώου, το χτυπούσαν με το ψαλίδι στην πλάτη και του έλεγαν: «Άει και σύ!»

Τα ζώα απαλαφρώνουν από το μπόλικο μαλλί και απαλλάσσονται από τη φαγούρα, διότι τα τσιμπούρια που ήσαν κολλημένα πάνω στο σώμα τους προστατευόμενα από το πυκνό μαλλί πέφτουν κάτω. Μερικά που είναι κολλημένα στο τομάρι τους τα ξεκολλάει ο τσοπάνης με ένα δικό του τρόπο. Αλείφει το δέρμα με μούργα λαδιού. Αυτά επειδή δεν αντέχουν τη μυρωδιά και πέφτουν από μόνα τους.

Επίσης δεν έπρεπε να διαλυθεί το ποκάρι, έπρεπε να είναι ενιαίο. Το είχαν σε κακό οιωνό αν διαλυόταν ένα ποκάρι μαλλιών, διότι θα διαλυόταν και το κοπάδι.

Ο τρανύτερος της οικογένειας έπιανε το ψαλίδι να κουρέψει το κεσέμι και το μαλλί της πρώτης ψαλιδιάς το έπαιρναν το τύλιγαν για να φτιάξουν φυλαχτάρι του κοπαδιού και όσες τρίχες είχε κόψει η πρώτη ψαλιδιά τόσα περισσότερα ζωντανά να αποχτήσουν την επόμενη χρονιά. Μαζί στο φυλαχτάρι αρκετοί έξυναν με ένα μαχαίρι και τα τσέπια (κέρατα) και το τρίμμα το έβαζαν μαζί με το μαλλί.

Αμέσως μόλις τελειώσουν το κούρεμα, πλένουν με νερό τα ψαλίδια και τα τοποθετούν μέσα στο καρδάρι σταυρωτά και τα ραίνουν με αγιασμό και μπαρούτι. Πιστεύουν πως το νερό με μπαρούτι αυτό έχει θαυματουργικές ιδιότητες, όπως ο αγιασμός, γι’ αυτό και αγιάζουν το κοπάδι, για να μην το «πιάνει το όξω από ’δω». Το μπαρούτι το ρίχνουν για να μην πιάνει το κοπάδι καμιά αρρώστια.

Τα προβατοψάλιδα με τα το κούρεμα τα καθάριζαν, τα επάλειφαν με λίπος και μετά τα τύλιγαν με πανιά για να μην σκουριάσουν. Τα στοιχήματα της γρηγοράδας του κουρέματος έδιναν και έπαιρναν το ποιος θα κουρέψει πιο γρήγορα χωρίς να τραυματίσει το ζώο.

Επάνω στα κορμιά των κουρεμένων προβάτων διακρίνονταν οι ψαλιδιές. μια αηδία να το βλέπεις τις πρώτες ημέρες. Για αρκετές ημέρες μέχρι να μεγαλώσει και να στρώσει το μαλλί. Μετά το κούρεμα ο τσοπάνης δεν καλογνώρίζε τα ζώα του, μου θυμίζει όπως στον στρατό μόλις μας κουρέψαν και μας έντυσαν δεν γνώριζε ο ένας φίλος τον άλλον. Έλεγαν: «Σαν κουρεμένο γίδι» εμπαικτικά, Θέλουν να πούνε ότι και ή λέξη «κορόιδο» σημαίνει εν κυριολεξία «κουρόγιδο».

Ανάλογα με τον αριθμό των ζώων είχαν κανονίσει πόσοι κουρευτάδες θα κουρέψουν ώστε το μεσημέρι να τελειώσουν και μετά να φάνε όλοι μαζί και να γλεντήσουν.

Η νοικοκυρά και μάλλον η γεροντότερη της οικογενείας με θρησκευτική ευλάβεια ετοίμαζε σ’ ένα πιάτο πολτό από μπαρούτι και νερό και δίπλα σ’ ένα κεραμίδι έβαζε κάρβουνα από την φωτιά που έψηναν και έριχνε λίγο λιβάνι

Ενώ μυσταγωγικά ετοιμάζει και βουτώντας το χέρι της μέσα στον πολτό έγραφε επάνω στις ράχες των κουρεμένων προβάτων έκανε ένα σταυρό ενώ το λιβάνι δίπλα κάπνιζε τότε ακούγονται τρεις ντουφεκιές που ρίχνονται στον αέρα και σηματοδοτούν το τέλος του κουρέματος του κοπαδιού. Τότε όλοι οι παρευρισκόμενο ευχόντουσαν υγεία στην οικογένεια και στο κοπάδι και έκλειναν με την ευχή «Να τα χιλιάσεις!»

Γιδόκουρος:

Γιδόκουρος λέγεται το κούρεμα των γιδιών.

Επειδή τα γίδια είναι ατίθασα και αντιστέκονται στους κουρευτάδες οι γιδαραίοι επινόησαν ένα απλό εργαλείο την γιδοκουρεύτρα. Βασικά τα γίδια πάντοτε κουρεύονται όρθια και όχι ανάσκελα όπως τα πρόβατα και γι’ αυτό δεν αρκεί μόνο το ψαλίδι, χρειάζεται ακόμη και ή γιδοκουρεύτρα, η οποία είναι μια ξύλινη κατασκευή στερεωμένη στο έδαφος, όπου χωρίς αυτήν είναι αδύνατον κα κουρέψεις εύκολα γίδια. Η γιδοκουρεύτρα εξαναγκάζει το γίδι ν’ ακινητοποιηθεί να πειθαναγκασθεί για να δεχθεί το ψαλίδι.

Ή γιδοκουρεύτρα ή φούρκα είναι κομμάτι ξύλου σε σχήμα (Υ) πού έχει μήκος ίσο με το ανάστημα τής γίδας. Το κάτω άκρον του είναι μυτερό σαν παλούκι και μπήγεται στην γη μέχρι να στερεωθεί καλά. Τα επάνω άκρο είναι μια διχάλα με δύο τρύπες στο επάνω μέρος της κάθε διακλάδωσης. Μέσα εις αυτήν την διχάλα προσαρμόζεται το κεφάλι του ζώου. Η διχάλα το αγκιστρώνει και το εμποδίζει να μετακινείται, διότι πάνω από την διχάλα περνούν την βέργα και έτσι το κεφάλι του ζώου μαγκώνεται τρέμει από τον φόβο του λόγω του εγκλωβισμού του. Οι γιδοκουρευτάδες με το «τραγοψάλιδο» αρχίζουν ψαλιδίζοντας από τα κωλομέρια και προχωρούν προς τα πλευρά και συνέχεια στην πλάτη του ζώου. Η κοζά, ή κοζόμαλλο δηλαδή οι γιδότριχες πέφτουν στο έδαφος αλλά δεν σχηματίζουν ποκάρι. Είναι τρίχες μοναχές τις όποιες στο τέλος τις μαζεύουν και τις στοιβάζουν σέ σακιά, για να κατασκευάσουν διάφορα είδη χονδρού ρουχισμού και σχοινιών τα ονομαστά κόζινα, και για την κατασκευή χωματόπλιθων, φούρνων και κτιρίων. Η κοζά είναι ένα από τα καλύτερα υλικά κατασκευής και επένδυσης του εσωτερικού φωλιάς αγρίων πτηνών. Αποφεύγουν τα πτηνά να χρησιμοποιούν μαλλί προβάτου, διότι εμπλέκεται στα πόδια τους και δεν ξεμπλέκεται εύκολα.

Το κούρεμα των τράγων ήταν διαφορετικό από τα άλλα ζώα. Μπορεί στα υπόλοιπα γίδια να ξεχώριζαν οι παραψαλιδιές εδώ κι εκεί, άγεται επειδή κάποιοι κουρευτάδες δεν έδιναν πολλή σημασία στο αισθητικό μέρος. Τους ενδιέφερε μόνον ν’ απαλλάξουν το ζώο από τα πολλά μαλλιά για να μην ζεσταίνονται. Στους δε τράγους πολλοί έβαζαν όλη την τέχνη και την προσοχή τους και κούρευαν τα τραγιά να φαίνεται ότι φοράει μια κάπα στη ράχη και οι πιο καλοί κουρευτάδες άφηναν να κρέμονται «κορδέλες» στην κάπα. Αυτό το κούρεμα τον ονόμαζαν καπάπικο. Ξεχώριζαν τα ζώα τα κουρεμένα από τα χέρια του καλού κουρευτή. Δεν έφερναν όλοι το ίδιο καλό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό όταν κάποιος είναι κακοκουρεμένος υπάρχει η χαρακτηριστική φράση: «Σαν κουρεμένο γίδι!»

Πιαστάδες:

Τους κουρείς τους βοηθούσαν οι πιαστάδες, πιαστάρηδες ή τσακωτάδες, δηλαδή αυτοί που έπιαναν τα ζώα και τα μετέφεραν μπροστά στον κουρέα, τα έβαζαν κάτω με το κορμί προς το έδαφος ακινητοποιώντας αυτά με το κράτημα από τα δύο μπροστινά πόδια και το ένα πισινό, αυτό γινόταν για να μην σπαταλάει χρόνο να τα πιάσει ο κουρέας. Τους πιαστάδες τους έκαναν κυρίως παιδιά από δέκα έως δεκατριών χρονών. Ανά τρεις κουρείς ήταν και ένας πιαστάρης.

Τα μεγάλα και σωματώδη και ατίθασα κριάρια τα έπιαναν από τα κέρατα και τα οδηγούσαν μπροστά στους κουρείς. Αυτά τα κούρευαν δύο ό ένας το ακινητοποιούσε και ο άλλος το κούρευε.

Φαγητό και γλέντι:

Μόλις τελείωνε το κούρεμα, άρμεγαν μερικές προβατίνες και έτρωγαν γάλα όλοι που συμμετείχαν στο κούρεμα, με το ίδιο κουτάλι.

Κατά την ημέρα, που είχαν κουρά, στο σπίτι ή στα γρέκια του τσοπάνη σήμαινε γενικός συναγερμός. Από την προηγούμενη ημέρα η νοικοκυρά είχε ζυμώσει και είχε ψήσει ψωμί. Επίσης ετοίμαζε πίτες, γλυκά και διάφορα εδέσματα και είχαν και αρκετό κρασί για τους κουρευτάδες και όλη την παρέα που παρευρισκόταν στον κούρο.

Όλη η οικογένεια παρών νέοι γέροι παιδιά όλοι κάτι είχαν να προσφέρουν. Μετά το πέρας του κουρέματος η νοικοκυρά έστρωνε τραπέζι να φάνε και συνέχεια ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι και φαγοπότι και το γιορτάζουν για τα καλά, δίπλα στον τόπο του κουρέματος έκαιγε φωτιά στην οποία ψήνονταν διάφορα σφαχτά για το φαγοπότι που θα στήνονταν αμέσως μετά, εξ άλλου η αμοιβή των κουρευτάδων ήταν το φαγοπότι, αιδώ πρέπει να πούμε ότι στον κούρο ίσχυε απόλυτα η αρχή της αλληλεγγύης.

Στα περισσότερα γρέκια έψηναν αρνιά ή κατσίκια τα λεγόμενα «κουράκια», δηλαδή τα είχαν ονοματίσει έτσι, διότι προορίζονταν για σφαγή και ψήσιμο ή βράσιμο την ημέρα του κούρου.

Επειδή παλιά δεν είχαν μουσικά όργανα τον λόγο είχαν ο φλογέρες των τσοπάνηδων και τα τραγούδια του τραπεζιού.

Η νοικοκυρά από την προηγούμενη μέρα είχε ζυμώσει το ψωμί και αναλάμβανε το φαγητό και το μεσημέρι που τελείωνε η δουλειά, ήταν πραγματικά μία γιορτή. !

Η νοικοκυρά και μάλλον η γεροντότερη της οικογενείας με θρησκευτική ευλάβεια ετοίμαζε σ’ ένα πιάτο πολτό από μπαρούτι και νερό και δίπλα σ’ ένα κεραμίδι έβαζε κάρβουνα από την φωτιά που έψηναν και έριχνε λίγο λιβάνι

Ενώ μυσταγωγικά ετοιμάζει και βουτώντας το χέρι της μέσα στον πολτό έγραφε επάνω στις ράχες των τελευταίων κουρεμένων προβάτων έκανε ένα σταυρό ενώ το λιβάνι δίπλα κάπνιζε τότε ακούγονται τρεις ντουφεκιές που ρίχνονται στον αέρα και σηματοδοτούν το τέλος του κουρέματος του κοπαδιού.

Τότε όλοι οι παρευρισκόμενο ευχόντουσαν υγεία στην οικογένεια και στο κοπάδι και έκλειναν με την ευχή «Να τα χιλιάσεις!», εννοούσε τα ζώα.

Μετά την αποκουρά (τελείωμα κουρέματος) έτρωγαν και έπιναν και το κέφι «συμπληρώνουν» και κουμπουριές στον αέρα, που έχουν όμως κι αυτές μια ιδιαίτερη σημασία. Τις έριχναν για ν’ ακουστούν ότι όντως τέλειωσε το κούρεμα και δεύτερον τάχα για να «τρομάξουν» τα ξωτικά, που όπως πιστεύουν πως πολλές αρρώστιες που προσβάλουν τα ζωντανά οφείλονται σ’ αυτά. Επίσης οι μπαταριές ρίχνονταν για να τρομάξουν και τα ζούδια που έκαναν ζημιές στο κοπάδι για ν’ απομακρυνθούν από τα βοσκοτόπια τους..

Παροιμίες και φράσεις:

Στην ύπαιθρο ακουγόταν η φράση «Θέρος–τρύγος –πόλεμος» που σήμαινε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις υπήρχε γενικός συναγερμός, ώστε να συμμετάσχουν όλοι και να προσφέρουν συλλογικά. Στην τσοπάνικη ζωή έχουν την ανάλογη διαφορετική φράση: «Γέννα – κούρος – πόλεμος», που σημαίνει ότι ο κούρος απαιτούσε συλλογική συμμετοχή.

-Άλλοι τριχομετράνε κι άλλοι ποκαριάζουν!

-Αν δεν κουρέψεις ποκάρια δεν μαζεύεις!

-Γιδοξούρης, λέγεται ο αγροίκος, ο άξεστος, ο βρωμερός, ο κουτοπόνηρος.

-Θα δουλέψει προβατοψάλιδο! (Προς τον άκουρο).

-Θα σε πιάσει η φούρκα! (θα λογοδοτήσεις).

-Κούρεμα χρεών! μια φράση που ακούγεται έντονα στις ημέρες μας.

-Με κωλόκουρα δεν φκιάνεις ποκάρια!

-Με λάγια ποκάρια τσούπα δεν παντρεύεις!

-Ο λύκος ποκάρια δεν τρώει, ούτε η αλπού κωλόκουρα!

-Ο πλούσιος με τα ποκάρια κι ο φτωχός με τα κωλόκουρα!

-Που ακούστηκε ότι κούρευε και δεν κωλοκούριζε! λέγεται προς εκείνον που δεν μπορεί να εκτιμήσει κατά την αξία.

-Σαν κουρεμένο γίδι!

-Στον κούρο! ή Θα τα πάρεις στον κούρο!, επί χρέους ή υποσχέσεως φερεγγυότητας.

-Τον κουρεύουν, συνώνυμο προς την «τον μαδούν», του τρώγουν χρήματα έναντι ευτελών ανταλλαγμάτων.

-Του κούρεψε και τα τσέπια! (τον ξεπαράδιασε).

Ποκάρια ή μποκάρια ή μποκαρόμαλλα

Το μαλλί των προβάτων ήτοι το ποκάρι το έπλεναν με καφτό νερό και το ξέπλεναν με μπόλικο νερό στα ποτάμια και στα κεφαλάρια, για να φύγει ο πίνος (κολλώδης ουσία) μετά το έξαιναν για να αποκολληθούν οι τρίχες και να απομακρυνθούν ξένα σωματίδια, όπως χάχαλα, κολιτσίδες κ.ά. το χρησιμοποιούσαν μετά την επεξεργασία για την κατασκευή ρουχισμού, γέμισμα στρωμάτων, μαξιλαριών κ.ά.

Πολλοί μέσα στα ποκάρια έβαζαν και κωλόκουρα. Το μαλλί πουλιόταν με την οκά. Η ποσότητα οριζόταν με τα ποκάρια πριν ζυγίσουν το μαλλί έλεγε ο τσοπάνης έχω τόσα ποκάρια μαλλί.

Παλιότερα, όσοι δεν είχαν δικά τους αιγοπρόβατα κυριολεκτικά παρακαλούσαν να τους καλούν σε κουρές κοπαδιών. Ο λόγος ήταν ότι σαν ανταμοιβή τους, εκτός από το φαγοπότι, έπαιρναν και μερικά ποκάρια, μαλλιών. Έτσι συγκέντρωνε μερικά ποκάρια από πολλές κουρές και εξασφάλιζαν το μαλλί για την κατασκευή των διαφόρων ενδυμάτων και υφαντών που χρειαζότανε για την οικογένεια.

Κατά την αποθήκευση και το πλύσιμο τα μαύρα μαλλιά από τα λάγια πρόβατα τα ξεχώριζαν και τα έπλεναν πάλι χωριστά, το μαύρο μαλλί αγοράζονταν σε μικρότερη τιμή έναντι των λευκών.

Σε παλιό προικοσύμφωνο έχω εντοπίσει μια υποχρέωση του πατέρα της νύφης «….για πέντε χρόνους να δίνει στον γαμπρό από 12 ποκάρια μαλλιά…!»

Εκτύπωση