Ο ΦΛΟΥΔΟΣ ή ΤΟ ΞΕΦΛΟΥΔΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΡΑΠΟΣΙΤΙΟΥ

Frontpage Εμφανίσεις: 69900

Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παλαιότερα η καλλιέργεια του καλαμποκιού ήταν αναγκαία για τους κατοίκους της υπαίθρου και καλλιεργούταν σε γόνιμα και ποτιστικά χωράφια. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις όπου καλλιεργούσαν και ξερικά αραποσίτια.

Πριν μηχανοποιηθούν οι αγροτικές καλλιέργειες, η σπορά του αραποσιτιού άρχιζε πολύ πιο αργά από τις σημερινές ημερομηνίες περίπου στα τέλη του Μαΐου. Για να ετοιμάσουν το χωράφι για σπορά, όργωναν με το ζωήλάτο αλέτρι δυο φορές για να σπάσουν και να στρώσουν οι μάτσες (σβώλους) και να μαλακώσει το χώμα. Έπειτα το σβαρνίζανε με την ξυλόσβαρνα, για το ίσιωμα του χώματος, την διάσπαση μικρών ματσών και τέλος για την διατήρηση της υγρασίας. Έπειτα έπαιρναν τον σπόρο και τον φύτευαν σε αράδες. Συνήθως το δασοφύτευαν διότι αρκετά εξ αυτών δεν φύτρωναν και δεν τους βόλευε να έχει αριομάδες. Μετά από ένα μήνα από το φύτρωμά του καλαμποκιού, γινόταν ο σκάλος και η αραίωση εκεί που ήταν δασοφυτρωμένα για να μην είναι δασιά και να επιτρέψουν στα υπόλοιπα να έχουν την ιδανική ανάπτυξη του, ενώ αργότερα γινόταν το βοτάνισμα από τ’ αγριόχορτα. Οι εργάτες στον σκάλο έμπαιναν σε πλάγια σειρά και έβγαζε ο καθένας τον έργο ή όργο του, δηλαδή την έκταση που του αναλογούσε σύμφωνα με την σειρά και την λωρίδα του. Ο όρος όργος προσδιόριζε το πλάτος που ισούταν με μια οργιά. Στο ίδιο χωράφι ανάμεσα στις αραποσιτόκλαρες οι χωρικοί φύτευαν και μερικά φασόλια αναρριχώμενα. Και στις άκρες του χωραφιού φύτευαν κολοκυθιές και σπόρια από το φυτό σόργο, όπου από αυτό κατασκεύαζαν τις σκούπες (σαρώματα).

Κατά τον μήνα Αύγουστο, όταν είχε ήδη σπυριάσει το ντρουμπούκι, για τις διατροφικές ανάγκες των ζώων και για την καλή καρποφορία του καλαμποκιού, κορφόκοβαν ή κορφάδιαζαν ή και ξεκορφάδιαζαν, δηλαδή έκοβαν τις κλάρες του καλαμποκιού, έναν κόμπο πιο πάνω από το τελευταίο ντρουμπούκι (στέλεχος καλαμποκιού). Αυτές τις κορφάδες τις λιάζανε, για να φάνε τα ζώα το χειμώνα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, γιδοπρόβατα). Ύστερα μαζεύουν και τα φύλλα αραποσιτιάς, με το σκοπό να βλέπει - ο ήλιος τα αραποσίτια, για να ωριμάσουν και να ξεραθούν τκαι να γίνουν πιο καλοθρεμμένα. Μ’ αυτές τάγιζαν τα ζώα ή τις άφηναν και ξεραίνονταν και αφού τις έφτιαχναν δεμάτια ή αγκαλιές, τις αποθήκευαν για να ταγίζουν τα ζώα τους δύσκολους χειμερινούς μήνες. Το δέσιμο και η μεταφορά τους γινόταν όταν επάνω τους είχε πέσει δροσιά, ώστε να μην τρίβουν και διαλύονται τα φύλλα τους.

Καθώς όμως ήσαντε τ’ αραποσίτια ψηλά δασιά, ορισμένοι κλέφτες παγαίνανε και μαζεύανε κι από τα ξένα, τρουπώνανε μέσα στ’ αραποσίτι και δεν φαινόσαντε. Γι’ αυτό ο δραγάτης περιόδευε μέσα στα χωράφια, αλλά και κατασκόπευε από ψηλά από τη δραγάτα ή τσιατούρα του φωνάζοντας κάθε τόσο για εκφοβισμό, ή έριχνε κανένα σπάρο στον αέρα για εκφοβισμό.

Άμα ψωμώνανε τ’ αραποσίτια τα παιδιά παραφυλάγανε και άμα δεν ήτανε κανένας νοικοκύρης εκεί τα κλέβανε για ψήσιμο στη φωτιά. Γλιστρούσαν κρυφά μέσα στ’ αραποσίτια, γέμιζαν τους κόρφους τους και έφευγαν κι αφού έφταναν μακριά, άναβαν φωτιά και τα έψεναν. Πολλές φορές όμως τύχαινε να πιαστούμε από το δραγάτη και τότε αλλοίμονο τους. Τα εξανάγκαζε κι αλώνιζαν ξυπόλυτα τα αγκάθια, τις αφαλαρίδες.

Κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου, άρχιζαν το θέρισμα των καλαμποκιών. Ο θέρος γινόταν κόβοντας μόνο τα ντρουμπούκια από τις αραποσιτόκλαρες. Αυτά το έβαζαν μέσα σε καλάθια, σακιά ή λινάτσες, και το μετέφεραν με τα ζώα τους στις αυλές των σπιτιών τους ή στα αλώνια τους.

Όταν τελείωνε ο θέρος, τα χωράφια απολυσιωνιάζαντε από γίδια, πρόβατα, άλογα, γελάδια, μουλάρια και γαϊδούρια, και μέσα σε λίγες ώρες κατέτρωγαν τα χλωρά και άλλαζε όψη ο τόπος, και σε λίγες ημέρες τα είχαν κάνει όλα ίσιωμα, σωστό ζωοπανήγυρο και ασυδοσία. Χαλούσαν τις γράνες και πετσόκοβαν ούλα τα κλαρικά που βρίσκανε μπροστά τους μέχρις εκεί που φτάνανε.

Εκεί, τα άφηναν να ξεραθούν στον ήλιο και μετά γινόταν το ξεφλούδισμα με τη βοήθεια των φίλων και συγγενών. Το ξεφλούδισμα, ή φλούδος, ή ξεβράκωμα, ή και ξέφυλλος όπως κατά τόπους τον λέγανε, γινόταν κυρίως κατά τις νυχτερινές, ώρες. Ξεκινούσε όταν νύκτωνε για τα καλά και ξεφλούδιζαν περίπου μέχρι τα μεσάνυκτα. Τοποθετούσαν το καλαμπόκι σ’ ένα σωρό και γύρω – γύρω κάθονταν σταυροπόδι όλοι και ξεφλούδιζαν. Η εργασία αυτή ήταν ένα είδος ξέλασης και έμοιαζε σαν πανηγύρι και συνεπώς ήταν πολύ ευχάριστη, διότι ήταν καθιστική στην νυκτερινή δροσιά. Παρ’ όλον που ο ξέφυλλος γινόταν τη νύχτα, τούτες τις νύχτες τις περίμεναν με κάποια ιδιαίτερη χαρά, διότι καθ’ όλην την νύχτα, έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν, κουτσομπόλευαν, και στα αστεία, έπεφτε που και που, κατά -λάθος- εξεπίτηδες, και κανένα αραποσίτι στα κεφάλια, σαν αραποσιτοπόλεμος, που άμα άρχιζε δεν είχε τελειωμό. Αυτά ήσαν επιδείξεις αντριοσύνης, σκοποβολής και εξυπνάδες εκ μέρους των νεαρών προς τις κοπέλες, στις οποίες έριχναν που και που καμιά μπιρμπίλα μικρή, έτσι για χαιρετίσματα και ένδειξη ερωτικής δειλής προτιμήσεως, και πολλές φορές αναπτύσσονταν και ερωτικά ειδύλλια. Ακόμη έχω τύχει να γίνεται και ένας αγώνας για το ποιος θα ξεφλουδίσει τα περισσότερα καλαμπόκια σε ορισμένο χρονικό διάστημα.

Η σπιτονοικοκυρά δεν συμμετείχε στον φλούδο, αλλά είχε αναλάβει να εξυπηρετεί τους παρευρισκόμενους, όπου τους φίλευε με κρασί, τσίπουρο, μεζέ και κανένα φρουτάκι, κουλουράκι ή κανένα κυδωνόγλυκο της εποχής, για τις γυναίκες. Πολλές φορές ο φλούδος μετατρεπόταν και σε γλέντι, ακολουθούσε επιτόπιος χορός που μερικές φορές, όταν ξεχείλιζε το κέφι, μεταφερόταν στο κοντινότερο αλώνι ή πλατεία και συνεχιζόταν μέχρι τα χαράματα.

Δεν παρέλειπαν ακόμη να συζητήσουν και για τα προξενιά. Έτσι, εύρισκαν τα κατάλληλα άτομα για νύφη και γαμπρό που ταίριαζαν απόλυτα. Με την πρωτοβουλία του προξενητή το προξενιό είχε, συνήθως, αίσιο τέλος.

Ο φλούδος ήταν και αυτός μια συλλογική εργασία, που σήμερα μας παραπέμπει μια οργανωμένη μορφή κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής, που πάντοτε προκαλούσε το ενδιαφέρον των ξωμάχων για τη δουλειά τους και ταυτόχρονα ενδυνάμωνε την αγάπη και την στενή συνεργασία μεταξύ τους.

Ο φλούδος διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία ήταν όταν το ξεφλούδιζαν το στέλεχος (ντρουμπούκι), άφηναν δυο – τρία εσωτερικά φύλλα (πούσια), την λεγόμενη ουρά όπου από αυτά κρεμούσαν το στέλεχος από τα πάτερα ή από άλλες κατασκευές σε χώρο μέσα στις αποθήκες, στα αχούρια και στις βεράντες. Γνωρίζουμε ότι παλιά τα φτωχόσπιτα δεν είχαν ταβάνια και τοιουτοτρόπως, από το ένα πάτερο μέχρι το άλλο, τοποθετούσαν ίσια και μακριά ξύλα σαν φουρκάδες και κρεμούσαν τα καλαμπόκια. Για κρέμασμα διάλεγαν τα μεγάλα και καλοθρεμμένα, αλλά και υγιή καλαμπόκια, δηλαδή να μην έχουν σκουλήκι. Το κρέμασμα ήτα ένας τρόπος αποθήκευσης. Η δεύτερη κατηγορία ήταν όταν αφαιρούσαν όλα τα φύλα του στελέχους και έμενε όνο το κότσαλο του καλαμποκιού με τα σπυριά επάνω, τα λεγόμενα κολοβά.

Κατά τον φλούδο ο νοικοκύρης, διάλεγε τα μεγαλύτερα υγιή και καλοθρεμμένα καλαμπόκια, για να τα κρατήσει τον σπόρο για την επόμενη χρονιά. Αυτά μόλις ξεραίνονταν πολύ καλά τα ξεσπύριζε πάντα με τα χέρια και τα αποθήκευε σε ιδανικό μέρος, μακριά από υγρασία και ποντικούς, μέχρι να τα ξαναφυτεύσει τον επόμενο Μάιο.

Μετά το ξεφλούδισμα, άπλωναν τα ντρουμπούκια στον ήλιο να στεγνώσουν και κρεμούσαν μερικά στον τοίχο που τα έπλεκαν μεταξύ τους σε πλεχταριές. Επίσης τα έδεναν και μεταξύ τους τρία με τέσσερα καλαμπόκια μαζί από τα πούσια και τα κρεμούσαν. Αφού ξεραίνονταν για τα καλά, ακολουθούσε το στούμπισμα, δηλαδή το ξεσπύρισμα ή ξεκοτσάλισμα από το κότσαλο. Όποιο καλαμπόκι ήταν ατροφικό και είχε λίγα και αραιά σπυριά το ονόμαζαν ξεδοντιάρικο.

Με τα φλούσια ή πούσια, ή λουμπούσια που έμεναν από το ξεφλούδισμα, παραγέμιζαν τα μαξιλάρια και τα στρώματα, και στην αρχή ήσαν σκληρά μετά γίνονταν πολύ αναπαυτικά. Ακόμη τα έριχναν στα παχνιά τους χειμερινούς μήνες των ζωντανών τους για να τρώγουν. Τα πιο μαλακά εσωτερικά φύλλα από τα πούσια, τα διάλεγαν και τα έκαναν τσιγαρόχαρτο για να στρίβουνε λαθραίο καπνό μιας και δεν μπορούσαν να προμηθευθούν εύκολα τσιγαρόχαρτο. Τα κότσαλα κι αυτά τα διάλεγαν και έφτιαχναν τάπες, πύρους για δοχεία υγρών και ακόμη σε δύσκολες χειμωνιάτικες ημέρες, τα έριχναν στα γαϊδούρια και τα έτρωγαν. Επίσης τα χρησιμοποιούσαν για ξάναμμα όταν άναβαν την φωτιά. Είχαν μερικά δίπλα στο παραγώνι και πρόσθεταν μερικά εξ αυτών για ν’ ανάψουν την φωτιά. Αυτά ήσαν ξερά χωρίς υγρασία και εύφλεκτα.

Το τρίψιμο ή ξεσπύρισμα του καλαμποκιού έπρεπε να έχει γίνει μέχρι τον μήνα Φεβρουάριο, για να μην υπάρχει φύρα. Γι’ αυτό έλεγαν: «Το αραποσίτι μέχρι τον Φλεβάρη, τρώει από το κότσαλο, από τον Φλεβάρη και στερνά, το κότσαλο τρώει από το αραποσίτι».

Το στούμπισμα γινόταν με το λιοράβι ή το διπλό, που αποτελούταν από δύο άνισα ραβδιά δεμένα μεταξύ τους με σχοινί κανάβινο. Η χρήση του απαιτούσε επιδεξιότητα.

Μετά το ξεφλούδισμα στο σπίτι μετέφεραν το αραποσίτι στο αλώνι , το λιάζανε και κατόπιν το τοποθετούσαν σ’ ένα σωρό στο κέντρο του αλωνιού. Κρατούσαν το μεγαλύτερο ξύλο από το διπλό με τα δυο τους χέρια και με μια απότομη επαναλαμβανόμενη κίνηση, με φόρα, χτυπούσαν το άλλο ραβδί πάνω στα ντρουμπούκια του καλαμποκιού και έτσι τα ξεσπύριζαν. Με τα δικριάνια και τις τσουγκράνες μάζευαν όσια καρπούζια (έτσι έλεγαν τα κότσαλα με καλαμπόκι), απομακρύνονταν με το κτύπημα, και τα σώριαζαν πάλι για να τα στουμπίσουν. Μετά το στούμπισμα, αν έμεναν κάποια αραποσιτόσπυρα ακόμη στα κότσαλα, ή τα ξεσπύριζαν με τα χέρια, ή τα έδιναν έτσι στα ζώα ή τα περνούσαν με την γκριτζιάλα. Μετά ακολουθούσε το λίχνισμα, το κοσκίνισμα και το λιάσιμο. Τέλος το σάκιαζαν και το αποθήκευαν στ’ αμπάρια. Ο καλαμπόκι προοριζόταν για την τροφή των ζώων αλλά και για άλεσμα για την παρασκευή της μπομπότας, ή λειψής, ή του αλειτούργητου άρτου όπως αλλιώς την έλεγαν. Πολλές φορές σε δύσκολες εποχές, έβραζαν τα ντρουμπούκια όπως ήσαν με το κότσαλο στα τσουκάλια και αφού μαλάκωναν τα σπυριά έτρωγαν τον καρπό. Επίσης κατά τις πολύωρες χειμωνιάτικες βραδιές, ξεσπύνιζαν ή ξεσπύριζαν τα καλαμπόκια με τα χέρια, ένα – ένα σπυρί, με επιδεξιότητα και γρηγοράδα.

Λαογραφικά:

Μια ευχή που ακουγόταν κατά το ξεσπύρισμα, διάλεγαν τα μεγαλύτερα σε μήκος καλαμπόκια και άρχιζαν να τα ξεσπυρίζουν, τότε έλεγαν την ευχή: «Όσα σπυριά έχει τόσα χρόνια ακόμη να ζήσεις!». Και για να ιδεί πόσο θα ζήσει αυτός που ξεκινούσε να ξεσπυρίζει το καλαμπόκι, μετρούσε τα σπυριά καθώς ξεδόντιαζε το ντρουμπούκι.

Όποιος έκανε φασαρία την νύκτα όταν σηκωνόταν για οποιαδήποτε εργασία τότε του έλεγαν: Φράτσα – φρούτσα μες τα πούσια! Πολλές φορές τον ξέφυλλο τον πραγματοποιούσαν στις αυλές των σπιτιών και όταν κάποιος περπατούσε επάνω σ’ αυτά ακουγόταν έντονα το σπάσιμο των φύλλων.

Επίσης η παροιμιώδης φράση «Κότσαλο στον κώλο του!»

«Του ’μεινε το κότσαλο!» Λέγεται προς αυτούς που μετά την γεωργική καλλιέργεια, δεν κερδίζουν τίποτα.

«Γαμπρέ μην ξεχνάς το παλιό μας χούκι, την νύφη να την αγαπάς κι ο πούτσος σου ντρουμπούκι!». Ευχή συγγενών προς τον γαμπρό.

«Ντύθηκε σαν αραποσίτι!» η φράση αναφερόταν σ’ αυτούς που ήσαν ντυμένοι με πολλά ρούχα.

Κατά την διεξαγωγή των ζωοπανηγύρεων, στα μεγάλα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και βόδια) τους τοποθετούσαν στο σαμάρι, ή στην σέλα ή στο επάνω μέρος της καπιστράνας ή και του χαλινού, μια αραποσιτόκλαρα, εις ένδειξη ότι αυτό το ζώο προορίζεται προς πώληση, δηλαδή πωλείται.

Παλιά μετά τα πιστρόφια η μάνα της νύφης μέσα στο κανίστρι της, οι δικοί της έβαζαν και ένα ντρουμπούκι αραποσίτι, για να αποκτήσουν πολλά παιδιά, πολλά ζωντανά και πολλά λεφτά.

Τα μέσα φύλλα από τα φλούσια, παλιά τα κοριτσάκια κατασκεύαζαν φούστες στις κούκλες, ή και ολόκληρες κούκλες από αυτά.

Από το καλαμπόκι πολλές οικογένειες έχουν λάβει ονόματα:

Κότσαλης, Κοτσαλόπουλος, Κοτσαλίδης, Δρουμπούκης, Λουμπούσης, Καλαμπόκας, Καλαμπόκης, Πούσης, Πουσόπουλος, Πουσιάδης, κ.ά.

Λεξιλόγιο:

Αριομάδα, η = η αραιή φύτευση ή φύτρα.

Γκριτζιάλα, η = χειροκίνητο εργαλείο με δόντια για το ξεσπύρισμα του καλαμποκιού.

Δικριάνι, το = ξύλινο εργαλείο με τρία κέρατα για το λίχνισμα.

Λουμπούσια, τα = τα φύλλα που περικλείουν τους σπόρους.

Μάτσα, η = ο σβώλος.

Ντρουπούκι, το = το στέλεχος του καλαμποκιού που φύονται επάνω του οι σπόροι.

Όργος, ο = λωρίδα του καλλιεργημένου χωραφιού, η αράδα.

Πλεχταριές, οι = οι πλεξίδες.

Σβάρνα, η = ξύλινο εργαλείο που το έσερναν τα ζώα γα να ισοπεδώνει το οργωμένο χωράφι.

Στουμπίζω, = κτυπώ.

Φλούδισμα, = (μτφ.) κάψιμο.

Φλούδισα, = κάηκα.

Εκτύπωση