Ορεινή, Μοστενίτσα

Γονική Κατηγορία: Ενότητα Λαμπείας Ορεινή, Μοστενίτσα Εμφανίσεις: 11823

Η Μοστενίτσα[1] του δήμου Λαμπείας, με το σημερινό όνομα Ορεινή, είναι ένα χωριό της Ηλείας που με το νόμο «Καποδίστρια Ι» ανήκει, μαζί με τον συνοικισμό της Παλιοφυτιάς, και πάλι στο δήμο Λαμπείας.

Το τοπονύμιο αυτό εμφανίστηκε στον ηλειακό χώρο την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Αναφέρεται στις Assises de romaine, καθώς και σε ένα έγγραφο του 1402 ως Donus Sant Marie de la Mosteniza. O Max Vasmer [2] αναφέρει χαρακτηριστικά πως «το όνομα αυτό αντιστοιχεί, σύμφωνα με τον Ηilferoine, σε κάποιο Mostenica (petrini), σλοβάκικα Mostenica, τσέχικα Mostenice, που έχει παραχθεί από το αρχαιοσλάβικο “Mosti”, που σημαίνει γέφυρα». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως η περιφέρεια της γέφυρα ενός μικρού ξεροπόταμου (Ντοάνα), που χύνεται στον Ερύμανθο, σήμερα λέγεται Μoστίτσι[3].

 O A. Bon[4] αναφέρει, από την άλλη, ότι το όνομα Μοστενίτσα προέρχεται από τον οίκο των Τευτόνων Ιπποτών. Το γεγονός ότι, σε μια περίοδο παντοδυναμίας των Φράγκων, υπήρξε στον τόπο μας το Τάγμα των Ιπποτών, καθώς και η αναφορά  στις Assises de romaine, ενδυναμώνει την άποψη ότι αυτό το τοπωνύμιο κάθε άλλο παρά σλάβικης προέλευσης μπορεί να θεωρηθεί. Σημειώνω δε, πως στο δάπεδο της εκκλησίας του χωριού έχουν εντοπιστεί πλάκες φράγκικης περιόδου. Ο Vasmer αναφέρει, επίσης, ότι παραλλαγή της «Μοστενίτσας» είναι το τοπωνύμιο «Μποστενίτσα».

Όσον αφορά τη θέση της, η Μοστενίτσα είναι χτισμένη αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 800 μέτρων, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του όρους Λάμπεια και μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, που κυριαρχούν τα βαθύσκιωτα πλατάνια και οι καρυδιές. Βρίσκεται ενδιάμεσα της διαδρομής Δίβρη - Τριπόταμα, αριστερά  από την «Ε.Ο. 111» Πάτρας –Τρίπολης. Απέχει 75 χιλιόμετρα βορειοανατολικά από την πόλη του Πύργου και δέκα περίπου χιλιόμετρα από τη Δίβρη.

To βίντεο περιέχει απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ του  Αλέξη Μπαρζού. Βοήθησαν η Α. Σκουμπρή, ο Γ.  Αυγερόπουλος και η Small Planet

Ο ακριβής χρόνος ίδρυσης της Μοστενίτσας δεν είναι γνωστός. Ωστόσο, σύμφωνα με ευρήματα που ήρθαν στην επιφάνεια το 1927 (κατά τη διάνοιξη του δρόμου προς το χωριό), η περιοχή, κατά την αρχαιότητα, φαίνεται να ανήκε στην πόλη-κράτος της αρχαίας Ψωφίδας. Στον Αϊ Γιάννη, που βρίσκεται πάνω από το χωριό και νοτιοανατολικά του βουνού, έχουν εντοπιστεί αρχαιολογικά ευρήματα, μεταξύ των οποίων και ένας λαξευτός τάφος σχήματος γάμα (Γ). Φήμες αναφέρουν πως εδώ ήταν ο τάφος των βασιλιάδων[5] της αρχαίας Ψωφίδας και του Αζάνα, από τον οποίο πήρε το όνομα της η χώρα των Αζάνων. Ο Πολύβιος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι : «Η Ψωφίς έστι μεν ομολογούμενον και παλαιόν Aρκάδων κτίσμα της Αζανίδος»[6].

Ως γνωστόν, το ορεινό συγκρότημα της Ηλείας, από το 746 έως και το 783 μ.Χ., είχε καταληφθεί από Σλάβικα φύλα και συγκεκριμένα τους Εζερίτες, οι οποίοι ήταν ένας ποιμενικός και νομαδικός λαός. Οι Σλάβοι στην περιοχή της Μοστενίτσας, φαίνεται ότι είχαν χτίσει το εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη του Θεολόγου.

Στο  Μεσαίωνα, κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου (1204 έως 1460), η Ηλεία είναι υποταγμένη σε δύο ανταγωνιστικά κρατίδια. Σε αυτό του Φράγκικου Πριγκιπάτου και σε αυτό του Βυζαντινού Δεσποτάτου. Η δεύτερη φάση αρχίζει με την Οθωμανική κυριαρχία, το 1460, που ονομάζεται πρώτη Τουρκοκρατία και τελειώνει το 1685.

Στην περίοδο της Ενετοκρατίας (σύμφωνα με τα έγγραφα του Κρατικού Αρχείου της Βενετίας, 1669[7]) η Μοστενίτσα υπαγόταν στην επαρχία της Καρύταινας (territorio di Caritena). Στην τριακονταετή κατοχή από τους Ενετούς (1685-1715) και συγκεκριμένα στην απογραφή Grimani [8] (1700 μ.Χ.) αναφέρεται λατινικά ως «Mostenizza» με πληθυσμό τους 206 κατοίκους[9] (48 οικογένειες). Εκείνη την εποχή, φαίνεται να είναι υποχρεωμένη (Αrchivio Grimani, 1699), μαζί  με τα χωριά Νεμούτα και Μοναστηράκι, να  συντηρεί τρεις Δραγόνους (βενετοί στρατιώτες)[10].

Την περίοδο της δεύτερης Τουρκοκρατίας η Μοστενίτσα αποτελούσε την έδρα του Λιμάζ και Ελμάζ αγά, δύο Τουρκαλβανών από το Λάλα, με μεγάλη κτηματική περιουσία. Συγκεκριμένα, κατείχαν ανάκτορα με ισχυρά περιτοιχίσματα και μεγάλες αποθήκες τροφίμων και πολεμοφοδίων στο κέντρο του χωριού καθώς και στα Τριπόταμα, τα ερείπια των οποίων σώζονταν μέχρι πρόσφατα. Αυτοί οι δύο αγάδες πληροφορήθηκαν πρώτοι την κήρυξη της επανάστασης και τη μετέδωσαν  στους Λαλαίους, με αφορμή την επίθεση κατά του Σεϊδή Λαλιώτη και του Ταμπακόπουλου[11].

Η συνεισφορά των Μοστενιτσάνων στην ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν πολύ σημαντική. Στην περιοχή «το κλέφτικο» είχε φουντώσει και οι κάτοικοι, με ζωσμένα τα άρματα, έβγαιναν στα βουνά και τις  χαράδρες.

Έλαβαν μέρος σε μεγάλες μάχες και πολύ σημαντικές πολιορκίες[12], υπό την αρχηγία των: Ν. Σταματελόπουλου, Κ. Δεληγιάννη, Δ. Πλαπούτα, Χατζηχρίστου , Ι. Θ. Κολοκοτρώνη, Ν. και Β. Πετιμεζά, Δ. Καραμέρου, Γ. Λεχουρίτη, Μιχ. Σισίνη  και Χρ. Σισίνη.

Οι περιοχές όπου έλαβαν μέρος οι μάχες και οι πολιορκίες ήταν οι: Πούσι, Γράνα, Καλάβρυτα, Τριπολιτζά, Ναύπλιο, Ακράτα, Τρίκορφα, Πάτρα, Κόρινθος και Αθήνα. Επιπλέον, συμμετείχαν στις μάχες κατά του Ιμπραήμ στα Δερβενάκια στα Μαύρα Λιθάρια στο Ντερβένι και στο Μεσολόγγι (1826).

 Απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ  του  Αλέξη Μπαρζού, παρουσίασης του δήμου Λαμπείας. Σκηνοθεσία Αλέξης Μπαρζός , αφήγηση:  Θωμαΐς Παπαϊωάννου, σενάριο:  Θοδωρής Παναγούλης, μοντάζ: Γιάννης Μπιλήρης, διεύθυνση φωτογραφίας: Αλέξης Μπαρζός, τεχνική επεξεργασία: Small Planet. Ολόκληρο το βίντεο παρουσίασης του δήμου Λαμπείας εδώ Α', @  Β' και στην ομάδα της  Ορεινή Ηλείας (Μοστενίτσα) στο Fasebook.

Από τη Μοστενίτσα κατάγονταν οι αδελφοί Ασημακόπουλοι (Νικόλαος, Ασημάκης και Ιωάννης), οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν Παπασημακόπουλοι. Πολλά χρόνια πριν την επανάσταση εγκαταστάθηκαν στο Δούκα. Είχαν επιδοθεί στο εμπόριο και, παρόλο που απέκτησαν μεγάλη περιουσία, το μεγαλύτερο μέρος της το διέθεσαν για την προμήθεια των αγωνιστών με τρόφιμα αλλά και για την τροφοδοσία των φτωχών οικογενειών των πολεμιστών. Συγγένεψαν με την οικογένεια των Αυγερινών και ανέλαβαν τον εφοδιασμό των πολιορκητών της Πάτρας. Όταν οι Τουρκολαλαίοι ετοιμάζονταν για την εκστρατεία κατά του Πύργου, οι αδελφοί Ιωάννης και Ασημάκης ενώθηκαν με τον συγγενή τους Ασημακόπουλο (ή Βέλεχον) από τη Μοστενίτσα και έσπευσαν στο στρατόπεδο του Πετμεζά, που είχε στρατοπεδεύσει στα Τριπόταμα. Όταν, για άγνωστους λόγους, ο Πετμεζάς μετέφερε το στρατόπεδό του στα Καλάβρυτα, οι Ασημακόπουλοι έσπευσαν στον Πύργο και έλαβαν μέρος στη μεγάλη μάχη που επακολούθησε. Έλαβαν επίσης μέρος στη μάχη της Αγουλινίτσας και σε όλες τις μάχες στο Πούσι. Οι αδελφοί Ασημακόπουλοι ονομάστηκαν μετέπειτα Ψαρόπουλοι και η πολιτεία αποκατέστησε την περιουσία που είχαν ξοδέψει για λογαριασμό του αγώνα και ως ανταμοιβή των πολυτίμων υπηρεσιών τους, τους απένειμε «χαλκούν αριστείο» με το αντίστοιχο βασιλικό διάταγμα[13].

Παρόλα αυτά, η Μοστένιτσα ανέδειξε και πολλούς ακόμα γενναίους οπλαρχηγούς και μαχητές. Όπως λέει και η παράδοση: «δώδεκα Μοστενιτσάνοι δεκατρείς καπεταναίοι», πολέμησαν για την απελευθέρωση του έθνους. Ως ελάχιστο φόρο τιμής μνημονεύουμε όσους έλαβαν αριστεία (Φ. 67, Φ. 75, Φ.110,Φ. 159, Φ. 174, Φ.206, Φ. 267,Φ. 283) και εγράφησαν στα  Γενικά Αρχεία του Κράτους:

Γιαννόπουλος Δημήτριος (Αρχ. Αγων.). Εγεννήθη το 1796 και  χαρακτηρίστηκε Υπαξιωματικός  Α΄ τάξεως με Α. Μ. 2331. Είχε υπό την οδηγία του 30 στρατιώτες. (Αριστεία Φ. 75). Βεβαίωση Δημάρχου Λαμπείας, ότι είχε στρατιώτες υπό την οδηγία του.

Μιχόπουλος Τριάντος. (Αριστεία Φ. 67). Ως Υπαξιωματικός στις μάχες, πολιορκίες Καλαβρύτων, Τριπόλεως, Ναυπλίου, Ακράτας, Αθηνών και Δερβενακίων. (Αρχ. Αγων.). Χάλκινο. Ως Αξιωματικός στις μάχες, πολιορκίες Τριπόλεως, Π. Πατρών,  Μεσολογγίου, Κορίνθου, Δερβενακίων και Αθηνών.

Μπίρμπας Κυριαζής. (Αρχ. Αγων.). Χαρακτηρίστηκε στρατιώτης  Α΄ A. Μ. 6616. Είχε  10 στρατιώτες υπό την οδηγία του.

Παπασημακόπουλος Γιαννάκης. (Αριστεία Φ. 159). Σιδηρούν. Εγεννήθη  το 1793. Ετραυματίσθη στον δ. ώμο στη μάχη της Τριπολιτζάς. Αρχείο Αγων.).  Ιωάννης. Χαρακτηρίσθηκε Υπαξιωματικός  Β’ Τάξεως.

Παπασημακόπουλος Θεοδωράκης. (Αρχ. Αγων.). Χαρακτηρίστηκε Υπαξιωματικός  Α΄ Τάξεως Με Α.Μ. 4082. Επικεφαλής συγχωρίων του. (Αριστεία Φ. 67).

Και ακόμα οι: Αναγνωστόπουλος  Θύμιος Σιδηρούν,  Αναστασόπουλος Δημητράκης Σιδηρούν, Ανδρικόπουλος  Κωσταντής  Χάλκινο, Αντωνόπουλος Θανάσης  Σιδηρούν, Γεωργακόπουλος Δημητράκης  Σιδηρούν, Γεωργακόπουλος Θεοδωρής  Σιδηρούν,  Γεωργαντόπουλος  Θεοδωρής  Χάλκινο, Γεωργόπουλος Χρίστος  Χάλκινο, Γεωργουλόπουλος Σωτήρης  Σιδηρούν,  Γιαννόπουλος   Αντώνης  Σιδηρούν, Γκολφίνου   Ανδρέας Σιδηρούν,  Δημητρακόπουλος Θεόδωρος  Χάλκινο,  Δημητρόπουλος Αναγνώστης  Σιδηρούν,  Ζωντανός  Ευαγγελινός  Σιδηρούν, Θεοδωρόπουλος  Αγγελής  Σιδηρούν, Κανάκης  Χαρίτος  Σιδηρούν,  Κογιούφας  Κοσμάς  Σιδηρούν, Κωνσταντακόπουλος Αντώνης  Σιδηρούν, Κωνσταντακόπουλος Φώτης  Σιδηρούν, Κωστόπουλος  Φώτης  Σιδηρούν, Λαγογιανόπουλος  Δημητράκης  Σιδηρούν, Μαρτός Γιάννης  Σιδηρούν, Μιχόπουλος Τριάντος  Αργυρό, Μπίρμπας Γεώργιος Χάλκινο, Μπουκόπουλος Αποστόλης Χάλκινο, Ντούνας  Νικόλαος  Χάλκινο, Ντούνης Δημητράκης  Σιδηρούν, Ντρούλιας  Παναγιώτης   Σιδηρούν, Ξουρής Ασημάκης  Σιδηρούν, Παναγιωτόπουλος  Γιαννάκης  Σιδηρούν, Παναγιωτόπουλος  Δημήτριος  Σιδηρούν, Παναγιωτόπουλος  Κοσμάς  Σιδηρούν, Παναγιωτόπουλος  Λυμπέρης  Σιδηρούν,  Παναγόπουλος  Αναστάσιος  Σιδηρούν, Παναγόπουλος  Λάμπρος  Σιδηρούν,  Παναγόπουλος  Σοφιανός   Σιδηρούν, Παπα-Γεωργάκης   Χάλκινο, Παπαγεωργακόπουλος Ασημ. Χάλκινο, Παπαζαφείρης   Χάλκινο, Παπαζαφειρόπουλος  Χρυσανθ.   Σιδηρούν, Παπαζαφειρόπουλος  Χρυσαντής  Σιδηρούν, Παπασημακόπουλος Γιαννάκης  Σιδηρούν, Παπασημακόπουλος Σταύρος  Σιδηρούν, Σινάνης  Σταύρος  Σιδηρούν, Σπηλιόπουλος  Γιάννης  Σιδηρούν,  Σταθόπουλος   Γεώργιος   Σιδηρούν, Φιλιππακόπουλος  Αποστόλης  Σιδηρούν, Χαριτόπουλος  Παναγιώτης  Σιδηρούν, Χρονόπουλος Γιάννης   Σιδηρούν, Χρυσικόπουλος  Χρύσανθος  Σιδηρούν και άλλοι.

Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και στα γεγονότα στη Μικρά Ασία πολέμησαν και χάθηκαν αρκετοί Μοστενιτσάνοι. Κατά την Μικρασιατική καταστροφή άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι παρέμειναν αγνοούμενοι, ενώ άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και γύρισαν στο τόπο τους ύστερα από χρόνια.

Στις 16 Δεκεμβρίου του 1940 θυσίασε τη ζωή του ο λοχίας Ντούνης Κωνσταντίνος, στο ύψωμα 613 της Χειμάρρας[14], ενώ στις 6 Φεβρουαρίου του 1941 ο στρατιώτης Μπίρμπας Γεώργιος, στο ύψωμα 1074 της Β. Ηπείρου.

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η Μοστενίτσα έσφυζε από ζωή ενώ λειτουργούσε ακόμα το δημοτικό σχολείο και το γυμνάσιο. Μετά το 1960 άρχισε το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα στο εξωτερικό και στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδος. Στην απογραφή του 2001 καταγράφηκαν στη Μοστενίτσα 189 κάτοικοι. Σήμερα οι μόνιμοι είναι περίπου 80 και ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και με λιγοστές καλλιέργειες και αμπέλια στην δεξιά όχθη του Ερύμανθου ποταμού.

Το τοπίο με τις πέτρινες βρύσες και τα δροσερά νερά, οι  καταρράκτες και το άφθονο πράσινο, συνθέτουν την φυσική ομορφιά του χωριού. Εντυπωσιάζουν όμως και τα λιθόχτιστα σπίτια (πολλά, φτιαγμένα από Λαγκαδινούς και Καλαβριτινούς μαστόρους), η πλατεία στο κέντρο του χωριού, τα βυζαντινά μνημεία του Αγίου Γεωργίου[15], τα ερείπια των Αγίων Ταξιαρχών, που χρονολογούνται από την εποχή της Φραγκοκρατίας, η  Παναγία η Καθολική[16], το σχολείο  και ο Αι’ Γιάννης, που είναι χτισμένος στην κορυφή του βουνού.

Μοναδικά αξιοθέατα του χωριού είναι η πετρόχτιστη  βρύση της Καθολικής με τους τρεις καντάλους, που χρονολογείται από την εποχή της Τουρκοκρατίας, τα ρυάκια και τα ξύλινα γεφυράκια μέσα στα, η νεροτριβή, που μέχρι πρόσφατα δεχόταν και πλούμιζε τα ντόπια υφαντά από όλα τα γύρω χωριά και ο καλοδιατηρημένος νερόμυλος που, σήμερα, χρησιμοποιείται  ως μουσείο. 

Η εκκλησία του Αϊ Γιάννη του Θεολόγου βρίσκεται πάνω από το χωριό, σε  υψόμετρο 1400 μέτρων, στην κορυφή του απότομου βουνού. Αρχικά, το εκκλησάκι χτίστηκε από Σλάβους ενώ στη συνέχεια ξαναχτίσθηκε πολλές φορές, μιας και είναι εκτεθειμένο στους κεραυνούς και στις ακραίες καιρικές συνθήκες. Το πέτρινο εκκλησάκι είναι χτισμένο πρόσφατα και κάθε Αύγουστο συρρέουν εκατοντάδες επισκέπτες αποβραδίς στο βουνό, για να γιορτάσουν τα Θυρανοίξια. Επίσης, στις 26 Σεπτεμβρίου, που έχει πανηγύρι, ανεβαίνουν οι Μοστενιτσάνοι αλλά και οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά και στήνεται τρικούβερτο γλέντι.

Άλλες τοποθεσίες και τοπωνύμια[17] της Μοστενίτσας είναι οι: Aχουμάτης, Βάλτος, Δέρβενα, Διπόταμο, Κοπρίστα, Κρυόβρυση, Μακρυνέρα, Μαγκάλια, Μούρσοβο, Μπαλιούρια, Μπαρμπανίτσα, Ντέμ Αλώνι, Παλιάμπελα, Σουλιμκλί, Στρατωνέικα, Στρατωνάς. 

Στην λαογραφία της ορεινής Ηλείας έχουν καταγραφεί διάφορες παροιμίες[18] που αναφέρονται στη Μοστενίτσα. Μερικές από αυτές παρατίθενται. παρακάτω:

 Απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ  του  Αλέξη Μπαρζού, παρουσίασης του δήμου Λαμπείας. Σκηνοθεσία Αλέξης Μπαρζός , αφήγηση:  Θωμαΐς Παπαϊωάννου, σενάριο:  Θοδωρής Παναγούλης, μοντάζ: Γιάννης Μπιλήρης, διεύθυνση φωτογραφίας: Αλέξης Μπαρζός, τεχνική επεξεργασία: Small Planet. Οι φωτογραφίες είναι από την ομάδα στο Fasebook: Ορεινή Ηλείας (Μοστενίτσα). Ολόκληρο το βίντεο παρουσίασης του δήμου Λαμπείας εδώ Α', @  Β' και στην ομάδα της  Ορεινή Ηλείας (Μοστενίτσα) στο Fasebook.

Γαϊδούρι Μοστενιτσιάνικο: (λέγεται για τους τεμπέληδες) Επειδή η Μοστενίτσα είναι πετρώδης και πολύ ανώμαλη περιοχή, οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν για τις εργασίες τους μουλάρια και άλογα. Τα γαϊδούρια δεν τα ήθελαν καθόλου, διότι δεν μπορούσαν να περπατήσουν επάνω στην πέτρα με την άνεση, που πατούσαν τα μουλάρια και τα άλογα. Όποιος είχε γάιδαρο, μιας και δεν τον χρησιμοποιούσε,  τον είχε και τεμπέλιαζε. Όταν όμως αποφάσιζε να τον πουλήσει σε κάποιο άλλο χωριό, ο γάιδαρος, μαθημένος από το καθισιό και την τεμπελιά, δεν ήθελε να εργαστεί και έτσι έμεινε η φράση «σαν γαϊδούρι Μοστενιτσιάνικο».

Μ..νί Μοστενιτσιάνικο κι ας είναι γ…..ένο. (Η παροιμία αναφέρεται στο κάλος των γυναικών της Μοστενίτσας).

Αλλιώς γ…όνται στη Μοστενίτσα και αλλιώς στη Μπροστοβίτσα. Η έκφραση δείχνει ότι ερωτοτροπούσαν διαφορετικά από τόπο σε τόπο.

Στην τοπική λαογραφία έχει καταγραφεί,ακόμη, μια ερωτική ιστορία μεταξύ του Λιμάζαγα, (Τουρκαλβανού με καταγωγή από το Λάλα, που είχε έδρα την Μοστενίτσα), και της Ελένης, μια από τις τρείς θυγατέρες του πλούσιου προεστού από το Λιβάρτζι, του Χριστόδουλου Παπαδόπουλου.  Η Ελένη αγάπησε τον Λιμάζ και εγκαταστάθηκε στον πύργο του στη Μοστενίτσα. Τότε, δημιούργήθηκε μεγάλη αναστάτωση στην τοπική κοινωνία και ο πατέρας της Ελένης προκάλεσε δίκη για να πάρει πίσω την κόρη του. Οι Τούρκοι δικαστές, για να αποφύγουν τα επεισόδια, συγκρότησαν το δικαστήριο στα Τριπόταμα, προς την πλευρά της Αρκαδίας, που ήταν ουδέτερο έδαφος για τους αντίδικους. Δεν βρέθηκε κατάλληλο οίκημα που να εξασφαλίζει την ασφάλεια του δικαστηρίου και λόγω της μεγάλης ζέστης του καλοκαιριού, εκεί γύρω στα 1812,  αποφάσισαν να γίνει η δίκη κάτω από το ίσκιο ενός μεγάλου πλάτανου. Από το Λιμάζη και την Ελένη γεννήθηκε ένα αγόρι, ο Χριστόδουλος και ένα κορίτσι, η Μαρία που τους δόθηκαν τα προσωνύμια Τουρκάκης[19] και Τουρκο- Μαρία.

 Χιλιοτραγουδημένη με πολλές παραλλαγές η Ελένη τραγουδιέται από τότε σε όλη την Ελλάδα.

 ΠΟΥ ΠΑΣ, ΕΛΕΝΗ, ΑΠΟ ΒΡΑΔΙΟΥ

– «Πού πας, Ελένη, από βραδιού, πού πας τώρα το βράδυ;»

– «Πάου στη θεια μου τη Γιαννιού, πάου να προσκυνήσω,

να γνέσω τα βαμβάκια μου, να ξάνω τα μαλλιά μου,

να φτιάσω του Λιμάζαγα ένα χρυσό γαϊτάνι».

Λιμάζης με τον ταμπουρά κ’ η Ελένη με τη ρόκα,

εσυχνοαπαντιώσαντε στου μαγαζιού την πόρτα.

Σκύβει ο Λιμάζης τη φιλεί στα μάτια και στα φρύδια.

– «Τι με φιλείς, Λιμάζαγα, στα μάτια και στα φρύδια,

που μ’ έχει η μάννα μ’ ακριβή κι ο κύρης μου χαδιάρα;»

Και του σεΐζη φώναξε και του σεΐζη λέει:

– «Σεΐζη, σέλλωσ’ τ’ άλογο και βάλ’ του και τη σέλλα,

να καβαλίκει το Λενιώ, να πάει στη Μοστενίτσα».

(Δημητρίου Α. Πετρόπουλου, «Πελοποννησιακά δημοτικά τραγούδια», «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά», 1960, σ. 87)

ΣΤΗ ΜΟΣΤΕΝΙΤΣΑ ΝΥΧΤΩΣΑ

Στη Μοστενίτσα νύχτωσα σ’ ενού παπά το σπίτι

κι ακούω νταβούλια να βαράν, καλάμια να σφυράνε.

Λιμάζ-αγάς παντρεύεται και παίρνει την Ελένη

και στο τζαμί την πήγαινε, να πάει να προσκυνήσει,

μ’ εκείνη αντιπάταγε και στο τζαμί δεν πάει.

Κι ούλος ο κόσμος έλεγε, κι ούλος ο ντουνιάς λέει:

Με γεια σου Τούρκο τη Ρωμιά, με γεια σου την Ελένη.

(Αφήγηση Ντίνου Αργυρόπουλου από τον οικισμό Πετρούλες Καρδαμά του δήμου Αμαλιάδας)

ΠΟΥ ΠΑΣ, ΛΕΝΙΤΣΑ

– «Πού πας, Λενίτσα, μοναχή τώρα το βράδυ-βράδυ;»

– «Πάω στη θεια μου τη Γιαννιού, πάω να νυχτερέψω,

να γνέσω τα σκουτάκια μου, να φκιάσω τα προικιά μου,

βρακί να φκιάσω κεντητό του αρραβωνιαστικού μου,

να φκιάσω κεντηστόμπολα γι’ αυτή τη πεθερά μου».

Κι η Ελενίτσα, αντί να πάει στη Γιαννιού τη θειά της,

εχτύπησε στου φίλου της και αγαπητικού της

κ’ έγνεσε εκεί και ύφανε φιλιά όλη τη νύχτα.

Αυτά ήσαν τα γνεσίματα, αυτά ’σαν τα προικιά της.

(Π. Αραβαντινού, «Δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου» (ανατύπωση), εκδόσεις Δαμιανός - Δωδώνη, Αθήνα 1996, σ. 177, αρ. 271)

ΤΟ ΛΕΝΑΚΙ                         

– «Πού πας, Λενάκι μ’, μοναχή τώρα το βράδυ - βράδυ;»

– «Πάω στη θεια μου τη Γιαννιού, πάω να νυχτερέψω,

να γνέσω το μπαμπάκι μου, να φκιάσω τα προικιά μου,

να φκιάσω μπόλια του γαμπρού, μπόλια της πεθεράς μου».

Πήγαν κι ανταμωθήκανε στου κατωγιού την πόρτα,

φιλεί ο Λιμάζης στο λαιμό, στα μάτια και στα φρύδια,

κι ανάμεσα στα δυο βυζιά δαγκαματιά της κάνει.

– «Γλήγορα φέρε τ’ άλογο, γλήγορα σέλωσέ το,

να βάλω πάνω το Λενιώ, να πάγει στην Αθήνα».

(Arnold Passow, «Ρωμαίικα τραγούδια», εκδ. Ν. Νίκας, - Σπανός, Αθήνα 1958, σ. 354)

Ένα από τα πολλά τραγούδια[20] αναφέρεται:

Στης Αρκαδιάς τον πλάτανο, πολλοί 'ναι μαζεμένοι…

Αρκαδιά  έλεγαν τότε και την Κυπαρισσία της επαρχίας Τριφυλίας,  του νομού Μεσσηνίας, που τελευταία προσπάθησε να οικειοποιηθεί το τραγούδι.[21]

Στην Μοστενίτσα βρέθηκα το καλοκαίρι του 2009 μαζί με τον φίλο μου Ηλία Τουτούνη, προσκεκλημένοι από τον παπα-Φίλιππο, ένα δραστήριο Ιερέα και λάτρη της δημοτικής μας παράδοσης. Προγραμματίζουμε σύντομα να γίνει στη Μοστενίτσα, η τέταρτη συγκέντρωση, για τη διάσωση και ανάδειξη του ηλιακού δημοτικού τραγουδιού.

Κώστας Παπαντωνόπουλος Γενάρης 2010

Διορθώστε ή συμπληρώστε το άρθρο.

H σελίδα εμφανίζεται καλά με Mozila Firefox  (http://www.mozila.eu)



[1]  Είναι το «παλιό» της σλάβικο όνομα, που άλλαξε το 1928

[2] Ένας σύγχρονος σλαβολόγος, ο Γερμανός Max Vasmer, το 1941, προχώρησε και στη δημοσίευση στατιστικού πίνακα των "σλάβικων" τοπωνυμίων του ελλαδικού χώρου, στο "Die Slaven in Griechenland" (Berlin, 1941), χρησιμοποιώντας και απόψεις άλλων σλαβολόγων.

[3] Την ονομασία αυτή αναφέρει και ο Αlbergetti.     

[4] Bon, Α., "La Moree Franque". Γάλλος καθηγητής. Recherches historiques, topographiques et archeologiques sur la Principaute d' Achaie (1205-1430), τ. 1-2, Paris 1969, σελ. 344

[5] Οι βασιλείς επέλεγαν τη θέση των τάφων τους στο πλησιέστερο δυτικό ύψωμα της πόλης. Αυτό συμβόλιζε  τη δύση της ζωής τους.

[6] Στην πόλη αναφέρονται ο Πολύβιος (4,70), ο Παυσανίας, ο Στράβωνας και άλλοι ιστορικοί και περιηγητές.

[7] Βασίλης Παναγιωτόπουλος. Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος-18ος αιώνας,  Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, σελ.319. Αντίγραφο βενετικού εγγράφου, B. 31 αριθ. 82, φ. 81 - 82. Αντίγραφο του ελληνικού εγγράφου στα βενετικά φ. 80 r-v. 18 Απριλίου 1699

[8] Σημειώνουμε ότι στην απογραφή των Τούρκων το 1462 μ.Χ. και των Ενετών το 1700 μ.Χ. οι περισσότεροι κάτοικοι δεν επεγράφησαν

[9] Στο Τeritorio(επαρχία) Καρίταινας στις απογραφές από το 1700 έως το 1879 σελ. 344 αναφέρονται κάτοικοι: α. 1698 = 61, β. 1699 =62, γ. 1699 = 59, δ. 1704 =22, ε. 1815 = 97, ς. 1820 =91, ζ. 1822 =28, η. 1829 =143, θ. 1849- 1879 = 63

[10] Στο έγγραφο αναφέρεται η  Μοστενίτσα  με αυξ. αριθ. 60 και  37  σπίτια, η Νεμούτα με αυξ. Αριθ. 61,  με 5 σπίτια και το Μοναστηράκι  με αυξ. αριθ. 62, με 15 σπίτια όπου συντηρούσαν 3 Δραγόνους

[11] Πρόκειται για το γνωστό επεισόδιο της δράσης της ομάδας των Χονδρογιανναίων στη Χελωνοσπηλιά, με τον Ταμπακόπουλο και τον Τούρκο Σεϊδη Λαλιώτη και τη συνοδεία του. Εδώ έπεσε η πρώτη ντουφέκια για τον ξεσηκωμό του έθνους στις 16 προς 17 Μαρτίου 1821.

[12]  «Ο Πύργος και η Ηλεία στην επανάσταση και στα χρόνια του Καποδίστρια», Κωνσταντίνος Γρηγορίου Κυριακόπουλος, Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ηλείας, 2003

[13] Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακοπούλου, «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», Αθήνα 1950

[14] Μ. Κάπου, «Μνήμες Ηλείων Ηρώων»

[15] Ο Άγιος Γεώργιος, η «Μητρόπολη» της Ορεινής είναι βυζαντινό μνημείο που χτίστηκε στα τέλη το 12ο αιώνα. Εδώ ορκίζονταν οι Τέκτονες Ιππότες.

[16] Παναγία η Καθολική ή Καθολικιώτισσα, που  αναφέρεται στα μνημεία της ελληνικής ιστορίας του γιατρού  του 18ου αιώνα Κωνσταντίνου Σάξα . Πολλές άλλες μαρτυρίες αναφέρεται και από τον Ακαδημαϊκό Δημήτριο Ζακυνθινό.

[17] Βύρων Δάβος, “Τοπωνύμια της Ηλείας”

[18] Τις παροιμίες και τα τραγούδια μου παραχώρησε ο φίλος μου λαογράφος ερευνητής και συγγραφέας Ηλίας Τουτούνης.

[19] «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» 1960, Δημητρίου Α. Πετρόπουλου, άρθρο: Πελοποννησιακά δημοτικά τραγούδια, σ.85- 87

[20] Πολλοί θρύλοι κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα για τη γενναιότητα και την ανδρειοσύνη του Γιώργη Κοντοβουνήσιου που καταγόταν από το χωριό Σκλήβα της Ηλείας.

Έγειρ’ ο ήλιος, έγειρε και πάει να βασιλέψει

κι ο δόλιος Γιώργης έφυγε, κι ο δόλιος Γιώργης πάει

και πάει στην Κοντοβάζαινα, πάει στη Μοστενίτσα.

Πάει να βαφτίσει ένα παιδί, να βάλει τ’ όνομά του.

Το βάφτισε το μύρωσε, του ’δωκε τ’ όνομά του.

Φλωριά κερνάει το παιδί και γρόσια τον κουμπάρο

και τις κουμπαροπούλες του όλο λιανοπαράδες.

(Κωνσταντίνου Ι. Βασιλόπουλου, «703 δημοτικά τραγούδια», Τρίπολη 2000, σ. 255, αρ. 35)

[21] Την απάντηση  δίνει, εδώ, εμπεριστατωμένα, με την πολύχρονη έρευνα του, ο φίλος μου, ερευνητής λαογράφος και συγγραφέας Ηλίας Τουτούνης, στο άρθρο του «Λιμάζ και Ελένη» στην ιστοσελίδα www.antroni.gr.

Σχάλια στο facebook:

Μοστενιτσάνοι Πάτρας Κύριε Παπαντωνόπουλε ως Μοστενιτσάνοι της Πάτρας σας ευχαριστούμε πάρα πολύ εσάς καθώς και σε όσους συμετείχαν για να μας χαρίσετε αυτό το σπουδαίο αφιέρωμα για το χωριό μας. Ανοίγοντας την σελίδα σας στο διαδίκτυο βλέπουμε ότι δίνεται μεγάλο αγώνα ο οποίος μας βρίσκει συνοδοιπόρους, γιαυτό όπου θεωρείσετε κάποια στιγμή ότι μπορούμε να βοηθήσουμε θα το κάνουμε με μεγάλη χαρά. Και πάλι σας ευχαριστούμε.

Εκτύπωση