Ο δάσκαλος, ο Θανάσης ο Παπαναστασόπουλος, ήταν άτομο έντονα πολιτικοποιημένο και μάλιστα διέθετε και κομματικούς οπαδούς, που τον ακολουθούσαν ως ομάδα δράσης.
Εξαιτίας δε αυτής της δράσης του υπέστη αρκετές διώξεις από τους κομματικούς του αντιπάλους. Εκτός των άλλων ποινών, κάποτε του επιβληθεί από τον προϊστάμενο – επιθεωρητή του η ποινή της προσωρινής του απόσπασης στο δημοτικό σχολείο Αντρωνίου, προκειμένου να καλύψει την απουσία του μοναδικού δάσκαλο του χωριού για το τελευταίο δίμηνο της σχολικής χρονιάς (Μάιο – Ιούνιο). Το Κούμανι είχε τότε δύο δασκάλους.
Έπρεπε τώρα ο δάσκαλος να ξεκινάει κάθε πρωί με τα πόδια από το Κούμανι, όπου ήταν η οικογένειά του, για το Αντρώνι και το βράδυ να ξαναγυρίζει. Τότε τα σχολεία λειτουργούσαν πρωί και απόγευμα με μία δίωρη διακοπή το μεσημέρι. Ο δάσκαλος άρχισε την καθημερινή αυτή μετακίνηση του που μέρα τη μέρα αποδεικνυόταν πραγματικό μαρτύριο, αφού ήταν αναγκασμένος να περνάει από ρεματιές, να ανεβαίνει και να κατεβαίνει ανηφόρες και κατηφόρες με κακοτράχαλα που να του κόβεται η ανάσα.
Δεν έπαψε όμως να βασανίζει το μυαλό του για το πως θα απαλλαγεί από την μεγάλη αυτή δοκιμασία. Παραπονέθηκε για άλλη μια φορά στον προϊστάμενο του μήπως και ανακαλέσει την απόσπαση του, αλλά μάταια. Δεν παραιτήθηκε και πάλι. Δεν μπορεί, θα υπάρχει λύση, έλεγε, και πρέπει να την βρω. Τότε κατέβασε το σχέδιο του. Άφησε με κάποια μισόλογα και υπονοούμενα να διαδοθεί στους μαθητές του ότι είναι βαριά άρρωστος και μάλιστα από την μάστιγα της εποχής εκείνης, τη φυματίωση, μια αρρώστια θανατηφόρα και λίαν μεταδοτική.
Το νέο διαδόθηκε σε ελάχιστο χρόνο σε όλο το χωριό, στο Αντρώνι και έγινε σε όλους πιστευτό και για έναν άλλο ακόμη λόγο: γιατί ο δάσκαλος ήταν από τη φύση του άτομα καχεκτικό και φιλάσθενο. Όπως μάλιστα έλεγε ο ίδιος, την ασπιρίνη την αγοράζω με το κιλό.
Οι γονείς με το νέο που κυκλοφόρησε, αναστατώθηκαν, γιατί φοβήθηκαν για τα παιδιά τους, που καθημερινά ερχόντουσαν σε συναναστροφή με το δάσκαλο.
Θα προτιμούσα να μείνουν τα παιδιά τους χωρίς δάσκαλο παρά να τους βρει μεγαλύτερο κακό. Δεν μπορούσαν όμως ανοιχτά να το δηλώσω ότι δεν τον θέλουν.
Δύο – τρεις μέρες αργότερα κατά την μεσημεριανή ανάπαυλα ο δάσκαλος ήταν στο καφενείο του χωριού και συζητούσε με τον παπά και κάποιους άλλους χωρικούς, γονείς των μαθητών. Κάποια στιγμή κουβέντα έφτασε και στο πρόβλημα του δασκάλου και στην πεζοπορία που υποβάλλεται καθημερινά να πηγαινοέρχεται Κούμανι – Αντρώνι μέσω Γκούρας.
Τότε ο παπάς του λέει:
— Άκου να σου πω δάσκαλε… Δεν είναι ανάγκη νάρχεσαι κάθε μέρα βρε αδελφέ! Τι, Πανεπιστήμιο θα το κάνουμε εδώ! Θα τα μάθουνε και του χρόνου τα παιδιά!
Ο παππάς βέβαια όλα αυτά δεν τα λέγε τόσο από συμπάθεια στο δάσκαλο αλλά από το φόβο της μετάδοσης της αρρώστιας στα παιδιά. Γιατί είχε κι αυτός παιδιά στο σχολείο.
Ο δάσκαλος αντιτάχθηκε:
Α, μπα! Αυτό δε γίνεται! Όχι, δεν μπορεί να λείπω! Μάλιστα αν το μάθει ο επιθεωρητής;
Τότε πετάχτηκαν με μία φωνή όλοι, παππάς και γονείς:
– Μη σε νοιάζει γι’ αυτό δάσκαλε … από μας σου δίνουμε το λόγο μας ότι δεν θα το μάθει ποτέ.
Από κείνη την ημέρα δεν ξανά πήγε ο δάσκαλος στ´ Αντρώνι και δεν τον ενόχλησε κανείς, μέχρι ότου έληξε το δίμηνο της περιπέτειας του. Πήγε μόνο στο τέλος του Ιουνίου, στις εξετάσεις, για να δώσει τα απολυτήρια.
Την ιστορία αυτή μας την μετέφερε ο Χαράλαμπος Παπαγιάννης του Θεμιστοκλή.
Από το βιβλίο: Κουμανιώτικες ανέκδοτες ιστορίες 18-19 σελ.. Αθήνα 2010. Χαράλαμπος Σ. Παπαγιάννης