Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΠΑΝΟΣ ΣΤΗ ΓΚΑΠΕΛΗ

Frontpage Εμφανίσεις: 64828

Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

   Μια βολά κι ένα γκαιρό οι παλαιοί μολογάγανε ότι στους μπίτ πολύ παλαιούς χρόνους στον ντόπο μας, ζούσανε κάτι τρανοί αντρώποι που τους λέγανε γίγαντες. Τότενες ήσαντε και κάτι άλλοι αντρώποι πολύ μικρούληδες νάνοι και ούλοι τους ήσαντε σπανοί, χωρίς γένια, αλλά μολογάγανε ότι ήσαντε πολύ έξυπνοι «κωλοφωτιές»!

Μια φορά, όπως μολογάγανε βαθειά μέσα στην γκάπελη,  ζούσε ένας από δαύτους τους γίγαντες και εκειά που ερχότανε τρογύρω μέσα στην γκάπελη αντάμωσε ένα σπανό που ζούσε κι αυτός εκεί σε μια ραποκαλύβα μπίτι κουρούνης μοναχός του.

Μόλις τον είδε ο γίγαντας του λέει:

-Έλα κοντά μου να με βοηθάς στις δουλειές μου!

Τι να κάμει ο σπανός ήθελε δεν ήθελε του είπε ναι, γιατί άμα του έλεγε όχι, μια χαψιά τον είχε ο γίγαντας και πάει καλιά του!

-Πάμε στην σπηλιά μου, του λέει, και εκεί θα σου ειπώ τι δουλειές θα κάνεις.

Μόλις φτάσανε και μπήκανε μέσα στην σπηλιά ο γίγαντας έβγαλε κάτι μεζέδες και άρχισε κλάπα – κλούπα να τους κλαπακώνει και πέταγε και κανένα μικρό κομματάκι του σπανού λέγοντάς του, φάε και του λόγου σου.

Τι να φάει ο κακομοίρης ο σπανός, μια μπουκιά του γίγαντα ήτανε. Έφαγε το πρώτο κομμάτι ο γίγαντας, αρπάζει και άλλο και το έτρωγε.

-Φάει μωρέ τσουτσουρδέλι, φάει τρομάρα σου και εσύ λίγο. Εγώ από το πρωί έχω φάει ένα βόιδι και δεν μπορώ να φάου κι άλλο τώρανες.

-Ορέ έφαγες ένα ολάκερο βόιδι; Του λέει ο σπανός.

-Εεεέ τι είναι για μένα ένα ολάκερο βόδι!

Μετά κάτσανε και κουβεντιάζανε μέχρις που σούρπωσε  και άρχισε μέσα στην σπηλιά να κάνει κρύο.

Τράβα ρε τσουτσουρδέλι στο λόγγο να φέρεις ξύλα ν’ ανάψουμε φωτιά για να πυρωθούμε. Ο σπανός παίρνει ένα σχοινί και όταν έφτασε στο δάσος πιάνει πεντέξι κορμούς τους δένει με την τριχιά και τους τράβαγε να τους πάει στην σπηλιά του γίγαντα.

Αλλά ο δόλιος δε δυνώτανε να τραβήξει, τόσο τρανό βάρος, ζοριζότανε και αγκομάχαγε.

Το χασομέρισμα του σπανού, έκανε τον γίγαντα να πάει να ιδεί τι κάνει τόσες ώρες που δεν φάνηκε ακόμη με τα ξύλα. Πάει και αυτός στο δάσος και βρήκε τον σπανό να τραβάει τους κορμούς.

-Ρε τι κάνεις εδώ;

-Να λέω για να μην πηγαίνω συνέχεια για ξύλα τα φέρνω ούλα με μιας!

-Ρε άστα είναι βαριά για σένα και τα φορτώθηκε μόνος του και τα μετέφερε στην σπηλιά του.  Και έτσι ο πονηρός σπανός γλίτωσε το κουβάλημα των ξύλα.

Την άλλη μέρα που έκιωσε το νερό, λέει ο γίγαντας στον σπανό να πάρει το ασκί από ένα τεράστιο βουβάλι και να πάει στο ποτάμι να φέρει νερό να πιούνε. Παίρνει το ασκί ο καψερός ο σπανός και κατεβαίνει στο ποτάμι για νερό, όμως το ασκί ήτανε τρανύτερο από δαύτονε. Πήγε σιμά στο λαγκάδι το γιόμισε και το έδεσε να μην χύνεται το νερό, αλλά δεν μπόρηγε να το κουνήσει ρούπι. Τι να κάνει σκέφθηκε πάλενες να γελάσει τον γίγαντα. Τότενες πήρε ένα ξύλο και άρχισε τάχατις ν’ ανοίγει ένα αυλάκι και στις όχθες του αυλακιού έβανε λιθάρια. Ο γίγαντας είδε που άργηγε πάλενες ο σπανός και ροβόλησε κάτου από την σπηλιά να ιδεί τι κάνει τόσες ώρες. Τηράει και τόνε βλέπει να έχει γιομάτο το ασκοβούβαλο και ν’ ανοίγει το αυλάκι.

Τότενες του λέει:

-Τι κάνεις εκεί ρε σπανέ;

-Να δεν μπόρηγα να φέρω το ασκί απάνου και είπα ν’ ανοίξω αυλάκι να φέρω το ποτάμι κοντά στην σπηλιά για να μην ερχόμαστε κάθε τόσο για νερό.

-Α ρε βλάκα, έρχεται το ποτάμι τόσο ψηλά;

Και άρπαξε το ασκοβούβαλο στον ώμο του και το ανέβασε στην σπηλιά και έτσι πάλενες ο παμπόνηρος σπανός γλίτωσε.

Τον γίγαντα τον έτρωγε η περιέργεια όμως, γιατί σου έλεγε, τόσο μικρούλης ευτούνος ο σπανός και να έχει τόσο μπόλικο μυαλό;

Την άλλη μέρα λέει του σπανού να ιδούμε ποιος είναι πιο δυνατός και τσακ κάνει ο γίγαντας και βουτάει δυο τρανά λιθάρια με τα χέρια του και άρχισε να τα τρίβει μεταξύ τους.

-Βρες και εσύ λέει του σπανού και τρίψτα.

Ψάχνει ο σπανός μέσα στην σπηλιά αλλά που να βρει λιθάρια. Σε μια γωνιά εκεί που έψαχνε βρήκε δυο κεφάλια τυρί, τα πήρε και πήγε μπροστά στον γίγαντα και άρχισε να τα τρίβει. Ο Γίγαντας πολέμαγε να τρίψει τα λιθάρια αλλά δεν τρίβανε, ενώ το τυρί σε λίγο το έκανε ο σπανός κομμάτια. Ο γίγαντας τα έχασε δεν ήξερε τι να κάνει αφού έβλεπε τον σπανό να είναι πιο έξυπνος και τώρα με τα λιθάρια να του βγει πιο δυνατός.

Πέρασε κάμποσος καιρός και ο γίγαντας λέει μια μέρα στον σπανό.

-Έλα σπανέ να παλέψουμε να ιδούμε ποιος είναι πιο δυνατός!

Κινήσανε και ανεβήκανε σ’ ένα μαρμαρένιο αλώνι και αρχέψανε να παλεύουνε. Μια από εδώ, μια από εκεί ο γίγαντας τήραγε να τσακώσει τον σπανό και να τον ζυμουριάσει. Σε κάποια στιγμή πάρα τις κόνξες του σπανού τον βούτηξε από την μέση και άρχισε να τον σφίγγει για να τον σκάσει. Από το ζόρι πεταχθήκανε όξω τα μάτια του σπανού και μόλις τα είδε ο γίγαντας του λέει:

-Τι έπαθες ρε σπανέ και έγινες έτσι;

Ο σπανός από το σφίξιμο ίσα - ίσα που ανάσαινε και βαριά του λέει:

-Να τώρα που παίρνω τρανή δύναμη, τηράω τρογύρω μου σε ποιο ρέμα ή βουνό να σε πατάξω.

Μόλις άκουσε αυτό ο γίγαντας τρόμαξε και άφηκε κάτου τον σπανό. Κι έτσι με την πονηράδα του ο σπανός γλίτωσε γιατί από εκείνη την μέρα ο γίγαντας φυλαγότανε από τον σπανό μη τόνε σκοτώσει και έτσι μια μέρα του είπε άμα θέλει να φύγει. Ο σπανός με την πονηράδα του τον είχε καταφέρει και από εκείνη την ημέρα τον είχε του χεριού του και τον έβανε και έκανε ούλες τις δουλειές σαν υπερέτης του.

kapeli146 K.Z.

Εκτύπωση