191 χρόνια από τη μάχη στο Πούσι

Γονική Κατηγορία: Διάφορα Εκδηλώσεις Εμφανίσεις: 15341

Στο Πούσι, το γεωστρατηγικό χώρο που αγναντεύει το οροπέδιο του Λάλα, εκεί που οι ελληνικές δυνάμεις τον Ιούνιο του 1821 έστησαν το στρατηγείο τους απέναντι στους τουρκαλβανούς Λαλαίους, γιορτάστηκε με κάθε λαμπρότητα και επισημότητα η 191η επέτειος της μεγάλης νίκης. Οι εκδηλώσεις «άρχισαν» με την τέλεση της Θείας λειτουργίας και της δοξολογίας στο εκκλησάκι της Αναλήψεως χοροστατούντος του Επισκόπου Ωλένης κκ Αθανασίου. Στην συνέχεια στο χώρο του μνημείο πεσόντων εψάλει επιμνημόσυνη δέηση και ακολούθησε κατάθεση στεφάνων εκ μέρους εκπροσώπων της κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων, της περιφερειακής και δημοτικής αυτοδιοίκησης, των απογόνων των πολεμιστών, και των λοιπών φορέων και αρχών.

Κατόπιν οι εκδηλώσεις συνεχιστήκαν στην πλατεία του αίθριου χώρου με χαιρετισμούς, ομιλίες για το ιστορικό της ημέρας, απαγγελίες ποιημάτων και παραδοσιακούς χορούς.

Στην ομιλία του ο δήμαρχος Αρχαίας Ολύμπιας Θύμιος Κοτζιάς υποδεχόμενος τους επίσημους και αφού ευχαρίστησε τους παρευρισκομένους μεταξύ άλλων τόνισε:

 

«Το μήνυμα της επανάστασης των Ελλήνων το 1821 είναι διαχρονικό και επίκαιρο παρά ποτέ. Η επανάσταση ήταν εθνικό-κοινωνική. Έβαζε ως στόχο την εθνική ανεξαρτησία και ελευθερία αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο αγώνας των Ελλήνων επαναστατών απέδειξε ότι τίποτα και ποτέ δεν μας χαρίστηκε .Ότι κερδίσαμε το κερδίσαμε με θυσίες και ποτάμια αίματος . Μάλιστα όταν καταφέρναμε να είμαστε ενωμένοι τότε πράγματι αποδεικνύαμε ότι μπορούσαμε να κάνουμε «θαύματα».».

Συνεχίζοντας ο δήμαρχος τόνισε:

« Οι μέρες που ζούμε είναι δύσκολες. Καλούμαστε όμως να ανταπεξέλθουμε την κατάσταση αυτή. Ο αγώνας του 1821 αποτελεί μεγάλο παράδειγμα. Αποτελεί πυξίδα στις όποιες δυσκολίες και αν μας τύχουν .»

 

 

Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο Ηλίας Τουτούνης , λαογράφος και πρόεδρος του συλλόγου «Ωλονός». Ο κ Τουτούνης αναφέρθηκε στο χρονικό της μάχης , στους επικεφαλής των ελληνικών και των τουρκικών δυνάμεων, στα σημεία που έκριναν την έκβαση του αγώνα , καθώς και στα τραγούδια και τους θρύλους που ακολούθησαν, με την πάροδο του χρόνου, από την μεγάλης σημασίας μάχη .

Η Ανέτα Γεωργουλοπούλου, από την Αρχαία Ψοφίδα με μοναδική φωνή ακάπελα τραγούδησε το δημοτικό «τι έχεις καημένε κόρακα».

Η συνέχεια δόθηκε από τους μαθητές από την Αχλαδινή οι οποίοι απήγγειλαν ποιήματα με αναφορά στην μάχη, το Πούσι και το Λάλα.

Τα χορευτικά τμήματα των πολιτιστικών συλλόγων Κουμανίου , «Μπάλος» της Κεφαλονιάς και «Πούσι» Αχλαδινής χόρεψαν παραδοσιακούς σκοπούς και τραγούδια.

Στην συνέχεια εκ μέρους του δήμου Αρχαίας Ολυμπίας παρατέθηκε γεύμα προς όλους τους παρευρισκομένους.

Ομιλία του κ. Ηλία Τουτούνη

Κυρίες και Κύριοι

Σήμερα, όπως κάθε χρόνο, είμαστε εδώ στο ηρωϊκό Πούσι, για ν' αποτίσουμε φόρο τιμής στους ήρωες προγόνους μας, που με τους αγώνες και με το αίμα τους, τίμησαν την Πατρίδα μας, κάνοντας, υπερήφανους εμάς τους σημερινούς Έλληνες. Η σημερινή επέτειος είναι μια διπλή γιορτή μεγίστης σημασίας, διότι σήμερα γιορτάζουμε δύο σημαντικά γεγονότα. Τιμούμε, πρώτον την μεγαλύτερη νίκη των Ηλείων κατά την επανάσταση του 1821 εδώ στο Πούσι και δεύτερον την επέτειο της Ηλειακής Παλλιγενεσίας.

Μετά την επανάκτηση του Μοριά από τους Ενετούς και την υπογραφή της συνθήκης του Πασσάροβιτς, το 1715, μεταξύ Ενετών και Τούρκων, έγινε και η οριστική αποχώρηση των Ενετών. Προς παγίωση της κατοχής του, ο σουλτάνος αναγνώρισε ως μπισασήδες (δηλ. συνταγματάρχες) τους αρχηγέτες των επτά Τουρκικών οικογενειών, οι οποίες κατήλθαν στην Πελοπόννησο. Μεταξύ αυτών και των Χοτομαναίων στην Γαστούνη της Ηλείας. Παράλληλα, εδώ στο Λάλα, είχε αναπτυχθεί και εδραιωθεί ένα μεγάλο τσιφλίκι από μια ισχυρή φάρα, που ονομάζονταν Ισμαηλαίοι. Λέγεται, ότι ο πρώτος οικιστής στο Λάλα ήταν ο Ισμαήλ Αγάς. Ο οποίος, ηγούμενος μιας πολυάριθμης ομάδας Αλβανών, προερχομένων από την Μεθώνη και την Κορώνη, εγκαταστάθηκαν και κατασκήνωσαν στην θέση, που σήμερα ονομάζεται Λεντζέϊκα. Ο Ισμαήλ αγάς, θέλοντας να εδραιώσει και ν' αναδείξει την δύναμή του, εφάρμοσε το περίφημο «μπισελάμιν-αμινιόν», δηλαδή κήρυξε το Λάλα σε άσυλο, για οποιονδήποτε ήθελε να εγκατασταθεί στον οικισμό. Έκτοτε, άρχισαν να συρρέουν πλήθος τουρκαλβανών και ιδίως κακοποιά στοιχεία διαφόρων εθνικοτήτων.

Μετά την καταστροφή των Αλβανών στην Τρίπολη το έτος 1769, όσοι Αλβανοί κατάφεραν και διεσώθησαν, κυνηγημένοι κατέβηκαν στο Λάλα και αφού ενσωματώθηκαν με τους Ισμαηλαίους, δημιούργησαν μια φάρα, τους ονομαστούς πλέον στην ιστορία μας, Λαλαίους Τουρκαλβανούς. Αυτοί, απόκτησαν φοβερή δύναμη και συν το χρόνο αφομοίωσαν τους αδύναμους Χοτομαναίους και έγιναν επικίνδυνη πληγή για τους Χριστιανούς, τους Μωαμεθανούς, ακόμη και για την Υψηλή Πύλη. Αν θυμηθούμε αποστασία Αλή Φαρμάκη, απόπειρα σύστασης του Δυαδικού Προτεκτοράτου του Μοριά και περίπτωση Σεΐντ και Αζίζ Αγά.

Ατίθασοι, ληστρικοί, φοβεροί πολεμιστάδες και επιδέξιοι καβαλάρηδες, ίδιοι Κένταυροι, καταδυνάστεψαν επί πενήντα χρόνια τους δύστυχους ραγιάδες με ατιμασίες, λεηλασίες και φόνους. Αυτοί οι άξεστοι τουρκαλβανοί, βρίσκονταν σε πλήρη στρατιωτική πειθαρχία, ήταν άρτια εκπαιδευμένοι, πανίσχυροι, σκληροτράχηλοι, αλλά και αιμοβόροι. Σήμερα θα λέγαμε, ότι ήταν οι ειδικές δυνάμεις του στρατού των Τούρκων στο Μοριά, διότι όπου και όταν, οι κατά τόπους μονάδες των Τούρκων εμπλέκονταν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με τους κλέφτες και αδυνατούσαν ν' ανταποκριθούν στις πολεμικές διενέξεις, αποστέλλονταν οι Λαλαίοι και κατάπνιγαν τα επαναστατικά κινήματα.

Αρκετά γεγονότα έχουν καταγραφεί, κατά τα οποία η Πύλη είχε εξουσιοδοτήσει τους Λαλαίους να συνδράμουν και ν' αποκαταστήσουν την τάξη. Η πρώτη ήταν στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας το έτος 1750, στην Καστάνια της Μάνης το 1780, στην Τουρκοκερπινή το 1804 με τον Χασάν Φιδά κατά του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, επίσης το 1804 με τον Μούρτο Ζαρτοβά κατά του Θανάση Πετιμεζά, ακόμη η επιδρομή στο Λιβάρτζι το 1813 με τον Χασάν Φιδά κατά του Ξηντάκη Τομαρά, κ.λπ.

Κατά την έναρξη της επανάστασης του 1821, η Οθωμανική αυτοκρατορία, λόγω των σοβαρών προβλημάτων που είχε εντός και εκτός των συνόρων της, βρισκόταν σε πλήρη παρακμή και ακυβερνησία. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της, θεωρούνταν σχεδόν ανύπαρκτες, ενώ η διαφθορά είχε αποσυντονίσει σχεδόν όλες τις μονάδες της, οι οποίες θεωρούνταν ελλιπούς στρατιωτικής πειθαρχίας, αδρανείς, ανέτοιμες και απειροπόλεμες. Εξαίρεση δε, αποτελούσαν μόνο οι Λαλαίοι τουρκαλβανοί, δηλαδή η μόνη δύναμη, που ήταν στρατιωτικά αυτόνομη, επιχειρησιακά οργανωμένη, εμπειροπόλεμη και η μεγαλύτερη απειλή για τον επαναστατημένο Μοριά. Άρα, συμπεραίνουμε, ότι η έναρξη της επανάστασης στην Ηλεία, ήταν ένα πολύ μεγάλο και τολμηρότατο ρίσκο. Διότι τ' ανέτοιμα και απειροπόλεμα στρατιωτικά σώματα, που καταρτίζονταν κατά τόπους, επιχειρησιακά, ήταν αδύνατον να τους αντιμετωπίσουν. Εξάλλου, το ανάγλυφο του εδάφους, ιδίως στην πεδινή και ημιορεινή Ηλεία, όπου διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις, δεν επέτρεπε στους Ηλείους να αντιπαραταχθούν σε παράταξη μάχης.

Από τις πρώτες ημέρες της επανάστασης, στις σκέψεις και στα σχέδια των Λαλαίων αξιωματούχων, επικράτησε η πάγια τακτική τους. Δηλαδή, να εξορμούν από το Λάλα, προς κάθε εστία ανάφλεξης των εκάστοτε επαναστατικών κινημάτων, να επιτίθενται με πολυάριθμο στρατό κατά αυτών, να τα διασκορπίζουν, να σκοτώνουν, να τρομοκρατούν τον άμαχο πληθυσμό, να λεηλατούν και να πυρπολούν τα επαναστατημένα χωριά. Η συνήθης στρατηγική τους, σ' όλες σχεδόν τις ληστρικές εξορμήσεις, επέφερε τα επιθυμητά, προς αυτούς αποτελέσματα. Οι πρώτες επιτυχίες τους, ήταν το λύσιμο της πολιορκίας στο Χλεμούτσι, η λεηλασία και ο εμπρησμός του Πύργου και της Αγουλινίτσας, επίσης, η μάχη παρά το χωριό Λαντζόϊ και ο απροσδόκητος θάνατος του αρχηγού των όπλων της Ηλείας, Χαράλαμπου Βιλαέτη. Στην συνέχεια η εκστρατεία κατά της Πηνείας και Κάπελης, λεηλασία και πυρπόληση των χωριών και στο τέλος της επιχείρησης, η περίεργη εξόντωση του κλεφτοκαπετάνιου του Ωλονού, Γιώργη Γιαννιά. Επόμενο ήταν, μετά από αυτές τις απανωτές επιτυχίες τους, οι Λαλαίοι, να γίνουν ο φόβος και ο τρόμος των Ηλείων. Εξ' ου και η παροιμιώδης φράση: «Πλακώσανε Λαλαίοι». .

Μετά από αυτές τις απανωτές επιτυχίες, ενεθάρρυναν και θεώρησαν πλέον, ότι ήσαν ικανοί από μόνοι τους ν' αντιμετωπίσουν τους Έλληνες και αποφάσισαν να μην εγκαταλείψουν το Λάλα, μεταβαίνοντας στην Τρίπολη ή στην Πάτρα, αλλά να παραμείνουν και να υπερασπισθούν τον τόπο τους.

Ο αρχηγός των όπλων του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, εστιάζοντας το πρόβλημα που είχε ανακύψει, θεώρησε ως επιτυχημένο επιχειρησιακό σχέδιο, την στρατοπέδευση των επαναστατικών δυνάμεων, παραπλήσια του Λάλα, ακολουθώντας πιστά, την τακτική που εφάρμοσε και στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας.

Η δε ηγεσία των Ηλείων και της ευρύτερης περιοχής, για να μπορέσει ν' αντιμετωπίσει αυτή την ισχυρή και επικίνδυνη λαίλαπα, πραγματοποίησε ευρεία σύσκεψη και η απόφαση της ήταν κοινή. Δηλαδή να περιορίσουν τους Λαλαίους στον χώρο τους και να τους απασχολούν σε καθημερινή βάση, ώστε να μην αποστέλνουν στρατεύματα προς τις εστίες ανάφλεξης, να σταματήσουν την λεηλασία και να τους εμποδίσουν να σπεύσουν προς βοήθεια στην Τρίπολη.

Άμεσα, οι Γορτύνιοι μ' επικεφαλής τον Γιωργάκη Πλαπούτα και τον Δημήτριο Δεληγιάννη, οι Γαστουναίοι με τον Γεώργιο Σισίνη, οι Φαναρίτες με τον Τζανέτο Χριστόπουλο, οι Αρκαδινοί με τον Κωνσταντίνο Μέλλιο, οι Ζακυνθινοί με τον Διονύσιο Σεμπρικό, και οι Κεφαλλονίτες, υπό τους αδελφούς Μεταξά και τον Ανδρέα Πανά, συγκρότησαν ένα ενιαίο και αξιόμαχο στρατόπεδο. Η δύναμη κατ' αρχή συγκεντρώθηκε στην θέση Συκιά και αποτελούταν από 4.200 μαχητές, υπό την γενική αρχηγία του Γιωργάκη Πλαπούτα. Στο στρατόπεδο των Ελλήνων, επικρατούσαν δύο διαφορετικές απόψεις. Οι Επτανήσιοι, οι οποίοι αποτελούσαν την πιο οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, επεδίωκαν, να επιτεθούν αμέσως κατά των Λαλαίων, ενώ οι ντόπιοι, προτιμούσαν να οχυρωθούν περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία.

Στις αρχές Ιουνίου 1821, ο κεφαλλονίτης Παναγής Μεσσάρης, τους μετέφερε επιστολή των επτανησίων αρχηγών Κωνσταντίνου και Ανδρέα Μεταξά, Γεωργίου Φωκά, Βαγγέλη Πανά, Παναγιώτη Στρούτζα, Μιχαήλ Κουτουφά και Διονυσίου Σεμπρικού, που τους καλούσαν να παραδοθούν άνευ όρων. Αυτοί, εσκεμμένα άρχισαν να κωλυσιεργούν, υποστηρίζοντας, ότι την όποια απόφαση, θα έπρεπε να την πάρουν οι αρχηγοί τους, οι οποίοι απουσίαζαν από το Λάλα. Τοιουτοτρόπως, με διάφορες προφάσεις, προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο, με σκοπό ν' ασφαλίσουν το Λάλα με διάφορα οχυρωματικά έργα, να οργανωθούν, να συντονισθούν και στην συνέχεια να επιχειρήσουν για να διασπάσουν το ελληνικό στρατόπεδο. Επίσης, ως πρώτη κίνηση καλής θελήσεως έστειλαν ως απάντηση «ολίγα κεράσια του Λάλα και δύο ραβανιά δι' αγάπην» μη απαντώντας στις προτάσεις.

Τελικά, μετά από δύο ημέρες, θέλοντας να διασπάσουν το στρατόπεδο, απάντησαν στους Επτανήσιους, προτείνοντάς τους, να αποχωρήσουν εκείνοι, και τότε, οι Λαλαίοι, ως φίλοι, θα τους παρείχαν τα μέσα και την ασφάλεια κατά την αναχώρησής τους. Συσκεπτόμενοι οι επαναστάτες, και εκμεταλλευόμενοι την απουσία των Λαλαίων αρχηγών, αποφάσισαν να τους επιτεθούν από τρία διαφορετικά σημεία. Οι Γορτύνιοι, με τον Πλαπούτα και τον Δεληγιάννη, μαζί με τους Ολύμπιους του Χριστόπουλου, θα κινούνταν, κατά της θέσης Μπαστηρά. Οι Επτανήσιοι, υπό τους αδελφούς Μεταξά και τον Πανά, θα επέδραμαν κατά του Λάλα, ενώ οι Ηλείοι υπό τον Σισίνη και οι Καλαβρυτινοί του Φωτήλα, θα βάδιζαν προς το χωριό Δούκα και την πηγή Λουκίσσα.

Ξημερώματα στις 9 Ιουνίου, οι επαναστατικές δυνάμεις, υπέρ τους οκτακόσιους άνδρες, κατέβηκαν στην πεδιάδα του Λάλα και πραγματοποίησαν γενική επίθεση από τρία σημεία. Ο Γιωργάκης Πλαπούτας, ξεκινώντας από την Νεμούτα, προσπάθησε, δια μέσω Μπαστηρά να εισέλθει στο Λάλα, για να προκαλέσει σύγχυση. Οι Λαλαίοι, άγνωστο πως, είχαν τις ανάλογες πληροφορίες και γνώριζαν λεπτομερέστατα τα σχέδια του και αποδίδοντας τεράστια σημασία στη θέση Μπαστηρά, του έστησαν ενέδρα. Εκεί με μια μεγάλη δύναμη, εξαπέλυσαν εναντίον του σφοδρή αντεπίθεση, όπου διεξήχθη μια σκληρή και φονική μάχη, που διήρκησε περίπου έξι ώρες. Όμως μετά την απρόσμενη ενέδρα και αντεπίθεση των Λαλαίων, ο Πλαπούτας, αποκόπηκε με λίγους πολεμιστές του και λόγω της ανισορροπίας των δυνάμεων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει άτακτα.

Μέσα στη σύγχυση, μη υποστηριζόμενος, από ημέτερες δυνάμεις, και ένεκα του μεγάλου καύσωνα που επικρατούσε, καταδιωκόμενος προς Νεμούτα, άφησε την τελευταία του πνοή, στην θέση Μπαστηρά. Σ' αυτή την πρώτη και άνιση μάχη, φονεύθηκαν ακόμη 14 Έλληνες, ενώ οι απώλειες των Λαλαίων, ήσαν υπερδιπλάσιες. Ο απρόσμενος θάνατος του αρχηγού, είχε δυσμενή εξέλιξη και αρνητική επίδραση στο στρατόπεδο των Ελλήνων, διότι ήταν η αιτία, να αρχίσει η εσωστρέφεια αλλά και ν' αναβληθεί η γενική επίθεση κατά του Λάλα.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και η Πελοποννησιακή Γερουσία, αφού πληροφορήθηκαν για τον θάνατο του Γιωργάκη Πλαπούτα, έχοντας υπ' όψη τους, τις διαμάχες περί αρχηγίας, αντιλήφθηκαν έγκαιρα τον κίνδυνο διάλυσης του στρατοπέδου. Και δια τούτο στην θέση του αποθανόντος, απέστειλαν τον εμπειροπόλεμο αδελφό του, Δημητράκη Πλαπούτα.

Ο νεοδιορισθείς αρχηγός, έχοντας την μεγάλη εμπειρία των πρόσφατων αναμετρήσεων και νικών, με τους επιτελείς και οπλαρχηγούς του, επισκέφθηκε και επιθεώρησε όλους τους χώρους και εφόσον κατατοπίστηκε πλήρως, κατέστρωσε σχέδιο άμυνας και επίθεσης. Έπειτα, συγκέντρωσε τους πολεμιστές του και με υψηλό πατριωτικό φρόνημα, τους μίλησε για τις μεγάλες νίκες των Ελλήνων, και κατόρθωσε να τους ενώσει και να τους εμψυχώσει, ανεβάζοντας κατακόρυφα το πεσμένο ηθικό τους. Το πολεμικό σχέδιο του, ήταν να τοποθετήσει τις δυνάμεις του, σε ασφαλείς αλληλένδετους προμαχώνες, στις παρυφές της Κάπελης, στην θέση Μποτίνι, Άγιος Γεώργιος και Πούσι. Συνάμα κατασκεύασε αρκετά και συνεχόμενα ταμπούρια από κορμούς δένδρων στα ριζώματα αυτών των θέσεων, στις πηγές του νερού και σε διάφορα επιλεγμένα στρατηγικά σημεία. Με αυτό τον τρόπο ασφάλισε τις θέσεις άμυνας, στο οποίο βοηθούσε η υψομετρική διαφορά από το Λαλαίϊκο οροπέδιο και το πυκνό δάσος της Κάπελης. Αναφέρεται δε ότι καθημερινά διεξάγονταν συνεχείς αψιμαχίες και συμπλοκές για τον έλεγχο των πηγών του νερού, αυτών που βρίσκονταν περιμετρικά από το Λάλα, αλλά και για αυτές που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των επαναστατικών στρατευμάτων.

Οι δε Λαλαίοι όταν είδαν να καταφθάνει στο Λάλα, ο Γιουσούφ Σερεσλής Πασάς της Πάτρας, με μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, περίπου χιλίων Τουρκαλβανών, αναθάρρησαν. Ο Γιουσούφ, χωρίς να σπαταλήσει τον πολύτιμο για αυτόν χρόνο, καθώς φοβόταν επίθεση στην Πάτρα, ενημερώθηκε έγκαιρα για την κατάσταση των στρατοπέδων. Ταυτόχρονα, ανέλαβε την ηγεσία των πολεμικών επιχειρήσεων, και χωρίς ενδοιασμούς και καθυστερήσεις, σχεδίασε και οργάνωσε συντονισμένη επίθεση κατά των επαναστατών. Ο στόχος του ήταν να διαλύσει το στρατόπεδο των επαναστατών, και στην συνέχεια να επιστρέψει στην Πάτρα.

Στις 23 Ιουνίου ξημερώματα, ο Γιουσούφ, με όλες τις δυνάμεις που διέθετε, πραγματοποιεί γενική εξόρμηση, και με καλοσχεδιασμένες κυκλωτικές κινήσεις, διατάσσει γενική επίθεση στις θέσεις όπου ήταν οχυρωμένοι οι Έλληνες. Αρχικός στόχος του, ήταν ν' αποσπάσει τα κανόνια, που διέθεταν οι Επτανήσιοι και στη συνέχεια με το ιππικό του να τους αποδεκατίσει. Ο Γιουσούφ για να προκαλέσει σύγχυση και να τρομοκρατήσει τους επαναστατημένους Έλληνες, μεταμφίεσε όλες τις νεαρές γυναίκες σε άνδρες ιππείς πολεμιστές, για να επιδείξει μεγάλο όγκο δυνάμεων. Ο Ανδρέας Δεληγιάννης στην εφημερίδα «Μέριμνα» γράφει: «Αι γυναίκες των Λαλαίων μετείχον του πολέμου εις την μάχη του Πούσι, παρευρέθησαν δε οθωμανίδες έφιπποι...» Οι Λαλαίοι, με αλαλαγμούς και συνεχείς τυμπανοκρουσίες και με την βοήθεια του ιππικού των, εξαπέλυσαν λυσσαλέα επίθεση εμβολίζοντας ταυτόχρονα, όλες τις θέσεις των Ελλήνων. Οι αμυνόμενοι, με υπερβολικό σθένος και με μεγάλη γενναιότητα απέκρουσαν τις σφοδρές επιθέσεις του Γιουσούφ και σ' όλα τα μέτωπα συνήφθη μια σκληρή μάχη εκ του συστάδην, σώμα με σώμα. Μετά από πολλές ώρες μάχης, οι Λαλαίοι μη δυνάμενοι να κάμψουν την ρωμαλέα αντίσταση των αμυνομένων, και η απρόσμενη αντεπίθεση που πραγματοποίησαν οι Έλληνες, ανάγκασαν τις δυνάμεις του Γιουσούφ, να υποχωρήσουν άτακτα και να κλειστούν στο Λάλα. Αν και για πρώτη φορά οι περισσότεροι Έλληνες, δέχθηκαν το βάπτισμα του πυρός, η ανδρεία των, έδειξε πάλι το μεγαλείο της.

Ο απολογισμός αυτής της αναμέτρησης, ήταν οι Έλληνες να χάσουν 84 άνδρες, ενώ από την εχθρική πλευρά, φονεύθηκαν περίπου τετρακόσιοι Τουρκαλβανοί. Μόλις άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, ο Γιουσούφ αγανακτισμένος και απογοητευμένος δια την αποτυχία του, μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφάσισε να εγκαταλείψει το Λάλα και να καταφύγει στην Πάτρα. Οι δε Λαλαίοι πλημμυρισμένοι από μεγάλο φόβο και χωρίς πολλές σκέψεις, τον ακολούθησαν όλοι με τις οικογένειές τους, αποχωρώντας μια για πάντα από τον τόπο τους. Την άλλη ημέρα, στις 24 Ιουνίου, οι επαναστάτες, αφού εισήλθαν στο έρημο Λάλα και υπό την επήρεια του φοβερού μίσους, που έθρεφαν εναντίον τους, λεηλάτησαν όλα τα οικήματα, και στην συνέχεια τα πυρπόλησαν, φοβούμενοι πάντοτε την επάνοδό των.

Ο επίλογος, αυτής της φοβερής αναμέτρησης, ήταν οδυνηρότατος για τους Λαλαίους και τον ονομάζω οδυνηρότατο, διότι ήταν η πρώτη φορά που οι ακατανίκητοι Λαλαίοι, όχι μόνο έχασαν την πιο σημαντικότερη μάχη που έδωσαν στην ιστορία τους, αλλά και ξεριζώθηκαν, μια για πάντα από τον τόπο μας. Η μεγάλη νίκη των Ελλήνων, σήμανε και το τέλος της επιβολής των Λαλαίων στην περιοχή. Συνάμα απέτρεψε την αποστολή δυνάμεων στην αποκλεισμένη Τρίπολη.

Η Ηλεία, μετά από αυτή την μεγάλη νίκη, συγκαταλέγεται από τις πρώτες επαρχίες που απελευθερώθηκαν. Από εκείνη την ημέρα αναπνέει τον καθαρό αγέρα της ελευθερίας και της ευημερίας. Μια μικρή εξαίρεση υπήρχε μόνο κατά την εισβολή του Ιμπραήμ το 1825, όπου δέχθηκε τις ορδές του.

Τιμώντας σήμερα, όλους αυτούς που πολέμησαν εδώ στο Πούσι, έχουμε, ακόμη μια ιερή υποχρέωση, και προτείνω στην νυν δημοτική αρχή, ότι μια ημέρα πρέπει να τιμήσουμε και τις ηρωΐδες γυναίκες των χωριών της κάπελης και τους έφηβους, που με την σειρά τους και αυτοί έδωσαν την δική τους μάχη, πολεμώντας και υποστηρίζοντας τους πολεμιστές πίσω από τα ταμπούρια. Οι οπλαρχηγοί, κατά την σύσταση των στρατοπέδων και πέραν από την επιχειρησιακή οργάνωση, άρχισαν με εντατικές κινήσεις και συντονισμένες προσπάθειες, να οργανώσουν την εφορεία για τον άμεσο σιτισμό των ανδρών τους. Για τον λόγο τούτο, οι ντόπιοι καπεταναίοι της Κάπελης, ανέλαβαν την πρωτοβουλία και στρατολόγησαν, γυναίκες και παιδιά, να συμβάλλουν στην επιχείρηση υποστήριξης και τροφοδοσίας του στρατεύματος, αλλά και όσες ήθελαν να πολεμήσουν.

Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά ονόματα γυναικών που συμμετείχαν στην μάχη στο Πούσι:

Αναγνωστοπούλου Τρισεύγενη, από Βερβινή.

Γραμματικοπούλου Παρασκευή, από Νεμούτα.

Δεσκανιώτη Τρυφώνη, από Μπέχρου.

Μαστρομπαλάση Μαρία, από Στρέζοβα, η οποία έπεσε στη μάχη στου Λάλα.

Μπαλάσκα Μάχη, από Κλειντιά.

Παπαδοπούλου Τριαντάφυλλη, από Αντρώνι.

Πρινοπούλου Γιαννίτσα, από Μπουκοβίνα.

Τόλιου Σύρμω, από Κάπελη.

Τσιφρήκα Χρύσω, από Κακοτάρι.

Μπελά Αντριάνα, από Κόκλα.

Ντάρμα Βασιλικούλα, από Μπουκοβίνα, όπου τραυματίστηκε στο Μποτίνι.

Ρούσα Αγγέλω, από Κούκουρα, η οποία σκοτώθηκε σ' ενέδρα ατάκτων Λαλαίων.

Ιστορικοί εκείνης της εποχής, για διαφόρους λόγους, που χρειάζεται ένα μεγάλο κεφάλαιο να αναπτύξουμε, αγνόησαν σημαντικούς αγωνιστές, και αρκετά γεγονότα που διαδραματίστηκαν και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα, εκείνη την ταραγμένη εποχή, εδώ στον τόπο μας και στα πεδία των μαχών.

Σήμερα, μετά από 191 χρόνια, όλοι εμείς ευλαβείς προσκυνητές, κλίνουμε νοερά το γόνυ, μπροστά στους τάφους των αθάνατων νεκρών μας. Και τους υποσχόμεθα, ότι είμαστε πανέτοιμοι, να υποστούμε κάθε θυσία, για να υπερασπιστούμε τα ιερά και τα όσια της φυλής μας. Και τους διαμηνύουμε ότι, όποτε και όταν χρειασθεί, θα βρεθούμε αντάξιοί τους, σε οποιοδήποτε Εθνικό κάλεσμα. Η σημερινή επέτειος, πρέπει να γίνει αφορμή, για να εξαγάγουμε μερικά χρήσιμα και ασφαλή συμπεράσματα, που θα μας οδηγούν, θα μας εμπνέουν στην εθνική μας ζωή, ή ακόμα θα μας αποτρέπουν, από πράξεις που υποσκάπτουν την ύπαρξή μας, σαν έθνος και σαν κράτος.

Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, και των σκληρών μνημονίων αισθανόμαστε, ότι κάποιοι εταίροι, μας έχουν κατεβάσει πολύ χαμηλά τον πήχη του εθνικού μας αναστήματος. Εμείς από αυτό το βήμα, στέλνουμε ένα ηχηρό μήνυμα, στους υπαλλήλους αυτής της εργολαβίας και σ' όλους τους ιστορικούς κακοποιούς, για τα όσα ανιστόρητα, προσπαθούν να προβάλουν. Και τους προειδοποιούμε να συνετισθούν, διότι την ιστορία μας, όσο κι αν θέλουν, δεν πρόκειται να την μεταλλάξουν. Αν και γνωρίζουμε άριστα, ότι όλοι τους, παραδειγματίζονται από τα κατορθώματα των γενναίων προγόνων μας.

Η πατρίδας μας, σήμερα, δέχεται ενός άλλου είδους πόλεμο, δέχεται τον σύγχρονο πρωτόγνωρο και αλλόκοτο οικονομικό πόλεμο, από τους περίεργους και υμέτερους τεχνοκράτες και τοκογλύφους, που καραδοκούν ως θηρία να μας κατασπαράξουν. Δεν θα τους περάσει. Όπως οι Αγωνιστές του 21, έτσι και εμείς σήμερα, χρειάζεται να δούμε την πραγματικότητα κατάματα, χωρίς ωραιοποιήσεις και υπεκφυγές, να επιλέξουμε τον πιο δίκαιο και αποτελεσματικό δρόμο που οδηγεί στην έξοδο από την κρίση, χωρίς να υποκύψουμε στην απατηλή γοητεία των δήθεν εύκολων λύσεων, και να ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο με αποφασιστικότητα, ενότητα και αλληλεγγύη.

Και ακολουθώντας πιστά την αιώνια νοοτροπία μας, πρέπει, και αυτόν τον πόλεμο να τον αντιμετωπίσουμε ενωμένοι, ωσάν Έλληνες σε περίοδο πολέμου και όχι σαν Έλληνες εν καιρώ Ειρήνης.

Σας ευχαριστώ πολύ!

141

...
γραμμένο απο Κώστας Παπαντωνόπουλος , Ιούνιος 27, 2012 

1. Παρατηρήσαμε την αθόρυβη παρουσία της βουλευτού Ηλείας του ΣΥΡΙΖΑ, Έφης Γεωργοπούλου – Σαλτάρη, στην εκδήλωση στο Πούσι. Χειροκροτούμε τη σεμνότητα και την ταπεινότητά της που σαν απλός πολίτης παραβρέθηκε μέσα στο πλήθος. 
2. Ζητήσαμε το κείμενο της ομιλίας του κεντρικού ομιλητή της εκδήλωσης όπου εμπεριέχει, καινούργια στοιχεία για την έκβαση της μάχης στο Πούσι. Το κείμενο θα αναρτηθεί εδώ σύντομα.
Εκτύπωση