Έρευνα καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
«Άντε να ’ρθει τ’ Αγιωργιού να βγω την τσίμα του βουνού!»
Έτσι έλεγαν οι γεροτσοπαναραίοι, που δεν άντεχαν τον κάμπο και την υγρασία. Περίμεναν πότε θα έλθει του Αγιογιωργιού να μετακινηθούνε με τα κοπάδια τους στα πατρικά βουνά. Αυτή ήταν η καθοριστική ημερομηνία αναχώρησης των μετακινουμένων τσοπαναραίων από τα χειμαδιά. Αυτή η αναγκαστική μετακίνηση των κοπαδιών πότε στα ορεινά και πότε στα πεδινά ανάλογα με την εποχή, γινόταν προκειμένου να εξασφαλίσουν τις κατάλληλες συνθήκες για τη διαβίωσή τους, τον ήπιο καιρό και την αφθονία τροφής, επειδή ήταν πολλά και μεγάλα τα κοπάδια, και ήταν αδύνατη η εκτροφή τους σε έναν τόπο.
Δύο είναι οι σημαντικές ημερομηνίες για τους μετακινούμενους τσοπαναραίους η πρώτη του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου που εορτάζει στις 26 Οκτωβρίου, όπου μετά την εορτή κατέβαιναν στα χειμαδιά και η δεύτερη του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (κινητή εορτή), όπου ανέβαιναν πάλι στα βουνά για να ξεκαλοκαιριάσουν.
Η εορτή του Αγίου Γεωργίου, στις 23 Απριλίου, στην ποιμενική ζωή, έπαιζε ένα σημαντικότατο ρόλο, εκείνη την εποχή και τις εκδηλώσεις τις διοργάνωναν οι πιστοί και κυρίως οι τσελιγκάδες. Γενικά οι τσοπαναραίοι κάθε χρόνο με αγωνία περίμεναν την γιορτή του Αγίου Γεωργίου, για ν’ ανταμώσουν με τους δικούς τους συγχωριανούς τους, που είχαν παραμείνει στα ορεινά, πρώτα να πάρουν τις ευλογίες από τον Άγιο, να γλεντήσουν και σταδιακά ν’ αναχωρήσουν από τα χειμαδιά και ν’ ανέβουν στα βουνά για να ξεκαλοκαιριάσουν τα ζώα τους. Για να επιτύχει η μετακίνηση και να είναι ασφαλής έταζαν σφακτά στους δύο Αγίους και για όταν ξεκινούσαν και όταν τελείωνε το ταξίδι. Αυτά τα σφακτά τα είχαν μελετήσει και τα ονόμαζαν Αγιωργίτης και Αϊδημητρίτης
Αυτές οι δύο φάσεις, -πάντα κατά την παράδοσή μας- φαίνεται ν’ άνοιξαν διδόμενα μεταξύ των δύο Αγίων. Σ’ αυτή την διένεξη η δημοτική μας μούσα, δεν έμεινε αμέτοχη και με τον δικό της τρόπο της την μελοποίησε:
«Οι δύο Άγιοι μαλώνανε, Αϊ-Γιώργης κι Αϊ-Δημήτρης
- Αϊ-Γιώργη, Γιώργη φοβερέ και σκορποφαμελίτη
εγώ μαζώνω φαμελιές κι εσύ μου τις σκορπίζεις,
μαζώνω μάνες με παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
μαζώνω και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα».
-Κι αν τα μαζώνεις Άγιε μου, εγώ θα τους σκορπίζω
γιατί φέρνω την άνοιξη, φέρνω το καλοκαίρι
Π’ ανθίζουν όλα τα κλαδιά, και τα πουλιά το λένε
π’ αναστήθη ο Χριστός, και χαίρεται η πλάση…».
Το τραγούδι αναφέρεται στους τσοπάνηδες όπου μετά του Αγίου Γεωργίου σκόρπιζαν τις οικογένειές τους, που ανέβαιναν στα βουνά με τα γιδοπρόβατα. Ενώ του Αγίου Δημητρίου, εν όψη του επερχόμενου Χειμώνα, πάλι κατέβαιναν στα χειμαδιά και ξανά έσμιγε η οικογένεια!
Η καθιερωμένη εορταστική σύναξη των τσοπαναραίων, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, όπως διαφαίνεται δεν ήταν τυχαία. Κατά εκείνη την ημέρα οι υπόδουλοι Έλληνες, πάντα πιστοί και συνεχιστές στο αθάνατο Ολυμπιακό ιδεώδες, το οποίο δεν έσβησε ποτέ από την συνείδηση των, διοργάνωναν μεταξύ τους διάφορα αγωνίσματα, παρόμοια μ’ αυτά που εκπαιδεύονταν οι κλέφτες στα βουνά, προετοιμαζόμενοι πάντα για την μεγάλη ώρα του ξεσηκωμού.
Πριν αποχωρήσουν από τα σπίτια τους έκαναν όλες τις απαραίτητες εργασίες, τέλος στα ορεινά αμπάρωναν τα σπίτια τους και συνήθως άφηναν ένα έμμισθο φύλακα για όλο το χωριό.
Οι τσοπαναραίοι πριν ξεκινήσουν για το μεγάλο ταξίδι, το αναφέραν μεγάλο διότι η μετακίνηση γινόταν με τα πόδια και διαρκούσε αρκετές ημέρες ανάλογα με το πόσο απέχει ο τόπος τους από τα χειμαδιά που είχαν επιλέξει. Η μετακίνηση δεν ήταν απλή, όπως συνήθως μετακινούταν απλοί διαβάτες, αλλά είχαν να κάνουν με μεγάλα κοπάδια αιγοπροβάτων τα οποία τα μετακινούσαν με σουρταριές. Πάντα συνεννοούνταν με τους άλλους τσοπαναραίους και ο καθένας όριζε ποια ημέρα θα κάνει την μετακίνηση των κοπαδιών του, ώστε να μην συμπίπτουν την ίδια μέρα με άλλους και ανακατευθούν τα κοπάδια τους.
Η μετακίνηση αυτή σήμαινε και μετακίνηση ολόκληρης της οικογένειας, ακόμη και τον (άμαχο πληθυσμό), που ήσαν οι γέροι τα παιδιά και αν υπήρχαν και ασθενείς, μαζί με πολλά από τα υπάρχοντά της, και γινόταν με υποζύγια για τη μεταφορά των οικοσκευών, που χρησίμευαν στην μεταφορά των παραγόμενων τυροκομικών προϊόντων και των ανθρώπων. Πηγαινόφερναν ακόμη και τα κοτερά τους, κουνέλια τα γουρούνια και οποιοδήποτε άλλο οικόσιτο ζωντανό τους.
Οι νοικοκυρές των τσοπαναραίων μια ημέρα πριν την αναχώρηση ζύμωναν αρκετά καρβέλια ψωμί υπολογίζοντας τα ταΐνια (μερίδες) και τις ημέρες που θα διαρκούσε το ταξίδι της μετακίνησης.
Για φαγητά έπαιρναν κοντά τους το ψωμί, παστό κρέας, λίπος, τυρί κ.ά. δεν τους δινόταν χρόνος κυρίως το μεσημέρι να σταματήσουν και να μαγειρέψουν γι’ αυτό έτρωγαν πρόχειρα φαγητά και ασφαλώς γάλα, από τα γιδοπρόβατα. Το βράδυ εκεί που σταματούσαν για να διανυχτερέψουν, οι γυναίκες, που είχαν χρόνο, μαγείρευαν πρόχειρα φαγητά όπως τραχανά, μανέστρα, φασόλια, κουκιά κ.ά.
Λίγες ημέρες πριν την μετακίνηση τα ζώα τα τάγιζαν εντατικά ώστε να έχουν αποθηκεύσει λίπος και δυνάμεις κατά την μετακίνηση. Όσα ζώα ήσαν αδύνατα ή γέρικα τα είχαν ξεσκαρτάρει (διαλογή και απομάκρυνση) από το κοπάδι, ώστε να μην έχουν απώλειες κατά την μετακίνηση. Η μεταφορά κατά το «μεγάλο ταξίδι», του δρόμου των κοπαδιών, έτσι όπως το ονόμαζαν έπρεπε να γίνεται με σχέδιο, ασφάλεια, με τάξη, με γνώσεις, και με αλληλοβοήθεια.
Πάντοτε ξεκινούσαν μεσάνυκτα και πάντα με φεγγάρι, μπροστά πήγαινε ο σουρταριάρης ο οποίος είχε και το γενικό πρόσταγμα όσο διαρκούσε η μετακίνηση τους. Ο σουρταριάρης είχε ένα κεσέμι με μια μπίπα κρεμασμένη στον λαιμό του που είχε ένα ξεχωριστό και περίεργο βάρεμα για να το γνωρίζουν όλοι ακόμη και το υπόλοιπο κοπάδι. Το κεσέμι προηγούταν όλου του κοπαδιού. Το εν λόγο κεσέμι είχε ξανά κάνει αυτήν την διαδρομή και γνώριζε άριστα τον δρόμο που θ’ ακολουθούσαν.
Επίσης μπροστά από το κοπάδι ως ανιχνευτές προηγούταν δυο-τρία τσοπανόσκυλα, και τα υπόλοιπα στο τέλος ή κοντά στα υποζύγια.
Αυτή η περίεργη πομπή διεξαγόταν με πλήρη τάξη και επίβλεψη, που θύμιζε μετακινούμενο και συνοδευόμενο άμαχο πληθυσμό, μέσω εχθρικού εδάφους. Τα ζώα ακολουθούσαν πιστά το δρομολόγιό τους, ενώ οι άνθρωποι γνώριζαν άριστα, τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες των.
Σε περίπτωση κάποιου προβλήματος ο σουρταριάρης σφύριζε συνθηματικά ή ανέφερε το πρόβλημα και τότε σταματούσαν την πομπή, μέχρι να επιληφθούν του προβλήματος. Η στάση αυτή έπρεπε να είναι πολύ μικρής διάρκειας διότι το κοπάδι δεν ελεγχόταν εύκολα όταν σταματούσε απότομα και ανάλογα σε τι τόπο βρισκόταν.
Τα μέρη που θα σταματούσαν το γιόμα για ξεκούραση και το βράδυ ήσαν προεπιλεγμένα. Στον τόπο μας συνήθως διανυκτέρευαν μέσα στην Κάπελη ή στην ποταμιά του Πηνειού, όπου ο τόπος είχε «άπλα» και δεν ήταν ιδιόκτητος. Σταματούσαν πολύ πριν το σούρουπο και άφηναν τα ζωντανά να «βαρέσουν κάνα φύλλο ή χορτάρι». Οι περισσότεροι προτιμούσαν την ποταμιά για να πιούν και τα ζώα νερό και να «βαρέσουν» καμιά χλωρονομή στις όχθες και στο πλάτωμα του ποταμιού. Τον Οκτώβρη σταματούσαν στην Κάπελη να βαρέσουνε τα ζωντανά κανένα σπυρί βελάνι.
Αν όμως έπρεπε να διανυκτερεύουν σε ιδιόκτητο τόπο τότε είχαν προ συνάψει μια συμφωνία με τον ιδιοκτήτη του χώρου για να μένουν δυο φορές τον χρόνο, την Άνοιξη και τον Φθινόπωρο. Συνήθως ο δρόμος που διάλεγαν να πάνε και να έλθουν ήτανε ο συντομότερος και ακολουθούσαν παλιά τις δεμοσιές (δημόσιες διανοιγμένες οδούς που ένωναν χωριά) και αργότερα τους αυτοκινητοδρόμους.
Εκεί που διανυκτέρευαν άναβαν μεγάλες φωτιές για να ζεσταθούν, να μαγειρέψουν και αφού ταχτοποιούσαν το κοπάδι μέχρι να κοιμηθούν τα «βόριαζαν» (εγκλώβιζαν) σε κάποιο επιλεγμένο σημείο. Όταν το κοπάδι κοιμόταν τα τσοπανόσκυλα περιφέρονταν γύρω - γύρω για να τα ελέγχουν. Πάντα φύλαγε ένας βάρδια για να μην σηκωθούν και σκορπίσουν τα ζώα ή και να τα προστατεύουν από ζούδια και ζωοκλέφτες.
Οι τσοπαναραίοι είχαν προμηθευτεί και τέντες (καραβόπανα ή πανιά σταφίδας) και εκεί που διανυκτέρευαν τις έστηναν σαν πρόχειρες σκηνές.
Υπάρχει ένα δίστιχο γύρισμα ενός τραγουδιού που αναφέρεται σε αυτές και για ένα απεχθές έγκλημα μέσα σε μια τέντα: «Δυο αδελφάκια τα καημένα σε μια τέντα διπλωμένα, τα ’χανε σε ένα αίμα, κομματάκια καμωμένα!»
Επίσης δεν μετακινούταν ποτέ με χιόνια, νόμος απαράβατος για όλους κοπάδι, υποζύγια, σκυλιά, συνοδούς και οι οικογένειές των.
Όπως έχω ξανά αναφέρει μια μεγάλη πληγή κατά την μετακίνηση των ζώων ήταν και οι ζωοκλέφτες. Όσο μεγαλύτερο ήτανε το κοπάδι τόσο πιο ευάλωτο ήταν από τους ζωοκλέφτες. Οι συνοδοί δεν μπορούσαν να το ελέγξουν. Γι’ αυτό τον λόγο οι τσοπαναραίοι προσλάμβαναν βοηθούς συνοδείας του κοπαδιού επί πληρωμή, αυτούς τους ονόμαζαν «σουρταριάρηδες». Αυτοί ήσαν επαγγελματίες και συνόδευαν τα κοπάδια σε επικίνδυνα σημεία ή και καθ’ όλη την διαδρομή. Μετά το πέρας πληρώνονταν και επέστρεφαν στην έδρα τους. Υπάρχουν καταγραφές όπου οι σουρταριάρηδες ήσαν μέλη συμμορίας ζωοκλεφτών που δρούσαν όπου «τους έκαναν πλάτες» πάντα σε συνεννόηση μαζί τους και αποδεκατίζανε τα κοπάδια.
Αυτοί είχαν την επιτήρηση της σουρταριάς και μετακινούταν καβάλα στ’ άλογα αριστερά και δεξιά του κοπαδιού και πρόσεχαν κυρίως στα ανεβοκατεβάσματα των δασωδών πλαγιών, στα σταυροδρόμια και στα ρέματα ή στα δάση. Όταν η σουρταριά έπιανε κάμπο τότε δεν κινδύνευε.
Μετά την πρώτη διανυκτέρευση την επόμενη ημέρα πάλι το ταξίδι θ’ άρχιζε τα μεσάνυκτα και ίσως το βράδυ να φθάνανε στον τόπο προορισμού τους.
Οι τσοπάνηδες που κατέβαιναν στα χειμαδιά της βόρειας πεδινής Ηλείας προέρχονταν από την μακρινή ορεινή Κορινθία, την Αχαΐα, την Γορτυνία της Αρκαδίας, αλλά και από την ορεινή Ηλεία. Πάντα απέφευγαν να μετακινηθούν με βροχερό καιρό διότι ήταν επικίνδυνο να περνούν ρέματα λόγω κατεβασιάς όπου δεν μπορούσαν να περάσουν ή και να το ελέγξουν, επίσης δεν είχαν που να σταθούν, αλλά και η μετακίνηση των ζώων με βροχή ήταν κοπιαστική και κινδύνευαν να κρυώσουν.
Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν όταν κάποια ζώα γεννούσαν κατά την μετακίνηση, για αυτό είχαν προβλέψει και είχαν υποζύγια με δισάκια και μέσα έβαζαν τα νεογέννητα για να μην καθυστερούν κατά την μετακίνηση.
Κατά την μετακίνηση υπήρχαν και απώλειες, αν κάποιο ζώο έσπαζε ένα πόδι και δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει «το σκότωναν» δηλαδή το πουλούσαν «μπιρ παρά» για κρέας στα χωριά που περνούσαν, αν αυτό δεν μπορούσε να επιτευχθεί τότε το τεμάχιζαν το έβραζαν λίγο να φύγει το αίμα και το έριχναν στα σκυλιά.
Κατά την μετακίνησή των, τα τσοκάνια και τα κουδούνια των μετακινούμενων ζώων ακούγονταν μακριά. Θυμάμαι μικρός στο χωριό μου Άγναντα (Σινούζι) Πηνείας, τα κοπάδια περνούσαν από Πανόπουλου Χάνια, Κάπελη, Χαλαμπρέζα… Όταν ακούγαμε τα πολλά τσοκάνια και κουδούνια, οι μεγαλύτεροι έλεγαν ότι περνούν οι Γκογκάκηδες από τον Φενεό και πάνε στον κάμπο.
Με αυτό τον τρόπο λοιπόν ξεκινούσε και τελείωνε κάθε χρόνο, ίδια εποχή η μετακίνηση των κοπαδιών με δυσκολίες αλλά και μοναδικά μαγευτικά ανεξίτηλες ομορφιές.