Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
«Προσωπική εργασία» λέγαμε την υποχρεωτική κατά κάποιον τρόπο εργασία που προσέφεραν οι ενήλικες άρρενες από την αρχαιότητα μέχρι και την προβιομηχανική περίοδο, ανάλογα με τις ανάγκες που δημιουργούνταν σε κάθε κοινότητα.
Η προσωπική εργασία είναι αποτέλεσμα κοινής συναίνεσης, μια «μετά χαράς» προσφορά για έργα «κοινής ωφελείας», στον κύκλο του χωριού, που συχνά κινείται εκ των κάτω, αυθόρμητα.
Με τον τρόπο αυτό οι χωριανοί με προσωπική και χειρωνακτική εργασία και με απλά εργαλεία κατασκεύαζαν σημαντικά και απαραίτητα έργα στην περιφέρειά τους, χωρίς τη συνδρομή της πολιτείας που έως και το 1970 ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
Ο πρόεδρος της Κοινότητας, μαζί με το Κοινοτικό Συμβούλιο, και ύστερα από συζητήσεις στα μαγαζιά με τους χωριανούς κατέστρωνε το πρόγραμμα για τα υπό εκτέλεση έργα. Καμιά φορά γίνονταν και γενικές συνελεύσεις που λάμβανε μέρος όλο το χωριό. Ν. : 3427/1909 περί οδοποιίας που ήταν υποχρεωτική η αμισθί εργασία των πολιτών ηλικίας 18 έως 65 ετών για την κατασκευή δημοτικών και επαρχιακών δρόμων.
Τα έργα που προγραμματίζονταν ήταν συνήθως: η κατασκευή ή η βελτίωση δρόμων κοινοτικών ή αγροτικών, κατασκευή δεξαμενών, γεφυριών, αρδευτικά έργα, βρύσες, αλώνια, ανέγερση εκκλησιών, σχολείων κ.ά.
Αναλογα με τις απαιτήσεις του κάθε έργου ο κάθε ένας έφερε και το ανάλογο εργαλείο όπως σκαπτικά, εργαλεία κτίστη, εξόρυξης πέτρας και για μεταφορά υλικών τα υποζύγια τους.
Η προσωπική εργασία εκηρύσσετο τις νεκρές περιόδους όπου οι κάτοικοι δεν είχαν δικές τους δουλειές και οι καιρικές συνθήκες ήταν ιδανικές. Σε έκτακτες περιπτώσεις όταν υπήρχε επιτακτική ανάγκη για συντήρηση δρόμου, γεφυριού κλπ, προέβαιναν σε αναγκαστικές εργασίες, υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες.
Ανάλογα με το έργο, ρυθμίζονταν και οι υποχρεώσεις του καθενός σε μεροκάματα. Άλλοτε δύο μεροκάματα, άλλοτε πέντε κ.λπ. Όποιος δεν μπορούσε να δουλέψει λόγω υγείας ή απουσίας ήταν υποχρεωμένος να βάλει κάποιον άλλον να πάει στη θέση του. Υπήρχε όμως αλληλεγγύη σε περιπτώσεις ασθενών και ξενιτεμένων και διαφορετική μεταχείριση στους λουφατζήδες. Θέμα άρνησης ή απροθυμίας δεν υπήρχε.
Και σε περιπτώσεις ακόμα που για την κατασκευή δρόμων έπρεπε να κοπεί μέρος παρόδιων κτημάτων και τότε οι συγχωριανοί πρόσφεραν δωρεάν το επίμαχο κομμάτι εκτός περιορισμένων πριπτώσεων. Ούτε απαλλοτριώσεις, ούτε δικαστήρια.
Πριν την έναρξη των εργασιών κατανέμονταν οι άντρες ανάλογα με το έργο, τις γνώσεις και τις δυνατότητες του κάθε ενός. Για τις δευτερεύουσες εργασίες όταν υπήρχε ανάγκη συμμετείχαν γυναίκες ακόμη και παιδιά για να οδηγούν ζώα με υλικά ή να προμηθεύουν με νερό τους εργάτες.
Επίσης, κάτι ανάλογο γινόταν με το έθιμο της «ξέλασης» (που αναπτύξαμε σε άλλο κεφάλαιο), χωρίς όμως την υποχρεωτικότητα σε περίπτωση πυρκαγιάς σπιτιού, σε εξαφάνιση συγχωριανού ή σε ακραία φυσικά φαινόμενα σεισμό, πλημμύρα, κατολίσθηση κλπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις χτυπούσε η καμπάνα του χωριού και όλοι συνέδραμαν με την προσωπική τους εργασία για να βοηθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις.
Παρ’ ότι ήμουν τριών χρόνων, θυμάμαι την πυρκαγιά στο σπίτι του Νικολή Πανούτσου (Μπαφιώλα) που κάηκε ολοσχερώς το 1957[1]. Χτύπησε την νύχτα η καμπάνα και όλος ο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος προς το σημείο. Οι πύρινες «γλώσσες» ξεπερνούσαν κατά πολύ τις στέγες και ήταν ορατές σε όλο το χωριό. Επίσης και όταν φλεγόταν η εκκλησία στο Κούμανι (Φλεβάρης του 60), έφυγαν άντρες την νύχτα από το Αντρώνι προκειμένου να βοηθήσουν στην κατάσβεση αλλά και εκεί η πυρκαγιά τελείωσε το καταστρεπτικό της έργο[2].
Ο σημερινός δημόσιος δρόμος που οδηγεί στο Αντρώνι προέρχεται από ένα γιδόστρατο. Όταν άρχισαν να κυκλοφορούν τα πρώτα αυτοκίνητα στην σημερινή “Ε.Ο. 111” γύρω στο 1930. δημιουργήθηκε η ανάγκη να έρθουν οχήματα και προς στο χωριό, 2.5 χιλιόμετρα από την διασταύρωση. Πρόεδρος ήταν τότε ο Δημήτρης Παπαντώνης (Μπούκης). Συγκάλεσε[3] ως όφειλε προσωπική εργασία αλλά η μεγάλη δυσκολία ήταν να πείσει τους ιδιοκτήτες που κατείχαν χωράφια και κυρίως αμπέλια εκατέρωθεν του δρόμου ώστε να αφήσουν χώρο για την διάνοιξη του δρόμου. Ο Μπούκης όμως ήταν ο πιο κατάλληλος όπως θα δούμε στην συνέχεια για να πραγματοποιήσει αυτό το δύσκολο έργο. Όταν ένας ιδιοκτήτης έφερνε αντιρρήσεις τον καλούσε, τον έπαιρνε παράμερα με πλάτη προς την ιδιοκτησία του και προσπαθούσε με διάφορα τερτίπια και μαλαγανιές να τον πείσει. Μόλις “μαλάκωνε” κάπως ο δύστροπος ιδιοκτήτης, σήκωνε την μαγκούρα του όπου αυτό ήταν το συνθηματικό. Είχε συνεννοηθεί με τον υπεύθυνο επιστάτη της κάθε ομάδας ώστε όταν βλέπει την μαγκούρα να δείχνει προς τον ουρανό, θα ήταν το σύνθημα να προβαίνουν άμεσα στο ξύλωμα της φράχτης, στην διάνοιξη του δρόμου και αμέσως στην επανατοποθέτησή της.
Το δεύτερο μετά τον δρόμο έργο που έγινε με προσωπική εργασία ήταν η ύδρευση από την πηγή της Γκούρας. Αρχικά έγινε η υδρομάστευση, κατόπιν το κτήριο στην Γκούρα για την φύλαξη της μηχανής (diesel) από τις καιρικές συνθήκες και την κλοπή, ακολούθησε η δεξαμενή στην Καστανίτσα και τέλος τα αυλάκια που τοποθετήθηκαν οι σωληνώσεις ως το κάτω μέρος του χωριού. Σε κάθε γειτονιά ήταν και από μία βρύση, 5-6 αρχικά (σε όλο το χωριό) μία εκ των οποίων που ενθυμούμαστε ήταν αυτή στον δεύτερο πλάτανο της εκκλησίας. Αυτή η βρύση είχε πάντα δροσερό νερό αλλά όταν για κάποιο λόγο το νερό κοβόταν (από βλάβη της μηχανής), πρώτη σταμάταγε να στάζει ενώ οι κάτω του χωριού που ήταν υψομετρικά χαμηλότερα εξακολουθούσαν να τρέχουν νεράκι έως ότου αδειάσει όλο το δίκτυο. Πριν από το παραπάνω έργο το νερο το έφερναν με ζώα ή ζαλιά οι γυναίκες με ξύλινα βαρέλια κυρίως από την Παλιόβρυση που ήταν η κεντρική βρύση.
Το τρίτο μεγάλο έργο ήταν το νεραύλακο για τα ποτιστικά χωράφια. Ξεκίναγε από την Γκούρα, διένυε όλο τον Παλιόμυλο και κατέληγε κοντά στον μύλο του Ρετσινά. Στην προσωπική εργασία για αυτό το έργο συμμετείχαν μόνο όσοι είχαν ποτιστικά χωράφια στην ροή του αυλακιού και κάτω. Επίσης κάθε χρόνο γινόταν η συντήρηση πάλι με προσωπική εργασία. Αργότερα φτιάχτηκε με τσιμέντο και σήμερα είναι εγκαταλειμμένο αφού κανένας πλέον δεν ποτίζει έξω από το χωριό. Υπήρχαν και άλλα μικρότερα αυλάκια όπως στου Αλεξόπουλου στου Κατσαρού κλπ που κατασκευάστηκαν με τον ίδιο τρόπο.
Με προσωπική εργασία γίνανε και τα γεφύρια ξύλινα και τσιμεντένια αργότερα όταν έκανε την εμφάνισή του το τσιμέντο (μπετόν).
Η προσωπική εργασία έχει περάσει πλέον στην ιστορία αλλά διατηρείται στις αναμνήσεις μας ως έθιμο που συνέβαλε δυναμικά να γίνουν σημαντικά έργα στον τόπο μας.
Επειδή η ιστορία όμως γράφεται από σύνολο ανθρώπων γι’ αυτό θα μας χαροποιούσε αν έχετε να μας διηγηθείτε ιστορίες - εμπειρίες από το παραπάνω θέμα.
Ο πρόεδρος του χωριού διόριζε και επιστάτες, ώστε να διανέμουν τους εργάτες στην κατάλληλη θέση και να επιτηρούν τους εργαζόμενους και να επιβλέπουν την πορεία του έργου..
Γενικά οι συμμετέχοντες στα έργα προσωπικής εργασίας δεν δυσανασχετούσαν και πάντα με όρεξη και αγάπη λάμβαναν μέρος, διότι πίστευαν στα οφέλη της και το κοινό συμφέρον τους. Η προσωπική εργασία νομίζουμε ότι ήταν ένα πανηγύρι, έβλεπες όλο το χωριό να συμμετάσχει, με χαρές, τραγούδια, με αστειότητες, με κουτσομπολιό, με πολιτικάρισμα και πάντα με το γέλιο. Παιδιά να τους κουβαλάνε νερό, γυναίκες να φέρνουν κολατσιό και κρασί και να μετατρέπουν τους λόγγους, τα μονοπάτια, για λίγες ώρες σε λεωφόρους. Επίσης κατά τα οικοδομικά έργα συνέδραμαν όλοι, ο καθένας με αυτό που μπορούσε.
Προσωπικά θυμάμαι μικρό παιδί, όπου ο πρόεδρος του χωριού μας, καλούσε τους κατοίκους τον μήνα Μάιο να συντηρήσουν τους δρόμους, του χωριού που οδηγούσαν στα χωράφια να επουλώσουν τα νεροφαγώματα, να κόψουν και να απομακρύνουν τα κλαδιά αριστερά και δεξιά από τους δρόμους, ώστε να είναι εύκολη η πρόσβαση των φορτωμένων ζώων που θα μετέφεραν τα δεμάτια των σιτηρών από τα χωράφια στ’ αλώνια του χωριού. Επίσης θυμάμαι ακόμη ότι μετά από μερικές κατολισθήσεις, που γίνονταν τον χειμώνα κατά τις παρατεταμένες βροχές και βύθιζαν δρόμοι, τότε έκτακτα καλούσε τους χωριανούς και με προσωπική εργασία, με σκαπτικά και κοπτικά εργαλεία διαμόρφωναν πάλι τον δρόμο έστω πρόχειρα μέχρι να πάρει ο καιρός και μετά προχωρούσαν σε πιο εκτενή έργα διάνοιξης, διαμόρφωσης και στήριξης αυτών.
Ακόμη θυμάμαι την προσωπική εργασία που προέβαιναν κατά την διάνοιξη και συντήρηση των αρδευτικών νεραυλάκων που άρδευαν τα χωράφια τους. Μόνο που εκεί προσκαλούσε αυτούς που είχαν κτήματα που αρδεύονταν από αυτό το νεραύλακο και όχι όλους τους χωριανούς.
Όταν κάποιος κάτοικος, λόγω υγείας ή απουσίας δεν μπορούσε να προσέλθει σε προσωπική εργασία τότε ο πρόεδρος του χρέωνε μεροκάματα. Αυτά τα πλήρωνε ή μπορούσε να τα συμπληρώσει σε κάποιο άλλο έργο. Πάντως υπήρχε αλληλεγγύη σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, ξενιτεμένων και ασθενών και διαφορετική μεταχείριση στους κατ’ εξακολούθηση και επάγγελμα λουφατζήδες.
Η προσωπική εργασία άφησε την σφραγίδα της. Αν και δεν υπήρχαν μηχανικοί, εργολάβοι, σύγχρονα δομικά υλικά και μηχανήματα, οι παλαιοί χάραζαν δρόμους, κατασκεύαζαν έργα κοινής ωφέλειας, που για εκατοντάδες χρόνια στέκουν αγέρωχα στον χρόνο, δείχνοντας την τεχνογνωσία αυτών, ενώ καθημερινά βλέπουμε τόσα και τόσα σύγχρονα έργα να καταστρέφονται σαν χάρτινοι πύργοι.
Υποσημειώσεις:
[1] Αφήγηση: Πανούτσος Χρήστος Νικόλαος 1947 του Μπαφιώλα
[2] «Το Κούμανι Ηλείας», Χαράλαμπος Σ. Παπαγιάννης, «Ένωσης Κουμανιωτών Ηλείας»
[3] α) Αφήγηση: Μπαντούνας Νικόλαος Χρύσανθος 1939 Σαλέας, β) Συλάϊδος Νικόλαος Βασίλειος 1932 Τζαβέλας