ΑΡΧΟΝΤΩ Η ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΑ

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Λαογραφικές ιστορίες Εμφανίσεις: 10209

Γράφει ο Ηλίας Τουτούνης

Ο Λεωνίδας Φιλιππόπουλος, από το χωριό Γερμουτσάνι (σημ. Πλατανίτσα Αχαΐας), θεωρούταν ο πιο δυνατός μεγαλοτσοπάνης, διότι διατηρούσε ένα τρανό κοπάδι από διαλεκτά γιδοπρόβατα. Όλα πήγαινανε μια χαρά, αλλά όσο αυξανόταν ο αριθμός των ζωντανών, τόσο αδυνατούσε ν’ ανταπεξέλθει στις βιοτικές ανάγκες του κοπαδιού του, κατά τις σκληρές βαρυχειμωνιές, επάνω στις κορφές του Ωλονού, και τοιουτοτρόπως επέλεξε σαν σωτήρια λύση, να κατεβάζει το κοπάδι του στα ημιορεινά χειμαδιά στην Πηνεία και να παραχειμάζει. Και έτσι του Αϊ- Δημητρού, κάθε χρόνο, ροβόλαγε το κοπάδι με τα πόδια, στην Πηνεία και συγκεκριμένα εκεί που βρίσκεται σήμερα ο οικισμός Καλό- Παιδί,[1] να παραχειμάσει, αλλά και να δώσει τράτο στα ορεινά βοσκοτόπια ν’ ξανασάνουν και να χορταριάσουν μέχρι να ξανά σκαλώσει τον Απριλομάη. Εκεί, στο σημερινό οικισμό Καλού- Παιδιού, έκαμε μια καλή πιασά[2] και έφτιαξε τα καλύβια του, δίπλα σε παρακείμενη πηγή, στην τοποθεσία Χαλιάς[3], πάνω από την θέση Μούρεση. Η πιασά του οριοθετούταν από το σημερινό οικισμό Καλό Παιδί και επεκτείνοταν του μέχρι το Νταρέϊκο Ρέμα ή Κεφαλόβρυσης, στα σταράλωνα Αλώνια του Γκίκα και στο Παλιοχώρι (εγκαταλελειμμένος οικισμός στη συμβολή του Νταρέϊκου ρέματος με το ρέμα του Ψηλού Όχτου). Και πάλι κάθε χρόνο, τον Απριλομάη, ανάλογα με τον καιρό, έβαζε πάλενες μπροστά το κοπάδι και φόρτωνε τα αλογομούλαρα με τα σκουτιά και τ’ ανάλογα εργαλεία του και ξανά παίρνανε τον δρόμο πάλι για να σκαλώσουνε στον Ωλονό για να ξεκαλοκαιριάσουνε μέχρι τα μέσα προς τέλη του Οκτώβρη, ανάλογα πάλι με τις καιρικές συνθήκες, που επικρατούσαν εκείνες τις ημέρες.

Ο Λεωνίδας είχε δυο παιδιά, το ένα εξ αυτών ήταν ο Φίλιππας[4] όπου σ’ αυτόν οφείλει η οικογένειά του, το επώνυμο Φιλιππόπουλος. Ο Φίλιππας, όταν ήτανε καμιά εικοσαριά χρονών, μετά από προξενιό, που λέγεται ότι το έφτιαξε ο κουμπάρος του ο Ζώης (αγνώστου επωνύμου) από του Λαγανά, παντρεύτηκε μια όμορφη κοπέλα την Αρχόντω ή Αρχιντούλα[5], όπως την φωνάζανε οι δικοί της. Η ομορφιά της και η φτιασά του κορμιού της, ήτανε όνομα και πράμα, Αρχόντω την είπανε, αρχόντισσα σε ούλα της ήτανε. Η ομορφιά της Αρχόντως, έλαμπε σε ολόκληρη την περιφέρεια, αλλά και η εξυπνάδα και η νοικοκυροσύνη της, δεν λογαριάζονταν και γι’ αυτά τα προτερήματα, πάρα πολλοί ανύπανδροι άνδρες, θέλανε, σώνει και καλά» να την πάρουνε γυναίκα τους και τα προξενιά πήγαιναν κι έρχονταν. Επόμενο ήτανε, ευτούνο το θηλυκό, προτού παντρευτεί, να κεντρίσει το βλέμμα όχι μόνο των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής, αλλά και των Τούρκων και ιδίως ενός τούρκου Αγά, ο οποίος επανειλημμένα την είχε ζητήσει για γυναίκα του.  Παρά τις συνεχείς κουβέντες και τ’ απανωτά προξενιά που της έστελνε, οι δικοί της παρά και τις απειλές του, αρνήθηκαν πεισματικά και δεν του την δώκανε. Αυτός, όταν πληροφορήθηκε ότι παντρεύτηκε, τον Φίλιππα τον μεγαλοτσοπάνη, έβαλε κακό σκοπό στο νου του και ταυτόχρονα διέρρευσε τις προθέσεις του, ότι όταν βρει ευκαιρία, θα την αρπάξει δια της βίας και να την μεταφέρει στο Λάλα.

Κι έτσι την ίδια χρονιά, μάλλον στις 21 Μαΐου 1820, αφού πληροφορήθηκε την ημερομηνία της αναχώρησης των κοπαδιών[6] για τα βουνά, παραφύλαξε με σκοπό να την απαγάγει[7] και να την ενσωματώσει στο χαρέμι του στο Λάλα. Κατά την αναχώρηση του κοπαδιού, από τον Χαλιά προς τα βουνά,[8] τα γιδοπρόβατα που ήσαν πάρα πολλά ακολουθούσαν, το στενό μονοπάτι, σουρταρωτά (εις φάλαγγα το ένα πίσω από το άλλο) και δημιούργησαν μια ζωντανή αλυσιδωτή κίνηση σε γραμμή μερικών χιλιομέτρων, έχοντας μπροστάρηδες τα τραγιά και τα κεσέμια και έναν καβαλάρη οδηγό. Ο Φίλιππας, έφιππος, ακολουθούσε πιο πίσω και πηγαινοέρχονταν από την κεφαλή ως την ουρά του κοπαδιού, για να ελέγχει την ασφαλή μετακίνηση του. Όμως, καθώς το κοπάδι είχε απομακρυνθεί αρκετά από τα γρέκια του και η κεφαλή είχε αρχίσει να μπαίνει στην Κάπελη, ξέχασε να απολύκει τα δεμένα σκυλιά του και καβάλα στ’ άλογό του, ξαναγύρισε βιαστικά πίσω στα γρέκια του, να τα λύσει για να ακολουθήσουν κι’ αυτά. Η Αρχόντω, ακολουθούσε κι αυτή καβάλα σ’ ένα μουλάρι και ακόμη μ’ άλλα δύο- τρία μουλάρια συνοδεία φορτωμένα με τα πράγματά τους, κάπου στην μέση της κίνησης του κοπαδιού. Εκεί κατά την διαδρομή, παραφύλαγαν μια ομάδα από ένοπλους Λαλαίους τούρκους με σκοπό ν’ απαγάγουν την Αρχόντω, μάλιστα όταν οι Τούρκοι, είδαν τον Φίλιππα να πισωγυρίζει προς τα γρέκια, βρήκαν την ευκαιρία, και παρά τις αντιδράσεις, αρπάξανε[9] την Αρχόντω και την αφού την ανέβασαν στ’ άλογό του αρχηγού της ομάδας, την μετέφεραν για ασφάλεια στου Λάλα, που ήτανε η έδρα και το άντρο των Λαλαίων Τουρκαλβανών και όπως είναι φυσικό κανένας δεν θα τολμούσε να ζυγώσει σ’ αυτή την σφηκοφωλιά.

Ένα δημοτικό τραγούδι που έχω καταγράψει στην Πηνεία, αναφέρεται στην απαγωγή ης Αρχόντως.

 

Τ’ Άι- Κωνσταντίνου σήμερα, πρωτού να ’ρθει το γιόμα

ψιλό καρτέρι, μας ’στήσανε, στης κάπελης το έμπα.

Εννιά Λαλαίοι τα σκυλιά  μας ’κλέψαν την Αρχόντω.

Μας πήρανε την αρχόντισσα μας πήραν την νυφούλα…

Το τραγουδούσε ο αείμνηστος Νίκος Ζεύλας, στο κατάστημά μου στις 23 Ιούνη 1995, καταγωγή από τον οικισμό Πλατανίτσα (Γερμουτσάνι), κάτοικος στο χωριό Αγραπιδοχώρι του δήμου Πηνείας.

Ο Φίλιππας επιστρέφοντας, βρήκε τα μουλάρια φορτωμένα μαζί και το μουλάρι της Αρχόντως, να έχουν ξακρίσει σ’ ένα χωράφι και να βόσκουν. Φώναξε την Αρχόντω, ξανά φώναξε αλλά τίποτα, εκεί δίπλα καθώς είχε βρέξει πριν δυο τρεις ημέρες, είδε πατήματα από πέντε- έξι άλογα. Κατάλαβε τι έγινε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ούτε να πάει στο Λάλα, αλλά ούτε να αφήσει τα πράματα (κοπάδι) και αποφάσισε να τα σκαλώσει πρώτα στα βουνά και μετά να μεριμνήσει για την γυναίκα του την Αρχόντω.

Στο Λάλα, ο αγάς, την μετέφερε στο ανάκτορό του και την έριξε στο χαρέμι του, όμως η Αρχόντω παρά τις πιέσεις και τα ταξίματα του αγά, ποτέ της δεν υπέκυψε και προσπαθούσε να βρει ευκαιρία για να δραπετεύσει. Μετά από λίγους μήνες και εφόσον με το πέρασμα του χρόνου, είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του αγά και λογαριάζοντας τον καιρό, ότι οι δικοί της θα είχαν κατεβεί με τα κοπάδια να παραχειμάσουν, έβαλε βουλή να δραπετεύσει. Τοιουτοτρόπως, ένα βράδυ που της είχε ζητήσει ο αγάς να συνευρεθούν, τον πότισε μ’ αρκετό κρασί και τον αφιόνισε και εφόσον του άρπαξε και αρκετά γρόσια και χρυσαφικά, τα χρησιμοποίησε για να πλερώσει[10] όποιον την βοηθούσε να διαφύγει και να φθάσει στον άνδρα της. Την άλλη ημέρα, του Λάλα και η γύρω περιοχή έβραζε από τα Λαλαίϊκα αποσπάσματα, που γύρισαν ουρανό και γη για να την βρουν. Κάποια στιγμή, ένοιωσε ότι την πλησιάζουν κάποιοι Λαλαίοι καβαλάρηδες και ανέβηκε επάνω σ’ ένα πυκνόφυλλο δέντρο και κρύφτηκε μέχρι να περάσουν. Μόλις οι Λαλαίοι απομακρύνθηκαν, κατέβηκε και με χίλιες προφυλάξεις έσαξε ίσια χωρίς να ξέρει προς τα πού πάει και μόλις σούρπωσε καθώς περπατούσε, μακριά είδε ένα φως και όταν ζύγωσε κοντά είδε μια καλύβα και ζήτησε να την φιλοξενήσουν με το αζημίωτο. Εκεί βρήκε ένα ξωμάχο και αφού του έδωσε γρόσια, του είπε να την οδηγήσει στο τόπο της, μιας και δεν γνώριζε που βρίσκεται, χωρίς βέβαια να του αναφέρει τον πραγματικό της προορισμό. Αυτός, με προφυλάξεις, προσπάθησε να την οδήγησε προς την Πηνεία. Μόλις πήρε το χάραμα, φθάσανε έξω από το χωριό Μουζάκι Ωλένης. Εκείνη, από μακριά γνώρισε τον τόπο της και του ζήτησε να την αφήσει να τραβήξει μόνη της, διότι ήξερε από εκεί και πέρα πώς να γυρίσει στο κονάκι της. Μόλις απομακρύνθηκε ο οδηγός της, τρύπωσε μέσα στον λόγγο, μετά έφυγε πέρασε απόμακρα από το Μουζάκι και πάντοτε με τις απαραίτητες προφυλάξεις, πέρασε το Λαγαναίϊκο ποτάμι, μακριά από την περασιά και στην συνέχεια απόμακρα από τα Μπεχρέϊκα τουρκογάλαρα και κρυφά- κρυφά βγήκε από τα καμποχώραφα και αφού πέρασε και το άλλο λαγκάδι, σκάλωσε για τον Χαλιά, εκεί που ήτανε τα στανοτόπια και τα γρέκια του άντρα της. Μόλις ζύγωσε στον Χαλιά κοντά στα καλύβια, τα σκυλιά του Φίλιππα την πήρανε χαμπάρι και γινότανε χαμός από τ’ αλυχτίσματα. Όμως, μόλις την ζυγώσανε, ο σκύλος του Φίλιππα ο ονομαζόμενος «Τούρκος[11]», την γνώρισε και σταμάτησε την επιθετικότητα και τα γαυγίσματα και μαζί με τα υπόλοιπα σκυλιά, άρχισαν να την γυροφέρνουν με φιλικές διαθέσεις. Ο Φίλιππας μόλις άκουσε τα σκυλιά, βγήκε έξω από την καλύβα του, να ιδεί τι συμβαίνει και από μακριά αντίκρισε μια γυναίκα ντυμένη τουρκάλα. Η Αρχόντω, αντιλαμβανόμενη την άγνοια και την αμηχανία του, για να τον καθησυχάσει του φώναξε από μακριά:

-Φίλιππααα…! Ωρέέέ! Φίλιππααα…!

-Έέέϊ...! Ποιός είναι...!

-Εγώ είμαι η γυναίκα σου, η Αρχόντω! Πές μου, Φίλιππα, να ’ρθώ…;

Ευτούνος αμέσως, γνώρισε την φωνή της γυναίκας του.

-Καλώς ήρθες Αρχόντω μου! Της αποκρίθηκε, με μεγάλη έκπληξη και χαρά.

Τότε, έτρεξε κοντά της την άρπαξε στην αγκαλιά του και με φιλιά και δάκρυα, άκουσε με προσοχή όλη της την περιπέτεια και τα μαρτύρια που τράβηξε από την ώρα που την αρπάξανε μέχρι που ξαναγύρισε κοντά του. Στην συνέχεια αυτή συγκρατημένη με τρεμάμενη φωνή του ξομολογήθηκε ότι είναι γκαστρωμένη με τον Τούρκο αγά. Αυτός, δεν την αποπήρε, αλλά την μάζεψε κοντά του και με παρήγορα λόγια προσπάθησε να την καθησυχάσει και να της απαλύνει την ντροπή και τον πόνο της ταλαιπωρημένης ψυχή της. Όσο για την γκαστριά, ο Φίλιππας, της είπε ότι ναι μεν τον στεναχωρεί αλλά δεν τον πειράζει, διότι γνώριζε ότι έγινε, υπό πίεση και παρά την θέλησή της. Μετά από λίγο καιρό, η Αρχόντω, γέννησε ένα αγόρι. Ο Φίλιππας, για να μην μαγαριστεί το σόι του από την τούρκικη φάρα, την ίδια ώρα, τύλιξε το νεογέννητο μωρό μ’ ένα πανί και το κρέμασε σε μια νάκα, κάτου από ένα πλάτανο χαμηλά στο ρέμα, όπου σίγουρα το ίδιο βράδυ θα έγινε βορά των αγριμιών της περιοχής.

Όσο για τον Λαλαίο αγά, εικάζεται ότι μάλλον δεν έφθασε ποτέ μέχρι την Πηνεία, αναζητώντας την Αρχόντω, διότι ίσως εκείνες τις ημέρες, να προέκυψε η έναρξη της επανάστασης τον Μάρτιο του 1821 και ιδίως στην Πηνεία, όπου οι Πηνειώτες με αρχηγούς τους Κρασακαίους, άρχισαν να συγκροτούν επαναστατικά κινήματα να εκδιώξουν τους τούρκους προς του Λάλα και εφεξής να δυσκολεύουν τις κινήσεις των αιμοβόρων τουρκαλβανών Λαλαίων.

Κατά την έναρξη της επανάστασης ο Φίλιππας πρωτοστάτησε και αργότερα 1823, τον εντοπίζουμε να υπογράφει έγγραφο ως προεστός ή καπετάνιος του χωριού Καλού- Παιδιού.

Και όπως αναφέρει η παράδοση, ο Φίλιππας όταν απελευθερώθηκε ο τόπος δεν ανέβηκε πάλι με το κοπάδι του στον Ωλονό για να ξεκαλοκαιριάσει, αλλά παρέμεινε μόνιμα στα χειμαδιά του.

Οι απόγονοι του Φίλιππα, αργότερα έλαβαν το επώνυμο Φιλιππόπουλος, όπου η οικογένεια έχει διασκορπισθεί σε πολλά μέρη της πατρίδας μας. Πληροφορίες για το επεισόδιο μου έδωσε και ο Γιώργος Φιλιππόπουλος, απόγονος του Φίλιππα και της Αρχόντως.

ΠΗΓΕΣ:

(-Κυριακόπουλος Κωνσταντίνος, «Ο Πύργος και η Ηλεία στην επανάσταση και στα χρόνια του Καποδίστρια», Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ηλείας, Πύργος 2003.

-Η Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αμαλιάδος», έκδοση Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Αμαλιάδος 1973.

-Η Ζωή των Κατοίκων της Ηλείας κατά την Τουρκοκρατία», Βύρων Δάβος, Αθήνα 1993.

-Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», Γεωργίου Παπανδρέου Δ. Φ. Γυμνασιάρχου, έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», Λεχαινά 1990.

-Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακοπούλου, εν Αθήναις 1950.

-Ηλειακά», Ντίνος Δ. Ψυχογιός, περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008).

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ:

(-Μαρτυρία Γεώργιος Φιλιππόπουλος από το χωριό Καλό Παιδί Πηνείας, Αμαλιάδα 31 Ιανουαρίου 2015.

-Μαρτυρία Παναγιώτης Ευσταθόπουλος ή Πανάκος, στις 8 Φεβρουαρίου 1986, στο Καλό Παιδί Πηνείας.

-Μαρτυρία πατήρ Παπαναστασίου Γεώργιος, στις 13 Ιουλίου 1993, από Ροδιά, πρώην Νιοχώρι Πηνείας.

-Μαρτυρία Αθανάσιος Αργυρόπουλος από το χωριό Ακροποταμιά πρώην Μπέχρου του νυν δήμου Πηνείας, στις 12-6-2004, 82 ετών τότε

-Μαρτυρία πατήρ Χρήστος Πατσούρης από το χωριό Λαγανά, Μάιος 1973).


[1] Ο οικισμός Καλό Παιδί (Calophidhi) εντοπίζεται για πρώτη φορά κατά την απογραφή του Ιταλού Προβλεπτή CRIMANI το έτος 1700, όπου διοικητικά ανήκε στο τερριτόριο της Γαστούνης, με μια οικογένεια αποτελούμενη από τέσσερα άτομα.

[2] Πιασιά, λεγόταν η εκάστοτε οριοθέτηση δημοσίων ή εγκαταλελειμμένων δασικών εκτάσεων, από τους πρώτους τσοπάνηδες που κατέκλυζαν σε μια έρημη περιοχή με σκοπό να την οικειοποιηθούν. Η πιασιά γινόταν με τον εξής τρόπο. Στο σημείο που ήθελαν να οριοθετήσουν έφτιαχναν κουτρούλια, η τοποθετούσαν ξύλινους πασσάλους εις ένδειξη του ορίου. Και για περισσότερη σιγουριά, συνήθως άνοιγαν λάκκους στα σημεία που ήθελαν την οριοθέτηση και έθαβαν κάρβουνα. Τα όρια πολλές φορές ήσαν και φυσικά, όπως λαγκάδια, ριζοβούνια, ανισόπεδη υψομετρική διαφορά, δρόμοι, μονοπάτια, γκρεμοί κ.λπ.

[3] Όπως αναφέρεται, το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς, μια μεγάλη πυρκαγιά στην Πηνεία, είχε αποτεφρώσει τεράστιες δασικές εκτάσεις και τοιουτοτρόπως ο Λεωνίδας την επόμενη άνοιξη είχε βρει προσοδοφόρο βοσκότοπο, όπου η συνεχής βόσκηση από τα κοπάδια του, δεν άφησε καθόλου περιθώρια ο τόπος να αναδασωθεί.  

[4] Ένα έγγραφο της 30 Οκτωβρίου 1823 που καταγγέλλει τις βιαιότητες του Γεωργίου Σισίνη. Υπογράφουν οι επαρχιώτες της Γαστούνης, μεταξύ αυτών συνυπογράφει και ο Φίλιππας από το χωριό Καλού- Παιδιού, ως Φίλιππας Καλουπηδιώτης

«Αναφερόμεθα δια της παρούσης μας ταπεινώς οι υπογεγραμμένοι προς την εκλαμπρότητά σας. Ημείς απ’ αρχής του ιερού τούτου αγώνος γνωρίσαντες καλώς το προς την πατρίδα χρέος μας, εστάθημεν με άκρον ζήλον και ενθουσιασμόν και ετρέξαμεν εναντίον του εχθρού με πολλούς στρατιώτας των χωρίων μας με έξοδα εδικά μας. Αντεπαρατάχθημεν εις πόλεμον προκρίνοντας να θυσιάσομεν και την ιδίαν την ζωή μας δια την διαυθέντευσιν της πατρίδος, καθώς είναι γνωστόν και μαρτυρημένον από πολλούς. Αφού εσυστήθη η διοίκησις, εστάθημεν υπήκοοι εις τας σεβαστάς διαταγάς της, ετρέξαμεν εις την Ρούμελην εναντίον των εχθρών. Δεν ελείψαμεν ποτέ από το χρέος όπου ανήκει εις κάθε ειλικρινή πατριώτην, κατεξωδεύθημεν υπέρ την δύναμίν μας, παρακινούμενοι από μόνον ειλικρινήν πατριωτισμόν προς το κοινό όφελος. Ερχάμενος ο απεσταλμένος έπαρχος παρά της διοικήσεως εις την επαρχίαν μας, εφάνημεν εις αυτόν ευπειθείς, τον εβοηθήσαμεν κάθ’ όλα, θέλοντες μια κοινήν ευταξίαν εις την επαρχίαν μας, καθότι γνωρίζομεν, χωρίς διοίκησιν κανένα πράγμα δεν λαμβάνει καλόν τέλος. Τώρα δε εσχάτως, βλέποντες με πόνον της ψυχής μας μιαν αδιαφορίαν της επαρχίας μας κατά του εχθρού και καθ’ ημέραν τους εχθρούς να καταπατούν την επαρχίαν μας και να κατασκλαβώνουν τους αδερφούς μας χριστιανούς και να τους κατασφάττουν απεφασίσαμεν να εκστρατεύσομεν με αρκετούς στρατιώτας. Επιάσαμεν τις αναγκαίας θέσεις δια να προφυλάξωμεν την επαρχίαν μας και να αντιπαραταχθώμεν κατά των εχθρών, αν ήθελε τολμήσουν και άλλην φορά εναντίον του τόπου μας. Εις τούτο παρεκινήθημεν, καθώς και έξ’ αρχής, όχι από άλλο ειμή από καθαρόν πατριωτισμόν αφήσαμεν οπίσω εις την επαρχίαν μας τον καπ. Γεωργάκην Κρασάκη, δια να μας προμηθεύη και να μας στέλνη τον αναγκαίον ζαερέ εις το στράτευμα.

Ο κύριος Γεώργιος Σισίνης, από τι παρακινούμενος (αυτό το αφίνωμεν εις την κρίσιν της σεβαστής διοικήσεως), στέλνει τους Καραμεραίους ανθρώπους, γνωστούς εις όλους δια την κακίαν τους εις το χωρίον Μπουχιώτης και θανατώνουν αιφνιδίως αυτόν τον μακαρίτην, μαζεύουν τους κατοίκους του κάμπου, άλλους με βία και άλλους με ταξίματα, και κατατρέχουν τα χωρία της Κάπελης, φωνάζοντες ότι έχουν διαταγήν της διοικήσεως εις τούτο. Κατασπάραξαν το πράγμα όλον του Κρασάκη και δια να φανερώσουν το πράγμα του έκαψαν την μητέρα του με λάδι, εκρέμασαν τον παπά του χωρίου του, επίασαν τον Παναγιωτάκην Βελανιδιώτην, τον κρέμασαν, του έκαυσαν τα τρία σπίτγια του, κατηφάνησαν όλα τα χωρία, κατάρπασαν το πράγμα τους, καθώς του παπά- Στάθη από Τατάραλη του επήραν όλον το πράγμα του, έτι και μετρητά είκοσι δύο πουγγία, ομοίως και του παπά- Λαγανιώτη κατάρπασαν το πράγμα του.

Αφίνομεν πόσα άλλα κακά επροξένησαν εις την επαρχίαν μας, τα οποία δεν ήθελε τα κάμουν ούτε οι άγριοι Αφρικανοί. Είναι γνωστόν έτι και ο θάνατος του Λάμπρου από του Καρδιακάυτη οπού δια συνεργείας του κυρίου Γεωργίου Σισίνη ηκουλούθησεν ομοίως και του καπετάν Ιωάννη από Βαρθαλαμιό. Αφίνομεν και των άλλων πατριωτών τον θάνατον. Αυτά ας τα στοχασθή η Σεβαστή Διοίκησις και ας κρίνη τα καλά έργα του κυρίου Σισίνη, όστις δε αποβλέπει εις άλλο ειμί να γενή ένας τεράστιος τύραννος. Ημείς, ευρισκόμενοι εις την πολιορκίαν Πατρών δια την προφύλαξην της επαρχίας μας, μανθάνοντας αιφνιδίως τον θάνατον του Κρασάκη, τα ειρημένα κακά εις τα χωρία μας, ελύσαμεν την πολιορκίαν και ήλθομεν να ιδούμεν ποία είναι τα αίτια αυτών των βαρβαρικών αταξιών και να διαυθεντεύσωμεν τον τόπον μας από κάθε κακόν εναντίον. Ακούομεν από τους εναντίους ότι όλοι αυτοί οι κατατρεγμοί εις τα χωρία μας είναι με διαταγήν της Διοικήσεως. Ημείς ετραβήχθημεν εις τα χωρία μας, δια να μην ανάψωμεν μεγαλύτερα κακά, ακούγοντες ότι είναι διαταγή της Διοικήσεως να κατατρεχθώμεν, και απεφασίσαμεν να κριθώμεν εις την Διοίκησην και, αν είμεθα πταίσται, να παιδευθώμεν, ειδεμή να παιδευθούν οι ενάντιοι, κατά το δίκαιον, και να διαμαρτηθούν οι αδικημένοι. Αυτά τα αναφέρομεν εις την εκλαμπρότηταν σας και σας παρακαλούμεν να τα φανερώσετε όπου ανήκει, επειδή απορούμεν μεγάλως δια ποίαν αιτίαν να κατατρεχώμεθα ημείς όπου απ’ αρχής εθυσιάσαμεν την ζωή μας, την κατάστασίν μας και όλα μας δια την πατρίδα και να θριαμβεύουν άλλοι οι οποίοι κοίταζαν μόνον τα νιτερέσα τους. Παρακαλούμεν την Σεβαστήν Διοίκησιν να λάβη τα μέτρα δια την επαρχίαν μας, να στοχασθή ότι εβρισκόμεθα εις μεγάλον κίνδυνον, επειδή και οι εχθροί πλησίον μας. Παρακαλούμε να βάλη μίαν ευταξίαν εις τα άρματα της επαρχίας μας, καθώς είναι και εις πολλάς άλλας, δια να την διαυθεντεύσωμεν από τους εχθρούς. Εις το εναντίον δε, όπου ποτέ δεν ελπίζομεν, να μην λάβη πρόνοιαν η Διοίκησις, θέλουν ακολουθήσει μεγάλες σύγχησις και αγιάτρευτα κακά, διότι ο εχθρός θέλει εύρει καιρό να καταφανίση την επαρχίαν και ο λαός θα κατατρώγεται, με το παραβλέπωνται τα δίκαια του. Είμεθα εις χρηστάς ελπίδας ότι η Διοίκησις θέλει λάβει μεγάλην προμήθειαν δια ταύτην την επαρχίαν και άμποτε να ιδούμεν και το καλόν τέλος.

Μένωμεν με όλον το σέβας».

Οι επαρχιώται Γαστούνης και Καπεταναίοι

Στάθης Ταταραλιώτης, Αναγνώστης Παλιοπολίτης, Θεοχάρης, Φώτης Λουκαβιτζιώτης, Αποστολάκος Λουκαβιτζιώτης, Βασίλης Μαυροειδής, Νικολάκης Αντρονιώτης, Γιώργος από Χαλαμπρέζα, Νικολός από Σινούζι, Φίλιππος Καλοπηδιώτης, Δημήτρης Λίβανος, Σπήλιος Κουμανιώτης, Ζώης Λαγανιώτης, Δημήτρης Κατζαλιάρης, Κυριακούλης Κουμανιώτης, Συλάϊδος Τζαούσης Κουμανιώτης, Θανάσης Καρκούλας Κουμανιώτης, Αγγελής Γιαρμενίτης, Γεραναστάσης από Κάλφα, Γιάννης Πανουτζόπουλος, Ρόδης Καρατζάς από Ντζίπιανα, Θεόδωρος από Πέτα, Νάνος Κουμανιώτης, Θανάσης Διβριώτης, Πάνος Αντρονιώτης, Κώστας Κουμανιώτης, Αντρίκος Παλάσκας, Κωνσταντής, Νικολός, Χριστόδουλος ούλα τ’ αδέλφια, Κωστάκης Κρασάκης, Κυργιάκος Πόπολης, Δημητράκης Πόπας, Κώστας Πουρτανίτης, Γιώργος Δερβινιώτης, Παλ. Κάμος, Τζιαουσάκης Κανέλης, Αδάμης Λαγός, Παναγιώτης Βελανιδιώτης, και ένας από Αγραπιδοχώρι, Αναστάσης Χατζιώτης, Νικολός Πουλούπασης, Γερο- Νικολός από Τελεπελή.

[5] Κατά μαρτυρία του αείμνηστου Παναγιώτη Ευσταθόπουλου, η Αρχόντω ήταν αδελφή τουΓιώργη Μπεκρή,από το Αναζήρι Σελληεντίας. Ο Γιώργος Μπεκρής, όπως προκύπτει από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους τιμήθηκε με Αριστείο Φ. 1102 και έλαβε Πιστοποιητικό από τον Χρύσανθο Σισίνη, καθώς συμμετείχε σε μάχες και πολιορκίες, του Πουσίου, του Μεσολογγίου, των Παλαιών Πατρών, της Πλάκας και των Αθηνών. Επίσης πολέμησε και κατά την εισβολή του Ιμπραήμ Πασά.

[6] Σύμφωνα με το τραγούδι που έχω καταγράψει, η αναχώρηση των κοπαδιών πρέπει να ξεκίνησε το πρωί στις 21 Μαΐου ανήμερα του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης.

[7] Η επιλογή, του χρόνου της απαγωγής κατά την μετακίνηση των κοπαδιών, ήταν και η πιο ασφαλής, διότι όσοι συνόδευαν το κοπάδι ακουλουθούσαν την πορεία μεμονωμένοι ώστε να έχουν την αναγκαία επιτήρηση της ασφαλούς μετακίνησης και ήταν αδύνατον να κυνηγήσουν τους απαγωγείς διότι δεν μπορούσαν ν’ αποχωριστούν το κοπάδι εν μέσω διαδρομής και υπήρχε κίνδυνος να αυτοδιαλυθεί.

[8] Η πορεία της μετακίνησης ήταν η πιο συντομότερη και ξεκινούσε από τον Χαλιά (τοπ. Καλού- Παιδιού), προχωρούσε προς το χωριό Μπουρντάνου (σημ. Βουλιαγμένη), σκαλώνανε στην Μπουρντανόσκαλα, (σήμερα από λάθος ορίζουν την τοποθεσία Μπουρντανόσκαλα προς τα Χάνια, η θέση είναι το κατέβασμα του δρόμου από τα Μαραγκέϊκα προς τον οικισμό Βουλιαγμένη) περνούσανε τα Μαραγκέϊκα Χάνια, μπαίνανε στην Κάπελη, και μόλις περνούσαν στα Παναίϊκα Χάνια και το Κακό Λαγκάδι, έστριβαν αριστερά προς το χωριό Κακοτάρι, και πριν το χωριό έστριβαν δεξιά και έπαιρναν το μονοπάτι, προς Διπόταμο, Βυνίκου, Καλύβια, Βερβινή και από εκεί σκάλωναν προς τις κορφές του Ωλονού, στα όρια του Γερμουτσάνι, όπου κατέληγαν στα θερινά στανοτόπια τους.

[9] Ο τόπος της απαγωγής, λέγεται ότι είχε επιλεχθεί κάπου πιο πάνω από τα Μαραγκέικα Χάνια προς Κάπελη, για να μπορούν να διαφύγουν και να κρυφθούνε στο αχανές του δάσους. Δεν θέλανε να επιλέξουν άλλη τοποθεσία, ώστε να μην μπλέξουν στα στενά και αδιάβατα μονοπάτια των χωριών, που ίσως να ήταν επικίνδυνα κατά την διαφυγή τους.

[10] Απ’ ότι γνωρίζουμε, τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, στην διοίκηση του κράτους είχε παρακμάσει και ταυτόχρονα είχε ανθίσει το σαθρό σύστημα, της ρεμούλας, της απαξίωσης, της αποδιοργάνωσης και της δωροδοκίας. Τοιουτοτρόπως, οποιοσδήποτε είχε χρήματα, μπορούσε χωρίς φόβο και ενδοιασμούς να δωροδοκήσει τον τσαούση, τον αγά, τον πασά, ακόμη και τον ίδιο τον σουλτάνο, προκειμένου ν’ αναλάβει κάποια θέση, να κάνει παραεμπόριο, να απαλλαγεί του φόρου, ν’ αποφυλακισθεί, να γλυτώσει τη ζωή του κ.λπ. Αυτά ήσαν από τα πρώτα σοβαρά δείγματα της παρακμής του Τουρκικού κράτους, λίγο πριν αρχίσει η ελληνική επανάσταση.

[11] Ακόμη, μέχρι σήμερα, στην Ηλεία και ιδίως στην Πηνεία, διατηρείται μια νοοτροπία, όπου σε πολλά κυνηγόσκυλα, αλλά και σε σκύλους φύλαξης, λόγω της σκληρότητας των τούρκων και του μίσους που έθρεφαν γι’ αυτούς, να δίδουν ονόματα παρμένα κυρίως από την ορολογία τούρκων αξιωματούχων όπως: Αράπης, Αγάς, Πασάς, Τούρκος, Αλής, Χασάν, Μαχμούτης, Μπουλούκμπασης, Μπέης, Μεμέτης, Γκιαούρης, Ασίκης, Γκέκας, Τούρκα, Τσαούσω, Σουλτάνα, Μπουλούκω, κ.α.

Εκτύπωση