Ο Γιάννης και τα στοιχειά της Κάπελης

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Λαογραφικές ιστορίες Εμφανίσεις: 6487
 

Στην Κάπελη μια φορά ζούσε ένας γουρουνάς (βοσκός χοιρινών) που τον λέγανε Γιάννη και Κολοπέτσα το παρατσούκλι του. Το παρατσούκλι του το κολλήσανε γιατί όταν ήταν μικρός και πείναγε, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και ζήταγε να φάει όχι ψαχνό μεζέ, αλλά την πέτσα από τα σφαχτά, είτε αυτά ήσαν από κότες ή από γουρούνια και έτσι του το κολλήσανε του μαύρου, Κολοπέτσας. Όμως ήτανε ένα καλό παιδί, σεβαστικό στο ντουνιά, ήτανε όμως ορφανό από μάνα και ο πατέρας του ήτανε ένας μεθύστακας και ένας μεγάλος τεμπέλης.

 Όταν μεγάλωσε ο Γιάννης και πήγε καμιά δεκαπενταριά χρονώνε, πήγε γουρουνάς σε κάποιο μπάρμπα του από το σόι της μακαρίτισσας της μάνας του. Ήθελε ο μαύρος να βγάλει και ευτούνος ένα τσουρούλι ψωμί γιά να ζήσει και να μην γυρίζει από σπίτι σε σπίτι όπως είχε μάθει επειδή είχε ορφανέψει από μικρούλι. Ούλη την ημέρα φύλαγε τα γουρούνια στην Κάπελη που τρώγανε ρίζες κάτω από τα σάπια φύλλα αλλά και πολύ βελάνι. Το βράδυ τα έκλεινε μέσα σε ένα γαλάρι, φτιαγμένο από σκιζάρια παλούκια δέντρου. Και μετά μαζευόσαντε όλα τα παιδιά τα τσοπανόπουλα και έπαιζαν αλλά και καθόσαντε μέχρι αργά το βράδυ και λέγανε διάφορα παραμύθια, αλλά και ιστορίες με πεθαμένους, με ληστές και με φαντάσματα.

Ο δόλιος ο Γιάννης, τ’ άκουγε ούλα ευτούνα, αλλά καμωνότανε ότι δεν φοβότανε μην τον καταλάβουν τα άλλα τα παιδιά και τον πάρουν στο ψιλό. Αντίθετα, έκανε τον παλικαρά και έλεγε ότι αυτά, είναι ούλα ψέματα για να φοβίζουν τον κόσμο οι κλέφτες και οι λήσταρχοι.

Ένα βράδυ, όταν τελείωσε η κουβέντα τους. ούλα τα παιδιά πήγανε στα γαλάρια τους να κοιμηθούνε. Ο Γιάννης πήγε δίπλα στο γαλάρι των γουρουνιών, εκεί που είχε ο μπάρμπας του μια καλύβα και χώθηκε μέσα σε μια κουβέρτα και έπεσε να κοιμηθεί. Για λίγο το μυαλό του στιφογύριζε σαν την σβούρα με αυτά που είχε ακούσει, όμως σιγά – σιγά τον πήρε ο ύπνος και αποκοιμήθηκε. Δεν πέρασε λίγη ώρα, όταν άκουσε ένα θόρυβο, σαν να πιλαλάνε άνθρωποι όξω από την καλύβα του. Άνοιξε τα μάτια του, σηκώθηκε σιγά – σιγά να μην κάνει φασαρία και κοίταξε μέσα από τις χαραμάδες των ξύλων της καλύβας, να ιδεί τι διάβολο γίνεται απόξω.

Έξω ήταν φεγγαράδα, Θεού χαρά, λες και ήτανε μέρα, έβρισκες βελόνα στ’ άχερα. Τηράει τρογύρω του και τι να ιδεί ο μαύρος!

Καμιά δεκαριά παιδιά, με μαύρο κεφάλι, γδυτά μπερλεκάτσι (όπως τα έκανε η μάνα τους χωρίς κανένα σκουτί απάνω τους), να πιλαλάνε σαν τους διαβόλους τρογύρω  από την καλύβα χωρίς σταματημό, λέγοντας αλαμπουρνέζικα και ένα πράμα μικρό, πράμα ίσαμε μ’ ένα κολοκύθι, έμοιαζε σαν κούτσικο μανάλι με κεριά αναμένα, να περπατάει προς την καλύβα. Τι το ήθελε ο μαύρος ο Γιάννης, σήκωσε το χέρι του να κάμει το σταυρό του, αλλά δεν πρόλαβε ο μαύρος, κόπηκε η μιλιά του και δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό, από τον φόβο του ζαλίστηκε και σωριάστηκε μισοπεθαμένος πίσω από την λεσά της καλύβας.

Πέρασε κάμποση ώρα και όταν άρχισε να πέφτει η δροσιά και πάγωσε το κορμί του, ξύπνησε και όταν κατάλαβε τι έγινε πετάχτηκε σαν το δόκανο όταν πιάνει το λύκο. Κοίταξε πίσω από τις χαραμάδες της καλύβας, ξανακοίταξε, δεν έβλεπε τίποτις αλλά ούτε φασαρία άκουγε. Σιγά – σιγά, πήρε απάνου του και βγήκε όξω από το καλύβι. Ήταν κάπου προς τα χαράματα και τα γουρούνια δίπλα, κοιμούσαντε του καλού καιρού. Το σκυλί και αυτό κοιμότανε ήσυχο. Ξαναγύρισε στην καλύβα του, έκανε τον σταυρό του, άναψε τη φωτιά και περίμενε  να ξημερώσει. 

Όταν ξημέρωσε, άρχισε να ψάχνει γύρω την καλύβα αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει τίποτα. Τα γουρούνια όπως κάθε ημέρα, είχαν αλωνίσει όλο τον τόπο και εφόσον ήτανε Αλωνάρης μήνας, ήτανε ξερός ο τόπος κάτου και δεν έβλεπες πατήματα. Εκείνοι οι διαβόλοι, μόλις τελειώσανε, πήρανε μια κλάρα και σαρώσανε τ’ αχνάρια σαν τους αλογοσούρτες.

Το σούρουπο, όταν μαζεύτηκαν πάλι τα παιδιά, ο Γιάννος τους μολόγησε το πάθημά του και τους είπε ότι δεν ξαναπλαγιάζει στην καλύβα διότι ο τόπος είναι γιομάτος στοιχειά. Τα παιδιά γέλασαν και του είπανε ότι αυτά τα είδε στο όνειρό του και δεν πρέπει να τα πιστεύει. Όμως που να γιομίσει το μυαλό του Γιάννη. Ότι και να του λέγανε αυτός δεν έκανε πίσω. Πήγε το βράδυ στο χωριό και μολόγησε στους τρανήτερους, αυτό το χουνέρι που τον βρήκε πέρα την Κάπελη.

Τα παιδιά, είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο να τρομάξουν τον Γιάννη διότι το έπαιζε παλικάρι. Εκείνο το βράδυ, τον αφήκανε και αποκοιμήθηκε και ένα από αυτά, που γνώριζε το σκυλί του Γιάννη, το έλυσε και το τράβηξε καμμιά διακοσαριά οργιές από την καλύβα. Τα διαβολόπαιδα είχανε τσακώσει και μια χελώνα, πήγαεν και στην εκκλησία, πήρανε κεριά και τα κολήσανε απάνου στο καβούκι της και το βράδυ τ’ανάψανε. Ευτούνα, φορέσανε μια γυναικεία κάλτσα στο κεφάλι και αφού γδυθήκανε μπερλιεκάτσι (όπως τα έκανε η μάνα τους), λέγανε κάμποσα ακαταλαβίστικα λόγια και πιλαλάγανε τρογύρω από την καλύβα κάνοντας μεγάλο ντόρο. Ένα από δαύτα, παραφύλαγε και τήραγε από μια χαραμάδα και όταν είδε τον Γιάννη να πέφτει κάτου λιποθυμισμένος, τρόμαξαν και έφυγαν, αφού πρώτα πήραν την χελώνα και ξανεδέσανε το σκυλί του Γιάννη στη θέση του.

Ο Γιάννης, πέρασε ούλο το βιός του στο χωριό τσοπάνης με διάφορα ζωντανά και μολόγαγε ο μαύρος κι ο άραχνος το πάθημα του σ’ ούλο τον ντουνιά ακόμη και σ’ όλους τους τσοπάνηδες της Κάπελης. Αν και του μαρτυρήσανε τι είχε γίνει, δεν μπόρεσε ποτέ να το πιστέψει αλλά ούτε να το ξεπεράσει.

Σημείωση: Το κείμενο έχει όπως καταγράφηκε.
Εκτύπωση