Συλλογή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Πριν ετοιμάσω αυτή την εργασία μου, κάθισα και σκέφθηκα ότι μπορεί να στεναχωρήσω αρκετούς συμπολίτες μας και όχι μόνο αλλά μια ολόκληρη φυλή που βρίσκεται διάσπαρτη σε όλη την Ελλάδα. Το άρθρο έχει καθαρά λαογραφικό χαρακτήρα και δεν το αναρτώ για ρατσιστικούς λόγους. Για αυτό θέλω να με συγχωρέσετε όσοι νομίζετε ότι θίγεστε.
Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, «γύφτος» είναι ο σιδηρουργός, καθώς πολλοί τσιγγάνοι ακολουθούσαν αυτό το επάγγελμα, ενώ μεταφορικά έχει την σημασία του μελαψού, του βρομιάρη, του μικροπρεπούς και του τσιγγούνη. Άλλωστε η ίδια η τελευταία λέξη, «τσιγγούνης», δηλαδή φιλάργυρος, παράγεται από το τουρκικό «cingane», που είναι ο τσιγγάνος.
Τώρα, το γύφτος κατά την γνώμη μου παράγεται από το Αιγύπτιος – από την ίδια ρίζα προέρχεται και η αγγλική λέξη gypsy, από το Egyptian, τον κάτοικο της Αιγύπτου.
Σήμερα, η λέξη «γύφτος» θεωρείται υποτιμητική, διότι είναι συνυφασμένη με την ακαταστασία, τις άνομες πράξεις, το χρώμα του δέρματος και του ρατσισμού.
Όμως περί τον 15ο αιώνα που οι τσιγγάνοι από την Ινδία, άρχισαν να μετακινούνται μαζικά προς τη Δύση, μια μεγάλη μερίδα επέλεξε την Πελοπόννησο. Λόγω του μελαψού δέρματος και των σκούρων χαρακτηριστικών τους, στον ελλαδικό χώρο επικράτησε η εσφαλμένη αντίληψη ότι είχαν έρθει από την Αίγυπτο. Ωστόσο, η ονομασία Αιγύπτιοι, στην Ελλάδα είχε ήδη επικρατήσει. Σε επίσημα ελληνικά κείμενα της περιόδου, αναφέρονταν κανονικά ως Αιγύπτιοι. Στην καθομιλουμένη, είχε προκύψει μία απλοποιημένη παραλλαγή της λέξης, Αίγυπτος όπου μεταλλάχθηκε σε γύπτος - γύφτος.
Ιστορικά τοπικά στοιχεία:
Κατά τις αρχές της β΄ τουρκοκρατίας εντοπίζουμε από έγγραφα, ότι οι Οθωμανοί της Γαστούνης, ότι λόγω έλλειψης εργατικών χεριών, είχαν φέρει περίπου 3.000 οικογένειες αραπάδων Αιγυπτίων, με σκοπό να τους εγκαταστήσουν μόνιμα στον κάμπο, ως εργάτες γης. Τοιουτοτρόπως γέμισαν τα τσιφλίκια της Γαστούνης με αραπάδες Αιγύπτιους (τους οποίους τους αποκαλούσαν γύφτους). Ακόμη εντοπίζουμε ότι πολλοί στρατιώτες του Ιμπραήμ πασά αυτομόλησαν και κατά την συμφωνία και αποχώρησή του δεν τον ακολούθησαν, παρά έμειναν στην Πελοπόννησο ως μόνιμοι κάτοικοι.
Αυτοί κατασκεύαζαν τις καλύβες τους με τον δικό τους παραδοσιακό τρόπο, ακόμη γνώριζαν άριστα την καλαθοπλεχτική και γι’ αυτό τους έλεγαν καλαθόγυφτους. Ίσως απόγονοι αυτών να υπάρχουν ακόμη και σήμερα.
Κατά τη γνώμη μου, καμιά εθνοτική, φυλετική, θρησκευτική, ιδεολογική, κοινωνική, οικονομική, ακόμα και ηλικιακή ομάδα, δεν έχει το προνόμιο στη βλακεία και τη μοχθηρία, που εκφράζεται παρομοιάζοντας αυτούς τους ανθρώπους. Εγώ προσωπικά γνωρίζω αρκετούς οικογενειάρχες και είναι τιμή μου που έχω τέτοιους φίλους. Έχω ακόμη φίλο όπου μαζί είχαμε συνυπηρετήσει σε μια μονάδα του στρατού. Τους εμπιστεύομαι απόλυτα και τους αγαπώ. Γνωρίζω νοικοκύρηδες με κύρος, με εμπιστοσύνη και με πολλά άλλα που συνάπτουν τον καλό άνθρωπο και τον οικογενειάρχη. Ασφαλώς σε μια τάξη που υπάρχει φτώχεια, θα υπάρχει και παρανομία κι εκεί έχουμε και αρκετούς παράνομους. Κατά την γνώμη μου, η πολιτεία χρειάζεται να επιδείξει μια ιδιαίτερη και προσεγμένη μεταχείριση, προς αυτή την φυλή, η οποία είναι συμπολίτες μας και μέρος του Έθνους μας.
Ιστορικά:
-Γύφτο ονόμαζαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για το χρώμα του. «Αδελφέ Γύφτο…», έγραφε ο Αντρούτσος στον Κολοκοτρώνη σ’ ένα γράμμα του.
-Γύφτο λέγανε και τον Καραϊσκάκη. «Γύφτο, Γύφτο…», (του ’γραφε ο Κολοκοτρώνης) έχεις να κάμης με σόϊ γύφτικο και στοχάσου” (το σόι το δικό σου)»
Λαογραφία:
Ρώτησαν κάποτε ένα γύφτο γιατί είναι μαύρος και αυτό απάντησε:
Ρώτησαν κάποτε ένα γύφτο γιατί είναι μαύρος και αυτό απάντησε:
- «Όταν ο Θεός μας έπλασε με λάσπη από χώμα, μας έβαλε μέσα στον φούρνο να ψηθούμε. Εσάς σας έβγαλε πρώτους, ενώ εμάς που μας έβγαλε μετά, παραψηθήκαμε λίγο περισσότερο για αυτό είμαστε μελαχρινοί!»
Σκηνίτες:
Έκαναν διάφορα επαγγέλματα για να επιβιώσουν, επίσης προτιμούσαν το επάγγελμα να μην έχει κεφάλαια και έξοδα. Οι σκηνίτες γύφτοι περιφέρονταν από χωριό σε χωριό μαζί με τα υποζύγια τα σκυλιά τους και όλη την κινητή περιουσία τους, με σκοπό να επιβιώσουν. Σε κάθε χωριό διάλεγαν ένα σημείο κυρίως αλώνια ή κάποιο χωράφι δίπλα στο χωριό και εκεί έστηναν τα τσαντίρια τους. Στα χωριά εξαπολύονταν οι μεγάλοι για τσαμπασιλίκι, ήσαν σιδεράδες, καλαθάδες, παλιατζήδες, αρκουδιαραίοι και γανωματήδες.
Οι γυναίκες ασχολούνταν με τα μαντζούνια και γιατροσόφια, έκαναν τις μάγισσες, τις χαρτορίχτρες, διάβαζαν την μοίρα του καθενός αμπόδεναν, διάβαζαν το φλυτζάνι του καφέ, έκλεβαν όταν ευρίσκαν ευκαιρία και τέλος προέβαιναν σε διάφορες άνομες πράξεις και άρπαζαν όταν έβρισκαν την κατάλληλη ευκαιρία.
Τις υπηρεσίες τους συνήθως τις προσέφεραν με ανταλλάγματα όπως τρόφιμα, λάδι, αυγά, πουλερικά κ.ά.
Το κρέας τους κυρίως ήταν ο σκατζόχοιρος, για αυτό τα βράδια έβγαιναν με σκατζοχοιρόσκυλα και κυνηγούσαν σκατζόχοιρους. Ήσαν ειδικοί στο κυνήγι, στο γδάρσιμο και στο μαγείρεμά του, κυρίως τους σούβλιζαν. Την τροφή τους συνήθως την εξασφάλιζαν με την εργασία, ως αντάλλαγμα έπαιρναν τροφές και ρουχισμό.
Όταν οι σκηνίτες γύφτοι κατέφθαναν στα χωριά σήμαινε γενικός συναγερμός, συμμάζευαν ότι είχαν εκτεθειμένο και τέλος άφηναν ελεύθερα όλα τα σκυλιά. Αυτοί οι ταλαίπωροι άνθρωποι για να επιβιώσουν ασχολούνταν με διάφορα ειδικά επαγγέλματα όπως χαλκιαδες (σιδεράδες), τσαμπάσηδες, μάγισσες, χαρτορίχτρες, γιατροσόφια, μοίρα, αμπόδεναν, διάβαζαν το φλυτζάνι του καφέ, έκλεβαν όταν ευρίσκαν ευκαιρία και τέλος προέβαιναν σε διάφορες άνομες πράξεις.
-Ετούτα είναι η προκοπή μας!
Όταν βρισκόμουν με μεγάλους γύφτους τσαμπάσηδες είχα παρατηρήσει ότι φορούσαν ακριβά και βαριά χρυσά δακτυλίδια και σχεδόν όλοι οι μεγάλοι είχαν και χρυσά δόντια. Ρωτώντας κάποιον γιατί τόσο χρυσός και μου απάντησε: «Ετούτα είναι η προκοπή μας!»
-Εγώ τσαμπάσης γεννήθηκα!
Μια φορά στο πανηγύρι του Γενί- Τζαμί αργά το απόγευμα ένα γύφτο τσαμπάση και τον πήρα από κοντά και τον είδα να παζαρεύει άλογα και γαϊδούρια. Αυτός προσπαθούσε να πουλήσει ακριβά ένα άλογο που είχε αγοράσει σε μικρή τιμή σε κάποιον που έτρωγαν και έπιναν μαζί το μεσημέρι. Μόλις ολοκληρώθηκε η πώληση τότε τον ρώτησα γιατί κορόϊδεψες τον φίλο σου; Εκείνος μου απάντησε: «Εγώ τσαμπάσης γεννήθηκα!»
-Κουμπάρε!
Οι γύφτοι κυρίως οι τσαμπάσηδες και οι έμποροι τους συναλλασσόμενους δεν τους ονομάζουν ποτέ με τα κύρια ονόματά τους, αλλά μόνο με την λέξη «κουμπάρε…!»
-Γιώργης κλέβει, γύφτος πλερώνει!
Σε κάποιο χωριό ήταν ένας κλέφτης ονόματι Γιώργης. Αυτός μόλις έφθαναν γύφτοι στο χωριό του, ξάφριζε ότι εύρισκε και ότι είχε εντοπίσει από πριν. Έτσι στο χωριό όποιος έχανε κάτι τα φόρτωνε στους γύφτους. Μέχρι που τον ανακάλυψαν και μετανόησαν που τα φόρτωναν στους σκηνίτες γύφτους, όπου ένας έβγαλε μια παροιμιώδη φράση: «Γιώργης κλέβει, γύφτος πλερώνει!»
-Κάτι τρέχει στα γύφτικα!»,
-Προχωρώντας στη φρασεολογία, έχουμε δυο πασίγνωστες εκφράσεις:
«Κάτι τρέχει στα γύφτικα!», που λέγεται για κάτι που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία και δεν χρειάζεται να ανησυχούμε γι’ αυτό, ίσως επειδή στους μαχαλάδες των γύφτων υπήρχε πάντοτε φασαρία, άρα θεωρούσαν πως αναστατώνονται για ψύλλου πήδημα.
«Κάτι τρέχει στα γύφτικα!», που λέγεται για κάτι που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία και δεν χρειάζεται να ανησυχούμε γι’ αυτό, ίσως επειδή στους μαχαλάδες των γύφτων υπήρχε πάντοτε φασαρία, άρα θεωρούσαν πως αναστατώνονται για ψύλλου πήδημα.
-Ο λύκος και ο γύφτος:
Κάποτε σε ένα χωριό συνέλαβαν ζωντανό ένα λύκο και όλοι τον διαπόμπευαν και τον βασάνιζαν διότι τους είχε φάει τα πρόβατα, Μεταξύ αυτών συνεργούσε και ένας γύφτος που δεν έχει διαφορές με το λύκο. Μόλις ζύγωσε κοντά του ο λύκος του λέει:
Εσύ γιατί με βαράς ρε γύφτο, εσένα τ’ αμόνι σου ’φαγα;
Παροιμίες:
-Αλλού ο γύφτος αλλού η γύφτισσα κι αλλού τα γυφτόπουλα.
-Αν δεν θες ν’ ακούσεις τις σφυριές, μη περνάς απ’ τα γύφτικα.
-Αν δεν παινέψει ο γύφτος το καλύβι του πέφτει και τον πλακώνει!
-Αν έκαναν όλες οι μέλισσες μέλι θα τρώγανε κι οι γύφτοι με τα κουτάλια.
-Αν καεί το γυφτοχώρι, ας καεί κι ο γύφτος.
-Απ’ την γύφτισσα προζύμι κι απ’ τις ψόφιες ψείρες λίπος!
-Αρχοντιά είναι το κλάδεμα το σκάψιμο γυφτιά.
-Ας τρώγονται οι αγάδες για να γελούν οι γύφτοι.
-Ας τρώει ο γύφτος κι ας σκούζουν τα γυφτόπουλα.
-Βάλ’ το γύφτο για να φάει κι αν τελέψει σε λησμονάει.
-Βαρεί η καρδιά του, σα γύφτικο νταούλι!
-Βαστάει σα γύφτος.
-Βρήκε ο γύφτος βούτυρο κι αλείφει και τη μύτη του.
-Βρήκε ο γύφτος λάδι, αλείφει και τα αρχίδια του!
-Βρήκε ο γύφτος την γενιά του και αναγάλλιασε η καρδιά του.
-Γειά σου Μάρτη άρχοντά μου, γεια σου Μάρτη γυφταρά μου.
-Γιομάτο καλούδια σπίτι, σαν του γύφτου την καλύβα.
-Γλείφει και γύφτικους κώλους.
-Γυναικείος γάμος, ίσον γύφτικος γάμος.
-Γυρεύ’ απ’ του γύφτου πριόβολο.
-Γυρεύει απ’ του γύφτο προζύμι.
-Γύφτικο σπίτι καίγεται και βιός δεν λογαριάζει.
-Γύφτικο σπίτι καίγεται κι οι γύφτοι τραγουδάνε.
-Γύφτικο φαΐ.
-Γύφτος δέρνει, γύφτος σκούζει!
-Γύφτος παπάς δε γίνεται, κι αν γίνει δε βλογάει!
-Γύφτος στην πόρτα; Βάστα ξύλο πίσω από την πόρτα!
-Γύφτος το νιτερέσο σαν τελέψει ή θα σε κλέψει ή θα σε κοροϊδέψει!
-Διάβολος και γύφτος ποτέ δεν συμπεθεριάζουν.
-Είδα κι αποείδα! Αλλά γύφτο παπά δεν είδα!
-Εκεί που κοιμόσαντε οι αγάδες, τώρα τραγουδάνε οι γυφταράδες.
-Εκεί που κρεμάγανε οι αγάδες τα σπαθιά, κρεμάνε οι γύφτοι τα ταβούλια!
-Έκλασε η γύφτισσα σκορπίσανε τα γυφτόπουλα!
-Έμπα στα γυφτόπουλα και διάλεξε το ασπρότερο.
-Έννοια που το ’χει η γύφτισσα, που μουτζουρώθηκε η μύτη της.
-Έξω ψύλλοι μέσα οι γύφτοι.
-Έχει κι ο γύφτος άχερο έχω κι εγώ τουμπάνι.
-Ή γύφτος θα μάθω; ή γύφτος θα γενώ;
-Ήρθα βασιλιάς και φεύγω γύφτος!
-Θέλησε ο γύφτος να χορέψει κι έσπασε το νταούλι!
-Κάθε γύφτος το δικό του κόσκινο παινεύει.
-Κάθεται σα σερνικός γύφτος!
-Κάλλιο αμόνι και σφυρί παρά τσαντήλα με τυρί.
-Καλός είν’ κι ο παπάς, αλλ’ άλλη χάρη έχει ο γύφτος!
-Καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι.
-Καμώνεται σαν γύφτος.
-Κάναν τη γύφτισσα κυρά κι αυτή ’θελε ντουμάνια.
-Κατά τον γύφτο και τα γυφτόπουλα.
-Κι οι γύφτοι έχουν τομάρι!
-Κλάνει ο γύφτος, σκάει η γύφτισσα!
-Κρυώνει σαν τον γύφτο στο χιόνι.
-Κρυώνει σαν τον γύφτο.
-Μ’ έκανες και χόρεψα γύφτικα.
-Μάθανε ότι γαμιώμαστε και πλακώσανε και οι γύφτοι!
-Μαλώματα γυφτιών, χασομέρια Ρωμιών.
-Με γύφτο νιτερέσο μην ψάχνεις.
-Με παπά ήπιε, με γύφτο δείπνησε και με τον διάβολο ξημέρωσε!
-Μη φωνάζετε δυνατά μη μας ακούσουν οι γύφτοι!
-Μπροστά ο γύφτος και πίσω τα γυφτόπλα, σαν την γουρούνα με τα γουρνόπλα.
-Μπροστά τα γυφτόπουλά και πίσω ο γέρο γύφτος.
-Ξέρει ο γύφτος τη σειριά του.
-Ξέρει ο γύφτος τι είναι το μέλι;
-Ο γύφτος απ’ την χαρά του, έκαψε την καλύβα του!
-Ο γύφτος κι άγιος να γενεί πάλι γυφτιά μυρίζει.
-Ο γύφτος κι η κότα χορτασμό δεν έχουν.
-Ο γύφτος κλαίει και η γύφτισσα χορεύει!
-Ο γύφτος όπου κι αν πάει την γυφτιά του δεν ξεχνάει.
-Ο γύφτος όσο έχει μέλι δεν κάνει ραχάτι.
-Ο γύφτος όταν έχει πετιμέζι στο σπίτι του ύπνος δεν του πηγαίνει!
-Ο γύφτος Ρήγας κι αν γενεί τη γυφτιά του δείχνει.
-Ο γύφτος ταμπούρι δεν βαστάει.
-Ο γύφτος το γυφτόπουλο παινεύει.
-Ο γύφτος το κρέας και τα γυφτόπουλα τα κόκκαλα.
-Ο γύφτος το τσαντίρι του για παλάτι το ’χει.
-Ο γύφτος ώσπου να χαρεί, έσπασε το νταούλι.
-Οι γύφτοι τα μαλώματα τα έχουν για πανηγύρια.
-Οι γύφτοι τον γνωρίζουν τον δρόμο καλά.
-Όλ’ οι γύφτοι μια γενιά είναι.
-Όλοι οι γύφτοι κουμπάροι και τα γυφτόπλα ’ξαδέρφια.
-Όλοι οι γύφτοι μούτζουροι και τα γυφτόπουλά κάρβουνο.
-Όποιος πεθυμάει να χάσει, κάνει νιτερέσο με γύφτο και τσαμπάση!
-Όπου δειπνάνε αρχοντικά, γύφτικα μαγειρεύουνε.
-Όσο μαύρος είναι ο γύφτος τόσο φοβάται το χιόνι.
-Όσο ριζώνει η ποταμόπετρα ριζώνει και ο γύφτος!
-Πάει στον γύφτο για φωτιά και στον φτωχό για λίρες!
-Ποιος είδε γύφτο γαλανό και γάτα μαυρομάτα;
-Πώς καταντήσαμε οι νοικοκυραίοι χειρότερα από τους γύφτους.
-Σαν σου χτυπάει ο γύφτος την πόρτα, δώσε.
-Σαν του γύφτου την καλύβα.
-Σε γύφτικο παλάτι, μήτε ψωμί, μήτε αλάτι!
-Στέλνουν το γύφτο για παλάτι κι αυτός κοιτάει το τσαντήρι.
-Στο γύφτο, ούτε πριόβολος δε ανάβει.
-Στο γυφτοχώρι, πάσπαλη δεν γίνεται!
-Συ το κάνεις σα το γύφτο με το λύκο.
-Την γύφτισσα κάνανε βασίλισσα κι ’κείνη φώναζε κόσκινα και καλάθια.
-Τα παιδιά των γύφτων από τις σπίθες δεν φοβούνται.
-Την υγειά τους έχουν τα γυφτόπουλα κι ας γυρίζουν ξυπόλυτα.
-Τι απόχτησε η γυναίκα σου; -Γυφτοτσεκουριά παχιά…
-Τι τρέμεις γύφτο; -Δεν τρέμω εγώ η καρδιά μου τρέμει!
-Το ’παθα σα το γυφτόπουλο, με τις δύο εκκλησιές.
-Το καμαρώνει σαν ο γύφτος το σφυρί του.
-Τον γύφτο πήγαιναν για βασιλιά και αυτός έλεγε ρείκια για κάρβουνο.(με το κάρβουνο δουλεύουν οι χαλκιάδες).
-Τρέμει σαν γύφτος.
-Τρέχει στους γύφτους για προζύμι.
-Τρώγονται σαν τους γύφτους!
-Χαρά στο γύφτικο πράμα!
-Ψήνει τον σφάρδακλα να φάνε τα γυφτόπουλα.
-Ψοφάει της πείνας, κι αυτός τον γύφτικο χαβά του!
-Ψόφησε ο γάιδαρος και χάρηκε ο γύφτος.
-Ψόφησε ο γύφτος και χάρηκε το τσαντίρι!
Λεξιλόγιο:
Πέραν από τις παροιμίες και τις παροιμιώδεις φράσεις, για τους Γύφτους δεν εντοπίζουμε πολλές, ανάλογες εκφράσεις όμως εντοπίζουμε μονολεκτικούς χαρακτηρισμούς, με μειωτικό και ρατσιστικό περιεχόμενο, επίσης έχουμε και ένα μεγάλο λεξιλόγιο:
-Αρκουδόγυφτας: Ο καταμέλανος και σωματώδης γύφτος, ο ιδιοκτήτης αρκούδας. Παλιά οι γύφτοι είχαν εξημερωμένες αρκούδες που όταν κτυπούσαν το ντέφι αυτές χόρευαν. Με αυτές περιφέρονταν σε χωριά και πολιτείες για να τις εκθέτουν και να εισπράττουν εισιτήριο.
-Γυφταριο: Εκεί που επικρατεί η ατασθαλία.
-Γυφτάσκουτα: Τα φτηνόρουχα που φοράει κάποιος.
-Γυφτιά, Γυφτίλα: Χαρακτηρίζονται οι μικροπρεπείς συμπεριφορές, οι ασυνέπειες, οι εξαθλιωμένες καταστάσεις, η έλλειψη καθαριότητας, η τσιγγουνιά, η κακομοιριά.
-Γυφτίζω: Σημαίνει δεν έχω καλούς τρόπους στις συναναστροφές μου, είμαι ακάθαρτος, είμαι μικροπρεπής, είμαι φιλάργυρος, συμπεριφέρομαι σαν γύφτος.
-Γύφτικα τσιγκέλια. Χειροποίητα τσιγκέλια ιστορικά αναφέρεται ότι γύφτοι χαλκιάδες κατασκεύαζαν ειδικά τσιγκέλια και παλούκια για βασανιστήρια των σκλάβων τους.
-Γύφτικα: Συνοικία όπου διαμένουν γύφτοι.
-Γύφτικος γάμος:Ο φτωχικός γάμος, που δεν τον διέπει καμιά τάξη ή σειρά στα τελετουργικά δρώμενα. Κάθε γάμος παρωδία, ο γάμος των παρακατιανών.
-Γυφτίσματα: Οτιδήποτε δεν ταιριάζει σε άνθρωπο που θέλει να δείχνει ότι έχει συνεπή συμπεριφορά και αξιοπρεπή χαρακτήρα.
-Γυφτόγλινα:Η μαύρη γλίνα (άργιλος) ή μαυρόγλινα.
-Γυφτοδουλειές: Ψεύτικες και ακατάστατες δουλειές.
-Γυφτοζάγαρο: Το καχεκτικό σκυλί, το αδύναμο ζαγάρι που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του.
-Γυφτοζυγιά: Η κομπανία από γύφτους μουσικούς, συνήθως ως μουσικά όργανα είχαν ταβούλια, πίπιζες και το ντέφι.
-Γυφτοκάβουρας: Ο τεράστιος και μελαμψός κάβουρας.
-Γυφτοκάρβουνα: Τα κάρβουνα της «ατάιστης» φωτιάς που είναι λιγοστά και κλεμμένα. Επίσης κάθε ελπίδα που μάταια κρυφοκαίει σε κάποιον όταν είναι μίζερος και κακομοίρης.
-Γυφτόκαρφα: Ειδικά χειροποίητα μεταλλικά καρφιά, που κατασκευάζονταν από γύφτους σιδεράδες.
-Γυφτοκατάσταση: Λέγεται για εκεί που επικρατεί ακαταστασία, αναρχία κ.λπ.
-Γυφτοκόνακα: Εκεί που μένουν οι γύφτοι.
-Γυφτοπάζαρο: Η όχι καλά οργανωμένη εμποροπανήγυρη, η κάθε εκδήλωση που συμμετέχει πολύς κόσμος και που έχει φασαρία, η συναλλαγή που γίνεται με καχυποψία και ασυνέπεια.
-Γυφτόπαιδο ή γυφτόπουλο:Το κακομαθημένο παιδί, το βρόμικο, το αλήτικο, το ζωηρό.
-Γυφτοπούλα: Λένε και την μαύρη σταφίδα.
-Γυφτόρουγα: Γειτονιά με γύφτους.
-Γυφτόσογο: Οι συγγένειες με αδύνατους κρίκους των δεσμών αίματος, το φτωχοσυγγενολόι κάποιου, οι ασυνεπείς στις σχέσεις και συναλλαγές συγγενείς.
-Γυφτοστάφυλο: Το μαύρο σταφύλι (μαυρούδι).
-Γυφτόστρατο: Δρόμος όπου περνούσαν γύφτοι.
-Γυφτότοπος: Τόπος που διέμεναν γύφτοι σκηνίτες ή εκεί έχουν θάψει κάποιον δικό τους. Εκεί που κατασκήνωναν έθαβαν δικό τους πρόσωπο λόγω ξαφνικού θανάτου και έφευγαν απροειδοποίητα.
-Γυφτοτράγουδα: Λένε τα μεταλλαγμένα δημοτικά τραγούδια μας, που εκτελούνται χωρίς παραδοσιακά μουσικά όργανα.
-Γυφτότσεργα: Η γύφτικη καλύβα.
-Γύφτουλας: Ο ατίθασος και πολύ μαυριδερός γύφτος.
-Γυφτόφαγο, ή Γυφτοφάϊ: Το φθηνό, άνοστο και λιγοστό φαγητό. Επίσης έτσι έλεγαν και τα εδέσματα με κρέας από σκαντζόχοιρο.
-Γυφτόφαρα: Το σόι των γύφτων.
-Γυφτόφιδο: Λέγεται το μαύρο (φίδι) ή όφιος, Dolichophis jugularis αποτελεί ένα φίδι της οικογένειας Colubridae. Πρόκειται για μη δηλητηριώδες και ακίνδυνο για τον άνθρωπο.
-Γυφτόχωμα: Το έδαφος που δεν δίνει καρπούς, δεν δίνει σοδειές.
-Γυφτοχώραφο:Το άγονο χωράφι.
-Γυφτοχώρι: Εκείνο που δείχνει ότι το κατοικούν κακομοίρηδες, μίζεροι και φτωχοί, και κάθε χωριό ή συνοικία που είναι άναρχα και πρόχειρα δομημένο.
-Καλαθόγυφτοι: Οι γύφτοι που για να επιβιώσουν κατασκεύαζαν καλάθια και άλλα είδη καλαμοπλεκτικής και ξυλοπλεκτικής.
-Κωλόγυφτας: Ο κακός, ο περίεργος, ο ανάποδος γύφτος.
-Παλιόγυφτα: Βρισιά που απευθύνεται σε οποιονδήποτε δεν μας αρέσει η συμπεριφορά του ή είναι ενοχλητικός.
-Σκατόγυφτα: Βρισιά που απευθύνεται σε ταξικώς χαμηλότερους, μετά από κάποιο πρόβλημα ή τσακωμό.
-Τουρκόγυφτας: Η ονομασία προέρχεται από τους Τουρκοαιγύπτιους του Ιμπραήμ πασά που εκστράτευσε στην Πελοπόννησο το 1825. Τότε οι ντόπιοι κάτοικοι τους έλεγαν Τουρκόγυφτους έτσι έμεινε και σήμερα ονομάζουν τους μελαμψούς.
-Χαλικιόγυφτας: Ο σιδεράς γύφτος. Προεπαναστατικά ο Τριπολιτσιώτης Αλή Τσεκούρας κυνηγός των κλεφτών του Μοριά, πολλές φορές παρέδιδε τους κλέφτες στους Γύφτους, οι οποίοι ήταν ενάντιοι στους Έλληνες και έκαναν τότε πάρα πολλά βασανιστήρια (ήταν τα εκτελεστικά όργανα των Τούρκων κατά των Ραγιάδων), οπότε, μετά τα βασανιστήρια, τους σκότωναν και παρέδιδαν τα κεφάλια τους στον Αλή Τσεκούρα, για να εισπράξουν το αντίτιμό τους.
Ονομασίες τόπων οικισμών:
-Γυφτόκαστρο,κάστρο κοντά στο χωριό Άρλα της Αχαΐας.
-Γυφτόκαμπος, που ανήκει στο Δημοτικό Διαμέρισμα Σκαμνελίου, όπου αποτελεί πρωτοβουλία της Αδελφότητας Σαρακατσαναίων Ηπείρου.
-Γυφτόκαστρο, αρχαίο φρούριο στην περιοχή της Κάζας στην Δυτική Αττική.
-Γυφτόκαστρο, στην ευρύτερη περιοχή της Χαϊντού η οποία είναι και η ψηλότερη κορυφή της Θράκης, αγγίζοντας τα 1827 μέτρα.
-Γυφτόραχη, τοποθεσία στην κοινότητα Νέα Κερασούντα του Δήμου Ζηρού Θεσπρωτίας.
-Γυφτοπέρασμα, Δημοτική Ενότητα, Αξιούπολης, Δήμου Παιονίας, Π.Ε. Κιλκίς.
-Γυφτοχώρι, οικισμός της Φθιώτιδας.
-Γυφτόβρυση, βρύσες που έχουν λάβει το όνομα επειδή εκεί κοντά κατασκήνωναν οι σκηνίτες γύφτοι.
-Γυφτόλακκα, Γυφτόπετρα τοποθεσία που έχει λάβει το όνομά της από ένα γύφτο διότι εκεί τον βρήκαν σκοτωμένο.
-Γυφτοκούτσουρο: Τοποθεσία στο χωριό Άγναντα του δήμου Ήλιδας.
Ονόματα:
Γύφτουλας, Γυφτάκης, Γυφτόπουλος. Ακόμη μικρά ονόματα που ακούγονται ως παρατσούκλια και είναι σύνθετα με το γύφτο, διαχρονικά έχω καταγράψει αρκετά όπως: Γυφτογιάννης, Γυφταντρέας, Γυφτολιάς, Γυφτοπανάγος, Γυφτόγιωργας, Γυφτοθανάσης, Γυφτομαρία, Γυφτοκωστούλα, Γυφτοτασία κ.ά.
Αντιλογίες:
-Γύφτο –γύφτο! -Τον κώλο μου γλείφτο!
-Τι ώρα είναι; -Ώρα που γαμούν οι γύφτοι!
-Θα σου κάνω αυτό.... -Θα φας του γύφτου το σκατό!
Βρισιά:
Γαμώ την γυφτιά σου!
Κακό συναπάντημα:
Όταν δεις άνιφτο γύφτο το πρωί είναι κακό συναπάντημα και κάνοντας τρεις φορές τον σταυρό του μέσα του λέει:
«Χάσου γύφτο από μπροστά μου, για να πάου στην δουλειά μου!»
Άλλο για το συναπάντημα:
«Γύφτο είδες στο στρατί σου, βάλ’ ανάποδα το βρακί σου!»
Απειλή προς μικρά παιδιά:
Οι γονείς και οι συγχωριανοί μας απειλούσαν:
-Έλα γύφτο να το πάρεις!
-Έλα πάρτο γύφτο!
-Θα σε αρπάξουν οι γύφτοι!
-Θα σε πάρουν η θα σε δώσω στους γύφτους!
Στρατός:
Το κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο στον στρατό τα έλεγαν: Πούστη με γύφτισσες στον φούρνο!
Δημοτικά τραγούδια:
-«Τρεις αδελφούλες ήμασταν γαϊτάνι- γαϊτανάκι κι οι τρεις θα παντρευτούμε …η άλλη το γυφτάκι….!»
-«Πέθανε ο γύφτος πέθανε κι η γύφτισσα τον κλαίει…!»
-«Αυτό είναι γυφτοτσεκουριά που σιάζει τα στειλιάρια…!»
-ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΝΤΟΥΛΑ
«…Τον πιάσανε, τον δέσανε, με μια, με δυο αλύσους,
σαν το καπρί τον σούρνανε στην ανηφόρα να βγει.
Βρουχιέται και πισωπατεί, τους αλύσους για να κόψει.
Ανάθεμά σε Γύφτουλα που φκιάνεις τους αλύσους….!»
-ΤΟΥ ΖΟΥΔΙΑΡΗ ΤΟ ΧΑΝΙ
«…Ένας κακός καλόγερος, ένας παλιομπουριάρης
επήγε και εκόνεψε στου Ζούδιαρη το χάνι.
Σέρνει και μια καλόγρια, μιαν άτιμη γυναίκα.
Έχει τα μάτια της φωτιά, τα στήθια της καμίνι,
μα τα μαλλιά της ξέπλεγα, σα Γύφτισσα φευγάτη….!»
-ΤΗΣ ΑΤΥΧΗΣ
«Αρραβωνιάζ’ ο βασιλιάς και στεφανών’ ο ρήγας….
- Μακριά να στέκεις, Γύφτισσα, και παλιοτζαντζαλιάρα,
μην μας λερώσεις το νερό μ’ αυτά τα τζαντζαλά σου,
γιατί μαλών’ αφέντης μας και δέρνει η κυρά μας.
- Για πέστε του αφέντη σας, για πέστε της κυράς σας,
στη βρύση είναι μια Γύφτισσα μια παλιοτζαντζαλιάρα…!»
-«Ήλιος-ήλιος και συγνεφιά
παντρεύονται τα παιδιά
μ’ ένα γύφτικο παρά…!»
-ΜΙΑ ΓΥΦΤΙΣΣΑ ΜΕ ΓΕΛΑΣΕ
«Μια Γύφτισσα, κι αμάν-αμάν, μια Γύφτισσα με γέλασε,
μια Γύφτισσα με γέλασε, μου πήρε το πουγκί μου,
μου πήρε το πουγκί μου….!»
-ΤΟΥ ΝΤΟΥΡΟΥ
«Μες στο Λαλέικο μαχαλά
χορεύει η Μαριωρή μπροστά
με Λαλαίους, με Δουκαίους
και με τους Καραμεραίους.
- Ποιον θα πάρεις, Μαριωρή;
- Δε θέλω ’γω το Νικολό,
το γύφτο το Βερουτιανό.
Θέλω το Ντούρο πού ’ν’ παιδί,
πού ’ν’ παιδί και παλληκάρι
και βαρεί και το γιογκάρι (ή λιογκάρι).
Η Μαριωρή παντρεύεται
κι ούλος ο κόσμος χαίρεται!»
-ΕΝΑΣ ΓΥΦΤΟΣ ΠΕΘΑΝΕ
«Ένας Γύφτος πέθανε,
ε, μωρέ και τι έγινε!
Κι αφήκε την προκοπή του,
ό,τι είχε στο βρακί του….!»
-ΤΟ ΛΕΝΕ ΟΙ ΚΟΥΚΚΟΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ
«Το λένε οι κούκκοι στα βουνά κ’ οι Γύφτοι στις καλύβες,
το λέει κ’ η Κουλο-Δήμαινα, τ’ αρχόντου μας η κόρη.
Τον κάμπο - κάμπο τράβαγε, στην άκρη το ποτάμι,
να βρει το μαύρο Δήμο της, το δόλιο της τον άντρα…!»
Λαϊκά τραγούδια:
-«Βγήκε στο χωριό ο αρκουδιάρης ένας γέρο γύφτος ξεδοντιάρης…!»
-«Γύφτισσα μέρα μ’ έναv ήλιο δειλό, στα σύννεφα κρυμμένο. Γύφτισσα μέρα μ’ έναv ήχο βραχνό, σαν τραγούδι θλιμμένο…!»
-«Γύφτισσα τον βύζαξε, γι’ αυτό έχει φτερά, έρωτας τον πείραξε …
-«Γύφτισσα τόνε βύζαξε, για τούτο έχει φτερά.
-«Γυφτοπούλα στο χαμάμ κι εγώ πληρώνω μπιρ ταμαμ…!»
-«Έλα γύφτο μου έλα....!»
Αθανάσιος Διάκος:
Ο γύφτος στον Θανάση Διάκο του Βαλαωρίτη δεν ξέρω αν ήταν και γύφτος, αλλά βρίσκω υποβλητική την περιγραφή του:
«Στην μαύρη την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος,
γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος,
ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.
Tον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα
έχθρα κρυφή, παντοτινή, για τ’ άνθη, για τ’ αστέρια,
για του παιδιού την ευμορφιά, κ’ έτρωγε με το μάτι
ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρη.
Έκλωθε τη σαπίλα του στρωμένος στα ξεσκλίδια,
που το ’φερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.
Aχώριστοί του σύντροφοι σφυριά, τριχιές, αμόνι,
στουρνάρια για το γδάρσιμο, παλιόκαρφα, ψαλίδες,
μια νυχτερίδα, ένας σκορπιός, μια κίσσα, μια χελώνα.»
γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος,
ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.
Tον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα
έχθρα κρυφή, παντοτινή, για τ’ άνθη, για τ’ αστέρια,
για του παιδιού την ευμορφιά, κ’ έτρωγε με το μάτι
ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρη.
Έκλωθε τη σαπίλα του στρωμένος στα ξεσκλίδια,
που το ’φερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.
Aχώριστοί του σύντροφοι σφυριά, τριχιές, αμόνι,
στουρνάρια για το γδάρσιμο, παλιόκαρφα, ψαλίδες,
μια νυχτερίδα, ένας σκορπιός, μια κίσσα, μια χελώνα.»