Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Tα περιττώματα

ΣΥΛΛΕΚΤΕΣ ΣΒΟΥΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΤΤΩΜΑΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ

Ο άνθρωπος στην διάβα των αιώνων, όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο και δεν χωράει ο νους μας, για την αναζήτηση του επιούσιου, έκανε τις πιο παράξενες δουλειές, που σήμερα μας φαίνονται σαν ψέματα και μυθοπλασίες. Μια από αυτές ήταν και η συλλογή των κοπράνων, όπου μετά την συλλογή τα επεξεργάζονταν και τα χρησιμοποιούσαν σε διάφορα παρασκευάσματα, κατασκευές και γιατροσόφια. Ακόμη αναπτύχθηκε το επάγγελμα του συλλέκτη κοπράνων, για την υγιεινή και την καθαριότητα των ιδιωτικών και δημοσίων χώρων.  

Θα αναφερθώ σε μερικά κόπρανα, όπως των βοοειδών, τα λεγόμενα σβουνιές, όπου οι βουκόλοι τα συνέλλεγαν και τα πωλούσαν στους σταφιδοπαραγωγούς. Στην αρχή την σβουνιά την άφηναν και χώνευε και μετά την τοποθετούσαν σε στέρνες με νερό και την ανακάτευαν μέχρι να διαλυθεί. Έπειτα έπαιρναν αυτό το παχύρευστο υγρό και χείλιζαν τα σταφιδάλωνα για το λιάσιμο της σταφίδας. Η σβουνιά είχε μια κολλώδη ουσία και όταν στέγνωνε και ξηραίνονταν επάνω στο αλώνι, δημιουργούσε μια κρούστα και εμπόδιζε το χώμα του αλωνιού να έλθει σε επαφή με τον καρπό της σταφίδας, που απλώνονταν στ’ αλώνια. Όλη αυτή η διαδικασία, γινόταν διότι παλιά δεν υπήρχαν τα πανιά και τα τσιμεντένια αλώνια. Μετά την έλευση του νάιλον, άρχισαν να χρησιμοποιούν δίχτυα και τοιουτοτρόπως, σταμάτησε το χείλισμα των αλωνιών. Όσοι δεν είχαν βοοειδή  αγόραζαν σβουνιά με τον τενεκέ ή το κάρτο και ποτέ με το ζύγι, λόγω του βάρους αν ήταν νωπή ή στεγνή.

Άλλη μια δουλειά είχε αναπτυχθεί είναι αυτή με την συλλογή περιττωμάτων των σκύλων, τα λεγόμενα «σκυλόσκατα». Αυτά τα συνέλλεγαν διάφοροι πλανόδιοι, κυρίως από εκεί που σύχναζαν σκύλοι. Τα μάζευαν σε καλάθια και τα πωλούσαν σε βιοτεχνίες επεξεργασίας δερμάτων (τομαριών). Αυτά ήσαν τα λεγόμενα βυρσοδεψεία (ταμπάκικα). Με την βοήθεια των περιττωμάτων των σκύλων, μετά από μια ειδική επεξεργασία, καθάριζαν και αποστείρωναν τα δέρματα. Τοιουτοτρόπως, τα μικρόβια δεν πρόσβαλαν τα δέρματα και η αντοχή τους ήταν πιο μεγάλη. Οι δε τρίχες, αποχωριζόταν από το δέρμα, με την βοήθεια του ακατάσβεστου ασβέστη.

Στην Αγγλία, πιο παλιά πριν ανακαλυφθεί το σαπούνι, μετά από μια μικρή και ειδική επεξεργασία, έπλεναν τα ρούχα τους με περιττώματα ανθρώπων.

 

ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΠΕΡΙΤΤΩΜΑΤΩΝ

Τα περιττώματα των χοιρινών τα λέγανε σκαντζίλα. (Οι χωρικοί αναφέρουν ότι τα παριττώματα των χοιρινών δεν προσφέρονται για λίπανση των φυτών).

Των αλόγων, μουλαριών και γαϊδουριών λέγεται γκάβαλο. (Χρησιμοποιούταν για λίπανση, ιδίως των κηπευτικών, αμπέλων και οπορωφόρων δένδρων, για το άναμμα και για διατήρηση της φωτιάς, και στην μελισσοκομία για τον κάπνισμα των μελισσών.

Των πουλερικών λέγεται κουτσουλιά ή κοτσιλιά. (Την χρησιμοποιούσαν ειδικά για λίπανση, όπου θεωρείται ένα από τα καλλίτερα βιολογικά λιπάσματα. Επίσης  την αχώνευτη κουτσουλιά την χρησιμοποιούσαν σαν ζιζανιοκτόνο ιδίως κατά τους θερινούς μήνες[1]).

Των μόσχων λέγεται σβουνιά. (Την χρησιμοποιούσαν για λίπανση και για το χείλισμα των αλωνιών, σταφίδας και σουλτανίνας, για το άναμμα και για διατήρηση της φωτιάς, και στην μελισσοκομία για τον κάπνισμα των μελισσών. Επίσης αναφέρεται ότι την σβουνιά την χρησιμοποιούσαν σε σύνθεση με την γλίνα για την κατασκευή φούρνων).

Των αιγοπροβάτων λέγεται κοπριά ή κακαρέντζα. (Χρησιμοποιείται για λίπανση και παλιά μετά από μια ειδική επεξεργασία κατά την β’ τουρκοκρατία και την επανάσταση του 1821, χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή μπαρούτης[2]).

Των κουνελιών, λέγεται κακαρέντζα. (Χρησιμοποιείται για την λίπανση των κήπων και περιβολιών και ιδίως των εσπεριδοειδών).

Των σκύλων την ονομάζουν σκυλόσκατο. (Συνήθως το χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες, για την επάλειψη μικρών φυτών για να μην τα τρώγουν τα ζώα, για την επεξεργασία δερμάτων και την παραγωγή σαπουνιού).

Της γάτας λέγεται γατόσκατο και το χρησιμοποιούσαν για να διώχνουν τα ποντίκια[3].

 

 

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΧΕΣΤΗΣ

Ο χέστης ήταν ένα επάγγελμα που φυσικά θα ήταν παράλογο και αηδιαστικό, αν υπήρχε σήμερα. Όμως πάρα πολλές φορές ακούγεται ακόμη η φράση: «Άει ρε παλιοχέστη!!!». 

Πιο παλιά όταν στις πόλεις και σε πολυσύχναστους δρόμους δεν υπήρχαν τα δημόσια αποχωρητήρια και οι άνθρωποι όταν είχαν την σωματική τους ανάγκη ήσαν αναγκασμένοι να κάνουν τις φυσικές ανάγκες τους στην μέση του δρόμου ή έτρεχαν κάπου να κρυφθούν. Αυτή την ανάγκη την είχαν επισημάνει κάποιοι τύποι και ανακάλυψαν την ανάλογη λύση για την εξοικονόμηση του μεροκάματου.

Κατασκεύαζαν κινητούς χώρους σε διαστάσεις που να μπορούν να κρυφθούν τα άτομα για να κάνουν την φυσική τους ανάγκη. Χρησιμοποιούσαν ένα ξύλινο τρίποδο το οποίο το κάλυπταν με μια μεγάλη μπέρτα, δηλαδή μπορούμε να φανταστούμε μια μικρή ινδιάνικη τρίγωνη σκηνή διαστάσεων το κάτω μέρος της κάθε πλευράς, περίπου ένα μέτρο και ύψος περίπου ένα και είκοσι εκατοστά. Επίσης ο χέστης διέθετε και ένα αγγείο[4] για τα περιττώματα, όπου μετά από κάθε χρήση πήγαινε και το άδειαζε σε χωράφια, εγκαταλειμμένα οικόπεδα, ρέματα ή όπου αλλού τον βόλευε. Την καθαριότητα των χώρων, δεν την αναλάμβανε καμιά υπηρεσία του Δήμου, παρά μόνον οι περιφερόμενοι σκύλοι και γάτες. Εάν είχαν προβλήματα με την εκάστοτε αρχή, στον εξοπλισμό τους, είχαν και ένα φτυάρι όπου μετά την εναπόθεση, τα σκέπαζαν με χώμα.

Τοιυοτοτρόπως όταν κάποιος έβλεπε τον χέστη και ήθελε να εξυπηρετηθεί του φώναζε. Ο χέστης, οδηγούσε τον πελάτη του σε κάποιο απόμερο σημείο, εκεί έστηνε πρόχειρα την αυτοσχέδια σκηνή του (χέστρα) και ο πελάτης έμπαινε μέσα, τον σκέπαζε με την μπέρτα. Αυτός αθέατος πια από τον κόσμο έκανε την δουλειά του. Μετά το πέρας της φυσικής του ανάγκης, πλήρωνε το αντίτιμο και ο χέστης πήγαινε να αδειάσει τα περιττώματα. Λέγεται δε ότι για τις ανάγκες των γυναικών την δουλειά του χέστη την έκαναν μόνον γυναίκες.

Μετά από αυτά οι Δήμοι αναγκάστηκαν να φτιάξουν τα δημόσια αφοδευτήρια.

Πάντως ο επαγγελματίας χέστης, αν και έκανε ένα βρώμικο επάγγελμα, δεν πρέπει να τον αναγελάμε, διότι πρόσφερε τότε μια μεγάλη υπηρεσία, ανακουφίζοντας τους δυστυχείς πελάτες του.

 

(«Παραδοσιακά επαγγέλματα και συνήθειες», Κ. Γ. Μπαλαφούτης, Καλαμάτα 1995).

 

Ο ΒΛΑΧΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

Μια φορά κάποιος βλάχος κατέβηκε στην πόλη για να κάνει τα ψώνια του, όμως σε κάποια στιγμή τον έπιασε κόψιμο και ήθελε να κάνει το χοντρό του. έψαξε από εδώ κι από εκεί να βρει κάποια κρυψώνα μέσα στην πόλη αλλά του στάθηκε αδύνατον. Τότε έπιασε μια άκρη ενός έρημου δρόμου και αφού σκεπάστηκε με την τράγια κάπα του έκατσε στα γόνατα να κάνει το χοντρό του. έλα μου όμως που τον αντιλήφθηκε κάποιος χωροφύλακας και τον πλησίασε ζητώντας εξηγήσεις. Ο παμπόνηρος βλάχος τα σκέπασε με την σκούφια του και του είπε ότι είχε πιάσει μια καρδερίνα και την είχε σκεπάσει με την σκούφια του και περίμενε κάποιον να την κρατήσει μην φύγει για να αγοράσει ένα κλουβί και να την βάλει μέσα. Ο χωροφύλακας προσφέρθηκε να

Κρατήσει την σκούφια που είχε εγκλωβίσει την καρδερίνα και ο βλάχος να πάει να φέρει κλουβί. Μόλις απομακρύνθηκε ο βλάχος, ο χωροφύλακας θέλησε να κλέψει την καρδερίνα και να φύγει πριν γυρίσει. Τότε με μια απότομη και συντονισμένη κίνηση, έχωσε το χέρι του κάτω από την σκούφια να αρπάξει την καρδερίνα προτού πετάξει και αντί για καρδερίνα έπιασε τα χοντρά του βλάχου. Ο δε βλάχος είχε εξαφανισθεί ενώ ο χωροφύλακας το φύσαγε και δεν κρύωνε με το χουνέρι που του σκάρωσε ο σκατόβλαχος.

 

ΠΗΝΕΙΩΤΙΚΟ ΚΑΤΟΥΡΟ

Το έτος 1926 ένας χωρικός, ο Χαράλαμπος Μπιλίρης από του Μπουρντάνου (σημ. Βουλιαγμένη Πηνείας), δικάστηκε στο αυτόφωρο με 24 ώρες κράτηση, γιατί τον συνέλαβαν στη Σοχιά, κάπου εκεί που είναι σήμερα το Δημαρχείο, να κάνει την σωματική του ανάγκη. Τότε ο αείμνηστος Αριστομένης Παπαβραμόπουλος, πρόεδρος και ιδρυτής του Συλλόγου Πηνειωτών η «Αλληλοβοήθεια», παρουσιάσθηκε στον Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Αμαλιάδος και τον ρώτησε γιατί δικάστηκε ο φτωχός αυτός άνθρωπος και είναι κλεισμένος στη στενή με τέτοια ζέστη.

-Τι κακό έκανε; Ξένος άνθρωπος είναι και τον έπιασε κόψιμο. Που πρόκανε να πάει; Ή μήπως έχει αποχωρητήρια ο Δήμος;

Τότε ένας Ρουμελιώτης Ενωμοτάρχης είπε:

-Εγώ θα πήγαινα μες του Δημάρχου την πόρτα.

-Κύριε Πρόεδρε, του λέει ο Διοικητής του Τμήματος, τώρα ούτε ο Πάγκαλος δεν μπορεί να τον ελευθερώσει, εάν δεν συμπληρώσει τις 24 ώρες. Αλλά βλέπω την αδικία και πάρε τον κρατούμενο και πηγαίνετε.

Τότε ο αείμνηστος δημοδιδάσκαλος Νικόλαος Σκανδάμης, που τύπωνε την σατυρική εφημερίδα «Τσουκνίδα», επωφελούμενος του περιστατικού έγραψε την κάτωθι σάτυρα:

 

Έναν άμοιρο Πηνειώτη, τον πονούσε το στομάχι

και ζορίστηκε να κάνη, το χονδρό του όπου λάχει.

Εκατέβηκε προς τούτο στης Σοχιάς εκεί τα μέρη,

μα πριν όλα του τα κάνη, τον αρπάζει ένα χέρι.

-Δεν το ξέρεις πως δεν κάνει, εδώ κανείς να τα κάνη

και ακριβά θα το πληρώση όποιος ΄ρθει να ξαλαφρώση.

-Άσε με κυρ Αστυνόμε, όλα να τα ξεκενώσω

και σ’ ορκίζομαι να πάμε όποτ’ θέλεις να πληρώσω.

 

(Άρθρο του Αντωνίου Παπαβραμόπουλου στην εφημ. «Αμαλιάδα» του Συλλόγου Αμαλιαδιτών της Αθήνας, Δεκέμβριος 1987).

 

Κατόπιν του περιστατικού αυτού, έγινε το πρώτο αποχωρητήριο στην Αμαλιάδα στην πλατεία Ελευθερίας. Νέα ήθη για τους χωρικούς που δεν μπορούσαν να τα κατανοήσουν. Επειδή έπρεπε να πληρώσουν, θεωρούσαν ότι και από το κάτουρό τους θέλουν να βγάλουν χρήματα οι καμπίσιοι.

 

ΣΑΝ ΤΟΝ ΜΠΑΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΥΖΑΚΙ

Ο Μπάκης ήταν από το χωριό Μουζάκι του δήμου Ωλένης Ηλείας. Όταν πήγαινε στον Πύργο για δουλειές, πάντοτε γύριζε με αδειανά τα χέρια. Έκανε τις δουλειές του, περνούσε κι από τις ταβέρνες και το βράδυ επέστρεφε στο χωριό του άπραγος και δίχως ψώνια.

Η γυναίκα του, το είχε πάντα παράπονο που ποτέ δεν της έφερε τίποτα, ούτε μια καραμέλα, ένα γλύκισμα ή οτιδήποτε άλλο έτσι για το ξελυγούριασμα, όπως λέγανε στα χωριά. Μια, δυο, τρεις, τίποτα. Ο Μπάκης επέστρεφε με αδειανά τα χέρια. Κάποτε η δόλια η Μπάκαινα δεν άντεξε και μια μέρα του είπε:

-Καλά ρε Μπάκη μου! Χάθηκε ένα «σκατό» να φέρεις και για μένα από τον Πύργο;

Ο Μπάκης δε μίλησε και την επομένη φορά που πήγε στον Πύργο, πήρε ένα κουτί άδειο από γλυκά και μια τσάντα. Λίγο πριν φθάσει στο χωριό, έκατσε έχεσε μέσα στο κουτί από τα γλυκά, το τύλιξε κανονικά και όταν έφθασε στο σπίτι το πρόσφερε της γυναίκας του λέγοντας:

-Ορίστε κυρά που είχες παράπονο, σου πήρα και σένα ένα «σκατό» και σου το έφερα.

Αυτή χάρηκε από την προσφορά, νομίζοντας ότι ο Μπάκης της έφερε γλυκά από τον Πύργο. Μόλις το άνοιξε και είδε τι ήταν μέσα αγρίεψε και του τα πέταξε στα μούτρα βρίζοντάς τον. Εκείνος της απάντησε: 

-Σκατό, γυναίκα μου ζήτησες, κι εγώ σκατό σου έφερα!!!

Η φράση «Σαν τον Μπάκη από το Μουζάκι», λέγεται για όσους ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους και για τα συμφέροντά τους. Λέγεται πάλι για τους αστούς Αθηναίους που έρχονται από την πρωτεύουσα με άδεια τα χέρια, τρώνε, πίνουν και φεύγουν καταφορτωμένοι.  

 

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΠΕΣΑΜΕ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΞΩ

Μια φορά σε πολυσύχναστο δρόμο μιας πόλης, περπατούσε ένα γεροντάκι. Κάποια στιγμή, ο γέροντας θέλησε να αεριστεί. Κοίταξε αριστερά, δεξιά και πίσω του, και αφού δεν είδε κανένα άνθρωπο κοντά του, ζορίστηκε λίγο, ξαναζορίστηκε και έδωσε μια δυνατή σφιξιά και αντί ν’ αεριστεί, τ’ έκανε ο δόλιος επάνω του. Τια κάνει ο μαύρος, αφού έπαθε τέτοια δουλειά, το πήρε σιγά- σιγά, να φθάσει στο σπίτι του, να πλυθεί και ν’ αλλάξει.

Καθώς προχωρούσε αργά- αργά και με ανοικτά τα πόδια, πίσω του από λίγα μέτρα ακολουθούσαν δυο νεαρά παιδιά, γιατρουδάκια, που μόλις είχαν πάρει το δίπλωμα της ιατρικής και ήθελαν να επιδείξουν τις ιατρικές ικανότητές των.

Γυρίζει ο ένας και λέει στον άλλον.

-Βλέπεις εκείνο τον γέροντα που προπορεύεται;

-Ναι. Του απαντάει ο άλλος.

-Για να περπατάει έτσι, βάζω στοίχημα, ότι πάσχει από κοίλη.

-Όχι, όχι, εγώ στοιχηματίζω ότι είναι συγκαμένος. Του λέει ο άλλος.

-Λοιπόν δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα, πάμε να τον ρωτήσουμε για να λύσουμε την απορία μας.

Πλησιάζουν στον γέρο, αφού τον χαιρετούν, του αναφέρουν, ότι είναι νέοι γιατροί και τον ρωτάν να τους λύσει την απορία λέγοντας:

-Παππού, σε είδαμε που περπατάς αργά μ’ ανοικτά τα πόδια και στοιχηματίσαμε μεταξύ μας από τι πάσχεις.

Εγώ. Του λέγει ο πρώτος. Στοιχηματίζω ότι έχεις κοίλη.

-Εγώ. Του λέγει ο άλλος. Στοιχηματίζω ότι έχεις συγκαεί.

Ο γέρος τους κοίταξε και τους δυο στα μάτια και μ’ ένα χαμόγελο τους λέει:

-Παιδιά μου, με συγχωρείται πολύ αλλά, νομίζω ότι πέσαμε και οι τρείς έξω, ούτε κοίλη, ούτε σύγκαμα είναι. Να κι εγώ ο άμοιρος για κλάσιμο πήγαινα, αλλά χέστηκα. Βλέπεις σήμερα όπως γίνανε τα πράματα. «Δυστυχώς δεν πρέπει να έχεις αναμπιστοσύνη, ούτε στον πισινό σου».

 

Παροιμίες, γνωμικά, λαϊκές φράσεις και ρήσεις.

-Αγάπη μου ξινόροϊδη και κριθαρομανέστρα, την Κυριακή είσαι όμορφη και την Δευτέρα χέστρα.

-Αγάπη μου πουρναροχέστρα.

-Αδέρφια μαλωμένα, ίσον φαγιά σκατωμένα.

-Αμόλα την σκατούλα σου και κατάπιε την φωνούλα σου.

-Αν δεν κατουρήσεις δεν χέζεις.

-Άντε ρε σκατό.

-Απάνου στ’ αγκάθι κατουρεί και στο πουρνάρι χέζει.

-Από σκατά, βρώμα να περιμένεις.

-Αρραβωνιάστηκες; Νοιάστηκες- Παντρεύτηκες; Χέστηκες.

-Βγάλε μου τα μάτια ψήνοντας και σε βγάζω απ’ τον κώλο χέζοντας.

-Γινήκανε τα σκατά φαΐ και μπήκανε στα πιάτα.

-Γλυκό το ξενοφάϊ, πικρό το ξενοχέσιμο.

-Δεν μας χέζεις!

-Δική σου δουλειά κι ας πετάς σκατά.

-Είναι βουτηγμένος στα σκατά.

-Έκαμε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.

-Έκανε το σκατό του παξιμάδι.

-Εκεί που τρώει χέζει.

-Εκεί που έχεζε η πεθερά, φύτρωνε η νύφη.

-Είναι μεγάλος κοπρίτης.

-Είπανε στον μουρλό να χέσει κι εκείνος έκατσε και ξεκολιάστηκε.

-Είχαμε λίγα σκατά, μας ήρθανε κι άλλα τόσα.

-Ένα μικρό σκατουλάκι.

-Έφαγα κι έσκασα, έχεσα και ξανάσανα.

-Έφαγε τα σκατά του.

-Έφαγες; Έσκασες. Έχεσες; Ξανάσανες.

-Ζούπα – ζούπα τον κώλο σου, σκατά θα βγάλει.

-Η λίρα μέσα στα σκατά κι αν πέσει, πάλι λίρα θα ’ναι.

-Και το μικρό σκατό, μεγάλη βρώμα βγάζει.

-Καλά καταπίνει η μαϊμού τα ξυράφια, θα την δούμε και στο χέσιμο.

-Καλή ζωή, σκατά διαθήκη.

-Κάλλιο σκατόφαγε, παρά σκατόμπλεξε.

-Κι αν τον αλείψεις με σκατά, σκατίλα δεν μυρίζει.

-Κατά που βρώμισε, σκατά θα βρέξει.

-Κώλο είδες; Καρτέρα και τα σκατά του.

-Κώλο μυρίζεσαι; Σκατά λιγουρεύεις.

-Κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος.

-Κώλος χεσμένος, μ…νος βρωμισμένος.

-Μάστορας είναι και της γίδας ο κώλος που φτιάνει κομπολόγια.

-Μεγάλη σκατούλα φάγε, μεγάλο λόγο μην λες.

-Μεγάλη φτώχεια, σκατά μελωμένα- τρανά πλούτη, σκατά βρωμισμένα.

-Με σκατά αλείφθηκες; Σκατά θα βρωμάς.

-Μην δείξεις το μέρος που κατούρησες, μην πάει άλλος και χέσει.

-Μην προσκυνήσεις άρχοντα, χεσμένο κώλο να μην γλείψεις, κι από το καπηλειό ποτέ σου να μην λείψεις.

-Μια κατσίκα ψωριάρα, ούλο το κοπάδι σκατώνει.

-Ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε.

-Οι λίρες κι αν πέσουν στα σκατά, βρωμιά δεν τις κολλάει.

-Όταν κλάνει ο νοικοκύρης θα χέσει ο μουσαφίρης.

-Ο όμοιος τον όμοιό του κι η κοπριά στα λάχανα.

-Όποιος ανακατεύεται με τα σκατά την άλλη μέρα θα βρωμάει.

-Όποιος τις νύχτες περπατάει, λάσπες και σκατά πατάει.

-Όποιος τρώει ζυμάρι, χέζει ο κώλος του κουραμπιέδες.

-Όπου χέσεις μυίγες θα φάνε.

-Όρθιος κώλος που χέζεται αλίμονο από τα δικά του πόδια.

-Όσοι δεν μπορούν να κάνουν μέλι, κάνουν σκατά.

-Όσο ανακατώνεις τα σκατά τόσο περισσότερο βρωμάνε.

-Όσο σ’ έχω αφέντη και το σκατό σου μοσχοβολάει.

-Όσο τ’ ανακατώνει, τόσο τα σκατώνει.

-Ότι φας θα χέσεις.

-Ουρανός που θ’ αστράψει θα βρέξει και κώλος που θα κλάσει θα χέσει.

-Ότι τρως θα χέσεις.

-Ο χεσμένος αναγέλαγε τον μεθυσμένο.

-Πετάει τα σκατά με το φτυάρι.

-Πολλά έφαγες καρδούλα μου, φάγε και μια σκατούλα.

-Που θα ρευτεί του κώλου του, θα χέσει το βρακί του.

-Σκατά κι απόσκατα.

-Σκατά με ψείρες.

-Σκατά πατάς, την βρώμα τους κουβαλάς.

-Σκατά πιάνει, μάλαμα γίνεται.

-Σκατένια φιλία.

-Σκατένιες δουλειές.

-Σκατοδουλειές.

-Σκατόμερα.

-Σκατόλογα.

-Σκατά και πορδές, γύφτικες δουλειές.

-Σκατά μου φέρνεις άνδρα μου; Σκατά θα σου μαγερέψω.

-Σκατόφατσα.

-Σκατόψυχος.

-Σκατολοΐδια.

-Στο σπίτι μου φάε και πιες και στο δικό σου κάτσε και χέσε.

-Τ’ αγκιά γινήκανε θυμιατά και τα σκατά λιβάνι και των ρουφιάνων τα παιδιά γινήκανε καπετάνιοι.

-Τα γυφτάκια πληθαίνουν και ο γύφτος χέζεται απ’ την χαρά του.

-Τα έκανες σκατά.

-Τα έκανε επάνω του.

-Τα ξερά σκατά, βρωμιά δεν βγάζουν.

-Τον ξεσκάτωσες.

-Τα σκατά μέλι δεν γίνονται.

-Τα σκατά ποτέ δεν είναι καθαρά.

-Τα σκάτωσες!

-Τα σκουλήκια στα σκατά μεγαλώνουν.

-Το γουρούνι το βάζεις στο μαχτό κι εκείνο πάει στο σκατό.

-Το συγνώμη είναι μισό χέσιμο.

-Τον έχεσα.

-Τον έχω χεσμένο.

-Τον κώλο σου έβαλες για μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει.

-Τον ξεσκάτωσε.

-Το παίζει κουραδόμαγκας.

-Του είπανε να χέσει κι εκείνος ξεκοιλιάστηκε.

-Τρέχει το σκατό στον κώλο του.

-Φάγανε την κότα μας χέσανε και στην πόρτα μας.

-Χαραμοφάης- χαραμοχέστης.

-Χέζει ο κώλος του λεφτά, και κατουράει λάδι.

-Χέσε κολοκυθόσπορο και φύσα καραμούζα.

-Χέσε κώλε μαλλί αρκούδας.

-Χέσε κώλε χέσε και σκατό μη βγάζεις.

-Χέσε κώλε, άσε κιόλας.

-Χέσε ψηλά κι αγνάντευε και χαμηλά κατούρα.

-Χεσμένα- βρωμισμένα.

-Χεσμένη υπόληψη και κατουρημένη προσωπικότητα.

-Χεσμένος κώλος όπου και να πάει βρωμάει.

-Χέστηκα και η βάρκα γέρνει.

-Χέστηκε από τον φόβο του.

-Χέστηκε από την χαρά του.

-Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι.

-Χέστηκε στο τάλιρο.

-Χτες χέστηκε ,σήμερα βρώμισε.

-Χωριάτης Άγιος κι αν γενεί να μην τον προσκυνήσεις, κι αν τον προσκυνήσεις, πάρε σκατά να τον αλείψεις.

-Χωριάτης Άγιος κι αν γενεί, σκατένια δόξα θα έχει.

-Χέσε τον αφέντη σου και τάγιστου τον σκύλο.


[1] Έπαιρναν νωπή αχώνευτη κουτσουλιά ή την ανακάτευαν με νερό ανάλογα με το ζιζάνιο και τα πότιζαν και τοιουτοτρόπως αυτά ξηραίνονταν, από την υπερβολική σπιρτάδα που είχε.

[2] Το νίτρο βρισκόταν αναμιγμένο με την κοπριά των ζώων, και τα γαιώδη συστατικά τα βρίσκανε σε παλιά μαντριά και σε σπηλιές που στάβλιζαν για πολλά χρόνια γιδοπρόβατα.

Αυτοί που κατεργάζονταν το νίτρο στην Δημητσάνα τους έλεγαν «βοτανιαραίους».

Ο Λεωνίδας Αναγνωστόπουλος, δάσκαλος από την Βυτίνα κατέγραψε μια ανέκδοτη εργασία .

«Για να φτιάξουνε τη μπαρούτη, έπρεπε να έχουνε τον βερτιζιλέ. Ο βερτζιλές έβγαινε ως εξής:

Παίρνανε μεγάλα καζάνια, τα φορτώνανε στα ζά, παίρνανε ασκιά με νερό και πηγαίνανε σ’ άλλα μέρη που είχανε σπηλιές και μέσα κοιμόσαντε γίδια. Μαζεύανε τις γιδοκοπριές και τις βράζανε πολλές ώρες μέσα στα καζάνια. Με το πολύ βράσιμο, στο απάνω μέρος το καζάνι έπιανε ένα είδος άσπρης κορφής. Με κεψέδες μαζεύανε την άσπρη κορφή και την απλώνανε στον ήλιο να ξεραθεί. Η κορφή αυτή ήτανε ο βερτζιλές. Το κάτουρο και οι κοπριές των γιδιών περιέχουνε νίτρο και με το βράσιμο ξεχωρίζει. Ανακατεύανε κάρβουνο από ασφάκα, τειάφι και βερτζιλέ και φτιάχνανε το μπαρούτι που ήτανε πανάκριβο».

 

[3] Παίρνουμε γατόσκατο το λιώνουμε με νερό και με στουμπισμένο μποτσίκι  πεπειτα τα ανακατεύουμε μαζί, αφήνουμε το παρασκεύασμα να ξηραθεί και μετά το τρίβουμε σε χερόμυλο. Η σκόνη που θα παραχθεί χρησιμοποιείται για την εκδίωξη των ποντικών. Η μέθοδος αυτή ήταν η πλέον διαδομένη και συνήθως χρησιμοποιούταν από καταστηματάρχες τροφίμων κα σε αποθήκες σιτηρών και ξηρών καρπών. Πιο πολλοί αναφέρεται ότι σκότωναν και ποντίκια και το μίγμα αυτό το ανακάτευαν με το αίμα του ποντικού, ώστε η μυρωδιά του αίματος να απωθεί τα ποντίκια να πλησιάσουν. 

[4] Συνήθως το αγγείο ήταν πήλινο, ή ξύλινη κατασκευή σε στυλ σκαμνιού με τρύπα και κατασκευασμένο τοιουτοτρόπως, ώστε αυτός που το χρησιμοποιούσε να έχει την δυνατότητα να κάθεται άνετα και να κάνει την φυσική του ανάγκη, θα λέγαμε ότι έμοιασε περίπου σαν την λεκάνη της σημερινής τουαλέτας. 

 


Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates