Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Καμίνια

Καμίνι λέγεται η ιδιόμορφη κτιριακή εγκατάσταση με ειδικές και ποικίλες κατασκευαστικές μορφές, στο εσωτερικό της οποίας αναπτύσσονται υψηλές θερμοκρασίες. Αυτή η κατασκευή χρησιμοποιείται κυρίως για την απανθράκωση ξύλων, την  τήξη μετάλλων, την καύση λίθων για ασβεστοποίηση, το ψήσιμο πηλού κ.λπ. Υπάρχουν αρκετά είδη καμινιών και έχουν λάβει την ονομασία, από το αντικείμενό τους. Μερικά από αυτά είναι τα ξυλοκάμινα, ή καρβουνιάρικα παράγουν κάρβουνο, τα ασβεστοκάμινα ή χορίδι παράγουν ασβέστη, τα σιδεροκάμινα ή γυφτοκάμινα μεταποιούν μεταλλικά αντικείμενα και τα καμίνια κεραμοποιίας, που με πρώτη ύλη την άργιλο ή κοκκινόχωμα φτιάχνουν κεραμίδια, τούβλα, μαγειρικά σκεύη, γλάστρες, πιθάρια, βίκες κ.λπ. Ακόμη καμίνια μπορούμε να ονομάσουμε και τους φούρνους, οι οποίοι είναι ένα είδος μικρού καμινιού καθημερινής χρήσης, ανεξάρτητα με το είδος χρήσης τους.

1.Ασβεστοκάμινα. Από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τον ασβέστη, σαν ένα υλικό πρώτης ανάγκης στην καθημερινότητα. Τον χρησιμοποιούσε, για το καθάρισμα, άσπρισμα, φαρμακευτική, χτίσιμο, απολύμανση, σοβάτισμα, γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο ασβέστης[1] είναι ένα αδρανές υλικό, που παράγεται μόνον μετά από την υψηλή καύση της πέτρας.

Προϊστορική ασβεστοκάμινος (κατά Schiele)

 

Σ’ αυτό το πόνημα θ’ αναπτύξω την πατροπαράδοτη παραγωγική διαδικασία, με την οποία, η πέτρα γίνονταν ασβέστης. Η διαδικασία της παραγωγής φαίνεται απλή, αλλά όμως για τις προβιομηχανικές εποχές ήταν μια πολυδάπανη και δύσκολη εργασία, που απαιτούσε αρκετό χρόνο και ιδίως εργατικά χέρια. Κύριο μέλημα των ασβεστοπαραγωγών ή ασβεστάδων για να παραχθεί ο ασβέστης, έπρεπε να συνυπάρχουν οι απαραίτητες πρώτες ύλες, δηλαδή τα καυσόξυλα και οι κατάλληλες πέτρες (ασβεστόλιθοι), για την παραγωγή του ασβέστη. Τοιουτοτρόπως οι ασβεστάδες, προσπαθούσαν να παράγουν τον ασβέστη στα βουνά, όπου μπορούσε να έχει αρκετό πρωτογενές υλικό, αλλά και αρκετά καυσόξυλα για την καύση του καμινιού.

Ακόμη και σήμερα που η τεχνολογία έχει ξεπεράσει την παραδοσιακή χρήση του, ο ασβέστης παραμένει και είναι το πιο διαδεδομένο δομικό υλικό που εκτός από το χτίσιμο των σπιτιών, χρησιμοποιείται για το αμμοκονίαμα (σοβάτισμα), για το άσπρισμα τοίχων, δαπέδων. Στη γεωργία χρησιμεύει για πρόληψη ασθενειών, είτε ρίχνοντάς τον με μορφή κονιάματος στα φύλλα, είτε επαλείφοντας τους κορμούς των δέντρων, ακόμη και για εμπλουτισμό του εδάφους ανακατεύοντάς τον με το χώμα. Επίσης χρησιμοποιείται και στην υαλουργία ως βασικό υλικό μαζί με την άμμο και τη σόδα λειτουργώντας ως σταθεροποιητής, καθώς και στη βυρσοδεψία για τον καθαρισμό και την απομάκρυνση των τριχών από τα δέρματα. Ακόμη χρησιμοποιείται ως πυρίμαχο υλικό για εσωτερική επένδυση φούρνων, καθώς αποτελεί σώμα δύστηκτο (λιώνει στους 2580ο Κελσίου), στην ιατρική, στην μαγειρική και ως προστασία από τα μυρμήγκια τα παράσιτα, κ.α.

Τα ασβεστοκάμινα κατασκευάζονταν όπως προανέφερα πάντοτε σε μέρη προφυλαγμένα από τον άνεμο, συνήθως στη βάση μιας πλαγιάς, με την προϋπόθεση να συνυπάρχουν πετρώματα από ανθρακικό ασβέστιο και πολλοί θάμνοι και μικρά δέντρα, που θα μεταφέρονταν εύκολα δηλαδή (κυλώντας) στον κατήφορο προς την θέση του καμινιού. Για το άνοιγμα του ασβεστοκάμινου ή χοριδοκάμινου ή χορίδι, χρειαζόταν μια ομάδα περίπου από τέσσερις έως επτά ανθρώπους . Διότι ένας και δυο μοναχοί τους, ήταν αδύνατον να τα καταφέρουν, επειδή για ν’ ανοιχθεί ο απαιτούμενος λάκκος, χρειαζόταν αρκετή δουλειά. 

Οι εργασίες του χοριδοκάμινου, συνήθως άρχιζαν στις αρχές του Μάρτη με Απρίλη, όπου το χώμα ήταν μαλακό ή και γιατί δεν έκανε μεγάλη ζέστη και τοιουτοτρόπως μπορούσαν να εργάζονται πιο άνετα, αλλά και περισσότερες ώρες. Το ασβεστοκάμινο ήταν ένας χώρος σαν τρύπα (πηγάδι) σε κάποιο μέρος, κοντά σε δάσος και σε πέτρες τις λεγόμενες ασβεστόπετρες ή ασβεστόλιθους.

Κατά την διαδικασία της κατασκευής, αρχικά έσκαβαν την τρύπα που είχε δύο με δυόμισι μέτρα διάμετρο και βάθος περίπου τρία με τέσσερα μέτρα. Τα εργαλεία για να σκάψουν την γούβα του καμινιού ήταν 2-3 κασμάδες για να σκάβουν, 2–3 φτυάρια για να πετάνε το χώμα έξω και ένα σιδερένιο λοστάρι ή λοστός περίπου ενάμιση μέτρου και με περιφέρεια 7 εκ. που στην μια άκρη είναι διαπλατυσμένος και κοφτερός, ώστε όταν χτυπούν την πέτρα με δύναμη να την κόβει και από το άλλο μέρος συνήθως σουβλερός, για ν’ ανοίγει τρύπα. Επίσης είχαν ένα μικρό λοσταράκι, για ν’ ανοίγουν τρύπες μέσα στην πέτρα για να γεμίζουν με δυναμίτιδα, κάνοντας το κοινώς λεγόμενο φουρνέλο (έκρηξη). Ακόμη στα εργαλεία τους είχαν μερικές σφήνες και μια βαριά για να σπάζουν τυχόν βράχο που θα συναντούσαν κατά την εκσκαφή. Πολλές φορές και πιο παλιά όταν δεν είχαν μπαρούτη για έκρηξη, χρησιμοποιούσαν ένα πρακτικό τρόπο πολύ έξυπνο και αποτελεσματικό[2].

Όταν τελείωναν το άνοιγμα του πηγαδιού (γούβας), έκτιζαν γύρω-γύρω το εσωτερικό, με ξερολιθιά όπως το πηγάδι. Όταν έφθαναν στην επιφάνεια του εδάφους, τότε έφερναν ειδικό μάστορα, για να γυρίσει το καμίνι, όπως λέγανε. Ο μάστορας άρχιζε χτίζοντας από την επιφάνεια του εδάφους και πάνω με ειδικά διαμορφωμένα αγκωνάρια (κέντρο του καμινιού έρχεται κάπως μυτερό με πελεκημένη πέτρα), που τα ονόμαζαν «κλειδιά». Τοιουτοτρόπως να στενεύει ο τοίχος, δημιουργώντας τόξο, όπως τα γεφύρια, ή όπως οι θόλοι, με την διαφορά το καμίνι φέρει σχήμα ωοειδές προς το κέντρο του, όπου έρχεται κάπως μυτερό. Στην κορυφή όπου έσμιγαν τ’ αγκωνάρια, άφηναν μικρές χαραμάδες, για να βγαίνει ο καπνός[3].

Η κορυφή του καμινιού, που αποτελούταν από τρεις μεγάλες πέτρες που ονομαζόταν «Κουκουλόγερας», (ο κουκουλόγερας όταν καιγόταν το καμίνι, έπεφτε). Αυτό είναι ένδειξη, ότι το καμίνι κάηκε και είναι έτοιμο. Γυρίζοντας τον εσωτερικό τοίχο του καμινιού, ο μάστορας, αφήνει μια μεγάλη τρύπα (πόρτα) με πρόσωπο, που συνήθως είναι κατά την πλευρά του δάσους, ώστε να μπορούν να ρίχνουν εύκολα τα ξύλα μέσα στο εσωτερικό του. Οι διαστάσεις των ασβεστοκάμινων συνήθως διαφέρουν, εδώ θεωρούμε ένα τυπικού μεγέθους ασβεστοκάμινο, που έχει καθαρή εσωτερική διάμετρο (χωρίς δηλ. σ’ αυτή να περιλαμβάνεται ο εσωτερικός του τοίχος) γύρω στα 13 πόδια, περίπου 4 μέτρα. 

Όταν τελειώσει το χτίσιμο του καμινιού και είναι όλα έτοιμα, οι ιδιοκτήτες μάζευαν σε «ξέλαση», συνεταίρους (σέμπρους), φίλους, συγγενείς, κουμπάρους και γείτονες οι οποίοι με τα κλαδευτήρια και με τα τσεκούρια τρύπωναν στο παραπλήσιο λόγγο, έκοβαν και κουβαλούσαν ξύλα, για να κάψουν το καμίνι.

Πρώτα στον πυθμένα (πάτο) του καμινιού τοποθετούσαν ξερά και λιανά ξύλα, μετά πιο χοντρά και πιο πάνω κορμούς. Μετά επάνω στους κορμούς, πετούσαν τις ασβεστόπετρες και γέμιζε μέχρι την επιφάνεια του εδάφους. Στην συνέχεια άναβαν την φωτιά και τέλος από πάνω από τις πέτρες έριχναν τον κύριο όγκο των ξύλων που θα έκαιγε το καμίνι.

Κατά την έναρξη των εργασιών καύσης του καμινιού, ο παπάς του χωριού πάντοτε έψαλλε τον καθιερωμένο αγιασμό και έβαζε πρώτος την φωτιά για ν’ αρχίσει να καίγεται το καμίνι.

Έτσι όλοι μαζί εύχονταν στους καμιναραίους.

- Καλοκαμένο!...

- Στάχτη να γίνει!...

- Να τα ρίχνετε μαύρα και να τα βγάζει άσπρα!...

ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΙΟΥ

Η γυναίκα του καμινάρη, απαραιτήτως, κερνούσε γλυκά και νερό όλους πριν ξεκινήσουν να κουβαλάνε ξύλα. Ο καμινάρης μ’ ένα μεγάλο ξύλο, συνήθως διχάλα ή τέμπλα, συνέχεια έσπρωχνε μέσα τα ξύλα στην φωτιά, σπρώχνοντας ακόμη και τους κορμούς στο εσωτερικό του. Το μεσημέρι που μαζεύονται όλοι, η νοικοκυρά του καμινάρη ήταν υποχρεωμένη να περιποιηθεί όλους όσους συνεισέφεραν και έφερνε φαγητά και κρασί.

O ασβεστόλιθος ψήνεται στους 1000° Κελσίου. Η φωτιά έπρεπε να καίει σταθερά 60-90 ώρες, ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της πέτρας. Όταν το καμίνι είχε ψηθεί, γινόταν αντιληπτό από τη φλόγα που έπαιρνε μπλε χρώμα, αλλά κυρίως και από το «κάθισμα» του καμινιού και όταν καεί πέφτει κουκουλόγερας όπως αναφέραμε και πιο πάνω.

Τότε σταματούσαν το συνδαύλισμα της φωτιάς και αφού όλα πήγαιναν καλά, άφηναν το καμίνι να σιγοκαίει μέχρι να σβηστεί τελείως. Στο τέλος έκλειναν το στόμιο με πέτρες και λάσπη, για να μη χάνεται η θερμοκρασία και έφευγαν. Έπειτα από ένα μήνα περίπου, που θα έχει σβήσει η φωτιά, (τόσο χρειάζεται για να σβήσουν οι πυρακτωμένες πέτρες μέσα στην στάχτη) και εφόσον είχε παγώσει, τότε άρχιζαν και το ανοίγουν με προσοχή.

Στο άνοιγμα, συνήθως πήγαιναν μόνο οι συνέταιροι, οι οποίοι άρχιζαν να βγάζουν τις πέτρες, που είχαν καεί και είχαν μεταβληθεί σε ασβέστη (χορίδι). Τις έκαναν μερίδιο στον καθένα, ζυγίζοντας, με το καντάρι, ανά 40 οκάδες όπου η κάθε ζυγισιά λέγεται κανταριά. Ο καθένας τοποθετούσε το δικό του σε ξεχωριστό σωρό. Μετά το μοίρασμα, άρχιζαν να κουβαλάνε τον ασβέστη με τα υποζύγια στα σπίτια τους, μέσα σε σακιά ή σε ξύλινες κάσες. Αυτά τα καμίνια είχαν προδιαγραφές να βγάζουν 500-700 καντάρια ασβέστη (1 καντάρι = 44 οκάδες)[4], δηλαδή περίπου 25 - 30 τόνους.

ΠΑΛΙΟ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΟ ΣΤΗ ΔΙΒΡΗ

Αυτός που αγόραζε τον ασβέστη, τον «έσβηνε» με νερό μέσα σ’ ένα βαρέλι ή τον «ασβεστόλακκο» πολύ προσεκτικά, γιατί στη διάρκεια της ένωσης με το νερό, επειδή η αντίδραση είναι εξώθερμη, αναπτύσσεται μεγάλη θερμοκρασία, το καυτό υγρό κόχλαζε, έβγαινε καπνός, δηλαδή εξατμιζόταν καυτό νερό και τινάζονταν σωματίδια επικίνδυνα για το δέρμα και τα μάτια. Ο πολτοποιημένος πια ασβέστης, σχημάτιζε μια αδιάβροχη πέτσα στα τοιχώματα του λάκκου κι έτσι σκεπασμένος με χώμα και υγρός μπορούσε να διατηρηθεί εκεί για χρόνια. Για να διατηρείται έπρεπε σε τακτά διαστήματα να ρίχνουν νερό στην επιφάνεια για να είναι πάντοτε υγρό, για να μην αφυδατωθεί και ξεραθεί.

Οι χρήσεις του ασβέστη καλύπτουν αρκετούς τομείς της καθημερινής ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι βασικό συστατικό σε όλες σχεδόν τις οικοδομικές εργασίες. Ανακατεμένος μόνο με άμμο και στα νεώτερα χρόνια και με τσιμέντο, χρησιμοποιείται στο χτίσιμο και το σοβάτισμα. Ο ασβέστης χρησιμοποιείται και στην υαλουργία ως βασικό υλικό μαζί με άμμο και σόδα, λειτουργώντας ως σταθεροποιητής, καθώς και στη βυρσοδεψία για τον καθαρισμό και την απομάκρυνση των τριχών από τα δέρματα. Επίσης τον ακατάσβεστο ασβέστη τον χρησιμοποιούσαν για την απομάκρυνση και εξόντωση διαφόρων εντόμων και για την συντήρηση σπόρων (ανακατεμένος πάντοτε με στάχτη). Ήταν απαραίτητο υλικό και για το ψάρεμα στα ποτάμια. Έπαιρναν τον λιωμένο ασβέστη και τον έβαζαν στο αυλάκι ή το ποτάμι και φλουμίζανε[5] τα ψάρια. Τις εορτές του Πάσχα και στα πανηγύρια άσπριζαν τους τοίχους, τις αυλές, και τον χρησιμοποιούσαν σαν απολυμαντικό στους απόπατους, στη κατασκευή βορδιγάλειου πολτού για την καταπολέμηση του περονόσπορου, για την κατασκευή γλυκών κουταλιού, για να γίνουν τραγανά.

Ακόμη όταν καθάριζαν τα πηγάδια, έριχναν ασβέστη να σκοτώνει τα μικρόβια και να καθαρίζει το νερό. Επίσης με τον ασβέστη καθαρίζουν τις τρίχες από τα πόδια των σφαγείων, αιγοπροβάτων και μόσχων. Στα νησιά μας, άσπριζαν με ασβέστη τις σκεπές των σπιτιών, για να έχουν δροσιά το καλοκαίρι, ενώ όταν άρχισε να βρέχει σιγά-σιγά, το βρόχινο νερό καθάριζε μόνο του, κατά την χειμερινή περίοδο. Ενώ στην Πελοπόννησο παρατηρείται, ότι ανακάτευαν τον ασβέστη με χαλκό και άσπριζαν εσωτερικά και εξωτερικά τα σπίτια τους. Αυτή η τεχνική είχε δύο σκοπούς ν’ αποφεύγουν τα έντομα να πλησιάζουν, αλλά και καλαίσθητα, να δίνουν ένα ελαφρύ γαλανό χρώμα στους τοίχους.

ΠΑΛΙΟ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΟ ΣΤΗ ΔΙΒΡΗ

Η ιστορία των ασβεστοκάμινων και αυτής της διαδικασίας παραγωγής του ασβέστη, μας πάει πίσω στα αρχαία χρόνια,  φθάνοντας μέχρι την τουρκοκρατία[6] και μέχρι του τέλους του 19ου αιώνα. Πολύ αργότερα, στις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισαν δειλά- δειλά να κατασκευάζονται και να λειτουργούν, τα πρώτα νεώτερα και διαφορετικού τύπου καμίνια, που χρησιμοποιούσαν ως καύσιμη ύλη το ξυλοκάρβουνο και μεταγενέστερα το πετρέλαιο. Είναι μεγάλα στρογγυλά οικοδομήματα, με τεράστιους και πανύψηλους καπνοδόχους, που σήμερα όσα εξ’ αυτών έχουν διασωθεί, θεωρούνται διατηρητέα. Σήμερα, ο ασβέστης παράγεται πάντα από το ψήσιμο του ασβεστόλιθου, αλλά σε οργανωμένες μονάδες, με διαδικασία που πραγματοποιείται εξολοκλήρου από μηχανοκίνητα και ηλεκτροκίνητα μέσα.

 

2. Σιδεροκάμινα ή Γυφτοκάμινα 

Το καμίνι αυτό είναι μια κατασκευή σχήματος, επενδυμένη εσωτερικά με πυρότουβλα. Στη μία κάθετη πλευρά του, που είναι φτιαγμένη από λαμαρίνα, είναι προσαρμοσμένο το προφύσι. Αυτό, είναι κατασκευασμένο από χυτοσίδηρο. Η περιοχή του καμινιού, μπροστά από την μικρή βάση του προφυσιού, είναι η περιοχή καύσης του κάρβουνου. Μπροστά από το καμίνι βρίσκεται το φυσερό, με την άκρη εξόδου του αέρα προσαρμοσμένη στη μεγάλη βάση του προφυσιού. Έτσι φυσώντας με το φυσερό, διοχετεύεται αέρας που -αποκτώντας μεγάλη ταχύτητα μέσα στο προφύσι- καίει το κάρβουνο. Παλιότερα χρησιμοποιούσαν ξυλοκάρβουνο φτιαγμένο από ρείκι, επειδή το κάρβουνο από το ρείκι δεν περιέχει θειάφι, και τοιουτοτρόπως το σίδερο δεν θαμπώνει και δεν αναπτύσσονται οξειδώσεις (σκουριές). Στην περίπτωση αυτή μάλιστα, δεν χρειάζεται για την επεξεργασία του σίδερου άμμος ή βόρακας. Το σίδερο σ’ όλη τη διαδικασία του, υφίσταται δυο κατεργασίες, πρώτον την βαφή και την ανόπτηση, για να αποκτήσει τις επιθυμητές ιδιότητες.

 

3.Κεραμιδοκάμινα- Τσουκαλοκάμινα, ή τσουκαλάδικα.

Τα κεραμιδοκάμινα παράγουν κεραμίδια, (πανάρια, κατάρια, καβαλαραίους ή κορφιάτες), δηλαδή το πάνω και το κάτω κεραμίδι, όταν τοποθετούνται στη σκεπή, διαφόρων μεγεθών, και διάφορα είδη τούβλων και μεγεθών.

Η αγγειοπλαστική ή τσουκαλάδικα, είναι μια από τις αρχαιότερες τέχνες που αναπτύχθηκαν στη χώρα μας. Το επάγγελμα δε του αγγειοπλάστη ασκούνταν κυρίως σε περιοχές, όπου υπήρχε το κατάλληλο χώμα αγγειοπλαστικής και όπου υπήρχε τεχνική αγγειοπλαστική παράδοση. Οι αγγειοπλάστες κατασκεύαζαν όλα εκείνα τα πήλινα χρήσιμα αντικείμενα, για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων της υπαίθρου, που απαιτούσε η καθημερινή οικιακή χρήση. Ενδεικτικά μερικά από τ’ αντικείμενα αυτά ήταν τα πήλινα πιάτα, σαγανάκια, ταψιά, τσουκάλια, στάμνες, λαγήνια, κιούπια, λαδικά, πιθάρια, γλάστρες, καντηλάκια,  και διάφορα διακοσμητικά αντικείμενα. Αυτά τα χρησιμοποιούνταν γενικά για τις ανάγκες εστίασης, μεταφοράς για την αποθήκευση ξηρών, υγρών και νωπών προϊόντων, επίσης για καλλωπισμό και για τον φωτισμό.

ΚΑΜΙΝΙ-ΠΡΟΙΟΝΤΑ, ΜΕ ΦΟΝΤΟ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΑΠΟ ΓΛΗΝΑ

Οι αγγειοπλάστες για πρώτη ύλη χρησιμοποιούσαν  αργιλώδες χώμα τον λεγόμενο πηλό, ή γλίνα, ή μπελενίτσα, ή γυφτόλασπη, ή μαυρόγλινα, ή κοκκινόγλινα, ή φραγκόγλινα, ή τουρκόγλινα, ή και μούργα, δηλαδή όλα τα κατά τόπους είδη των αργίλων, για τη δημιουργία των ειδών της αγγειοπλαστικής και κεραμικής τέχνης. Μετά την εξόρυξη του καταλλήλου χώματος, ακολουθούσαν το σπάσιμο των σβώλων, το κοσκίνισμα, η υγροποίηση,  το σούρωμα και στην συνέχεια η επεξεργασία του. Κατά την επεξεργασία η εμπειρία του αγγειοπλάστη και η αμέριστη συμβολή των χεριών και των ματιών του, ο πηλός, μετατρέπεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, με την ίδια σχεδόν μέθοδο, σε διάφορα ιδιόμορφα, καλαίσθητα αναγκαία και χρήσιμα αντικείμενα.

ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΜΗΧΑΝΗ ΚΑΜΙΝΙΟΥ

Απαραίτητα εργαλεία για την κατασκευή των πιθαριών και των λοιπών σκευών είναι ο τροχός, το σφουγγάρι, το χτένι και ο σπάγκος ή η πετονιά. Ο παραδοσιακός ποδοκίνητος τροχός, όπου κατασκευάζονταν τα πιθάρια, αποτελούνταν κυρίως από ξύλο και μέταλλο. Για το ψήσιμο αυτών των αντικειμένων μετά από την κατασκευή και το λιάσιμο, έπρεπε να ψηθούν σε καμίνια, τα ονομαζόμενα κεραμιδοκάμινα. Μόλις ξηραίνονταν τ’ αντικείμενα τα τοποθετούσαν στο καμίνι και έβαζαν φωτιά. Εκεί αναπτύσσονταν θερμοκρασία γύρω στους 900 βαθμούς κελσίου. Μετά το ψήσιμο, τ’ άφηναν να παγώσουν καλά και ήταν έτοιμα για την ανάλογη χρήση. Συνήθως αρκετά αντικείμενα με το ψήσιμο στο καμίνι, τα ζωγράφιζαν ή τα έβαφαν, ανάλογα με το είδος του αντικειμένου.

ΚΑΛΟΥΠΙΑ ΓΙΑ ΠΛΑΚΑΚΙΑ-ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ

[1] Ca CALCIUM ΑΣΒΕΣΤΙΟ 1808 (ε)Η λέξη της αρχαίας ελληνικής τίτανος σήμαινε κάποια λευκή γη, σκόνη (ίσως τη γύψο). Άσβεστος, τίτανος δηλαδή τίτανος που δεν έχει σβήσει, ήταν ο κοινός ασβέστης. Σιγά-σιγά έμεινε μόνο το επίθετο (άσβεστος) ως όνομα του υλικού. Το όνομα, λοιπόν, ασβέστιο οφείλεται στην παρουσία του στοιχείου στον ασβέστη.

[2] Τρυπούσαν τις πέτρες ή τους έκανα ρωγμές και μέσα τοποθετούσαν ξύλινες σφήνες με την βοήθεια της βαριάς. Μόλις τελείωναν πότιζαν με νερό τις ξυλόσφηνες συνέχεια και μετά από λίγες ώρες οι σφήνες φούσκωναν από το νερό και άνοιγαν τις πέτρες, προκαλούσαν ρωγμές και την έκαναν μεγάλα κομμάτια όπου την άλλη ημέρα ήταν πιο εύκολα να τις βγάλουν.

Ένας άλλος τρόπος ήταν ο εξής. Κατά τους χειμερινούς μήνες τρυπούσαν τους βράχους κάθετα με χεροτρύπανα και κατά την περίοδο των πάγων γέμιζαν τις τρύπες με νερό. Το νερό πάγωνε την νύχτα και κατά την διάρκεια της ημέρας με την ηλιοφάνεια γινόταν διαστολή και τοιουτοτρόπως έσπαγε τους βράχους.

 

[3] Σε περίπτωση βροχής, όταν το καμίνι ήταν στο στάδιο της καύσης, δεν υπήρχε κίνδυνος, επειδή λόγω της υψηλής θερμοκρασίας (2.000o Celsiu περίπου), το νερό που έπεφτε μετατρεπόταν σε ατμό. Όταν όμως το καμίνι κρύωνε, οι ασβεστάδες έπρεπε να το προφυλάξουν με κάθε μέσο .

[4] Η οκά ήταν αρχαία ελληνική μονάδα βάρους. Έγινε επίσημη μονάδα βάρους του Βυζαντινού και στη συνέχεια του Οθωμανικού κράτους και ίσχυε στην Ελλάδα μέχρι την καθιέρωση στη χώρα του Διεθνούς Συστήματος Μονάδων (S.I.), το 1959, οπότε αντικαταστάθηκε από το κιλό, αλλά εξακολούθησε να χρησιμοποιείται για αρκετά χρόνια μετά. Υποδιαίρεσή της ήταν το δράμι. Μια οκά = 400 δράμια, 1 δράμι = 3,205 γραμμάρια, 1 οκά = 1282 γραμμάρια. 

[5] Φλουμίζω ή φλομώνω = Αυτοί που ήθελαν να ψαρέψουν σε ποτάμια, σε ορισμένες περιπτώσεις με διάφορες εργασίες άλλαζαν την ροή των υδάτων στην κοίτη του ποταμού, με σκοπό να μην τροφοδοτεί με συνεχές νερό τις υπάρχουσες λιμνούλες (στέρνες, γούβες), και ταυτόχρονα απομόνωναν την διαφυγή των ψαριών με την τοποθέτηση λίθων και κλαδιών και έριχναν μέσα στην λιμνούλα ακατάσβεστο ασβέστη. Μετά από μερικά λεπτά, τα ψάρια, λόγω έλλειψης οξυγόνου, ζαλίζονταν και έβγαιναν στην επιφάνεια του νερού, αδυνατώντας να αντιδράσουν και τοιουτοτρόπως τα έπιαναν οι ψαράδες. Επίσης χρησιμοποιούσαν και το φυτό σιφλόϊ ή φλόμο ή και βορδιγάλειο πολτό (αλογόπετρα, ή χαλκό).

[6] Μελανό σημείο ιδίως κατά την επικράτηση του Χριστιανισμού μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας, υπήρξε η συνεχιζόμενη καταστροφή μέσα σ’ αυτά χιλιάδων αρχαιολογικών μνημείων. Ιδίως τα μάρμαρα και τα γλυπτά των αρχαίων ναών, πρώτον επειδή οι ναοί, θεωρήθηκαν επικίνδυνοι για τη διατήρηση της ειδωλολατρίας από τους φανατικούς χριστιανούς και δεύτερον τα μάρμαρα ήσαν εύκολη λεία για κάθε καμινάρη, ο οποίος έστηνε την επιχείρησή του κοντά στα ιστορικά μνημεία για ευκολότερη χρήση των μαρμάρων, παρά ν’ ακολουθήσει την επίπονη εξόρυξη αλλά και μεταφορά των μαρμάρων στο καμίνι.

ΜΗΧΑΝΗΜΑ ΠΟΥ ΕΒΓΑΖΕ ΤΟΥΒΛΑ-ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ


Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates