Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Λέξεις που χάνονται (Κ - Ο)

Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  H  Θ  Ι Κ
 Λ Μ
 Ν Ξ
O
 Π Ρ
Σ
Τ Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω

 

Κ

Κα = κάτω, παρακά – απουκά, σιακάτου,σιακά

Καβουρντιστήρι = α) χειροκίνητη συσκευή καβουρντίσματος καφέ η ρεβιθιών, β) αντικείμενο ευτελούς αξίας.

Καγιανάς (ο) = τηγανιτά αυγά με παστό χοιρινό, κρεμμύδια και ντομάτα

Κάδη (η) = ξύλινος λεπτός κάδος με στενή βάση που χτυπούσαν το γάλα για να γίνει βούτυρο

Καδούλι = τσιμεντένιος κάδος στα αμπέλια για το φτιάξιμο της γαλαζόπετρας

Καζάνι (το) = λεβέτι, μεγάλη μεταλλική χύτρα με χερούλια,

Καζάντια = προκοπή,        

καζαντώ  = πλουτίζω, κερδίζω, ωφελούμαι 

Καθάριο = το σταρένιο ψωμί

Κάθικα (τα) = τα μαγειρικά σκεύη (κατσαρόλες, τηγάνια, τσουκάλια)

Καθήκι, (το) = 1.αγγείο για τα ούρα, ουροδοχείο 2. πρόστυχος, ελεεινός.

Κάθομαι = δεν δουλεύω «έχεις καιρό που κάθεσαι; »

Καλΐα (η) = επιθυμία, ταλαιπωρία

Καλιά (η) = χρησιμοποιείται στην φράση «πάει καλιά του ή πας καλιά σου» = πάει χαράμι, καλιά = φωλιά 

Καλιγώνω = πεταλώνω.

Καΐπικος = πάει χαμένος, τζάμπα

Κακάβι = χαλκωματένιο σκεύος για βράσιμο νερού

Κακαρένζα (η) = η κοπριά των γιδοπροβάτων

Κακαρώνω = πεθαίνω, ξεραίνομαι από το κρύο  

Κακορίζικος (η, ο) = ο άτυχος, δύστυχος στην ζωή 

Κακοτρέχω = κακολογώ, κυνηγώ κάποιον

Καλαμάρι (το) = ο κοντυλοφόρος

Καλάμι = (μτφ.) το πέος

Καλαμιά (η) = τα απομεινάρια από το θερισμένο χωράφι

Καλαμίδια (τα) = μικρά κομμάτια από ξύλο ή καλάμι για το τύλιγμα του νήματος της ανέμης, (τρεις κάλαμοι χρησιμεύοντες δια την εξύφανσιν του πανιού)

Καλαμίζω = τυλίγω το νήμα στο καλάμι

Καλαμοβύζα (η) = η προβατίνα με τα χοντρά μαστάρια

Καλαμιώνας (ο) = χώρος που φυτρώνουν καλάμια

Καλαμωτή (η) = η μισάντρα, καλαμένιο χώρισμα

Κάλεσα =  άσπρη προβατίνα με μαύρα μάτια, μύτη και αυτιά.

Κάλεσμα = η πρόσκληση σε γάμο, βαφτίσια κ.λ.π

Κάλλια = κάλλιον, καλύτερα, «Κάλλια πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτερεί»

Καλιάζω = ταιριάζω, τα φέρνει η τύχη βολικά

Καλιακούδα (η) = η καρακάξα

Καλιγώνω = πεταλώνω

Καλικούτσα ή κούτσα ή καλιακούτσια = μεταφορά κάποιου στην πλάτη, κυρίως παιδιού με ανοιχτά τα πόδια

Kαλιμάνα (η) = αποδημητικό πουλί που έρχεται το χειμώνα

Καλντερίμι (το) = λιθόστρωτο μονοπάτι

Κάλντησα = απόστασα, κουράστηκα

Καλόγερος = πυώδης φλεγμονή του δέρματος

Καλοπήχερος = ο τυχερός

Καλούλια = καλούτσικα

Καλοφάγοτο= ευχή για το φαγητό

Κάλπικος (η,ο) = ψεύτικος, κίβδηλος

Κάμαρα, (ή) κάμαρη = Το δωμάτιο που λεγόταν και «οντάς»

Καμάτι (το) = το όργωμα

Καματερά = ζώα κατάλληλα για  όργωμα

Καμούσι (το)= το τελευταίο κρασί, το σώσμα του βαγενιού

Καλντάω= κουράζομαι

Καλπάζουσα = αρρώστια γιδοπροβάτων

Καμιναδόρος = σιδεράς ο τεχνίτης

Καμίνι = 1.ο φούρνος του σιδερά για την πυράκτωση και λιώσιμο των σιδηρικών 2. Πέτρινη κατασκευή για παραγωγή ασβέστη και κάρβουνου

Καμώματα (τα)            = 1.οι προσποιήσεις 2. αταξίες και βιαιοπραγίες. «Τι κάμωματ' είνε τούτα».

Καμούφι = πλατιά διακοσμητική λωρίδα με πτυχές που έμπαινε στις άκρες των φορεμάτων ή των μαξιλαριών

Καμούσι = το σώσμα του κρασιού

Καμούτσα (η) = 1) η γενειάδα του τράγου 2) (μεταφ.) βρισιά κληρικού

Καμουτσίκι, καμτσί (το) = μαστίγιο για ζώα

Κανά = κανένα

Κανακάρης (ο) = μοναχογιός, μονογενής

Κανακεύω, κανάκια  = χαϊδεύω, τα χάδια

Κανάτι = πήλινο δοχείο για προσφορά κρασιού ή νερού

Κάνε = τότε, τουλάχιστον «θα μου το δώσεις κάνε», «κάνε από το ένα, κάνε από το άλλο..»

Κανίστρα (η) = το καλάθι, το χρησιμοποιούσαν στο γάμο ή σε γιορτή γεμάτη καλούδια, σαν δώρο

Κάνουλα (η) = η βρύση του βαγενιού

Κάνταλος = η πέτρινη γούρνα της βρύσης

Καντάρι = ζυγαριά με τσιγκέλια

Καντίλα (η) = τα σπυράκια στη γλώσσα, ή άφτρα ή ερεθισμός των χεριών από τη δουλειά

Κάνω = 1)γεννώ 2) κάνω χωράφι, οργώνω

Κάπα (η) = μακρύ από γιδόμαλλο (κοζά) ένδυμα τσοπάνη με κουκούλα

Καπάτσα (η)   γυναίκα πολύ δραστήρια και καταφερτζού

Καπινός (ο) = ο καπνός. Παράγωγα: το καπίνισμα - καπινίζω. "Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο".

Καπίστρι (το) = το χαλινάρι 

Καπινιά = καπνιά ή καπνιά του τζακιού

Καπνίζω = 1) καπνίζω 2) επιθυμώ «σου κάπνισε να…» = επιθύμησες να… 3) νευριάζω «μη με καπνίζεις»

Καπνόγκεσα  (η) = κατάμαυρη γίδα με καφέ πρόσωπο

Καπιστράνα(η) = οι λωρίδες στο κεφάλι του αλόγου που κρατάνε το καπίστρι

Καπίστρι(το) = το σχοινί που συνδέεται με την καπιστράνα

Καπότα(η) = μάλλινο χοντρό πανωφόρι

Καπρίτσιο (το) = το πείσμα

Καπροδόντης (α,ικο) = στραβοδόντης

Καραβάνα (ή) = 1. σκεύος  μαγειρέματος για πολλούς 2. Αυτά είναι λόγια της καραβάνας = ανάξια να πιστευτούν.

Καρακαηδόνα(η) = 1) η πολυλογού γυναίκα 2) η ψιλή και άχαρη

Καρακάξα, (ή) =1. μαύρο αγριοπούλι 2. ή φλύαρη γυναίκα.

Κάργα (επίρρημα) = 1) πολύ γερά «κράτα κάργα» 2) «γεμάτο κάργα»

Κάρκαλο ή κάρακλο(το) = το κεφάλι

Καραμπατάλια = το σύνολο των εργαλείων για μια δουλειά

Καραούλι, (το) = η σκοπιά

Καρμανιόλα = μεγάλο πριόνι

Καραμάνικη  (η) = άσπρη προβατίνα με μαύρα σημάδια γύρω στα  μάτια και με φαρδιά ουρά.

Καραμπαλίκια (τα) = οι όρχεις

Καραμπουζουκλής (ο) = λεβέντης κοροϊδευτικά

Καράς = το μαύρο μουλάρι

Κάργα = 1.πολύ, 2 κράτα γερά

Καρδάρα-ρι = ξύλινο ή μεταλλικό στρογγυλό αγγείο για το άρμεγμα

Καρδαμώνω = δυναμώνω, γερεύω

Καρέλι = πέτρα για παιδικά παιχνίδια

Kαριόλα = κρεβάτι.

Καρίτζαφλος = ο λάρυγγας, λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Καρκάτσελος (ο) = ο ολόγυμνος

Καρκανιάζω = 1) ξεραίνομαι από το ψύχος (για τα φυτά) 2) παγώνω

Κάρκανο = το ξέραμα, ξερό

Καρλαύτης η κλαπάφτης (ο) = αυτός που έχει μεγάλα αυτιά

Κάρμα = 1) το ψοφίμι, ψόφιο ζώο 2) η πολύ άσχημη γυναίκα

Καρμίρης = ο τσιγκούνης, ατομιστής

Καρούλα = το σημάδι από κάψιμο ή η πληγή που αφήνει στα χέρια ή στα πόδια η βέργα ή η ζωστήρα, από μαστίγωμα, καρούλες = φουσκάλες

Καρούλια = τροχαλίες

Καρούτα (η) = η σκάφη ή ο ξύλινος φράχτης που χρησιμοποιείται στο αυλάκι για να περνά το νερό για άρδευση       Καρπέτα =  υφαντά που τα κρεμούσαν στους τοίχους 

Καρτερώ = 1)περιμένω 2) εμποδίζω να περάσει κάποιος,  Καρτέρι = ή ενέδρα.

Καρφοκάλι = μεγάλη καταστροφή

Κάσσα = 1)το κιβώτιο, 2) ο ταμίας, γ’) το φέρετρο.

Κασβίκι (το) = πολύ στενή αξίνα

Κασέλα(η) = ξύλινο κασόνι (μπαούλο) με περίτεχνη διακόσμηση όπου φυλάσσονταν ρούχα και πολύτιμα αντικείμενα

Κασιδιάρης = χωρίς μαλλιά από αρρώστια

Κασκαρίκα = φάρσα

Καταράκτης = άνοιγμα μικρό στο ταβάνι ή το πάτωμα που καλύπτεται από σανιδένιο σκέπασμα

Κατάλακα =  φανερά

Καταλαλιά = η γλωσσοφαγιά

Καταλαχάρης = ξένος, περαστικός

Καταλιακού = κάτω από τον ήλιο, καταμεσήμερο

Κατάραχα = στην κορυφή, στη ράχη, στον λόφο

Καταράχι (το) = το ύψωμα, ο λόφος

Κατάσαρκα = επάνω στη σάρκα

Κατάχαμα = χάμω

Καταχερίζω = δέρνω κάποιον με το χέρι μου

Κατής (ο) = τούρκος θρησκευτικός δικαστής

Κάτινου = κάποιου

Κατουρλοκάνατο (το) =   το ουροδοχείο, ο άχρηστος άνθρωπος

Κατραπακιά (η) =  το χτύπημα με την παλάμη στο κεφάλι

Κατσάβραχα (τα) = οι βραχώδεις τόποι

Κατρούτσο = μεταλλικό αγγείο για μέτρημα του κρασιού, ίσο με Ό της οκάς

Κάτσενα(η) = προβατίνα με πρόσωπο ανοιχτό καφέ ή κόκκινο.
Κατσικάδα, (η) = Χρονιάρα κατσίκα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή, αρνάδα για προβατίνα

Κατσικόδρομος =  δύσβατος δρόμος ή μονοπάτι

Κατσικοπόδαρος = ο γρουσούζης

Κατσιμπούλα = η πεταλούδα

Κατσιαπλιάς = ο μαχητής του ΚΚΕ στον εμφύλιο, ο ρακένδυτος, ο πεινασμένος, ο φυγόδικος

Κατσιβελειά (ή)            = ή φιλαργυρία

Κατσιμπούλα = πεταλούδα

Κατσιμπουχέρια = οι καλικάντζαροι

Κατσιομαλλιάζω = μου σηκώνονται τα μαλλιά από το κρύο

Κατσιφάρα(η) = η ομίχλη, η καταχνιά

Κατσούλα(η) = 1) η κουκούλα της κάπας 2) η γάτα

Κατσουλάω = περπατάω με τα τέσσερα

Κατσουλιέρα (η)  = ο κορυδαλλός

Κατώι (το) = το παραδοσιακό ισόγειο που χρησιμοποιείτο για αποθήκη και στάβλο μεγάλων ζώων

Καυκάλα (η) = το κεφάλι

Καύκαλο (το) = το κεφάλι, καβούκι (κοκάλινο περίβλημα), όστρακο της χελώνας

Καυκαλίδα (η) = νόστιμο αγριόχορτο

Καυκιά(η) = ξύλινο ή πέτρινο ή χαλκωματένιο δοχείο για άλεσμα ή ανακάτεμα τροφών, σαν λεκάνη

Καψάλα(η) = 1)η κοκκινίλα στις κνήμες από το πύρωμα στο τζάκι 2) το καψάλισμα του ψωμιού

Καψερός (ο) =  ο άτυχος, το καημένο

Καψιάζω = με πιάνει κάψα, ζεσταίνομαι πολύ, ιδρώνω

Καψοκαλύβας (ο) = ο φιλόξενος που τα ξοδεύει όλα για  τους ξένους.

Κενώνω = σερβίρω, διαμοιράζω στα πιάτα

Κερατάς = 1) παλιάνθρωπος 2) ο απατημένος άνδρας

Κερατούκλης = κατεργαράκος

Κεφτέδια = κεφτέδες

Κιβούρι (το) = το μνήμα

Κικίδι = 1) ο καρπός του κυπαρισσιού 2) πληγή στο φλοιό της βελανιδιάς (δρυός) από εκροή υγρών

Κιλίμι (το) =  χαλί

Κιλό = μέτρο χωρητικότητας που ισοδυναμεί με δύο ντενεκέδες, δηλαδή 25 οκάδες περίπου (σιτάρι)

Κιόσκι =  στέγαστρο

Κιότεψα = τέλειωσαν οι δυνάμεις μου

Κιούπι (το) = πήλινο πλατύστομο σκεύος

Κιότεψε =  τελείωσε

Κιρκινέζι (το) = είδος γερακιού

Κιώνω = 1) τελειώνω

2) (μεταφ.) χτυπώ κάποιον άσχημα, «κάτσε καλά να μην σε κιώσω στο ξύλο»

Κιώσανε = τελειώσανε

Κλαμαρώνω = 1) καμαρώνω

2) κάνω πως δεν θέλω, στέκω άπραγος

Κλαμπανίδια (τα) = τα ανδρικά γεννητικά όργανα

Κλαμπανάρης = ο αρχιδάς

Κλαπάτσα  (η)= αρρώστια των προβάτων.

Κλαρίζω:  Κόβω τα κλαδιά δένδρου.

Κλαψοπούλι (το) = νυχτοπούλι που το κελαΐδισμα του μοιάζει με κλάμα

Κλειδέρα (η) = 1) ξύλο γυριστό στο μπροστινό μέρος για να παίρνουμε τα πράγματα ή φρούτα που είναι ψηλά 2) η γραμμή που έχουν ορισμένα γράμματα (φ,μ,ρ κ.λ.π) 3) (μεταφ.) η φράση «Μάθε καμιά κλειδέρα γράμματα» = μάθε λίγα γράμματα

Κλειώ = κλείνω

Κλιματσίδα (η) = η κληματόβεργα

Κλίστικας = παιδικό παιχνίδι που παίζεται με ένα ραβδί του κλίτσικα κι ένα μικρότερο ξύλο, το κλιτσικόπουλο

Κλιτσινάρες = τα μακριά και αδύνατα πόδια

Κλούβα =  μεταλική θήκη αποθήκευσης φαγώσιμων με σήτα

Κλουβίστρα (η) = ξύλινη ορθογώνια κατασκευή για το τύλιγμα του νήματος στα καλαμίδια της

Κλωνά (η) = η κλωστή

Κλωθογυρίζω = γυρίζω γύρω σαν την κλώσα

Κλωσσόπουλο = το νεογέννητο κοτοπουλάκι

Κλωτσοτύρι  (το): Το τυρόγαλο που μένει από το πήξιμο του τυριού, άμα το βράσουμε κάνουμε το κλωτσοτύρι.

Κόβω (με άλλες λέξεις) = 1) «Με έκοψε το κρύο» 2) «Τι σε κόφτει εσένα» = τι σε νοιάζει εσένα 3) «Κόβω πόρδους» = κλάνω 4) «Κόβω το σπάγκο» = πεθαίνω

Κοζά (η) = το γιδόμαλλο

Κοθώνι = ο χαζός, βλάκας

Κοκιέβω =σημαδεύω, κόκιεψα =είδα κάποιον, τον σημάδεψα

Κοκό = 1) η λέξη μωρών για λιχουδιές 2) (μεταφ.) σεξουαλική επιθυμία «Θέλεις κοκό;»

Κοιτάω = προσπαθώ, επιδιώκω «κοίταξε να είσαι καλό παιδί»

Κοκκιναντερια(η) = αρρώστια γιδοπροβάτων

Κοκκινογούλι (το) = το ρεπάνι(από ραπανάκι)

Κοκόζουμο = το ζουμί του σιταριού που βράζεται για το μνημόσυνο, πίνεται σαν ρόφημα

Κοκολόγημα = κακάρισμα κότας

Κοκορόβι = το χαλάζι

Κοκότα = 1) η ανήθικη γυναίκα 2) το χλωρό καρύδι

Κολάνια, τα =ιμάντες που δένουν το σαμάρι του ζώου.

Κολαντρίζω = περιποιούμαι τον άντρα μου.

Κόλεθρο (το) = το νεογέννητο μωρό, βρισιά για αδύναμους  

Κολήγοι:  Σμίξιμο δύο - τριών τσοπάνηδων για κοινή πορεία - συνεταιρισμό εξαμηνιαίο.
Κολλημένα (τα): Πρόβατα με αρρώστια στον πνεύμονα που κολλάει τα παΐδια (πλευρά).

Κολιέμαι = τσακώνομαι

Κολιτσάκι ή κολιτσάλι = το άγκιστρο (γάντζος) του σαμαριού από το οποίο δένονται τα σχοινιά του φορτίου

Κολόκουρος  (ο) : Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γίνεται στο τέλος του Μάρτη.

Κολοκουρίζω = κολόκουρος, το κούρεμα των προβάτων στην κοιλιά και στην ουρά και στα οπίσθια.

Κολονούρι = το μέρος της ουράς

Κολορίζι (το) = η δυνατή ρίζα δέντρου

Κολόστρα, κολιόστρα (η) = το πρώτο παχύ γάλα γιδοπροβάτων μετά τη γέννα, το κουρκουβίγκι (πίτα τηγανιτή)

Κόμπια (τα) = 1) κομμάτια των σταχυών που έμειναν απάτητα στο αλώνι 2) οι αρθρώσεις του σώματος 3) εξογκώματα των κλαδιών-κορμών

Κομπόδεμα = 1)το κομπόδεμα του στημονιού, 2) η αποταμίευση χρήματος σε κόμπο μαντηλιού.

Κονάκι = 1) η καλύβα του τσοπάνη, σπίτι, νοικοκυριό ή αυτοσχέδιο κατάλυμα 2) είδος μαύρου δηλητηριώδες φιδιού(τσιμπάει Σάββατο)

Κόνξα (η) = κολπάκια, κόλπο

Κοντοκαρτέρει = περιμένει κινούμενος

Κοντοκούρι= κοντομπάστουνο (κοντόχοντρο) ξύλο

Κοντοστέκομαι            = διακόπτω συχνά την πορεία και στέκοντας περιμένω.

Κοντύλι (το) = ο κοντυλοφόρος, κομμάτι λίθου που έγραφε στην πλάκα

Κόπανος = 1) ξύλινο όργανο νοικοκυράς για το κοπάνημα χοντρόσκουτων πάνω στις πέτρες ώστε να καθαρίσουν 2) (μεταφ.) ο βλάκας

Κοπιάζω = δέχομαι πρόσκληση κάποιου «κόπιασε στο σπίτι, θα κοπιάσω»

Κοπρίτης = 1) το αδέσποτο σκυλί, κοπρόσκυλο 2) (μτφ.) ο ανεπρόκοπος, τεμπέλης, βρομιάρης

Κόρα (ή) = ή εξωτερική επιφάνεια(φλούδα) του ψωμιού, 2) το σημείο όπου επουλώνεται η πληγή.

Κορακιάζω = υποφέρω από δίψα,

Κορακοζώητος (ο) = αυτός που ζει πολλά χρόνια

Κόρδα (η) = χορδή, νεύρο, δοκάρι της στέγης

Κορδελλάκια (τα), τα τσαλιμάκια, στενές πάνινες κορδέλες

Κορδονούρα (η) = η υπερήφανη( γυναίκα ή προβατίνα)

Κορίτα - Κόριτος = ξύλινη  ή πέτρινη μακρόστενη ποτίστρα και ταΐστρα ζώων (γούρνα), σκαφίδα.

Κορμοσκυλιάζω = τεμπελιάζω
Κόρμπα (η) = μαύρη γίδα ή φοράδα

Kορφολογάω = κόβω τις κορυφές των τρυφερών βλαστών

Κοριτζιάζω ή κορατσιάζω = διψάω πολύ, κοράτσια = αρρώστια αιγοπροβάτρων

Κορνιαχτός =  μπουχός, σκόνη

Κόσα (η) = δρεπάνι με ξύλινη λαβή 2 μέτρων περίπου, κατάλληλο για κοπή χόρτου και βάτων.

Κοσόλης = ο κουτσομπόλης

Κοτάω = τολμώ «αν κοτάς, έλα»

Κοτιά, κοτερά, (τα) = τα πουλερικά, κοτόπουλα

Κοτρώνι (το) =  πέτρα

Κότσαλο ή κότσιαλο = το κοτσάνι του αραποσιτιού

Κότσια (τα) = οι αστράγαλοι, η τόλμη.

Κότσι: παιδικό παιχνίδι

Κουβαριάζομαι = 1) γίνομαι κουβάρι 2) (μεταφ.) = ζαρώνω, μαζεύω από τα γεράματα

Κουβέλι (το) = κυψέλη από κουφάλα δέντρου, μονάδα μέτρησης δημητριακών

Κουκουτσάλι = το χαλάζι

Κουμάσι (το) = 1) ο στάβλος του γουρουνιού 2) βρισιά για τον παλιάνθρωπο

Κουμούτσα (η) = Μεγάλο κομμάτι ψωμί

Κουλουντριάζω = σβολιάζω, "ο τραχανας κουλούντριασε"

Κουλούρα = 1) το γρήγορο ψωμί ή στολισμένη πίτα γιορτής 2) η κουλούρα έπαθλο σε αγώνες δρόμου 3) στεφάνια, βεζές, γιδοστέφανα ή γιδοζυγοί. Υπάρχουν τριών ειδών γιδοστέφανα, τα μονοκλείδωτα, μ' ένα κλειδί, τα διπλοκλείδωτα, με δύο κλειδιά και τ' αναποδοστέφανα που κλειδώνουν ανάποδα. Τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα τα λένε μερικοί γιδάρηδες και διπλοστέφανα. Τις κουλούρες στην Ορεινή Ηλεία τις κατασκεύαζαν με ξύλα από κουτσουπιά, κοκορεβιθιά, αγκλαβουτσά αλλά και από μουριά, γάβρο, σκίντο, αγριλιά, μελιό, κυδωνιά, κορμό κληματαριάς κ.λπ.

Κουμαντάρω = διαχειρίζομαι «τι μυαλά κουμαντάρεις;»

Κουμούτσα, κουμούτσι = 1) το ξεροκόμματο γενικά 2) το ψωμί

Κουνενές (ο) = το μωρό της κούνιας

Κουνημένος (η, ο) =  μτφ. Ο ξενιτεμένος και πέρασε από θάλασσα

Κούνος = ο κούνελος

Κουντούρα (η) = δεμάτι από στάχυα

Κουραφέξαλα = κουταμάρες

Κουρεμπάτσα ή κουρεμάδι = κούρεμα σίρριζα με το ψαλίδι ή τη ψιλή χειρομηχανή

Κουρβουλιάζομαι = 1) γίνομαι κούρβουλο 2) γίνομαι ένας όγκος αμετακίνητος από την αρρώστια  3) «Να Κουρβαλιστείς» = να γίνεις παράλυτος

Κούρβουλο (το) = 1) το ξερό κλήμα 2) μτφ Ο αμετακίνητος από αρρώστια

Κουρκούτι,το       1) ο χυλός, πολτός από μπομποτάλευρο και νερό, 2)το θολωμένο μυαλό

Κουρμπέτι,το =  το ταξίδι, σεργιάνι «βγήκες στο κουρμπέτι»

Κουργιάλο = πεντακάθαρο κρύο νερό

Κουρελού = υφαντό από στενόμακρα κουρέλια

Κουρεμπάτσα = τελείως κουρεμένος  (ψιλοκουρεμένος)

Κουρκουβίκι ή κουρκουφίγκι = πίτα από πρώτο παχύ γάλα των γιδοπροβάτων μετά την γέννα ή κολιόστρα

Κούρος = το κούρεμα των αιγοπροβάτων

Κουρούνα = 1) εξάρτημα αργαλειού 2) η άσχημη γυναίκα. Κουρούνης = ο κακομοίρης

Κούρνια (η) =το κοτέτσι, το δέντρο, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά

Κουρνιαχτός (ο) = ο μπουχός, η σκόνη,

Κουρούνα (η) = η κάργια, η καρακάξα, εξάρτημα του αργαλειού

Κουρούνης = κακομοίρης

Κουρούπα (η) = δοχείο

Κουρούτα  (η) = η προβατίνα ή γίδα με μικρά και κοντά κέρατα

Κουσκουτεύω  = ψάχνω κάτι

Κούσαλο (το) = γέρος, σαράβαλο

Κουσούρι  = ελάττωμα

Κούτελο (το) = το μέτωπο

Κουτουλάω = νυστάζω, χτυπώ το κεφάλι σε κάτι

Κούτουλας = 1) πέτρινος κοίλος, συλλέκτης νερού στην πηγή ή τη βρύση

ξύλινο δοχείο για μέτρημα του γάλακτος, ίσο με δύο κιλά περίπου

Κουτουλάω = νυστάζω

Κουτουπώνω = 1) βάζω κάποια κάτω 2) απαυτώνω κάποια (χωρίς την θέληση της για ερωτική πράξη), 3) σκεπάζω

Κουτουρού = τυχαία

Κούτρα (η) = το κεφάλι

Κουτσοκέρα  (η) = προβατίνα ή γίδα με σπασμένο το ένα κέρατο.

Κουτσούμπι = κομμένος κορμός

Κουτσοφλέβαρος = Φεβρουάριος

Κούτσικος (η,ο) = ο μικροκαμωμένος 

Κουτσούβελα = μικρά παιδιά

Κουτσούμπι = το κουτσούρεψε (έφαγε) το δέντρο

Κουτσούνα ή κοτσιώνα (η) = 1) το πέος μικρού παιδιού, 2) τρυφερή προσφώνηση μικρών παιδιών, 3) η πάνινη κούκλα, Κουτσούνι μου (το) = κουκλί μου, το μικρό μου 

Κουτσουριάζομαι = γίνομαι κούτσουρο, πέφτω βαρύς κι ακίνητος

Κούτσουρο (το) = 1) κοντοκομμένος κορμός δέντρου 2) μτφ. ο έρημος, ο μοναχικός  

Κουτρούλι = ο σωρός από χώμα που γίνεται με το σκάψιμο του αμπελιού

Κουτρουλιάζω = φυλάω το χωράφι να μην βοσκηθεί, φτιάχνουν σε κάθε γωνιά κουτρούλια

Κόφα = Κοφίνι, μεγάλο καλάθι πλεκτό από βέργες λυγαριάς για την μεταφορά σταφυλιών και άλλων ειδών

Κουφάλα = 1.μεγάλη τρύπα,2.ο ύπουλος

Κόφτρα(η) = μεγάλο πριόνι

Κοψαντερίθρες = μικρά σκουληκάκια στα έντερα

Κοψίδι (το) = κομμάτι ψητού κρέατος

Κοψοβερκιάζω = (μετ.) χτυπώ κάποιον άσχημα

Κοψοχολιάζω = τρομάζω ή ανησυχώ κάποιον

Κοψοχρονιά = μισοτιμής

Κράζω = φωνάζω, καλώ κάποιον

Κραίνω =λέγω, μιλώ (Αγγέλω κραίνει η μάνα σου… δημ. Τραγούδι)

Κράνη (η) = η μεγάλη πείνα (έπεσε κράνη)

Κρατάω = (γ΄ πρόσωπο) = κρατάει (για σπίτια, δάση κ.λ.π = έχει φαντάσματα)

Κριάς = κρέας

Κρεμανταλάς = 1) ξερό ξύλο με διχάλες μπιγμένο στο χώμα, κρεμούσαν οι τσοπάνηδες την καρδάρα με το γάλα και το φαγητό στο κονάκι, για να το προφυλάξουν από τα φίδια και τα άλλα ζώα, 2) ο ψηλός και άχαρος

Κρέμαση (του μύλου) = το σημείο της πτώση του νερού στο μύλο

Κρένω = ομιλώ

Κρικινέζι = αποδημητικό πουλί με γαμψά νύχια και ράμφος

Kρίμα (το) = το αμάρτημα, η αμαρτία

Κρουστός (η,ο) =  σφιχτό και πυκνό στην ύφανση

Κρυγιαίνω = κρυώνω

Κριτσανάω = τρώγω τραγανιστά τρόφιμα που βγάζουν ήχο

Κρούτα – κουρούτα (η) = προβατίνα με κέρατα

Κρυγαίνω = κρυώνω

Κύπρος  (ο) = Μεγάλο μπρούντζινο κουδούνι για το γκεσέμι.

Κρυψώνας, (ο) = η κρύπτη σε σπίτια για την ασφάλεια σε κινδύνους

Κωλόκουρος = το κούρεμα των προβάτων στην ουρά και την κοιλιά

Κωλοσουφρίδα, (η) = η τρύπα του πρωκτού

Κωλοτρυπίδα,(η) = η τρύπα του πρωκτού

Κωλώνω = 1) σταματάω, εμποδίζω κάποιον, περιορίζω 2) δειλιάζω, οπισθοχωρώ

Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα

 

 

 

 

Λ,λ

 

Λάβρα, (η)  = η μεγάλη ζέστη από τον Ήλιο  και τη φωτιά.

Λάγιος, (α,ο) = ο μαυριδερός  μαύρη προβατίνα

Λάγκερο = 1. Καθαρό 2. Το λιωμένο βούτυρο και λίπος

Λαγκοδέρνει =  ξεψυχάει,  προθανάτιες αναπνοές.

Λαγομηζύθρα (η) =       είδος αγριόχορτου

Λαγομηλιά, (η)  = θάμνος με αγκάθια και μικρά μήλα.

Λαγούσια ή λαγούσα, ή λιαγούσα (η)= η μαγκούρα

Λάζο, (το)  = 1.μικρό νεοανοιγμένο και  απάνεμο χωράφι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή. 2.μαχαίρι, μάχη

Λαζομυλωνά, Λαζουπάλι, Λαζοπετσάλι κ.λ.π. (το)= Τοποθεσίες που έγιναν σκληρές μάχες επί τουρκοκρατίας

Λαθουρός, (η, ο) = σταχτόχρωμος με λευκά στίγματα.

Λαήνα, (η) = πήλινο κιούπι (μεγάλο δοχείο) με καπάκι που έβαζαν τρόφιμα, ελιές, κ.λ.π..

Λάκα, (η) = βαθουλό, κατηφορικό χωράφι

Λακάω = φεύγω, τρέχω βιαστικά, δραπετεύω.

Λαλακιάζω= Κουράστηκα να μιλάω ασταμάτητα, «λαλάκιασε η γλώσσα μου» μάλλιασε η γλώσσα μου να...

Λάλησε = Έχασε τα λογικά του, παραφρόνησε, ξέφυγε

Λακριντί, (το)= κουτσομπολιό

Λάμα, (το)= Νερό με πίτουρο ή αραποσιτάλευρο για το πότισμα των ζώων ή το ξέπλυμα των κατσαρολικών, πλύμα

Λάμια, (η)=στρίγγλα, νεράιδα

Λαμπίκος, (ο)= Ο γυαλιστερός «έπλυνα τα πιάτα και τα έκανα λαμπίκο»

Λαμπίκου =  αστράφτει από καθαριότητα, καθαρό.

Λανάρι = ξύλινο εργαλείο σαν βούρτσα για το «ξάσιμο» του μαλλιού με μεταλλικά δόντια (καρφιά) ώστε να γίνει το μαλλί μια αφράτη τούφα

Λαναρίζω= ξαίνω το μαλλί.

Λάτα = δοχείο, τενεκές, «μια λάτα γουρνάλειμμα»

Λεβέτι,(το) =μεγάλο χαλκωματένιο καζάνι  με χερούλια 

Λεβίθα (η) = σκουλήκι των εντέρων  

Λεγάμενος, (ο) = ο εραστής, ο σύζυγος  και άλλες ερμηνείες     

Λεημόνι,(το) = λεμόνι

Λεμές, (ο) = παλιάνθρωπος, λιγδιάρης 

Λειόκριση = Η πανσέληνος

Λειτουργιά, (η) = το πρόσφορο, το σφραγισμένο με την ξύλινη σφραγίδα ψωμί που προσφέρεται στον ιερέα στις ονομαστικές εορτές κ.λ.π.

Λειχήνες = δερματική πάθηση  (ασπράδια)

Λειψή = Αραποσιτένιο ψωμί χωρίς προζύμι, ή μπομπότα

Λελούδι = Το λουλούδι

Λεπρής=  Ο βρομιάρης

Λερός=  Ο λερωμένος, ο βρώμικος

Λεσά, (η) = Πρόχειρη ξύλινη πόρτα του κήπου

Λέσι = Το ζώο που δεν μπορεί να βγάλει την χρονιά, θα ψοφήσει

Λέτσος = Ο κακοντυμένος, ο ατημέλητος 

Λεφούσι,(το) =  μεγάλο πλήθος από ανθρώπους ή ζώα

Λέχρα, (η) = η βρομιά

Λεχρίτης, (ο) = βρωμιάρης, ο βρώμικος, ο παλιάνθρωπος.

Λησμονάω η αλησμονάω =ξεχνώ

Λιάζω = από το ηλιάζω, αποξηραίνω στο ήλιο (τρόφιμα στο λιακωτό= βεράντα).

Λιανός = λεπτός, αδύνατος, μικρός

Λιανάδια, (τα) = Ψιλά ξύλα για προσάναμμα,

Λιάρος, (ο) =  παρδαλός, ασπρόμαυρος.

Λιάρα, (η) = Ασπρόμαυρη γίδα, κατσίκα

Λίγδα (η) = Το λυομένο πάχος από το παστό του γουρουνιού

Λιγδοτάμπαρο = 1.λιγδιάρης, ύπουλος, βρομιάρης, 2.είναι το λιπώδες(λιγδερό) δέρμα γουρουνιού που επεξεργάζονταν οι ταβουλαρέοι (τουμπανιαραίοι) για να φτιάξουν τα ταβούλια (τούμπανα) τους, λιγδοτάμπουρο (από Φάνη Μανεσιώτη)

Λίγωσα =  αηδίασα

Λιλί = «λιλί το έχει», μοναχοπαίδι

Λίμα, Λιμασμένος = Πείνα, Πεινασμένος 

Λιμάζω = δεν χορταίνω, αχόρταγος, λιμαγμένος.

Λιμαντέρα,( η ) = μεγάλη πείνα.

Λιμοζάγαρο =  1. Ο παλιάνθρωπος 2.  Το πεινασμένο σκυλί, κοπρόσκυλο

Λιμοκοντόρος = φτωχός νέος που ντύνεται με ωραία φανταχτερά ρούχα

Λιμοτάγαρο, (το) = ο άχρηστος, ο τεμπέλης, ο πειναλέος.

Λίμπα =  πήλινο δοχείο, μτφ ο πλημμυρισμένος «έγινε λίμπα», («τα έκανε λίμπα»= τα έσπασε).

Λιμπίζουμαι = επιθυμώ, λαχταρώ λιχουδιές

Λινάτσα = 1.τσουβάλι, 2. βρισιά

Λιόκια, (τα) =  1. Τα λιοκόκια, κουκούτσια ελιάς 2. Τα ανδρικά γεννητικά όργανα

Λιοκρίζει =  πανσέληνος μεγάλο φεγγάρι 

Λιτάρι, (το) = Λινό ψιλό ύφασμα

Λιτρίβα =κυλινδρική πέτρα που τρίβει το αλάτι κ.ά.

Λιχνάω, λιχνίζω= σηκώνω με το δικριάνι το αλωνισμένο σιτάρι για να ξεχωρίσω με την βοήθεια του αέρα τον καρπό από το άχυρο.  

Λιχνιστήρι = δικριάνι, ξύλινο εργαλείο σαν πιρούνι για το λίχνισμα του άχυρου στο αλώνι 

Λοβός, (ο) = 1)απαράδεχτος και κακός άνθρωπος, 2)καχεκτικός,  κιτρινιάρης, αδύνατος

Λογγιά ή λόγγος = δασωμένη αδιάβατη  έκταση

Λόζη, (το) = Η φωλιά του γουρουνιού

Λοή = Το είδος, μιας λογής, «Μιας λογής πράγματα»

Λόϊδο = Η τούφα από τα μαλλιά στο μέτωπο

Λόρδα,(η) = η πείνα, «τον έκοψε η λόρδα»

Λουμάκι, (το) = Ίσιο χλωρό ξύλο,  ευθυτενές,  τρυφερό βλαστάρι δέντρου

Λούμπα, (η) =  λακκούβα με θολό και βρόμικο νερό.

Λουμώνω = κρύβομαι

Λούπος, (ο) = Αυτός που έχει μεγάλα αυτιά

Λούρα, (η) = καμουτσί, λουρί, ψιλή βέργα

Λόϋρα = ολόγυρα

Λουμπίτσα = Χλωρό ξύλο βελανιδιάς

Λουπάφτης = αυτός που είχε μεγάλα αυτιά

Λουρί = 1. Αδυνάτισε, «έγινε λουρί» 2. Το λουρίδι ή ζώνη

Λούτσα = μούσκεμα

Λούφα, (η) = Φωλιά ζώου, βόλεμα, κοπάνα, λούφαξα = σιώπησα, δεν αντιδρώ.

Λυγιά, (η) = η λυγαριά

Λυγερή, (η)= γυναίκα ευκίνητη, λεπτή ψιλή και κομψή.

Λυκοφαγωμένο, (το) =1 ) το φαγωμένο  από λύκο ζώο. 2)μτφ. βρισιά για παιδιά και ζώα.

Λυσσιακό,(το) =   η λύσσα

Λυχνοστάτης, (ο) = ξύλο που κρατούσε το λυχνάρι

Λωβός, (ο) = Ακατάλληλος άνθρωπος, βλαμμένος, κακός

 

 

Μ,μ

 

Μαγάρα, (η) = 1. Η βρώμα,o παλιάνθρωπος, ο πρόστυχος

Μαγαρισμένος, (η, ο) =  1) ο ανήθικος,2) ο αρνησίθρησκος, ο διαλοπαρμένος

Μάγαρο = ατίθασο ζώο

Μάγγανο = Ο τσακωμός, η τριβή, η γκρίνια, η φιλονικία συνήθως από πεθερά και νύφη, μάγγανα = οι πολεμικές μηχανές των Βυζαντινών

Μαγκλάρας –άς = μεγαλόσωμος

Μαγκούφης, (ο) = ο μοναχικός και ο έρημος στον κόσμο.

Μαζεύω = 1. Μαζεύω κάποιον που χρειάζεται περίθαλψη 2. Ζαρώνω από το φόβο,

Μαζεύομαι = Συμμορφώνομαι, παντρεύομαι, μαζεύομαι νωρίς στο σπίτι

Μάζεψη, (η) = η συγκέντρωση, η συνάθροιση

Μάκαινα, (η) = Εργαλείο για το πάτημα των καψουλιών του τσαγκαράδικου

Μακεδονήσι, (το) = ο μαϊντανός

Mαλάθα = κλειστή κοφίνα για αποθήκευση του ψωμιού

Μαλαματένια = χρυσά αντικείμενα.

Μαλαπέρεδα, (η) = Μεγάλο πέος

Μαλίνα, (η) = 1. η αρρώστια, το κρυολόγημα 2.«μαλινάρισα»= τρόμαξα, πέρασα άσχημα,

Μαλιναρίζω = Τρομάζω, « Μαλινάρισα από το φόβο μου»

Μαμ = Το φαγητό των μωρών

Μάμα, (η) = το στομάχι της κότας

Μαμούρι = 1.Το μικρό παιδί 2. Το ανθρωπάκι, το δουλάκι (χαμίνι), το διαλόπαιδο

Μάνα = Ο αρχηγός των παιδικών παιχνιδιών, η αρχική πηγή

Μανάρι, (το) =το θρεφτάρι

Μάρα =  χωρίς έννοια, «άρες μάρες κουκουνάρες», ανόητα πράγματα

Μανέστρα, (η) = Οι χυλόπιτες κομμένες σε μικρά τετράγωνα κομματάκια

Μάνι μάνι  = τώρα αμέσως

Μανόγαλο = της μάνας το γάλα

Μανουσάκι, (το) = το κυκλάμινο

Μάνταλο, (το) = σύρτης κουφωμάτων

Μαντάτο, (το) = η είδηση, το νέο

Μαντζουράνα, (η)= αρωματικό φυτό γλάστρας

Μαντράχαλος= Ο ψηλός και άχαρος

Μαντρί, (το) =  πρόχειρος χώρος για την στέγαση  προβάτων.

Μαραγκιάζω = μαραίνομαι, ζαρώνω.

Μαράζι, (το) =  καημός

Μαραζωμένος, (η, ο) =  χτυπημένος από μεγάλο καημό, ο καχεκτικός.

Μαραφέτι =  εργαλείο

Μαριόλικο,(το) = ναζιάρικο

Μάρκαλος,  (ο) = το ζευγάρωμα των προβάτων για αναπαραγωγή.

Μαρκαλάω, μάρκαλος, μαρκάλημα= Ικανοποίηση ερωτικής ανάγκης, όταν τα ζώα έρχονται σε ερωτική επαφή για αναπαραγωγή.

Μαρμάγκα, (η) = φαρμακερή μαύρη αράχνη.

Μαρμάρα, (η) = Η στέρφα προβατίνα ή γίδα για μια ζωή

Μαρτίνα, (η) = Η γίδα που έχουμε για τις ανάγκες του σπιτιού, τα λίγα γιδοπρόβατα

Μάσα, (η) = Εργαλείο τριγωνικό του τζακιού ή του φούρνο για το συντάυλισμα

Μασούρι = Εξάρτημα του αργαλειού λεπτό καλάμι όπου τυλίγεται επάνω το νήμα (γνέμα) 

Μασουριάζω = μαζεύω σε μικρά καλαμάκια το υφάδι

Μάσα ή μασιά =μεταλλικό εργαλείο για το τζάκι ή το φούρνο.

Μασουριάζω = μαζεύω σε μικρά καλαμάκια το υφάδι

Μασούρι, (το) =  λεπτό καλάμι όπου τυλίγουν επάνω το νήμα (γνέμα)               

Μαστραπάς, (ο) = δοχείο υγρών.

Μαστάρι, (το) =  το βυζί των ζώων.

Μάτα = ξανά, πάλι

Ματαράτσι , (το) =  μεγάλο  χοντρό μάλλινο σκέπασμα ή στρώμα όπου μέσα φυλάγουν  κουβέρτες κλπ.

Ματιάζω = μτφ βασκάνω

Ματσούκι, (το) = το ξύλο, ο ξυλοδαρμός, το μαστίγιο.

Μασουλάω =  σιγομασάω

Μαστραπάς = Μεταλλικό, πήλινο, ή γυάλινο δοχείο

Μάτερο = Το οργωμένο χωράφι

Ματσαράγκας, ματσαραγκιά = Απατεώνας, απατεωνιά

Ματσόλα = μαλακό δικέφαλο σφυρί

Ματσούκι, (το) = Χοντρόξυλο, «έφαγε ματσούκι»= έφαγε πολύ ξύλο

Μαυλάω = Φωνάζω τα κατοικίδια να έρθουν κοντά μου με διαφορετικό για το καθένα όνομα και φωνή

Μαυροτσούκαλος, (ο)    ο μαύρος σαν το τσουκάλι

Μαχαλάς, (ο) = η γειτονιά ενός χωριού

Μαχιάς, (ο)= η κορυφή της στέγης

Μελεούνι, (το) =  αμέτρητο πλήθος

Μελιγκώνι,το =  μυρμήγκι των δέντρων

Μελίστρα η = 1. τοποθεσία, 2. χώρος κατάλληλος για τοποθέτηση κυψελών

Mελιτάτη, (η ) = η ευλογιά

Μέντζες = Ιδιοτροπίες

Μερδικό = Μερίδιο

Μερελός, (ο) = ο μουρλός, μισότρελος, χαζός (υποτιμητικό}

Μερεμετάω = επιδιορθώνω, απαυτώνω (ικανοποιούμαι σεξουαλικά), μερεμέτια =  ψιλοδουλειές

Μεριδοχάρτι, (το) = το δευτέρι όπου ο παπάς διαβάζει και μνημονεύει τις ψυχές

Μερμελάει = Η φαγούρα από τις πληγές ή το τσίμπημα σφήκας « με μερμελάει»

Μεροδούλι, (το) =το μεροκάματο, αμοιβή μίας ημέρας δουλειάς

Μερτικό, (το) = το μερίδιο

Μεσάλα, (η)= Το (καρέ) τραπεζομάντιλο για το φαΐ

Μεσάντρα (η) = εσωτερικό χώρισμα (τοίχος) του σπιτιού

Μεσόκοπος, (η,ο) =   η μέση της ηλικίας

Μετερίζι, (το) = το οχύρωμα, η θέση μάχης προμαχώνας, ταμπούρι, τουρκ. meteris 

Μικροτσούτσουνος, (ο) = Αυτός που έχει μικρό πέος.

Μιλιόρι, (το) = το χρονιάρικο αρνί

Μιλιόρα, (η) = η προβατίνα η πρωτόγεννη

Μινάρας, (ο) =  βλάκας, μαλάκας

Μιντέρι (τούρκικη λέξη) = Χαμηλός καναπές

Μισακάτορας, (ο) = Αυτός που εκμεταλλεύεται κατά το ήμισυ την ιδιοκτησία άλλου

Μισάντρα, (η) = Ξύλινο ή καλαμένιο χώρισμα του δωματίου     

Μισιακός,(η,ο)        κάτι που ανήκει σε δύο.

Μισογόμι = Πρόσθετο φορτίο ενδιάμεσα στα δύο φορτία του σαμαριού, ο άνθρωπος που γίνεται φορτίου κάποιου

Μισοκαδιάρα, (η) = η μπουκάλα που χωράει μισή οκά

Μισοκαδιάρικο = Αδύνατο παιδί

Μισοκούντελος = Παλαβός

Μισοφόρι, (το) = εσωτερικό γυναικείο ένδυμα

Μισοχώρι, (το) =ο  εσωτερικός τοίχος του σπιτιού

Μιτάρι =  το τοποθετημένο νήμα στον αργαλειό, το οποίο στηρίζεται σε 2 ξυλαράκια.

Μοίρινα = γραμμένα της μοίρας

Μολέβω = μολύνω, μόλεψα

Μολογάω = διηγούμαι, σχολιάζω, «Για μολόγα μου τα νέα»

Μόλογο = Το άσχημο σχόλιο, «Θα σε βγάλω μόλογο»

Μόμολο = Το μικρό παιδί, ο ανόητος

Μονάντερος = Ο αχόρταγος

Μονοβύζα = Γιδοπρόβατο που έχει το ένα βυζί (μαστάρι)

Μορώνω = Σταματάω να κλαίω

Μόσκος, (ο) = αρωματικό υγρό, μυρουδιά,  ευωδία «το μόσκο το γαρίφαλο»

Μοσχαναθρεμένος, (η, ο) =ο μεγαλωμένος με όλα τα καλά

Μούλικο, (το) = νόθο, εξώγαμο παιδί

Mουλοχτός, (ο) = ο μαζεμένος, ο ύπουλος

Μουνουχάω =   ευνουχίζω, κόβω τα αχαμνά (αρχίδια)

Μουνούχης = Μουνουχισμένος (στείρος)

Μούντζα, (η) = χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη ρ.μουτζώνω, μούτζωτα = παράταττα

Μουντζαλιά, (η) =  μουντζούρα από μελάνι.

Μούργος = Ο βρομιάρης, το μαύρο σκυλί, μούργα=χοντρό λάδι. το απομινάδι

Μουρντάρης = Αυτός που βάζει χέρι στις γυναίκες, ο βρομιάρης, μουρνταρεύω = βρωμίζω

Μουρόχαβλος = Βλάκας

Μούρτσα- μούρτσωμα = Μισοσκότεινα

Μουστερής = Ο επισκέπτης, ο πελάτης, ο μουσαφίρης

Μούστος, (ο) = το γλεύκος

Μούργος = κακομούτσουνος, χοντρομούρης

Μουρχούτα = Βαθύ πιάτο πήλινο

Μουρχούτας = Ο χοντρός, ξύλινο ή σιδερένιο δοχείο που τάιζαν τα γουρούνι

Μουσαφίρης, (ο) = ο φιλοξενούμενος

Μούσκα, (η) = 1) Η γκρίζα γίδα 2) η καμπάνα

Μούσκλια τα  = παράσιτα που καλύπτουν τους κορμούς των δέντρων, πρασινάδες στα λιμνάζοντα νερά

Μούσκουρος, (η-ο) = κατσίκα με γκρίζο τρίχωμα

Μουσμουλεύω = περπατώντας σκυφτός ψάχνω κάτι

Μουστερής, (ο) = ο πελάτης

Μουτούπι, (το) = πρόχειρο σπίτα ή μαντρί από χωματόπλιθες και πέτρες 

Μουτσουνιάζω =  δυστροπώ, μουτρώνω

Μπαγιάτι= κρύο

Μπαγλαρώνω = 1. χτυπώ 2.δένω πισθάγκωνα κάποιον

Μπαζίνα, (η) = ζυμαρικό της ώρας με αραβοσιτάλευρο που τσιγαρίζεται με λάδι ή λίπος (τσιγαρίδες)

Μπαζώνω = 1. κατασκευάζω τον πάτο ξύλινου δοχείου, 2.γεμιζω έναν χώρο με οικοδομικά υλικά

Μπαιζοβγαίνω  = μπαινοβγαίνω

Μπαϊλντίζω =  βαριεστώ, βαριέμαι

Μπαΐρι = Άγονο ακαλλιέργητο χωράφι

Μπάκα, (η) = η κοιλιά

Μπακανιάρης, (α,ικο) =  1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά 2. Άρρωστο από σπλήνα παιδί

Μπακίρια, (τα) = τα σκεύη από χαλκό

Μπακράτσι, (το) = χάλκινο σκεύος κασσιτερωμένο

Μπάλια, (η) = Γιδοπρόβατο με ασπρόμαυρο πρόσωπο

Μπάλιος,(ο) = ο κατάμαυρος με άσπρη βούλα στο κούτελο

Μπαλντίμι, (το) = Λουρίδες από δέρμα που δένουμε και συγκρατούν το σαμάρι από τα οπίσθια του ζώου (γαιδάρου ή αλόγου), το πισινό κολάνι.

Μπάμπαλα, (τα) = Ανδρικά γεννητικά όργανα, τα κουρέλια

Μπαμπάτσικος, (ο) = Πολύ μικρός

Μπαμπουλώνομαι = Σκεπάζω  το πρόσωπο με τις κουβέρτες

Μπαντανία, (η) = κουβέρτα, μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα

Μπαξές, (ο) = ο κήπος

Μπάρα - μπάρα = λογοδιάρροια, μουρμούρα. βαρ - βαρ  στην αρχαιότητα

Μπαράκι, (το) = το νόθο, το εξώγαμο

Μπαρμπαλώνομαι =  κουκουλώνομαι

Μπασγούνι = Καρβέλι ψωμιού

Μπαρβαδίτσα = Εξόγκωμα στα χέρια (όταν μετράς τα αστέρια)

Μπάστακας, (ο) = 1. αυτός που στέκεται ενοχλητικά ασάλευτα δίπλα μας 2. ο ορθοστάτης που κρεμάμαι τα παλτά στην είσοδο

Μπαστουνόβλαχος = Ακοινώνητος

Μπατάκα, (η) = η πατάτα

Mπαχαλός =  κουτός, παλαβός

Μπαχτσές, (ο) = ο κήπος

Μπελάς =  δύσκολη κατάσταση

Μπελεγρίνια (τα) = γεννητικά όργανα (τα αρχίδια)

Μπελερίνα, (η) = Κοντή και διπλή γυναικεία εσάρπα

Μπέμπελη = Αφόρητη ζέστη, «έβγαλα τη μπέμπελη», ιλαρά

Μπενεβρέκι = Παντελόνι κοντό που φορούσαν οι τσοπάνηδες

Μπερκέτια = Σοδιά, αφθονία

Μπερντάχι = 1.το κόντρα ξύρισμα 2.το ξύλο, «θα σου δώσω ένα μπερντάχι» ο ξυλοδαρμός

Μπέρντα, (η) = Αμάνικο γυναικείο ρούχο για την πλάτη

Μπέσικο, (το) = Αφύλαχτο χωράφι, βοσκημένο

Μπεσίκι = Κούνια μικρού παιδιού

Μπέσικος, μπέσκος, (ο) = Ρεμάλι, τεμπέλης, ρέμπελος

Μπερνάκι, (το) = Αρνί ενός χρόνου

Μπερσίμι (το) = η στριμμένη κλωστή

Μπίζ, (το) = Παιχνίδι

Μπίζια, (τα) = Τα μπιζέλια (αρακάς)

Μπιζεύλι, (το) = σιδερένια βέργα συμπλήρωμα τη ζεύλας (ζυγού)

Μπίλια, (η) = Γυάλινος βώλος

Μπινιάρης, (α,ικο) = ο δίδυμος

Μπιρμπάντης, (ο) = ο παιχνιδιάρης, ο ζωηρός

Μπιρμπιλό, (το) = Πολύχρωμο, χρωματιστό

Μπισμπίκης = Μουρντάρης

Μπιρμπιλομάτα, (η) = η γυναίκα που κοιτάζει παιχνιδιάρικα

Μπιστός (η,ο) = ο έμπιστος

Μπίτι = ολότελα, καθόλου, είσαι «μπίτι για μπίτι» βλάκας;

Ππιχλιμπίδια, (τα)  =  1. διακοσμητικά μικροκατασκευάσματα, 2. γεννητικά όργανα

Μπλάστης, (ο) = κυλινδρικό ξύλο με το οποίο άνοιγαν και άπλωναν  το φύλο για τα ζυμαρικά

Μπλουμπέτσα = φουσκάλες στα χείλη

Μποβίτης = Σχοινάκι για το δέσιμο της πάνας

Μπογάνα, (η) =  η γάστρα, το σκέπασμα του ταψιού που το χώνουν  στη χόβολη

Μποδόγυρος =  μεγάλη και βαθιά λούμπα στο ποτάμι

Μπόζα, (η) = η στάση νευριασμένου

Μπόκαλα = κότσαλα ή βότσαλα

Μπόλια, (η) = καρό πετσέτα

Μπονόρα= πολύ πρωί

Μπούκα  = στόχος, στο μάτι, στη μπούκα του ντουφεκιού

Mπούλες =  αποκριάτικη μεταμφίεση

Μπουρμπουγέργια = τα μαμούνια « το φαί είναι γεμάτο μπουμπουγέρια»

Μπολιάρης, (α,ικο) = αυτός που γυρίζει μέσα στους δρόμους και στα σπίτια

Μπόλκα, (η) = η ζακέτα

Μπόλικος = Πολύς

Μπομπόλι, (το) = μεγάλο μαύρο σαλιγκάρι

Μπομπότα, (η) = ψωμί με αραβοσιτάλευρο, καλαμποκένιο

Μπονόρα = πολύ πρωί, το ξημέρωμα

Μποξάς = Τετράγωνο πανί για τύλιγμα ρούχων σε δέμα,

Μπόρα, (η) = η ξαφνική βροχή

Μποστάνι, (το) = περιβόλι

Μπότι = Η στάμνα

Μποτίλια, (η) = Μπουκάλα

Μπότσα, (η) = Πήλινο η γυάλινο αγγείο υγρών που χωρούσε δύο οκάδες, για την φύλαξη του τσίπουρου.

Μποτσίκι, (το) = το άγριο κρεμμύδι

Μπουλούκια =ομάδες, πολλοί μαζί, κοπάδι πουλιών

Μπουγιουρντί, (το) = έγγραφο με δυσάρεστα νέα, λογαριασμός

Μπούζι = πολύ κρύο, πάγος

Μπουζουριάζω =  κλείνω στη φυλακή, σπρώχνω

Μπούλα = ο μεταφιεσμένος

Μπουλαμάς, (ο) = το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές

Μπούλμπερη, (η) = η μπαρούτη, σκόνη

Μπουλούκι, (το) =  πλήθος ασύνταχτο

Μπούρδα, (η) = 1.η λινάτσα.2. λόγια του αέρα

Μπουρδούκλωμα = περδίκλωμα (περδικλώθηκε = μπουρδουκλώθηκε)

Μπουρλιάζω =  περνάω κλωστή σε τρόφιμα για άπλωμα  ή στη βελόνα

Μπουρμπούλι, (ο) = νερόβραστο φαγητό    

Μπουρμπουλίθρα, (η) =   φουσκάλα αέρα επάνω στο νερό

Μπούρμπουνας,  (ο) =     σκαθάρι στις ακαθαρσίες των ζώων

Μπουρμπούτσελο, (το) =  το άγουρο κορόμηλο

Μπουσουλάω =   κινούμαι με τα τέσσερα, για παιδιά

Μπουχάω-μπουχίζω =  ραντίζω, καταβρέχω με υγρό

Μπουχός = 1. Σκόνη από χώμα, κονιορτός 2. Φεύγω τρέχοντας «έγινε μπουχός»

Μπουφές = έπιπλο για τα σερβίτσια

Μπούχτησα =  χόρτασα

Μπρίσκαλο, (το) = Άγουρο σύκο

Μπόχα, (η) =  κακοσμία, βρώμα

Μπραζέρης, (ο) = Στενός φίλος

Μπραχάλια = Κλαδιά δέντρου για το κρέμασμα αντικειμένων

Μπρίκι, (το) = μεταλλικό κανάτι ή κύπελλο για νερό, καφέ  ή κρασί

Μπρίσκαλο, (το) = το άγουρο σύκο

Μπρούκλης, (ο) = ο ξενιτεμένος κουβαρντάς

Μπορντούρα, (η)= το στολίδι στις άκρες του υφάσματος ή του φορέματος.

Μπούλα, (η) =  1.ο μεταμφιεσμένος της αποκριές, 2.η άσχημη γυναίκα

Μπουλασίκης = Κουβαρντάς

Μπούλμπερη = Σκόνη, «έγιναν όλα στάχτη και μπούλμπερη»

Μπουμπούσι = Άσχημο μεγάλο έντομο

Μπουμπούνας ή μπουμπουνοκέφαλος = χοντροκέφαλος, δεν καταλαβαίνει

Μπουκουβάλα = Ψωμί τριμμένο σε λάδι

Μπουρδουκλώνω = μπερδεύω, «μπουρδουκλώθηκε το γαϊδούρι»

Μπουρτζόβλαχος = Ακοινώνητος

Μπούφλα, (η) = Χτύπημα από την ανάποδη της παλάμης

Μπραζέρης = μουσαφίρης

Μπροστέλα, (η) = Ποδιά

Μπρισίμι = μεταξένια κλωστή,  τουρκ. Ibrisim

Μπρίσκαλα = άγουρα σύκα

Mπροστινέλα, (η) = η ζώνη του στήθους (κολάνι) που κρατάει το σαμάρι

Μυλαύλακο = αυλάκι που οδηγεί το νερό στο μύλο

Μυλόπετρα, η = μεγάλη κυλινδρική πέτρα για το άλεσμα δημητριακών

Μύλος του καφέ = Μεταλλικό σκεύος για το άλεσμα του καφέ

Μώρα = αποχαύνωση «μώρα και κασίδα να σε πιάσει»

Μωρ'γιάραχνη  =  μαύρη, κακομοίρα

Μωρώνω =  παρηγορώ  μωρό

 

Ν,ν

 

 

Νάκα, (η) = Φορητή πάνινη ή δερμάτινη κούνια, από το αρχαίο νάκη = προβιά

Νέθω = Γνέθω

Nεραϊδοπαρμένος, (ο) =   ο αλαφροΐσκιωτος, αυτός  που βλέπει τις νεράιδες    

Νερομπούρμπουλο = Άνοστο φαγητό με πολλά ζουμιά

Νεροπούλος = Ενταγμένος για το μοίρασμα του νερού στα ποτιστικά χωράφια

Νεροποντή = πολύ βροχή

Νεροσκλιό, (το) = Χιονόνερο, «ρίχνει νεροσκλιό»

Νεροτριβή = Οίκημα δίπλα στο ποτάμι που από την πτώση του νερού στα υφαντά γίνονται αφράτα                     

Νετάρω = τελειώνω, αποπερατώνω, ξεκαθαρίζω

Νιανιά = Φαγητό των μωρών, κακοφτιαγμένο φαγητό

Nιάνιαρο = αδύνατο μωρό

Νιρίζω = Γκρινιάζω, κλαίω, κλαψουρίζω χωρίς δάκρυα

Νισάφι = φτάνει πια, το έλεος

Νιτερέσι, (το) = Συναλλαγή, δοσοληψία, συμφέρον, «Δεν έχει καλό νιτερέσιο» = καλούς λογαριασμούς

Νίλα, (η) = το καψόνι,  η συμφορά , η καταστροφή, βασανιστήρια

Νιογάμπρια, (τα) = το νιόπαντρο ζευγάρι

Νισάφι = έλεος

Νογάω= καταλαβαίνω, τα μικρά παιδιά όταν αρχίζουν και καταλαβαίνουν, εννοώ

Νοστιμίζω = Ομορφαίνω

Νομάτοι οι = άτομα, πρόσωπα

Νουρά, (η) = η ουρά

Νταβαντούρι, (το) = η φασαρία , το γλέντι, ο θόρυβος, η σύγχυση

Νταβάς, (ο) = πήλινο ή χαλκωματένιο μικρό ταψί

Νταβλακώνω = τρώω πολύ, τραπεζώνω 

Νταβλαράς (ο) = μεγαλόσωμος

Νταγιαντώ  = ανέχομαι, υπομένω

Νταής = άνδρας, ανδράκι.

Ντάκος, (ο) =το υποστήριγμα

Ντάλα, η = το κορύφωμα, (ντάλα μεσημέρι = το καταμεσήμερο)

Νταλκάς, (ο) = η καψούρα, η αναστάτωση

Νταμαχιάρης ,νταμάχι = 1. αχόρταγος, λαίμαργος 2. άπληστος, πλεονέκτης, αχόρταγος,

Νταμιζάνα, (η) = μεγάλη γυάλινη μπουκάλα με περίβλημα από πλεγμένη ψάθα

Νταμλάς, (ο) = συγκοπή ή συμφόρηση

Νταμπουράς, (ο) = έγχορδο μικρό μουσικό όργανο

Ντάνα, (η) =  σειρά από όμοια πράγματα

Ντα-ντά = Φοβέρα μωρών, χτύπημα, ξύλο

Νταντανιάζω = τρεμουλιάζω, «νταντάνιασα από το κρύο»

Νταραβέρι, (το) = 1. επαγγελματική σχέση 2. τα γεννητικά όργανα

Νταραβίρα = Σφυρίχτρα με καλάμια σιταριού

Νταρντάνα, (η) = μεγαλόσωμη, δυνατή γυναίκα, αντρογυναίκα

Ντε-ντε = Το άλογο των μωρών

Ντεμέλα, (η ) = Μαξιλαροθήκη με στολίσματα για τα συχαρίκια του γάμου. «Τι τρέχεις; να πάρης την ντεμέλα»

Ντερβίσης, (ο) =ο εξηγημένος, ο λεβέντης

Ντερέκι = Ο ψηλός και αδύνατος

Ντερλίκοσα = έφαγα με απληστία. χόρτασα πολύ. Πρήστηκα απ’ φαΐ.

Ντέρτι, (το) =  ο καημός, το παράπονο

Ντζερεφός, (η,το) =  ο αδύνατος 

Ντιλάρι, (το) = ψηλός, ο δυνατός

Ντιπ = καθόλου, (Ντιπ για ντιπ = καθόλου μα καθόλου).

Ντιριέμαι = Δυσκολεύομαι, επιφυλάσσομαι

Ντορβάς = Σακούλι (ταγάρι) που κρεμιέται στο κεφάλι του ζώου για να τρώει καρπό

Ντορής = Άλογο με κοκκινωπό χρώμα

Ντορός, (ο) =το ίχνος , πατημασιά, το αχνάρι, η οσμή

Ντότι = Χρησιμοποιείται ως κατάληξη αρνητικής έκφρασης. Δε με πας ντότι. Δεν τα βγάζεις πέρα ντότι με τον Πλιέγκα!!!

Ντουβάρι, (το) = 1.ο τοίχος,2. Ο χαζός, ο αγράμματος

Nτουβρώνω= αναπτύσσομαι πάρα πολύ

Ντουντούκα = μουσικό πνευστό όργανο, η καραμούζα

Ντουντούκι = 1. Ο βλαστός του κρεμμυδιού ή σφερδουκλιού 2. Ο πρησμένος

Ντούζα = Φούσκωμα από το φαΐ, «Την έκανα ντούζα»

Ντούϊσκα = Συστάδα φυτών βελανιδιάς- φούντες κλαδιών

Ντράβαλα, (τα) = φασαρίες

Ντριβέλι = 1. Ζιζάνιο(χωραφιών) σαράκι 2. Βάσανο

Ντριδόνες =  κάποιος που έχει κινητικότητα, πάνω-κάτω (ντριδώνες στον κώλο)

Ντρίλι = βαμβακερό ύφασμα ευτελούς αξίας. Κάποτε μπορεί και να καμαρώνανε που το φορούσαν

Ντρίτσα = ψάθινο καπέλο

Ντριτσιναάω =χοροπηδάω (για ζώα)

Ντρούδα, (η) = Ψίχουλα ψωμιού

Ντώνω = Αφήνω, χαλαρώνω, «Μην με ντώνεις»= μη με αφήνεις

Ντουβρώνω = αναπτύσσομαι πάρα πολύ

Ντουγρού = κατευθείαν

Ντούνια, (τα) = Νιάτα, ανεβασμένος, «είναι στα ντούνια του»

Ντουνιάς, (ο)  = ο κόσμος όλος

Νυφιάτικος, (ο) = ο χορός της νύφης την ημέρα του γάμου

Νυφίτσα, (η) = η βερβερίτσα

Ντωτός = Αραιός, «Ντωτό είναι το αυγό»

Ντώνω = αμολάω, αφήνω

 

Ξ,ξ

Ξάγι, ξάι, (το) = τα αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά σε είδος

Ξαγκούσα, (η) = Προκοπή, ξαγκούσεψα = ξεκουράστηκα, ησύχασα, Ξαγουσεύω = ξεκουράζομαι

Ξάγναντο, (το) = το ξέφωτο

Ξ(ι)άλη  (η) = γεωργικό εργαλείο για το όργωμα, βουκέντρα, βέργα που στην μία άκρη είχε σπάτουλα με την οποία καθάριζαν το υνί και η άλλη ήταν μυτερή ή δενόταν ο βούρδουλας

Ξακρίδι, (το) = υπόλειμμα χωραφιού, «μου έμεινε ακάμωτο ένα ξακρίδι»

Ξανάβω, ξάναμμα = ανάβω ξανά, από το εξ+άπτω,

Ξάνακρα  = Άκρη, στην άκρη-άκρη

Ξανάρτυγος, (ο) = 1. Φαγητό νηστίσιμο χωρίς λάδι 2. Ο άσημος, αδιάφορος

Ξανεμίζω           = λιχνίζω.

Ξαρίζω  = καθαρίζω το χωράφι από θάμνους

Ξεβουρτσάω = Ξεφλουδίζω

Ξεβουρτσάλι = Κλύσμα

Ξεβραχιολίζουμαι  =  σηκώνω ψηλά τα μανίκια μου

Ξεγερεύω = δυναμώνω μετά από μετά από κάποια αρρώστια

Ξεγκοφιάζουμαι  =  εξαρθρώνομαι

Ξεζαλώνω = ξεφορτώνω

Ξεθαρρεύουμαι           = ξανοίγομαι, φέρομαι απερίσκεπτα.

Ξεΐγκλωτος = Ο ασουλούπωτος. Χωρίς λουριά (ίγκλα) το ζώο

Ξεκλωνισμένα, (τα) = τα κλαδιά που έσπασαν  από αέρα ή τράβηγμα

Ξεκοπή = Αποκοπή (Ξέκοπα για τα έργα)

Ξεκουμπίζουμαι =  φεύγω «κακήν κακώς», αποδιώχνομαι (ξεκουμπίσου= Φύγε μακριά μου, εξαφανίσου)

Ξεκωλωμένη, (η) = βρισιά για γυναίκα, που λέγεται όμως και με αφέλεια

Ξεκωλώνω = Ξεριζώνω

Ξελακκώνω =  βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα

Ξέλαση,(η) = Προσωπική εργασία, χωρίς πληρωμή, η ελεύθερη εργασία

Ξελαχιουρίζω = Διώχνω τα πουλερικά

Ξελιγώθηκα = πείνασα πολύ

Ξελημεριάζω  =  περνάω όλη τη μέρα μου στο λημέρι

Ξεμασκλίζω = Ξεκολλάω τα κλαδιά από τον κορμό

Ξεμπλαστισμένο = Παραλυμένο, χαμένο

Ξεμπροστιάζω = αποκαλύπτω κάποιον με αντιπαράθεση

Ξεμπουκώνω = Βγάζω από μέσα μου

Ξεμουτεύομαι = Αναζωογονούμαι, ανανεώνομαι

Ξένα, (τα) = η ξενιτιά

Ξενηστηκωμάρα, (η) = η πείνα

Ξενοτρώ = 1. Φιλοξενούμαι για φαγητό 2. επωφελούμαι σεξουαλικά από παράνομη σχέση

Ξεπεζεύω  = ξεκαβαλικεύω

Ξεπεταλώνω = Βγάζω τα παλιά πέταλα των ζώων, ξεποδαριάζω από το περπάτημα κάποιον

Ξεπεταρούδι, (το)  = το πουλί που άφησε τη φωλιά του για το πρώτο πέταγμα, το πολύ μικρό παιδί

Ξεπουπουλιάζω= Βγάζω τα πούπουλα από τα πτηνά, βασανίζω ή χτυπώ άσχημα κάποιον

Ξέρα, (η) =  η ανομβρία

Ξερομαχιάζω = Διψάω πολύ, ανοίγουν οι δόγες του βαγενιού, φυραίνω

Ξεροσταλίζω = στέκομαι, περιμένω σαν τα πρόβατα στον ίσκιο

Ξερός, (η ,ο)  = ακίνητος, πεθαμένος

Ξεροτοιχιά, ξερολιθιά  (η) = τοίχος ή μάντρα χτισμένη με πέτρες χωρίς λάσπη

Ξεροφάϊ, (το) = ίδια  ξηρά τροφή

Ξεσαλώνω = Βγάζω τη σέλα του αλόγου να είναι ελεύθερο, αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου

Ξεσβερκιάζω = Χτυπάω κάποιον στο λαιμό

Ξεσβολιάστηκε = ξεκληρίστηκε

Ξεσγουπίζω = Ισιώνω, καλυτερεύω

Ξεσκολίζω = Αποφοιτώ από το σχολείο

Ξέσκουρα = (επίρρημα) ξυστά, επιπόλαια

Ξεσπυρνίζω, ξεσπυρνάω = Βγάζω τον καρπό από τα ζαρζαβατικά

Ξεσυνέρια, η =  ο ανταγωνισμός, ξεσυνερίστηκα= σε εμπιστεύτηκα

Ξεφουσένω = Κλάνω αθόρυβα, ανακουφίζομαι,

Ξεχέζω = Βρίζω άσχημα ή διακόπτω σχέσεις

Ξεψιρίζω =ξεψειρίζω, καθαρίζω το κεφάλι από τις ψείρες.

Ξιάλα, (η) = Κοπτικό εργαλείο

Ξιέμαι = Ξύνομαι

Ξινάρι = λεπτή αξίνα

Ξόβεργα, (η) = παγίδα με κόλα για πουλιά

Ξυλογαϊδάρα = 1. εργαλείο για το κόψιμο του ξύλου. 2. η ψηλή γυναίκα 3.τοπωνύμιο στο Αντρώνι

Ξύσμα, (το) = ξύσμα φαγητό από κολλημένο (πιασμένο) τέντζερη

Ξυστρί, (το) = εργαλείο με το οποίο έβγαζαν την τρίχα των αλόγων

Ξυστρί = Εργαλείο για το καθάρισμα των ζώων

 

O,o

Ογλήγορος = γρήγορος στα πόδια, ταχύς 

Όγκρους = Οι καρούλες που βγάζουν οι γίδες στην πλάτη

Oλοντρόϋρα  =  γύρω – γύρω

Oλούθε =  παντού

Ομπρίζει = Υγροποιείται, βγάζει νερό

Ομβρίζω = Βρέχω, έχει διαρροή

Οξαποδός = ο διάβολος

Oργιά = μονάδα μετρήσεως μήκους

Ορδίνια, (η) = Προμήθεια, η ορδινιά= τα πράγματα

Ορθομηλίτσα = Παιχνίδι

Ολύμπια = Πλημμύρα, «έγινε ολύμπια»= πλημμύρισε

Όπαλα, οπαλάκια = χορευτικό επιφώνημα

Ορίζω = διατάζω

Όρνιο = Χαζός, βλάκας, αρπακτικό πουλί

Οσχωρέσ'τους = θεέ συχώρεσε τους

Ούλος =  Όλος, ολόκληρος

Ούστ = επιφώνημα για ζώα

Οχτρός, (ο) =ο εχθρός, έχθρα = εχθρότης,

 

Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  H  Θ  Ι Κ
 Λ Μ
 Ν Ξ
O
 Π Ρ
Σ
Τ Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω

 

 

 


Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates