ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΙΣΑΙ ΡΕ…;

Frontpage Εμφανίσεις: 42064

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Κατά την "μελανή" εποχή του τελευταίου Εμφυλίου πολέμου που διήρκησε από το 1946 έως και το 1949 στα ορεινά χωριά μας είχαν επικρατήσει οι αντάρτικες δυνάμεις δηλαδή ο Δημοκρατικός Στρατός. Στα πεδινά μέρη και στις πόλεις επικρατούσε ο Εθνικός Στρατός μαζί με του Χίτες (Χ) ή Μάυδες ή Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Εν τω μεταξύ οι περιπολίες και οι ενέδρες κι από τις δύο πλευρές είχαν περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις των ντόπιων κατοίκων από χωριό σε χωριό, για οποιοδήποτε λόγο. Ο κίνδυνος της μετακίνησης μπορούσε να κοστίσει ακόμη και την ζωή του κάθε μετακινούμενου.

Γι αυτό οι κάτοικοι απέφευγαν να κάνουν μετακινήσεις εκτός κι αν υπήρχε σοβαρότατος λόγος όπως υγείας, μετακίνηση για τρόφιμα κ.λπ.

Ο καπετάνιος των ανταρτών ή ο διοικητής του στρατιωτικού τάγματος που επόπτευε την περιοχή σπάνια έδινε κάποια γραπτή άδεια σε κάποιον από την ύπαιθρο να μετακινηθεί για ιατρικούς λόγους. Εκτός κι αν γνώριζε άριστα ότι αυτοί που θα μετακινούνταν θα ήταν με το μέρος τους και δε θα έδιναν σημαντικές πληροφορίες στον αντίπαλο. Όταν έπαιρνε γραπτή άδεια, κι αν σε περίπτωση έπεφτε στα χέρια των αντιπάλων έπρεπε να την έχει καταστρέψει, διότι κινδύνευε να συλληφθεί, να δικαστεί, ακόμη και να εκτελεσθεί.

Έτσι ένας μπακάλης (παντοπώλης) από τον τόπο μας πήρε άδεια από τον καπετάνιο των ανταρτών για να μεταβεί στον κάμπο να φέρει φάρμακα τάχα για τους χωριανούς, αλλά αυτά θα κατέληγαν τους αντάρτες.

Όταν ροβόληκε προς τα κάτου και έφτασε στην Κάπελη συνάντησε ένα απόσπασμα από οπλοφόρους. Μόλις τους είδε από αλάργα έσπαζε το μυαλό του να καταλάβει τι είναι αντάρτες ή χιτομάυδες. Τήραγε ξανατήραγε τις στολές, το στέμμα αλλά δεν μπόρεσε να τους αναγνωρίσει διότι τότενες αντάρτες και χίτες φόραγαν τις ίδιες στολές για να μην ξεχωρίζουν. Αυτοί μόλις τον είδαν του ζήτησαν να μείνει ακίνητος και να σηκώσει ψηλά τα χέρια. Τον πλησίασαν και τον ερεύνησαν να ιδούν ποιος είναι και που πάει. Οι χίτες ύστερα από καλό ψάξιμο δεν ανακάλυψαν την άδεια του καπετάνιου που την είχε κρύψει στο τακούνι του παπουτσιού του, και για να μάθουν, ο καπετάνιος τους με ποιους είναι τον ρώτησε.

-Με ποιους είσαι ρεεέ…;

Αυτός που τα έχασε και νομίζοντας ότι είναι αντάρτες τους απαντάει:

-Μαζί σας είμαι ρε συναγωνιστές μαζί σας, τι με τους άλλους θα ήμουνα;

Αυτοί ήσαν χίτες και μόλις άκουσαν συναγωνιστές τον βουτάνε και τον πλακώνουν στο ξύλο και αφού τον σακάτεψαν τον άφησαν να φύγει. Μόλις περνάει το χωριό Σιμόπουλο συναντάει ένα άλλο απόσπασμα, αντάρτικο αυτή την φορά. Τον συνέλαβαν και εκείνοι και τον ρώτησαν.

-Με ποιους είσαι ρε…;!

-Με τον Εθνικό στρατό είμαι με ποιους νομίζετε ότι είμαι, μ’ εκείνους τους κατσαπλιάδες;

Τον βουτάνε οι αντάρτες και του ρίχνουνε και αυτοί ένα καλό μπερντάχι, μέχρι που τον άφησαν ξερό.

Μετά από κάμποση ώρα που συνήλθε πήγε δίπλα στο ποτάμι ξεπλύθηκε ήπιε κάμποσο νεράκι και συνήλθε κάπως.

Μόλις μπόρεσε και στάθηκε στα πόδια του κίνησε να πάει στον δρόμου του. Κόντευε να φτάσει στην Αμαλιάδα και έπεσε πάλι απάνου σε μια περίπολο. Εκείνοι τον είδαν που ήταν στα κακά χάλια του και ρώτησαν με ποιους είναι.

-Με τον Διάβολο είμαι ρε, με τον Διάβολο και με κανένανε άλλονε. Αλλά άμα θέλτε κι εσείς βαράτε και μην ρωτάτε γιατί με όποιον και να σας πω πάλι το ξύλο δεν το γλυτώνω!

Εκτύπωση