ΤΟ ΤΡΑΓΟΜΑΛΛΟ Ή ΚΟΖΑ

Frontpage Εμφανίσεις: 38431

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Ένα από τα καλλίτερα μαλλιά που επέλεξε να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν και το μαλλί από τα γίδια. Αρχικά χρησιμοποίησε το δέρμα του και αργότερα αποτάθηκε στο μαλλί του. Κριτήριο για την αξιολόγηση της ποιότητας του μαλλιού αποτελεί η ηλικία του ζώου. Το καλύτερης ποιότητας μαλλί προέρχεται από ζώα μέχρι τριών ετών καθώς και από τα γαλάρια. Καλής επίσης ποιότητας είναι το μαλλί από δίχρονα ζυγούρια και θηλυκά, ακολουθεί το μαλλί από στέρφα, που δίνουν μακρύ, γερό μαλλί. Το πρώτο μαλλί μετά τη γέννα εκτιμάται πολύ λίγο και χρησιμοποιείται σε μη ορατές επιφάνειες.
Επειδή το γιδόμαλλο είναι ίσιο και σκληρό, για να το χρησιμοποιήσουν έπρεπε πρώτα να το επεξεργαστούν κατάλληλα ώστε αυτό να είναι ιδανικό για τις διάφορες κατασκευές τους. Όταν το καλοκαίρι κούρευαν τα γίδια, έπαιρναν τα γιδόμαλλα και τα άπλωναν σκορπισμένα στο πάτωμα ενός δωματίου. Στην μία πλευρά του δωματίου στερέωναν ένα ξύλο σαν καδρόνι, ή κάρφωναν πατερόπρογκες και τις λυγίζανε κατά τον τοίχο και δένανε τ’ ανάλογα χοντρά σχοινιά, που έφθαναν μέχρι τον απέναντι τοίχο. Αυτά πριν τα χρησιμοποιήσουν τα έβαζαν μέσα στο νερό για να βαρύνει και να σφίξει και αφού είχαν διασκορπίσει την κοζά στο πάτωμα, έπιαναν το σχοινί με το ένα χέρι τους και τ’ άλλο με το άλλο χέρι από τις ελεύθερες άκρες τους. Τότε τα σήκωναν ρυθμικά ψηλά και με δύναμη τα χτυπούσαν στο πάτωμα που ήταν η διασκορπισμένη κοζά. Αυτό με το χτύπημα στο πάτωμα επανειλημμένα χτυπούσε την κοζά και ταυτόχρονα την ανακάτευε. Αυτό γινόταν γι’ αρκετές ώρες, μέχρι να μαλακώσει το γιδόμαλλο. Μόλις καταλάβαιναν ότι μαλάκωσε αρκετά, τότε κατάβρεχαν την κοζά με νερό για να μαλακώσει καλλίτερα και έπειτα το έφτιαχναν τουλούπες.
Επίσης άλλη μέθοδος ήταν και το κτύπημα με λούρες (βέργες). Τοποθετούσαν το γιδόμαλλο κάτω στο πάτωμα και με βέργες το κτυπούσαν πολλές φορές και ταυτόχρονα το αναποδογύριζαν μέχρι να μαλακώσει. Έπειτα και αυτό το ρεντούσαν με νερό και το έκανα τουλούπες.
Τις τουλούπες τις έβαζαν μέσα σε ματαράτσια και έβαζαν επάνω βάρος ή κάθονταν για να κατακάτσει το γιδόμαλλο, στα χωριά έλεγαν να κουσιάξει για να γνέθεται πιο εύκολα και καλά.
Μετά το κούσιασμα το γιδόμαλλο, που ήταν τουλουπιασμένο, ήταν έτοιμο για γνέσιμο με την ρόκα. Κατά την εργασία του γνεσίματος το μπούχιζαν (κατάβρεχαν με λίγο νερό) για να γνέθεται καλλίτερα και να κολλάνε και οι τρίχες, ώστε να μην πέφτουν και χάνονται. Μετά το γνέσιμο το μαλλί το έκαναν κουβάρια, η το τύλιγαν σε μασούρια και ήταν έτοιμο για την ύφανση στο αργαλειό, όπου κατασκεύαζαν τα περίφημα κόζινα σκουτιά. Κόζινα λέγονται διότι κατασκευάζονταν από γιδόμαλλο όπου το σύνολο των μαλλιών το ονόμαζαν κοζά.

Μετά την ολοκλήρωση της μετατροπής της πρώτης ύλης σε νήμα ακολουθούσε το βάψιμο των νημάτων. Στην περίπτωση του μαλλιού το βάψιμο γίνεται σε καζάνι οπού μέσα σε βραστό νερό βυθίζεται σιγά - σιγά το νήμα. Οι βαφές ήταν κατά κανόνα φυτικές από ξερά φύλλα μουριάς, και φλούδια ροδιών έδιναν το κίτρινο χρυσαφί. Τα κρεμμυδότσουφλα το πατατί που ροδίζει, ο κορμός πεύκου έδινε το κανελλί, τα φρέσκα φύλλα μουριάς για το λαδί ανοικτό, οι φλούδες των καρυδιών έδιναν το καφέ ανοικτό, τα ξερά περικάρπια το καφέ σκούρο, το γαλάζιο από ανοικτό γαλάζιο έως σκούρο μπλε γινόταν με τη σαριά, δηλαδή το νερό όπου είχαν ζεματιστεί τα μαλλιά, ριζάρι για το κόκκινο, κρεμεζί για το κόκκινο κρεμεζί. Η στύψη είναι το κοινό στερεωτικό των χρωμάτων. Επίσης το καζάνι έπρεπε να είναι γανωμένο για να βγουν τα χρώματα ζωηρά.
Όλα αυτά τα κόζινα σκουτιά, πριν τα χρησιμοποιήσουν, τα πήγαιναν στις νεροτριβές ή ντριτσέλες όπου εκεί με την πίεση του νερού μαλάκωναν.
Από την κοζά έφτιαχναν σαγίσματα που τα έστρωναν μπροστά από το τζάκι. Τα κόζινα σαγίσματα ήσαν άγρια στην υφή και δυσάρεστα στην επαφή με το δέρμα, ελαφριά, ανθεκτικά τόσο στη χρήση, όσο και σε σχετικά υψηλή θερμοκρασία είναι ζεστά και δεν είναι επικίνδυνα από κάρβουνα και σπίθες, ν’ αρπάξουν φωτιά.
Επίσης κατασκεύαζαν χοντρά κλινοσκεπάσματα για τις παγωμένες νύκτες του χειμώνα, ακόμη ειδικά σαγίσματα για τα ζώα όπου τα σκέπαζαν τον χειμώνα και ιδίως μετά το όργωμα που ήσαν ιδρωμένα για να μην κρυώσουν. Αυτά τα έριχναν και στα καπούλια των ζώων, ακόμη και σε αντελικάτα γίδια κατά τις παγωμένες νύκτες του χειμώνα. Επίσης, χρησιμοποιείτο στη σαγματοποιία, ως εσωτερική επένδυση του σαμαριού. Με την κοζά φτιάχνανε ντορβάδες για να ταγίσουνε τα ζώα, δισάκια για να μεταφέρουν αντικείμενα και χοντρά ματαράτσια για να στίβουνε τις ελιές εκεί που δεν υπήρχε λιοτρίβι και τους ντορβάδες των λιοτριβιών. Τους ντορβάδες των λιοτριβείων τους γέμιζαν με αλεσμένο ελαιόκαρπο και τους τοποθετούσαν στο πιεστήριο, όπου από το ντορβά έβγαινε το λάδι, ενώ το λιοκόκι παρέμενε μέσα σε αυτόν. Οι δε τσοπάνηδες έφτιαχναν τράγιες κάπες για να κρατάνε ζεστασιά, αλλά είχαν και την ιδιαιτερότητα όπου μέσα από αυτές δεν περνούσε το νερό, όσο κι αν έβρεχε. Το νερό γλιστρούσε επάνω στις γιδότριχες και δεν περνούσε μέσα ήταν ένα είδος σημερινού αδιάβροχου. Επίσης με κόζινους ντορβάδες λαγάριζαν το θολωμένο νερό, και το λάδι από την μούργα.
Το γιδόμαλλο χρησιμοποιήθηκε και στις οικοδομές. Με αυτό παρασκεύαζαν και το κουρασάνι, ή το ανακάτευαν με την λάσπη και έχτιζαν ή σοφάτιζαν όπου με την βοήθεια του γιδόμαλλου γίνεται καλλίτερη στερέωση. Ακόμη με γιδόμαλλο έστρωναν τις γωνιές των τζακιών και των φούρνων. Αφού το ανακάτευαν με την λάσπη επίστρωναν τις γωνιές, για να είναι στέρεες και να μη δημιουργούν ρωγμές.
Η τσερέπα είναι ένα παραδοσιακό σκεύος μαγειρικής, που χρησιμοποιείται σαν φούρνος με ξύλα. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα πήλινο καπάκι, με το οποίο σκεπάζουμε το μεταλλικό ταψί μέσα στο οποίο ψήνεται το φαγητό. Το καπάκι αυτό έχει κάποιες ιδιαίτερες προδιαγραφές κατασκευής. Είναι από πηλό που έχει ζυμωθεί μαζί με «τραγόμαλλο» για αντοχή. Πιο παλιά, οι πολεμιστές και οι διάφοροι ιππείς χρησιμοποιούσαν τη σέλα. Η σέλα, ας πούμε, ήταν μικρό σαμάρι, κατασκευασμένο σχεδόν όλο από δέρμα. Για να μην πληγώνεται το ζώο, από την επαφή της σέλας με το κορμί του, ενδιάμεσα χρησιμοποιούσαν διάφορα υλικά. Έβαζαν χονδρό πανί ή τσόχα ή τραγόμαλλο ή συνηθισμένο ψαθί ή σαμάκι.
Ο τερζής, λέξη τούρκικη, ήταν ο ράφτης των χονδρών μάλλινων υφασμάτων.
Πήγαινε σε κάθε χωριό και μάζευε τα υφάσματα από τραγόμαλλο, που έκαναν στον αργαλειό οι γυναίκες. Έπαιρνε τα μέτρα των ανθρώπων κι έκοβε κομμάτια. Μετά έπαιρνε την σακοράφα κι έραβε τις κάπες ή καπότες, που φορούσαν οι βοσκοί κι άλλοι Έλληνες τον περασμένο αιώνα. Δεν ήταν εύκολη η δουλειά του τερζή, λόγω του πάχους και της δυσκαμψίας που είχε τούτο το χονδρό ύφασμα. Ο φραγκοράφτης, αντίθετα, είχε να κάνει με λεπτά υφάσματα. Η κάπα μετά το ράψιμο, ήθελε και ειδικό στρίφωμα για να μην ξεφτίσει. Χρησιμοποιούσε ειδικό εργαλείο, σαν τριπλή σαΐτα. Καασκευαζότα έτσι, όσο νερό και να έπεφτε πάνω της, ο τσοπάνος δεν βρεχόταν. Έκανε και τα διακοσμητικά σχέδια και τα κεντήματα που του ζητούσαν. Σήμερα το επάγγελμα αυτό το συναντάμε μόνο σαν επίθετο ανθρώπων.

Με γιδόμαλλο επιστρώνουν εσωτερικά οι καρδερίνες (γαρδέλια), την φωλιά τους, ενώ παλιά τα παιδιά κατασκεύαζαν μπάλα, πού ήταν ένα τόπι πέτσινο καλογεμισμένο με τραγόμαλλο πού το χτυπούσαμε με το χέρι.

«Ανυφαντής μας τη Λαμπρή
λαμπρά ’ναι φορεμένος.
Φορεϊ τράϊο πουκάμισο
και μια τριχιά ζωμένος.
Κομμάτι από παλιότσαργα
στραβά μαντηλωμένος.
Ανυφαντής μας πλούτηνε
κι άγόρασε μιά μούλα
Άπ’ τόνα πόδ’ ήτανε ’ τσή
κι’ άπ’ ’ άλλο δεν πατάει,
Άπ’ τόνα μάτι ήταν στραβή
κι’ άπ’ ’ άλλο δεν φωτάει».

Φώτο από το διαδίκτυο

Εκτύπωση