Το ιστορικό σπίτι του Κλαπανάρη στο Αντρώνι.

Frontpage Εμφανίσεις: 60383

 previewΓράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Κάθε πέτρα, κάθε σπίτι, κάθε σόι έχει και την δικιά του μικρή ή μεγάλη ιστορία.

Στην παρούσα ανάρτηση θα ασχοληθώ εκτενέστερα σε ένα σπίτι που έχω και εγώ ρίζα, άρα και παραπάνω δικαίωμα να πω και μια κουβέντα παραπάνω.

Το Μπουκέικο, άσχετα με το τι θα διαβάσετε παρακάτω, ήταν το δεύτερο σπίτι μου.

Εκεί ξημεροβραδιαζόμουν από τσορομπίλη.

Θυμάμαι και την γιαγιά μου την Λεμονιά που πέθανε κοντά στα 1960. Μου έδινε πενηνταράκια να παίρνω καραμέλες, αυτά του 1957 που απεικόνιζαν τον Β. Παύλο και κατόπιν πήραν μεγάλη αξία καθότι ήταν λιγοστά.

Μιλάω για το ιστορικό σπίτι του Κλαπανάρη με τις πολεμίστρες που χτίστηκε πολλά χρόνια πριν ξεσπάσει η επανάσταση. Θα ανατριχιάσετε όταν βγάλω το βίντεο με την ιστορία που αφηγείται ο αείμνηστος Θανάσης Πανόπουλος για τα χρόνια του Ιμπραήμ όταν στο κατώι του φιλοξενούσε γυναικόπαιδα που τρέφονταν με γάτες και ποντίκια.

Μετά την νικηφόρα έκβαση της επανάστασης και την απελευθέρωση, ο ταξίαρχος Νικόλαος Κλαπανάρης (1791) που είχε δώσει σχεδόν όλη την περιουσία του στον αγώνα, 2000 γρόσια για μισθούς στρατιωτών, 1500 βατζέλια στάρι και αραποσίτι και θα είχε τόσα προνόμια κατόπιν αλλά για κακή του τύχη του συνέβη ένα σοβαρό ατύχημα με την οικογένεια του Λιώνη Παπαντώνη (Παπαλιώνη 1840).

Ύστερα και από αυτή την εξέλιξη ακολούθησαν φόνοι και φυλακίσεις και το σπίτι το αγόρασαν «μπιρ παρά» οι Νικολεταίοι που τότε έκαναν δειλά - δειλά την εμφάνισης τους στο Αντρώνι. Έμειναν εκεί ως που έφτιαξαν τα δικά τους. Γύρω στο 1900, φαίνεται ως ιδιοκτήτης του σπιτιού ο Κωλιέτσης ένας άλλος Νικολετόπουλος, ο Γιώργης που γεννήθηκε στο Αντρώνι το 1971. Ο πατέρας του ήταν ο Νικόλαος που είχε έλθει από την Στεμνίτσα Αρκαδίας.

Εδώ αρχίζουν και τα δύσκολα!

Το σπίτι πουλιόταν και ενδιαφερόταν να το αγοράσει ο Συλάϊδος Κων/νος 1871 (Κουφός) που ζούσε σε ένα κουμάσι στην πλατεία το οποίο κατέληξε στη θεία Μαρία την κόρη του όπου με την σειρά της το έδωσε στον Νικόλα Σίνο (Τοτόλη) όπου εκεί ανήγειρε το σπιτικό του.

Ο Κουφός λοιπόν ήταν ένας καλοσυνάτος τύπος, ψηλόλιγνος σαν τον εγγονό του τον Αλέξη, εργατικός και προκομμένος με 1200 πρόβατα και είχε και χρήματα για να αγοράσει το σπίτι του Κλαπανάρη που το πούλαγε τότε ο Κωλιέτσης.

Ο παππούλης μου ο Δημήτρης Παπαντώνης, ο Μπούκης, το παρατσούκλι προέρχεται από την μάνα του την Αγγέλω Μπούκη που είχε έρθει νύφη από το Κούμανι.

Ο Μπούκης ήταν ψηλός, ευτραφής και γεροδεμένος που εύκολα άπλωνε το χέρι να μπατσίσει χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Η ηγετική ικανότητά του σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές λεκτικές δεξιότητες που διέθετε, είχε την ευελιξία επίλυσης δύσκολων προβλημάτων σε κάθε περίσταση.

Με λίγα λόγια ήταν «γάτα με πέταλα» αλλά «κηφήνας» με φιλοσοφικές αναζητήσεις.

Είχε τον αδελφό του ο οποίος του εξασφάλιζε τα προς το ζην και για να μεγαλώσει τα παιδιά του τα οποία σχεδόν όλα τον υπεραγαπούσαν και μίλαγαν για τον μπάρμπα τους με τα καλύτερα λόγια, ως το τέλος. Αυτός ήταν ο Βασίλης Παπαντώνης (1872) ο Νίσσος, ένας άνθρωπος των σπηλαίων, σκαρισμένος χειμώνα καλοκαίρι, ήλιο με ήλιο στο βουνό Γερακάρι ο οποίος δεν φαινόταν στο χωριό ούτε σε γιορτή ούτε σε σχόλη.

Μέχρι τότενες ο Μπούκης έμενε στο μετέπειτα Κουφογιαναίικο μουτούπι όπου μέσα έβγανε νερό.

«Μυρίστηκε» λοιπόν ο παππούλης μου τα παζαρέματα για την αγοραπωλησία και παρότι «δεν είχε μία», δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη.

Έτρεξε και έπιασε την αδελφή του την Μηλιά, την Κουφήνα που ήταν καλόγνωμη μαζί του και την «έψησε» να του δώσει τα λεφτά που προορίζονταν για το σπίτι. Εδώ τις είχε τις μαλαγανιές, ότι δηλαδή θα είναι για δυο τρεις μέρες και να μην πει τίποτα στον άντρα της τον Κουφό. Τα πήρε τα φράγκα ο Μπούκης και έγινε χαΐτός να τα δώσει για το αρχοντικό του Κλαπανάρη που σχεδόν αμέσως μετακόμισε εκεί με την πολύτεκνη οικογένειά του.

Το παλιό σπίτι απέμεινε έρημο και το χρησιμοποιούσαν οι γύφτοι και οι διακονιαραίοι που επισκέπτονταν το Αντρώνι.

Στο διάστημα αυτό ο Μπούκης για να μαζέψει τα χρήματα, πούλησε και ένα χωραφάκι στους Κουμαναίους που το είχαν τάξει προίκα στον Κουφό. Το χωράφι ήταν στο Μπακράτσι (Αγία Παρασκευή) και όπως ήταν φυσικό, πήγε ο Κουφός το φθινόπωρο να το κάνει (οργώσει). Αντέδρασαν όμως οι Κουμαναίοι αγοραστές και ειδοποίησαν τον Μπούκη. Πάει ο Μπούκης στο χωράφι και όπως αφηγούνται οι απόγονοι του Κουφού, «τύλωσε» ξύλο τον γαμπρό του. Ο Κουφός προκειμένου να μην τα χάσει όλα, μετακόμισε στα μετέπειτα Κουφογιαναίικα και «ούτε γάτα ούτε ζημιά».

Ήταν δύναμη τότε ο Μπούκης και ποιος θα τολμούσε να τα βάλει μαζί του; Είχε τέτοια ευφράδεια λόγου όπως είπαμε παραπάνω, αθώωνε ή δίκαζε όποιον ήθελε όπως θα διαπιστώσετε και σε επόμενες αφηγήσεις.

Λέγανε τότε στο χωριό ότι το σπίτι του Κλαπανάρη ήταν στοιχειωμένο. Έβλεπαν λέει στο ξύλινο μπαλκόνι του που κοίταζε προς τον δρόμο, έναν στρατιώτη ή χωροφύλακα με χρυσά κουμπιά να κρατάει ένα άγριο σκυλί από την χρυσή αλυσίδα του. Άλλοι πάλι έλεγαν, ότι κάποιες φορές έβλεπαν μόνον το σκυλί με την χοντρή αλυσίδα. Για την ιστορία, μερικά από τα σανίδια από το ξύλινο μπαλκόνι, στεκόταν εκεί ετοιμόρροπα ως λίγο πριν την κατεδάφιση του σπιτιού.

Καθιστός ο Δημήτρης Παπαντώνης με την κόρη του Αγγέλω
και όρθιος ο γιός του Κώστας με τη νύφη του Φωτούλα

Ο Μπούκης είχε τρία παιδιά και τέσσερις τσούπες που οι δυό ήταν μανάδες μου. Ο πρωτότοκος γιος του ο Κώστας (1906 οΤσακουλέας) και πολυαγαπημένος σε όλους μας, έφυγε το 1974 (όταν ήμουν στην Αμερική), δύο χρόνια πριν πεθάνει ο πατέρας του ο Μπούκης. Ήταν άτυχος ο μπάρμπας μου ο Κώστας στην ζωή του, είχε περιπέτειες και στην Θεσσαλονίκη με τους «δυνατούς» αντρωναίους, Κανελλοπουλαίους και Στεφανοπουλαίους που όταν δημοσιοποιήσω όσα του έκαναν θα καταρρεύσουν είδωλα!

Ρώταγε ως το τέλος ο γέρος (ο οποίος έφτασε αισίως τα 100 έτη) για τον γιό του τον Κώστα αλλά δεν του είπαμε ποτέ την αλήθεια.

Πριν πεθάνει όμως είχαν φροντίσει τα δυο σερνικά του, να πετάξουν κυριολεκτικά έξω την τσούπα του πρωτότοκου από την περιουσία «σαν την τρίχα απ το ζυμάρι» και όπως λέει η ίδια…, μόνον ο ψηλός, ο ξάδελφος αντέδρασε αλλά τότε δεν είχε δύναμη ο δόλιος, ο οποίος μόνον ξύλο που δεν έφαγε και όλα αυτά μπροστά στην αδικημένη ξαδέρφη που την είχε και αυτός σαν αδελφή του.

Μάρτυρας στην διαθήκη ήταν ένας φίλος μου φραγκοράφτης στο υπόγειο της ροΐκου 12 που μου είχε υποχρέωση, του είχα κουβαλήσει εκεί ούλο το Ναυτικό για να ραφτεί.

Μου τα είπε όλα ο Γιώργος με το ν και με σ αλλά δεν είχα το τσαγανό τότε να μαζέψω και τα πέντε μερίδια, να ρίξω την διαθήκη για να διορθώσω την αδικία! Εδώ ταιριάζει η παροιμία που μου είπε εκ των υστέρων ο μακαρίτης ο μπάρμπα Νικέας Νικολετόπουλος στο Κούμανι, «κάνε με σοφό να σε κάνω πλούσιο».

Αλλά όπως είπαμε, η φύση εκδικείται (το σπίτι είναι στοιχειωμένο) και να που ο ένας από τα μπαρμπάδια «πήγε σαν το σκυλί στ´ αμπέλι» από το γνωστό «αρπακτικό», τον γαμπρό του έτερου αδελφού και να μου το θυμηθείτε…, στο τέλος θα τους τα «μασήσει» ούλα και τα δικά μου ακόμη.

Αυτά για την ώρα, εδώ θα είμαστε να διορθώσουμε ή και να συμπληρώσουμε αλλά να ξέρετε εκπτώσεις γιοκ, για κανέναν.

Εκτύπωση