ΚΩΛΟΚΟΥΜΠΙ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 41416

Επιμέλεια καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Κωλοκούμπι στην ντοπιολαλιά μας λέγαμε κάθε κάθισμα, που κάθεται ο άνθρωπος σε όποιο σχήμα κι αν έχει και όποια ονομασία του έχουν δώσει. Η λέξη είναι σύνθετη από το κώλος και ακουμπάω ή κάθομαι.
Κωλοκούμπι είναι το σκαμνί, η καρέκλα, η πολυθρόνα, το τσουκάρι, το αγκωνάρι, ο καναπές, ο πάγκος, παγκάκι, το κούτσουρο, το λιθάρι (κωλολίθι), το τσούμπι, το στρουγκολίθι, το μαξιλάρι, μισόγιομα σακιά, η σέλα, το σαμάρι, σπιτολίθι, πεζούλι, η πλάτη των μεγάλων ζώων, κερκίδες, σκαλοπάτια, στασίδια, κρεβάτια, κι άλλα διάφορα αντικείμενα που ήταν πρόσφορα για κάθισμα και κάθε είδος που το χρησιμοποιούμε για να καθόμαστε.
Το σκαμνί λατινική scamnum, είναι μια ξύλινη κατασκευή από σανίδια. Για να κατασκευάσουν ένα σκαμνί χρειάζονταν πέντε σανίδια και λίγες πρόκες. Υπήρχαν τα κοντασκάμνια τα κουτσοσκάμνια τα ψηλοσκάμνια και τα μακρυσκάμνια, και παρασκάμνια δηλαδή οι πάγκοι.
-Το σκαμνί όταν το έβαζαν ανάποδα χρησίμευε και ως εργαλείο να βάζεις μικρά στερεά αντικείμενα και τρόφιμα.
Οι νοικοκυρές έφτιαχναν μικρά μαξιλαράκια διπλά ταπητάκια κουρελούς, τα λεγόμενα σκαμνοσκούτια και τα έβαζαν επάνω στα σκαμνιά για να είναι πιο μαλακό και άνετο το κάθισμα.

-Τα κοντοσκάμνια ήσαν τα μικρά σκαμνάκια που κάθονταν κυρίως οι γέροι, γύρω από τον σοφρά, γύρω από το τζάκι και στο προσήλιο. Τα κουτσοσκάμνια ήσαν πιο ψηλότερα από τα σκαμνάκια και τα χρησιμοποιούσαν όσοι δεν ήθελαν να καθίσουν τόσο χαμηλά όπως κάθονταν στα κοντοσκάμνια.
-Τα ψηλοσκάμνια τα είχαν να κάθονται χαμηλά βάζοντας αυτά πλάκα και όρθια για να κάθονται στο τραπέζι, σήμερα τα λένε σκαμπό.
-Παρασκάμνι λένε την σανίδα που έβαζαν επάνω σε δύο σκαμνιά που απείχαν μεταξύ τους για να κάτσει και κάποιος άλλος ενδιάμεσα και αν αυτή προεκτείνονταν αριστερά και δεξιά των σκαμνιών μπορούσε και καθίσουν και άλλοι.
-Σκαμνιά έφεραν στον ώμο οι λούστροι που τα είχαν τους κρεμασμένα από μια δερμάτινη ζώνη ή ένα σχοινάκι και τα χρησιμοποιούσαν, κατά την εργασία τους.
-Οι Ανατολίτες δεν χρησιμοποιούσαν καρέκλες και σκαμνιά, αλλά ειδικά μαξιλάρια και κάθονταν επάνω σε αυτά ανακούρκουδα (οκλαδόν),
-Στη ύπαιθρο κάθονταν επάνω σε φυσικά σκαμνιά όπως, σε μεγάλα λιθάρια, σε κούτσουρα, σε σαμάρια, σε όχτους, σε σωρό χλωρών κλαδιών, σε αναβαθμίδες χωμάτων κ.ά.
-Οι καρέκλες ήσαν ξύλινες κε κάθισμα ή ξύλο σανίδα ή με ψαθί. Σ’ αυτές κάθονταν κυρίως γύρω από το τραπέζι και την χρησιμοποιούσαν όσοι δεν μπορούσαν να κάτσουν χαμηλά.
-Οι πάγκοι ήταν ένα μακρόστενο σκαμνί για να κάθονται πολλοί στην σειρά. Αυτούς τους χρησιμοποιούσαν στα καφενεία, στα σχολεία και στις εκκλησίες.
-Κάθισμα λέγανε και το βύθισμα ενός χωραφιού ή δρόμου.
-Εργάτες που έσκαβαν την γη με αξίνες, όταν σταματούσαν για να κάνουν ένα τσιγάρο ή σε μια μικρή ανάπαυλα, τοποθετούσαν όρθια την αξίνα και κάθονταν επάνω στην αξίνα, έχοντας το στειλιάρι της για στήριξη της πλάτης τους.
Ο ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ (ΚΟΥΝΤΑΝΗΣ) Ο ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΙΣΜΑ …!
Το 1797 ο Αλή Τσεκούρας και ο Τουσούν αγάς, σπαήδες, κατά την ημέρα των απόκρεω έφθασαν με επτά στρατιώτες στα Μαγούλιανα και εμπόδιζαν τους κατοίκους να διασκεδάσουν. Όπως συνηθίζονταν κάθε χρόνο, τις αποκριές οι χριστιανοί έβγαιναν στις πλατείες με τα παιδιά και τις γυναίκες τους και γλεντούσαν. Οι Τούρκοι παρά τις συστάσεις των προυχόντων δεν έφευγαν και προσπαθούσαν να προξενήσουν επεισόδιο. Οι προύχοντες, ήξεραν ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βρισκόταν μ’ ένα μικρό σώμα στο διπλανό χωριό Πυργάκι. Οι κάτοικοι, των Μαγουλιάνων τον ειδοποίησαν και αυτός έσπευσε αμέσως προς βοήθεια.
Όταν έφθασαν στα Μαγούλιανα, πήγε στο κονάκι, όπου είχαν κατακλύσει οι Τούρκοι. Ο Θεόδωρος άφησε έξω τον Κουντάνη, διότι ήταν απότομος και ίσως να προκαλούσε θερμό επεισόδιο και προσπάθησε να πείσει τον αγά να πάρει το απόσπασμά του και να φύγει από το χωριό τις ημέρες των εορτών. Καθώς συζητούσαν ο Κουντάνης, πάνοπλος ανέβηκε επάνω στο κονάκι, μπήκε μέσα έξαφνα και λέει με άγριο ύφος:
- Γεια σας Τούρκοι! Κι έριξε το βαρύ περιφρονητικό του βλέμμα, επάνω τους και έψαχνε να βρει κάθισμα για να καθίσει. Όλοι κάθονταν επάνω στα ντιβάνια, θέση γι’ αυτόν δεν υπήρχε. Όμως σε μια θέση καθόταν και ο σκύλος του αγά.
Όταν τον είδε ο Κουντάνης τον έπιασε από τα πόδια, τράβηξε το σπαθί του και τον διαμέλισε μπροστά στα μάτια τους λέγοντας με άγρια φωνή:
- Αγά θα σε κάμω και σένα;
Οι Τούρκοι τρομαγμένοι από την παράτολμη ενέργεια του Κουντάνη έφυγαν αμέσως από το χωριό.
ΣΗΚΩ ΠΟΥΤΣΟΥΛΑ ΜΟΥ ΝΑ ΚΑΤΣΕΙ Η ΘΕΙΑ ΣΟΥ…!
Στην ντοπιολαλιά μας τ’ αρσενικά παιδιά τα λένε «πουτσούλες».
Μια φορά μια γυναίκα πήγε σ’ ένα σπίτι που γινόταν γάμος. Η γυναίκα έψαξε να βρει καμιά καρέκλα για να κάτσει, αλλά μάταια ήσαν όλες πιασμένες. Σε μια μεριά βλέπει ε μια καρέκλα να κάθεται ένα δεκαπεντάχρονο παιδί, πάει κοντά του πιάνει την καρέκλα και λέει στο παιδί:
-Σήκω πουτσούλα μου, να κάτσει η θεια σου!
ΕΓΩ ΣΗΚΩΘΗΚΑ, Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΑΣ ΚΑΤΣΕΙ!
Μια φορά σ’ ένα καφενείο του χωριού μπήκε μέσα ο παπάς, όμως δεν υπήρχε κανένα κάθισμα άδειο. Τότε ο καφετζής βρίσκει ένα νεαρό και του λέει:
-Σήκω Αποστόλη να κάτσει ο παπάς!
Ο Αποστόλης νευριασμένος σηκώνεται δίνει την καρέκλα στον καφετζή και λέει:
-Εγώ σηκώθηκα, ο Διάβολος ας κάτσει!
ΔΙΑΦΟΡΑ:
-Όταν ήθελαν να ρωτήσουν πόσα παιδιά έχει κάποιος του έλεγαν πόσα σκαμνιά έχεις;
-Στο σκαμνί έβαζε η μαμή την γυναίκα για να γεννήσει.
-Στο σκαμνί έκοβαν οι παλαιότεροι τον λαθραίο καπνό με το μαχαίρι.
-Το σκαμνί παλιά το λέγανε και «χαϊδοκώλι».
-Τον παπά την ημέρα της πρωτάγιασης οι νοικοκυρές τον κερνούσαν ένα ποτό ή ένα γλυκό και τον έβαζαν να καθίσει σ’ ένα κοντοσκάμνι για να κλώξουνε οι κότες της.
-Δεν μου ’κατσε, ή μου ’κατσε = δεν ή συνευρεθήκαμε (ερωτικά), δεν ή οικονόμησα, δεν ή μπόρεσα, δεν ή κατάφερα.
-Κάθισε καβάλα στο άλογο, στο σαμάρι, στην σέλα, πισωκάπουλα,
- Κάποιος μου ανέφερε ότι σ’ ένα σκαμνί κάθονται αμέτρητοι άνθρωποι και γέλασα, νομίζοντας ότι με κορόιδευε θεωρώντας ότι αυτό ήταν αδύνατον. Όμως μου εξήγησε ότι κάθεται ένας με ανοικτά τα πόδια έτσι στο κάθε γόνατό του κάθεται άλλος, και στο γόνατου άλλος κ.ο.κ. κι έτσι δημιουργείται μια ατελείωτη διπλή ή μονή αλυσίδα ανθρώπων που κάθονται, ο ένας συνέχεια του άλλου, έχοντας ως αρχή αυτόν που κάθεται στο σκαμνί.
ΣΚΑΜΝΑΚΙΑ, ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ:
Τα σκαμνάκια ήταν από τα καλύτερα παιδικά παιχνίδια, που δεν χρειαζόταν κάποιος εξοπλισμός. Σκαμνάκι πήρε την ονομασία του διότι το σκυμμένο παιδί έμοιαζε σαν σκαμνί. Κατά την ώρα του παιχνιδιού, μπαίναμε τη σειρά και σε απόσταση το ένα από το άλλο περίπου δυο- τρία μέτρα ή και λιγότερο αν δεν υπήρχε χώρος.
Το τελευταίο παιδί στηρίζοντας τα χέρια του στις πλάτες των σκυμμένων παιδιών και μ’ ένα πήδουλο περνούσε από πάνω τους μέχρι τον τελευταίο, οπότε ερχόταν η σειρά του για σκύψιμο και να συνεχιστεί το παιχνίδι μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για το τέλος του.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ - ΦΡΑΣΕΙΣ:
-Ακούμπα κάτου τον κώλο σου!
-Βρήκα αποκούμπι!
-Η χήρα κάθεται στο σκαμνί και ο διάβολος την γυροφέρνει!
-Η χήρα στο σκαμνί της τρίβει το μνί της!
-Κάλλιο να ’χω τσιμπλή παρά σκαμνί!
-Κώλος κάθεται, κώλος αναπαύεται!
-Όλοι για την καρέκλα!
-Ο παπάς στο σκαμνί και ο διάβολος στο τραπέζι.
-Όποιος ανεβαίνει στο σκαμνί δεν φτάνει στο ταβάνι!
-Όποιος δεν έχει σοφρά τι τα θέλει τα σκαμνιά!
-Όσα τα σκαμνάκια μου, τόσα και τα παιδάκια μου!
-Όσο κι αν κλάνεις το σκαμνί, κουβέντα δεν πρόκειται να σου ειπεί!
-Πόσοι κώλοι έχουνε περάσει από το σκαμνί;
-Προτού κάτσεις στο σκαμνί, σε πιάτο μην απλώνεις.
-Σε σκαμνί που δεν κάθεσαι, ο διάβολος να το πάρει!
-Στο σκαμνί το μουνί γελάει και στο περπάτημα μασάει!
-Το κωλοκούμπι ακούει τις πορδές!
-Το σκαμνί χαϊδεύει το μουνί!
-Τον κάθισαν στο σκαμνί!
-Του έκατσε στον σβέρκο!
-Τρανός κώλος σε μικρό σκαμνί δεν στέκει!
-Τρίζει η καρέκλα του!
ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΕΠΩΝΥΜΑ:
-Σκαμνιά Άρτας, χωριό του νομού Άρτας.
-Σκαμνιά Ευρυτανίας, χωριό του νομού Ευρυτανίας.
-Σκαμνιά Λάρισας, χωριό του νομού Λάρισας.
-Σκαμνιά Λέσβου, χωριό της Λέσβου.
-Σκαμνάκης, επώνυμο που έχω εντοπίσει στην Πάτρα.
-Σκαμνιά η συκαμινέα ή και συκαμινιά, = λέγεται το δένδρο μουριά ή μορέα.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
-Ακουμπέτι, = άραγε, κάθισε και αποφάσισε.
-Ακουμπιστήρι, το = εκεί που βρίσκεις και ακουμπάς, εκεί που βρίσκεις θαλπωρή.
-Ακουμποκώλι, το = οποιοδήποτε κάθισμα.
-Αποκούμπι, εκεί που βρίσκω και ακουμπάω (μτφ.) υπολογίσιμη βοήθεια, επερεισμός, καταφύγιο, άσυλο.
-Αποκουμπιάστηκα, = σηκώθηκα από την θέση μου.
-Καρεκλοκένταυρος, ο = (μτφ.) ο ανώτερος δημόσιος λειτουργός, που δεν προσφέρει τίποτα.
-Κουτούπι ή κουτούκι, το = τουρκ. κομμάτι χοντρού κορμού δένδρου.
-Κωλόκατσε, = κάθισε με το παραπάνω.
-Κωλοκουμπιάς, ο = αυτός που έφτιαχνε κωλοκούμπια.
-Ξεκουμπίσου, = σήκω από εκεί που κάθεσαι.
-Ξεσκαμνιάστηκα, = ξεπιάστηκα.
-Πισωκούμπι, = αυτός που είναι όρθιος και ακουμπάει την πλάτη του για ξεκούραση, κυρίως όταν ακουμπάει σε πλάγια θέση.
-Σκαμνιάστηκα, = πιάστηκα από το καθισιό.
-Σκατοσκάμνι ή σκατοτρούπι, έλεγαν ένα σκαμνί με τρούπα τρούπα στο μέσον του και για να κάθονται να χέζουν στην ύπαιθρο, κυρίως αυτοί που είχαν κινητικά προβλήματα υγείας.
-Τσούμπι, το = το κομμένο κούτσουρο, που του έχουν αποκόψει τα κλαδιά, (μτφ.) το μαδημένο.
- Χαϊδοκώλι, το = (μτφ.) το σκαμνί.

Εκτύπωση