ΤΟ ΑΧΟΥΡΙ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 26066

Συλλογή, καταγραφή, επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Αχούρι λέγεται ο χώρος δίπλα στο σπίτι ή στο ισόγειό του όπου εκεί διέμεναν τα υποζύγια (άλογα-γαϊδούρια- μουλάρια ίσως και βόδια), για να μην τα κλέψουν ή γιατί είχαν τις στάνες μακριά από το χωριό.
Η ονομασία αχούρι προέρχεται από την λέξη αχυρών δηλαδή αχυρώνας, χώρος όπου αποθηκεύεται το άχυρο. Αρχικά λεγόταν αχύριος (εννοείται χώρος) > αχύριον.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι προέρχεται από την τουρκική λέξη «ahir». Αυτό είναι λάθος όσοι το ετυμολογούν. Νομίζω ότι οι Τούρκοι το υιοθέτησαν από τους Βυζαντινούς. Και αυτό το στηρίζω διότι οι Τούρκοι πριν κατακτήσουν το Βυζάντιο, ήσαν νομαδικός λαός και δεν είχαν μόνιμα οικήματα για τους εαυτούς τους, πόσο μάλλον για τα υποζύγια τους.
Τα περισσότερα σπίτια είχαν μια εσωτερική καταπακτή ή καταρράκτη με απλή ξύλινη σκάλα για να κατεβαίνουν οι ιδιοκτήτες την νύκτα στο αχούρι, να το ελέγχουν σε περίπτωση γέννας, ή όταν άκουγαν κάποιο περίεργο θόρυβο, ακόμη τα αχούρια τα αμπάρωναν από μέσα για ασφάλεια από τους ζωοκλέφτες και τους αλογοσούρτες.
Σήμερα ονομάζουμε αχούρι τον ακατάστατο ή ατακτοποίητο χώρο, όπως αυλή, δωμάτιο, αποθήκη, κ.λπ. Συνήθως ακούγεται και η φράση: «Πως μέσα ζεις σ’ αυτό το αχούρι».
Χρησιμοποιούμε όμως και το «Σ’ αχούρι γεννήθηκες» Ο στάβλος είναι συνώνυμη λέξη με το αχούρι.
Παλιά τα σπίτια τα κατασκεύαζαν διώροφα, επάνω έμεναν και το ισόγειο το είχαν για αχούρι. Σε τέτοιο σπίτι έχω γεννηθεί και εγώ και στην θύμησή μου είναι ακόμη ζωντανή η αχουρίλα και το χλιμίντρισμα ή το γκάρισμα που ακουγόταν επάνω.
Τα καλοθρεμμένα κουρεμάδια (νεαρά αρσενικά άλογα δύο ετών περίπου), «επιβήτορες» που δεν έχουν δουλέψει ή κουραστεί, απλώς τα είχαν μόνο για επίδειξη και τα κρατούσαν μέσα στ’ αχούρια όπου τα περιποιούνταν με το παραπάνω. Όταν αυτά τα έβγαζαν έξω από τα αχούρια, τα έβλεπες χέλια γυάλιζε η τρίχα τους ήσαν ατίθασα, διότι είχαν καιρό να ιδούν έντονο φως και χλιμιντρούσανε και ορθοποδούσαν μόλις έβλεπαν άλλο άλογο κυρίως θηλυκό. Αυτό το άλογο το έλεγαν «αχουριάρικο» ή και«παχνιάρικο».
Το αχούρι ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με ψηλή πόρτα για να μπορεί να μπαινοβγαίνει το ζώο. Μέσα είχε ένα χώρο που έδεναν το ζώο, όπου μπροστά του είχε ένα παχνί ή φάτνη ή και φάγνα ήταν ένα είδος ξύλινου κασονιού χωρίς καπάκι κατασκευασμένο με σανίδες ή ίσια κλαδιά με διαστάσεις περίπου 0,80 εκ. Χ0,70 εκ. Χ0,60 εκ. ύψος, στερεωμένο στο πάτωμα ή στο τοίχο όπου εκεί μέσα έβαζαν τον σανό ή το άχυρο για να τρώει το ζώο.
Κατά την θρησκεία μας η φάτνη λέγεται και το παχνί. πορά το φαγεϊν φάγνη > φάτνη. ΚΔ Λουκ.2,7 "έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκσν, και άνέκλινεν αυτόν έν τη φάτνη", και Λουκ. 13,15 «ου λύει τον βούν αύτοϋ ή τόν όνον άπό της φάτνης και άπαγαγών ποτίζει» πρβλ. Κάλαντα Χριστουγέννων "έν τω σπηλαίω τίκτεται, έν φάτνη των άλογων…
Δίπλα υπήρχε ένα κασόνι με βρόμη ή κριθάρι για την ταγή του ζώου. Σε μια άκρη επάνω σε κάποια κατασκευή τοποθετούσαν την σέλα ή το σαμάρι του ζώου και στον τοίχο κρεμούσαν τα χαλινάρια (γκέμια),καπιστράνες, τις χάντρες και όλα τα στολίδια του, τον ντορβά για να καρπίζουν τα ζώα και τις τριχιές του ζώου και τέλος εκεί αποθήκευαν και όλα τα σύνεργα για το ζώο.. Επίσης τον υπόλοιπο χώρο τον χρησιμοποιούσαν ως αχερώνα για τα άχυρα ή τα χερόβολα του σανού.
Ο αχουριάρης κάθε μέρα τάγιζε το ζώο με καρπό και άχυρο και του έβαζε νερό σε μια τέσα ή ένα σούγλο να πιεί όσο θέλει. Επίσης μια φορά την ημέρα καθάριζε το αχούρι από τα φουσκιά (κόπρανα) και από τα άχυρα ή τον σανό που διασκορπούσε το ζώο την ώρα που έτρωγε. Τα φουσκιά τα μάζευαν και τα χρησιμοποιούσαν ως λίπανση στα κτήματά τους.
Όταν το ζώο το έβαζαν μέσα στο αχούρι μετά από την δουλειά και ήταν ιδρωμένα επάνω στην πλάτη του έριχναν ένα σάγισμα που στις άκρες του είχαν προσαρμόσει μικρά σχοινάκια και το έδεναν κάτω από την κοιλιά του για να μην πέφτει, μέχρι να ξεϊδρώσει για να μην πάθει καμιά πλευρίτιδα.. Γέροντας παλιά μου ανέφερε ότι: «Ο καλύτερος ύπνος είναι να κοιμηθείς μέσα στ’ αχούρι, απάνου στα σανούδια!»
Τα αχούρια, που αποθήκευαν σανούς και δημητριακά ήταν εστία διαμονής των ποντικών, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες, όπου εκεί εύρισκαν την κατάλληλη τροφή και ζεστή και ασφαλή διαμονή.
Κατά τις βροχερές ημέρες του Χειμώνα, τότε που τα υποζύγια δεν τα χρησιμοποιούσαν για εργασίες τ’ αχούρια μέρα νύκτα φιλοξενούσαν τα ζώα. Εκείνες τις ημέρες κατανάλωναν περισσότερο φαγητό και επειδή δεν τα έβγαζαν στην ύπαιθρο τότε παρήγαγαν και πολλά φουσκιά, όπου η εργασία του αχουριάρη ήταν πιο κοπιαστική. Το αχουριάρικο ζώο επειδή πολλές φορές κοιμόταν επάνω στα φουσκιά του, λερωνόταν και γι’ αυτό μόλις έφτιαχνε ο καιρός το έβγαζαν έξω και το έπλεναν και το βούρτσιζαν με ειδικές βούρτσες και ξύστρες για να φύγουν οι βρωμιές που ήσαν κολλημένες επάνω στο τρίχωμά του.
Λεξιλόγιο:
Αχουριάρης ή αχουρολόγος λεγόταν αυτός που ασχολούταν με τα αχούρια.
Αχουριάστηκε, λέγανε αυτήν την λέξη προς αυτούς που χάνονταν από την αγορά και κλείνονταν μέσα στο σπίτι μέρα νύκτα.
Αχουρίλα, λέγεται η έντονη μυρωδιά που έβγαινε από το αχούρι λόγω των κοπράνων, ούρων όταν άνοιγε η πόρτα ή το παράθυρο.
Αχουρογαμημένη, αυτή που συνευρισκόταν ερωτικά στο αχούρι.
Αχουρόσκουτο, λέγανε το σάγισμα που έριχναν επάνω στο ιδρωμένο ζώο να μην πλευριτώσει.
Κοντάχουρο ή ψευτάχουρο λέγανε το χαμπηλόστεγο αχούρι που έβαζαν μόνο γαϊδούρια ή αιγοπρόβατα.
Μισάχουρο, λέγανε την αποθήκη που την είχανε χωρίσει στην μέση με τσατουμά και στο ένα μέρος έβαζαν τα ζώα και στο άλλο το είχανε για αποθηκευτικό χώρο ή και διέμεναν κυρίως οι πολύ φτωχές οικογένειες.
Παράχουρο, λέγανε ένα πολύ μικρό οίκημα δίπλα στο αχούρι όπου εκεί διέμεναν μικρότερα ζώα κυρίως αιγοπρόβατα.
Δημοτικά τραγούδια:
ΤΟΥ ΚΙΑΜΗΛ- ΜΠΕΗ
«Κλείσαν οι στράτες του Μοριά, κλείσαν και τα Ντερβένια
κλαίνε τα αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες….!»
Αναφέρεται στην εκστρατεία του Μαχμούτ πασά Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822 όπου τότε δολοφονήθηκε ο Κιαμήλ Μπέης της Κορίνθου και ακολούθησε ο αποκλεισμός και η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ένα σκωπτικό τραγούδι που έχω καταγράψει:
«Του παπά μας το γαϊδούρι, ψόφησε μέσα στ’ αχούρι
νηστικό και διψασμένο, δέκα μερούλες το καημένο.
Κι ο παπάς βλαστημάει κι η παπαδιά του μοιρολογάει
κλαίει η μαύρη για τον Λάλα, που σεργιάνιζε καβάλα!»
Σημείωση: Λάλα έλεγε τον γάιδαρό της, διότι τον είχε αγοράσει από κάποιον Λαλαίο.
Παροιμίες:
-Ας μας πέσαν τα αχούρια, μας μείνανε τα γαϊδούρια!
-Κάλλιο στ’ αχουράκι μου, παρά στο παλατάκι σου!
-Μην πάρεις γυναίκα αλανιάρα και φοράδα αχουριάρα!
-Μόλις έσαξε τα’ αχούρι, του ψόφησε το γαϊδούρι!
-Ο γάιδαρος στ’ αχούρια και η γαϊδούρα για παλιούρια!
-Οι αφέντες στα σαλόνια και τα γαϊδούρια στ’ αχούρια!
-Όποιος γεννήθηκε στ’ αχούρι, σέβεται το γαϊδούρι!
-Σ’ αχούρι γεννήθηκες σ’ αχούρι θα πεθάνεις! (προς τους τεμπέληδες).
-Τρανό αχούρι, μικρό γαϊδούρι!
-Χορεύει σαν άλογο αχουριάρικο!
Στην Γορτυνία παλιά ένας γέροντας μου είχε πει: «Ανθρώπους βγάζουν τ’ αχούρια και τα παλάτια γαϊδούρια!»
Οικισμός:
Το Αχούρι είναι ένας ημιορεινός οικισμός στο νότιο τμήμα του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται ακριβώς πάνω στα όρια με τον νομό Λακωνίας, στις πλαγιές της κορυφής «Παπαγιώργη Ράχη» του δυτικού Πάρνωνα και στις όχθες του μικρού ρέματος Κούμαρος (παραπόταμου του Ευρώτα). Απέχει περίπου 50 χλμ. από την Τρίπολη (μέσω Κολλινών).
Εκτύπωση