ΤΟ ΚΑΤΡΑΜΙ

Frontpage Εμφανίσεις: 60959

Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Το κατράμιπροέρχεται από την ιταλική λέξη catrameπου σημαίνει πίσσα, κατ’ άλλους προέρχεται από την αραβική (qaṭrān). Είναι ένα κολλώδες και ελαιώδες υγρό, συνήθως με υψηλό ιξώδες, που παράγεται από ανθρακοποίηση με απουσία του οξυγόνου. Χημικώς, αποτελείται από αρωματικούς υδρογονάνθρακες και ρητινικά οξέα. Είναι μια πολυσύνθετη χημική ουσία που αξιοποιείται από τον άνθρωπο εδώ και πολλούς αιώνες.

Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι το κατράμι χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελλάδα, από τον Ιπποκράτη ως φάρμακο όπως και για πολλές χρήσεις στην ξυλοναυπηγική. Επίσης, αναφέρεται ότι ο Ηρόδοτος γνώριζε για τη χρήση του κατραμιού από τη Βαβυλώνα. Ακόμη, από επιγραφές και σύντομες αναφορές του Πλίνιου ότι χρησιμοποιούσαν το κατράμι, που παραγόταν από ξύλο για τη στεγανοποίηση της στέγης και την προστασία πολύ μαλακών λίθων.

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ:

Επί τουρκοκρατίας μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα στον τόπο μας εφάρμοζαν μια παραδοσιακή τεχνική για την παραγωγή κατραμιού για ζωτικές εφαρμογές της υπαίθρου. Οι τεχνίτες που γνώριζαν την παρασκευή του, λέγονταν κατραμάδες ή κατραμινάδες.

Η παραγωγή του κατραμιού ήταν κοπιαστική. Οι κατραμάδες που ήσαν έμπειροι τεχνίτες τρύπωναν μέσα στα πευκοδάση όπου με μια ματιά μπορούσαν να καταλάβουν ποιο πεύκο είχε το κατάλληλο δαδί για κατράμι. Επέλεγαν μεγάλα ρυτινούχα πεύκα που το εσωτερικό μέρος, η δηλαδή η καρδιά παράγει αρκετό ρετσίνι. Προτιμούσαν τα ξύλα να είναι ίσια για να μεταφέρονται και να σχίζονται ποιο εύκολα. Επίσης παρατηρούσαν τα νερά του ξύλου, να είναι αυτά ευθεία (ίσια) και όχι κυματιστά, για να σχίζονται πιο εύκολα, σε δαδιά. Αφού πρώτα επέλεγαν ποια ήσαν για κόψιμο, τα σημάδευαν με μια δυο τσεκουριές, για να το ξεχωρίζουν. Μετά την επιλογή των κατάλληλων δένδρων εργάτες ή βοηθοί έκοβαν τα σημαδεμένα δέντρα με πριόνες ή τσεκούρια και τα τεμάχιζαν σε κομμάτια κάπου 1,5 του μέτρου. Αν ο κορμός ήταν πολύ χονδρός και δεν μπορούσαν να τον μετακινήσουν τότε μ’ ένα τσεκούρι και με σφήνες τον έσχιζαν σε σχιζάρια σε δύο ή και παραπάνω τεμάχια. Έπειτα τα φόρτωναν στα ζώα κυρίως και τα μετέφεραν έξω από το δάσος ή σε ασφαλές μέρος, για να μην πάρει φωτιά το δάσος. Η μεταφορά μακριά από το δάσος απαιτούσε κούραση και χρόνο, για αυτό τον λόγο η επεξεργασία γινόταν επί τόπου.

Εκεί ο κατραμάς είχε κατασκευάσει μια καλύβα και διέμενε μέχρι να κόψει τα ξύλα, να τα μεταφέρει, να τα τεμαχίσει σε δαδιά και να φτιάξει το κατραμινοκάμινο και να το κάψει. Μόλις έπαιρνε το κατράμι τότε το φόρτωνε στα ζώα και το μετέφερε στο σπίτι του.

Από το συνολικό βάρος τω δαδιών παραγόταν το ένα τρίτο ή τέταρτο ρετσίνης. Η επεξεργασία ήταν χειρονακτική και απαιτούσε κόπο γνώσεις. Πρωτύτερα στο κοντά στο σημείο όπου είχαν συγκεντρώσει τα δαδιά, σε ένα πλαγερό σημείο έσκαβα το χώμα και άνοιγαν μια τρούπα σε βάθος κάπου μισό μέτρο και διαμέτρου 2 μέτρων. Τα τοιχώματα της, τα χείλιζαν (επάλειφαν) με γλίνα (άργιλο) ανακατεμένη με σβουνιά και με κοζά. Εκεί προσάρμοζαν και μια σωλήνα για να ρέει το κατράμι, από την γούβα στα αγγεία. Μετά έβαζαν φωτιά για να ψηθεί η γλίνα. Μόλις ψηνόταν τότε χείλιζαν πάλι τις σκασιές ώστε να μην απορροφάται κατράμι και χάνεται στο χώμα, αλλά να ρέει, στη σωλήνα και μετά στα αγγεία που είχαν και ν’ αποθηκεύεται μέχρι να κρυώσει.

Εκεί μέσα σ’ αυτή την τρούπα, τοποθετούσαν με σειρά και τάξη σε σχήμα κώνου τα διαδιά, όπως ακριβώς γίνεται και με τα καμίνια παραγωγής ξυκοκάρβουνου.

Στη συνέχεια τα σκέπαζαν κάτω με χλωρή φτέρη, ή πλατανόκλαδα με χλωρά φύλλα και επάνω το σκέπαζαν με στρώμα χώματος, όπως γίνεται και με το ξυλοκάρβουνο, έτσι ώστε η καύση να είναι ατελής, με ελάχιστη ποσότητα οξυγόνου και διαρκούσε περίπου δύο εβδομάδες. Ο κατραμάς έπρεπε πάντα να είναι παρών, να επιβλέπει συνεχώς τη διαδικασία της καύσης. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, όταν κρύωνε το κατράμι το αποθηκευόταν σε ασκιά (τομάρια από δέρμα κατσικιών). Το ασκί ήταν κατάλληλο και μάλιστα κάποιο πόδι από το ασκί το χρησιμοποιούσαν ως βρύση ώστε να αδειάζουν το ασκί κατά την πώλησε στο λιανεμπόριο. Το κατράμιείναι ένα παχύρευστο, ελαιώδες μαύρο υγρό,έχει μια δυσάρεστη, έντονη χαρακτηριστική μυρωδιά του καμένου πεύκου. Ο κατραμάς μετά από την παραγωγή προέβαινε στην πώληση του προϊόντος του είτε σαν γυρολόγος είτε σε εμπόρους.

-Από τους περιηγητές του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, οι οποίοι αναφέρονται σε αυτή την ευημερία που γνώριζε ο τόπος μας από παλιά, αντλούμε ειδήσεις για τα βασικά προϊόντα της περιοχής, δηλαδή τα παντός είδους δημητριακά, και κυρίως το σιτάρι, το κριθάρι και το αποικιακό τότε καλαμπόκι, αλλά και τα τυριά και τα αρνοτόμαρα, τα λαγοτόμαρα, το κατράμι, το ρετσίνι κ.ά.

-Κατράμι στον τόπο μας είναι καταγραμμένο ότι παρασκεύαζαν στην λεκάνη της παλιάς Δαφνιώτισσας εκεί που φύονταν χιλιάδες πεύκα. Μετά την κατάργηση του κατραμιού οι κατραμάδες ασχολήθηκαν κυρίως με ένα παρόμοιο επάγγελμα την παρασκευή ξυλοκάρβουνου, που ακόμη και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται, με την παραγωγή και εμπορία ξυλοκάρβουνο.

ΧΡΗΣΕΙΣ:

-Παλιά θεράπευαν τις μαγουλάδες, ή παραμαγούλες με κατράμι που το έβαζαν ως κομπρέσα γύρω από το λαιμό του ασθενή, και αφού διάβαζαν ένα ξόρκι ο άρρωστος σε 2-3 μέρες ήταν καλά.

-Για τη βαφή των καϊκιών οι καλαφάτες μεταξύ άλλων χρησιμοποιούσαν και ο κατράμι για τα ύφαλα.

-Με κατράμι επάλειφαν τα βαγένια ης κρέμασης των νερόμυλων των νεροτριβών και των νεροπριόνων για να μην σαπίζουν από το νερό. Στο κατράμι έβαζαν και τις φουρκάδες των σταφιδαμπέλων μέχρι το σημείο που έμπαινε στο έδαφος.

-Με κατράμι σήμερα έχουν εμποτίσει τους στύλους μεταφοράς του ρεύματος και των τηλεπικοινωνιών.

-Οι τσοπάνηδες κατράμωναν και τα ξύλα στερέωναν στο χώμα όταν κατασκεύαζαν καλύβες για να μην σαπίσουν.

-Επίσης μέσα σε κατράμι έβραζαν διάφορα ξύλα για να μην πιάσουν ποτέ σκώρο και διάφορους μύκητες και σαπίσουν. Το βράσιμο αυτό λέγεται κατράμισμα.

Το κατράμι χρησιμοποιείται ευρέως στην κτηνιατρική. Πρόκειται για φάρμακο κατά των μυκήτων και βακτηρίων, και τέλειο για αντισηψία. Επίσης είναι ένα από τα καταλληλότερα για την υγιεινή και φροντίδα των οπλών στα άλογα και στα βοοειδή. Ακόμη χρησιμοποιείται έναντι του κανιβαλισμού των πτηνών.

Στα πτηνά, το σημείο που πληγώνονταν από τον κανιβαλισμό, το επάλειφαν με κατράμι και τοιουτοτρόπως σταματούσε ο κανιβαλισμός.

Επίσης οι κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούσαν το κατράμι κυρίως για την επούλωση και θεραπεία των πληγών των ζώων καθώς και για την απώθηση των εντόμων που αποτελούσαν τους κατεξοχήν φορείς μετάδοσης αρκετών νόσων.

ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

-Έγινε μαύρος σαν το κατράμι!

-Η βραδιά απόψε είναι κατράμι!

-Κατράμι η ψυχή του!

-Τον έκαναν κατράμι από το ξύλο!

ΔΙΑΦΟΡΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ:

-Όταν γινόταν γάμος και έντυναν την νύφη κάτω από τα παπούτσια της έκαναν με κατράμι το σημείο του σταυρού, για να πατήσει τον τρισκατάρατο και να μην την πιάνουν οι γλωσσοφαγιές και οι κατάρες.

-Λέγανε οι παλαιοί ότι στην κόλαση τους αμαρτωλούς κολασμένους τους έβραζαν μέσα σε καζάνια με κατράμι. Επίσης τους κατραμάδες έλεγαν ότι τους προστάτευε ο Διάβολος διότι το κατράμι είναι το διαβολόνερο όπως μολογάγανε.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:

1). Το έτος 1780 κατά την καταστροφή της Καστάνιτσας από τον Γαζή Χασάν συνελήφθη αιχμάλωτος ο γέρο Βενετσανάκης. Ένας δούλος του έτρεξε στο Γαζή Χασάν και πρόδωσε το σχέδιο του γέρο-λύκου. Και ο σερασκέρης κατάφερε να πιαστεί ο γέρος ζωντανός.
-Γιατί δεν προσκυνάς, τον ρωτά, όταν τον έσυραν μπροστά του.
-Τώρα προσκυνώ! αποκρίνεται ειρωνικά ο γέρος και σκύβει το κεφάλι του, για να του το κόψουν.

-Προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται, απαντά ο Χασάν και βάζει μπροστά φρικτά βασανιστήρια. Διέταξε και του ’κοψαν το ένα χέρι και τα δύο πόδια κι απάνω στις φοβερές τομές του ’ριξαν βραστό κατράμι και ύστερα τον κρέμασαν απ’ το κατάρτι ενός απ’ τα πολεμικά καράβια του Χασάν που ήταν αραγμένα στο Γύθειο. Εκεί έμεινε για κάμποσες μέρες το κουτσουρεμένο κορμί του γέρο-Βενετσανάκη, καμπουριασμένο και σαλεύοντας για παράδειγμα στους ραγιάδες.

2). Με καυτό κατράμι έκαναν παλιά βασανιστήρια. Επίσης καυτό κατράμι έριχναν από τα τείχη των κάστρων στους πολιορκητές που με σκάλες προσπαθούσαν να σκαλώσουν στο φρούριο για να το αλώσουν.

3). Κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς το 1821, πανιά επαλειμμένα με κατράμι τα έδεναν στις ουρές από γάτες και αφού έβαζαν φωτιά σ’ αυτά με ειδικούς πρόχειρους καταπέλτες τις εκσφενδόνιζαν μέσα στο κάστρο. Οι γάτες μετά από αυτό το σοκ του εκσφενδονίσματος έπεφταν μέσα και έτρεχαν να κρυφθούν και όπου τρύπωναν μετέδιδαν την φωτιά και έτσι έκαψαν πολλά σπίτια και παλάτια. Σημειωτέον ότι το ξύλο επί τουρκοκρατίας ήταν το κύριο υλικό ανέγερσης των περισσοτέρων κτισμάτων.

4). Το κατράμι το χρησιμοποιούσαν και οι μπουρλοτιέρηδης για να πυρπολούν πλοία.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:

-Κατραμόνερο, το = φαρμακευτικό προϊόν, λαμβανόμενο δι’ εμποτίσματος ρευστής πίσσας από πεύκο ή έλατο σε αποσταγμένο νερό.

-Κατραμόπανο, το = (ναυτ.) ύφασμα από κάνναβη εμποτισμένο με κατράμι και χρησιμοποιείται σαν αδιάβροχο επικάλυμμα.

-Κατραμόχαρτο, ή πισσόχαρτο, το = χάρτης χονδρός πασαλειμμένος με πίσσα που χρησιμοποιείται για επικάλυψη.

-Κατραμώνω, = επαλείφω ή εμποτίζω κάτι με κατράμι.

Κατράμης, Κατραμίδης Κατραμάς, Κατραμόπουλος, Κατραμάκης.

Σήμερα η παραδοσιακή παραγωγή του κατραμιού έχει εγκαταλειφθεί τελείως. Το κατράμι το έχουν αντικαταστήσει διάφορα χημικά προϊόντα.

Εκτύπωση