ΚΑΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΚΑΝΤΡΤΖΗΣ

Frontpage Εμφανίσεις: 49972

Λαογραφική συλλογή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Κανταρτζής Κανταριτζής, Στατέρης ή και ζυγιστής, ήταν ο πλανόδιος επαγγελματίας που περιφερόταν από γειτονιά σε γειτονιά, στα πανηγύρια και εκεί που γινόταν συναλλαγές εμπορευμάτων, και έπρεπε να ζυγιστούν ώστε για να μεταπωληθούν ή να ανταλλαχθούν με άλλα προϊόντα.
Το εργαλείο που χρησιμοποιούσε για την ζύγιση ήταν το καντάρι ή στατέρι. Αυτό αποτελούταν από μια τετράγωνη σιδερένια βέργα τον βραχίονα με χαραγμένες γραμμές για τις οκάδες (οκά= 400 δράμια ή 1200 γραμμάρια), που πάνω της μετακινούσαν το κρεμασμένο βαρίδι με την ένδειξη. Οι βραχίονες των κανταριών δεν είχαν τις ίδιες διαστάσεις, αυτές ποίκιλαν, σε συνάρτηση με το βάρος του βαριδίου τους. Είχε ακόμα τα τσιγκελάκια που κρεμούσαν τ’ αντικείμενα, ένα για τις βαριές και ένα για τις ελαφριές. Τα περισσότερα καντάρια ζύγιζαν κι από τις δύο πλευρές, η μια ήταν διαβαθμισμένη για ελαφρά βάρη και η αντίθετη και μεγαλύτερα βάρη. Επίσης είχε και δυο αλυσίδες για να δένουν τα προϊόντα ή αντικείμενα που επρόκειτο να ζυγίσουν.
Η οκά (Τουρκικά okka), ήταν Οθωμανική μονάδα μέτρησης βάρους. και μετά την τουρκοκρατία, συνέχισε να χρησιμοποιείται, συνήθως παράλληλα με τις μονάδες του μετρικού συστήματος. Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια. Στην Ελλάδα, η οκά αντιστοιχούσε σε 1,282 γραμμάρια και το δράμι σε 3,205 γραμμάρια και παρέμεινε σε παράλληλη χρήση με τις μονάδες του μετρικού συστήματος, οι οποίες είχαν υιοθετηθεί από το 1876. Η επίσημη κατάργηση όλων των παλαιών μέτρων και σταθμών έγινε την 1η Ιουλίου του 1959, όπου έγινε μια άγνωστη και άτυπη υποτίμηση χωρίς α πάρει είδηση ο λαός. Παρ’ όλα αυτά, η χρήση της επέζησε έως τα τέλη του προηγούμενου αιώνα.
Το καντάρι ζύγιζε σε οκάδες. Το συνηθισμένο καντάρι ζύγιζε μέχρι 44 οκάδες. Χρησιμοποιήθηκε μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, όπου έπειτα αντικαταστάθηκε από τις ωρολογιακές ζυγαριές και τις πλάστιγγες, ακόμη και από τις ηλεκτρονικές συσκευές αυτόματης ζύγισης. Τα καντάρια παράγγελναν να τα αγοράσουν, έβαζαν όρο να έχει χαραγμένα σε κάποιο σημείο τα αρχικά του ονόματός των, δια να μην τα χάνουν.
Αυτό το επάγγελμα γεννήθηκε από τις ανάγκες της καθημερινής εμπορικής συναλλαγής. Συνήθως περιφέρονταν στις αγορές ή όπου χρειάζονταν, ακόμα και στα πανηγύρια, για να ζυγίσει κάποιο βάρος (τσουβάλι σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σφαχτό κ.ά.). σε μέρη που έσφαζαν ζώα, σε αλώνια, σε σημεία αγοραπωλησίας αγροτικών προϊόντων, σε γειτονιές και όπου αλλού χρειαζόταν. Για εργαλεία χρησιμοποιούσε το καντάρι ή στατέρι, την παλάντζα το κανταρόξυλο και ένα κομμάτι σχοινί.
Το κονταρόξυλο ή ζυγιαστόξυλο, ήταν ένα κυλινδρικό ξύλο σαν σωλήνας μήκους ενάμισι μέτρου κατασκευασμένο από σκληρό δένδρο, όπως κυπαρίσσι, πουρνάρι, δρυς κ.λπ. για να μην σπάζει και να μην λυγίζει από το βάρος. Αυτό το κατασκεύαζαν να είναι ολόισιο και λείο. Το χρησιμοποιούσαν δύο άτομα που να μπορούν να σηκώσουν το ανάλογο βάρος. Επάνω στο κανταρόξυλο οι μερακλήδες ζυγιστές σκάλιζαν διάφορες παραστάσεις, έγραφαν τα αρχικά του ονόματός των και τις άκρες του τις τύλιγαν αρκετές φορές μ’ ένα μαλακό πανί για να μην κόβουν τους ώμους κατά την ζύγιση. Η ζύγιση γινόταν ως εξής: δύο άνθρωποι έβαζαν στον ώμο τους το κονταρόξυλο, ενώ ο κανταρτζής περνούσαν τον κρίκο του κανταριού σ’ αυτό, κρεμούσε από το τσιγκέλι του το αντικείμενο ή το έδενε με τις αλυσίδες του κανταριού, οι οποίες στις άκρες είχαν ένα ειδικό γάντζο για να αγκιστρώνεται στο αντικείμενο και αν είχε μεγαλύτερες διαστάσεις τότε χρησιμοποιούσαν και το σχοινί. Έπειτα ταυτόχρονα κι οι δύο, σήκωναν το βάρος ώστε να μην ακουμπάει στο έδαφος, αλλά να κρέμεται και ο ζυγιστής, ζύγιζε το αντικείμενο. Εκεί όπου ισορροπούσε η βέργα έδειχνε το βάρος του αντικειμένου. Για να λέμε και την αλήθεια έπεφτε και λίγη κλεψιά ανάλογα με ποιον εκ των συναλλασσομένων είχε καλλίτερη σχέση και έτσι κατά την ζύγιση με το πρόσχημα ότι δεν κρατιέται το βάρος τους ζύγιζαν προτού ο έτερος συναλλασσόμενος επιβεβαιώσει το ακριβές βάρος της ένδειξης του κανταριού. Μετά το πέρας του ζυγίσματος το κονταρόξυλο το τοποθετούσαν πάντα όρθιο σε σκιερό μέρος και να μην βρέχεται, για να μην λυγίσει και στραβώσει.
Το αντίτιμο της εργασίας του συνυπολογιζόταν με το βάρος των ζυγιζόμενων εμπορευμάτων ή και με τις ζυγισιές. Αν ήταν πολλά τα πέζα (ζυγισιές), έπαιρνε φθηνότερα την κάθε μία, ενώ αν ήταν μία έκανε διαφορετική τιμή. Επειδή οι κανταρτζήδες ήσαν σχεδόν όλοι πάμφτωχοι, τις περισσότερες φορές δεν έπαιρναν χρήματα, αλλά σε είδος, ή και ένα κομμάτι ψωμί ή και ένα πιάτο φαγητό.
Οι κανταρατζήδες πολλές φορές, ανάλογα με τους πελάτες τους κυρίως εμπόρους, οι οποίοι τους χρημάτιζαν με το παραπάνω για να κλέβουν τους προμηθευτές των προϊόντων χρησιμοποιούσαν δύο και τρία αντίβαρα, με διαφορετικό βάρος για να κλέβουν. Αυτά τα διαφορετικού βάρους βαρίδα τα ονόμαζα «κλέφτες». Το ένα ήταν το κανονικό, το δεύτερο, έκλεβε τον προμηθευτή διότι είχε μικρότερο βάρος από το κανονικό και το τρίτο είχε μεγαλύτερο βάρος από το κανονικό για να κλέβει, πάντοτε σε βάρος τον πελάτη του εμπόρου που αγόραζε εμπορεύματα από αυτόν με το βάρος. Τα διαφορετικά βαρίδια τα μετέφεραν μέσα στο σάκο τους και πριν πάνε για ζύγισμα συνάρμοζαν επάνω στο καντάρι αυτό που ήθελαν.
Οι υπηρεσίες εμπορίου τακτικά σκαγιαντάριζαν (έλεγχαν) τα εργαλεία ζύγισης αν ζυγίζουν σωστά και τιμωρούσαν αυτούς που είχαν προβεί σε διάφορες παρεμβάσεις ως προς την αλλοίωση του εργαλείου με σκοπό την μη σωστή ζύγιση. Οι κανταριτζήδες, κατά αυτό τον τακτικό έλεγχο, πλήρωναν ένα μικρό ποσό, ως φόρο μέτρων και σταθμών, στην υπηρεσία ελέγχου σταθμών και μέτρων. Σε περίπτωση που τους συλλάμβαναν να κλέβουν λόγω παραποίησης των εργαλείων, τότε το καντάρι κατασχόταν, και όχι μόνον αλλά πλήρωναν και τσουχτερά προστήματα. Σε πολλά καντάρια οι κατασκευαστές ασφάλιζαν τον βραχίονα που κινείτο το βαρίδι και τοιουτοτρόπως αυτό δεν μπορούσε ν’ αφαιρεθεί, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τις υπηρεσίες. Όμως αυτοί παρέμβαιναν στο άγκιστρο που ένωνε το βαρίδι με την βάση που κινούταν στον βραχίονα και έτσι έκλεβαν όπου μπορούσαν.

Λαογραφία:
Μαρτυρία κανταριτζή, καταγραφή Ηλίας Τουτούνης:
“…πήρα το καντάρι και το κανταρόξυλό μου, που ήτανε του μακαρίτη του πεθερού μου στον ώμο το τράστο μου με το κολατσιό μου, την μποτίλια με το κρασί και τους κλέφτες μου και κίνησα να πάου στ’ αλώνια του τάδε χωριού (….) να βγάλω κι εγώ του λόγου μου μεροδούλι. Είχε περάσει του Σταυρού και περιμένανε στο χωριό πως και πως τον έμπορα να πάρει τις σταφίδες. Μόλις έφτασα στο χωριό και το έμαθε ο έμπορας, έστειλε ένα παιδί και με βρήκε και πήγα στο καφενείο εκεί που νταραβεριζότανε με τους σταφιδάδες. Μόλις εμπήκα μέσα με χαιρέτησε και παρήγγειλε στο μαγαζί να με κεράσει. Μεγάλη μάρκα ο μπαγάσας έπαιζε το μάτι του σαν την αστριτοχιά. Είχαμε ξανακάνει νταραβέρι και με μια ματιά σε έβανε στ’ αυλάκι. Κόντευε το κολατσιό, εγώ παράγγειλα ένα ούζο και εκείνος την ώρα που τον χαιρέτησα μου έκλεισε πονηρά το μάτι, τότενες κι εγώ εμπήκα αμέσως και λέω από μέσα μου εδεπά σ’ έχω πουτσούλα μου, σήμερα θα τα ’κονομήσω. Δεν πρόκανα να πιώ το ούζο με κέρασε και ένας σταφιδάς, χαιρέτησα και εκείνονε και ο έμπορας μου είπε αν μπορώ να πάω να ζυγίσω. Εγώ του είπα:
-Ευτούνη είναι η δουλειά μου και τι λες ότι ήρθα εδώ για χαμολόϊ;
Κινήσαμε πήγαμε στα αλώνια όξω από το χωριό και ζυγίζαμε τα σακιά και τα φορτώνανε στα κάρα εγώ έκανα ότι τάχατις σκαγιαντάριζα το καντάρι μου. Έβαλα τον μικρό κλέφτη και ζύγιαζα καλά. Τηράγανε οι σταφιδάδες και εγράφανε με το τεμπεσίρι απάνου σ’ ένα σανίδι τα πέζα. Ο έμπορας που είχε δέσει την γαϊδούρα του, δεν τήραγε μπίτι λες και δεν αγόραζε ευτούνος. Μόλις κοιτέψαμε, ο έμπορας μου έκανε νόημα. Τότενες κι εγώ μπήκα, ήτανε σαν να μου έλεγε, φύγε και βγες μπροστά μακριά από το χωριό και εγώ θα σε βρω. Έκαμα λογαριασμό με τους σταφιδάδες που ζυγίζαμε, με πληρώσανε με το παραπάνου και πήρα το καντάρι, το κανταρόξυλο και το τράστο μου και έφυγα. Τράβηξα πάρα κάτου και σταμάτησα στην βρύση που είναι κάμποση ώρα μακριά από το χωριό και απάνου στον δρόμο. Κάποτις ξαναφάνανε τα κάρα που ερχόσαντε αργά φορτωμένα μπαλαούρο. Μόλις φτάσανε στην βρύση σταματήσανε για λίγο ήπιανε νερό και μετά πάλενες κινήσανε για τον Πύργο. Ο έμπορας, που ήτανε αϊτός κι ήξερε πόσο τον είχα ωφελημένο, έμεινε ξοπίσω με ζύγωσε, μου γέλασε ο μπαγάσας, με κέρασε ένα τσιγάρο και μετά έβγαλε ένα πεντακοσάρικο κολαριστό – κολαριστό και που το έβαλε στο τσεπάκι του σακακιού μου. Και μου λέει: -Αύριο θα πάω στο τάδε χωριό, αν δεν έχεις αλλούθε δουλειά, έλα να νταραβεριστούμε πάλενες. Εγώ του είπα εντάξει, τι να του έλεγα, τώρα που βρήκα νταραβέρι να ειπώ όχι; Και έτσι την άλλη μέρα πάλενες ξανανταμώσαμε με τον κολέγα μου και δώστου να ’χει. Την ίδια δουλειά κάναμε και με τα γεννήματα όταν πάγαινε τον αλωνάρη ουλούθε στα χωριά και μάζωνε στάρια, βρώμες και κριθάρι, για να με προτιμάνε οι χωριάτες εγώ τους έπαιρνα πολύ λιγότερα από τους άλλους, αλλά δεν νογάγανε, άσε που με κερνάγανε και με ταΐζανε καλά, τάχατις να τους προσέξω στο ζυγολόι, αλλά το μαύρο φίδι που τους έτρωγε. Τι στο διάβολο να έκανα νηστικός ήμουνα τήραγα να ταΐσω την κουρουνιά μου, μα εκείνος του λόγου του σκατά στην ψυχή του, δεν είχε ανάγκη, να τώρανες και τι έκαμε; Τώρανες γίνανε ούλα μπούλμπερη”

Όταν κάποιοι είχαν διενέξεις, ή όταν κάποιος προέβαινε σε κάποιο κακό έλεγαν: «Ααα..! ρε κανταρόξυλο που του χρειάζεται!» Δηλαδή να τον τιμωρήσουν κτυπώντας τον με το κανταρόξυλο που είναι σκληρό και δεν σπάζει εύκολα.
Για κάποιον που ήταν τρελούτσικος λέγανε: «Τούτος σάμπως ζυγίζει από τις ελαφριές!» Επίσης «καντάρι» αποκαλούσαν και τον σταθερό και συνεπή άνθρωπο λέγοντας: «Αυτός είναι καντάρι!» Όποιος καταλάβαινε το βάρος ενός αντικειμένου, προτού το ζυγίσει, γι’ αυτόν έλεγαν: «Καντάρι το χέρι του!»

Καντάρι ονόμαζαν με μια λέξη και το αρσενικό παιδί. Όταν κάποιος ρωτούσε άλλον για τα παιδιά πολλοί έλεγαν τα αγόρια καντάρια. Και αυτό γιατί το καντάρι ομοιάζει σαν τα γεννητικά όργανα του άνδρα. Το βαρίδι παρομοιάζεται με τους όρχεις και η βέργα (βραχίονας) με το πέος. Ενώ τα κορίτσια τα έλεγαν «σχιζοφύλλες». Όποιο σπίτι είχε μόνο αρσενικά παιδιά το έλεγαν κανταρόσπιτο. Κανταροπούτσης λεγόταν και αυτό που είχε μεγάλο πέος.

Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις που αναφέρονται στο ζύγισμα:

Αλίμονο σε εκείνον που δεν ξέρει από καντάρι.
Άλλα λέει η ζυγαρίτσα κι άλλα γράφει η μαυρομυτίτσα.
Άλλα λέει η ζυγαρίτσα κι άλλα γράφει η χερίτσα.
Απ’ όλα τα κακά η φτώχεια ζυγίζει ελαφρότερα.
-Βλέπεις στραβέ; -Βλέπει ο Θεός!
Δικό σου το καντάρι, γιομάτο το αμπάρι, ξένο το καντάρι, άδειο το αμπάρι.
Η ζυγαριά δεν κλέβει, ο αφέντης της κλέβει.
Η κοινωνία είναι το χειρότερο καντάρι.
Λέγε μου τον πόνο σου για να τον ζυγιάσω.
Με το καντάρι αγόραζε και πούλα με την παλάντζα.
Μόνος σου ζυγιάζεις, μόνος σου λογαριάζεις.
Νογάει ο κανταρτζής!
Ο γέρος και ο νιος σε μια ζυγαριά δεν πάνε.
Ο πόνος και το βάσανο σε μια ζυγαριά ζυγίζονται.
Ο τυλωμένος δεν ζυγίζεται με τον νηστικό.
Ότι ζυγίζεται πληρώνεται.
Ότι πάρεις από την Βολάντζα (σημ. Αλφειούσα Ηλείας), θα σε φάνε στην παλάντζα!
Ότι πει ο σιδερομούτρης (το καντάρι)!
Παλιά λόγια άκουσε, καινούρια ζυγισέτα.
Πούλα κρασί, κρέας και λάδι και το νου σου στο καντάρι!
Πρώτα στο καντάρι και μετά στο γομάρι.
Σπίτι χωρίς καντάρι, κοπάδι δίχωτις κριάρι!
Στο αφεντικό του το καντάρι κάνει την χάρη.
Τα λόγια του καντάρι.
Τα σεμπρικά κι αν ζυγιαστούν, πάλι ίσα δεν είναι.
Χίλια τα λόγια στο παζάρι, αλλά λίγα στο καντάρι!

Ο αγαπητός φίλος μου Γρηγόρης Γιαννακόπουλος, τότε που εργαζόμαστε να στήσουμε το Μουσείο της Αγίας Μαύρας, την Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018, μου είπε ένα ωραίο για κάποιο πολιτικό που εμπλέκεται και το ζύγισμα: «Εζυγίσθης, εμετρήθης και ευρέθης λιποβαρής!
Ονοματολόγιο: Κανταρτζής, Καντάρης, Κανταρατζίδης, Κανταρατζόπουλος, Κανταρατζάκης, Στατέρης, Στατερίδης, Στατερόπουλος, κ.ά.

Ένα λογοπαίγνιο που κυκλοφορούσε παλιότερα και ανέφερε το καντάρι, σήμερα έχει χαθεί τελείως:
«Χίλια καντάρια σίδερο, πόσα βελόνια φκιάνει;»
Και η απάντηση ήταν:
«Δος μου τον ουρανό για χαρτί, τη θάλασσα για μελάνι, να κάτσω να λογαριαστώ πόσα βελόνια βγάνει!»

Φώτο από το διαδίκτυο

Εκτύπωση