ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΣΤΑΦΙΔΑΣ

Frontpage Εμφανίσεις: 44854

Συλλογή, καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
-Άγουρη, η = όταν η σταφίδα δεν ήταν έτοιμη για τρύγο.
-Ακαμάτης, ο = το κλήμα που δεν κάνει σταφύλια.
-Ακλαδούρα, η = το κλήμα που έχει παραμείνει τουλάχιστον ένα χρόνο ακλάδευτο. (Μια παροιμία μας αναφέρει: «Ένα χρόνο ακλαδούρα, δέκα χρόνους έρημο!»)
-Άκρες, οι = οι άκρες του κτήματος, (μτφ.) τα φτενάδια.
-Αλεπούδες, αρουραίοι σκυλιά, σκαντζόχοιροι, ασβοί κ.λπ. εχθροί του καρπού της σταφίδας.
-Αμέλωτη, η = ο καρπός της σταφίδας που δεν έχει γλυκάνει ακόμα.
-Αναβόλα, η = η άκρη του κτήματος που χρησιμοποιείται για την εναλλαγή αράδων για όργωμα, ράντισμα, τρύγημα.
-Αναμπέλωση, η = η ανανέωση με νέα φυτά του κτήματος.
-Άνθη, τα = όταν έχουν ανθίσει τα κλήματα.
-Άνοιγμα, το = η αρχή της ανοιξιάτικης βλάστησης του κλήματος
-Άπλωμα, το = η εργασία μετά το άδειασμα από το κοφίνι στο αλώνι όπου ένας άπλωνε ομοιόμορφα και με προσοχή τον καρπό.
-Απλώστρα, η = η γυναίκα που απλώνει την τρυγημένη σταφίδα στο αλώνι.
-Αποξαλιά, η = η γωνιακή παλαιότερη κοπή της βέργας.
-Απόρριγμα, το = όταν το νέο μάτι για διαφόρους λόγους χάλασε το σταφύλι.
-Απότρυγα, τα = λέγονται τα σταφύλια που έχουν απομείνει πίσω στο τρυγημένο, επίσης απότρυγα αναφέρεται μετά το τελείωμα του τρύγου.
-Αποχαράκωμα, το = το τέλος της εργασίας του χαρακώματος.
-Αράδα, η = η σειρά των κλημάτων.
-Αράπω, η = η καταγινωμένη, μελωμένη σταφίδα, που είναι έτοιμη για τρύγο.
-Αρέντιγη ή αρέντιστη, η = το κτήμα που δεν έχει ραντιστεί.
-Αριάνη, η = η επεξεργασμένη γλίνα με νερό που είναι έτοιμη να χυλίσουν τ’ αλώνια.
-Αριομάδα, η = στα φτενάδια ο καρπός είναι λιγότερος και μπορεί να λείπουν και κλήματα που ξεράθηκαν λόγω του φτωχού εδάφους.
-Αρώγιαστη, η = όταν δεν έχει ρογιάσει το τσαμπί.
-Ασβέστης, ο = σκόνη ασβέστη που το ανακάτευαν με χαλκό να ραντίζουν για τον περονόσπορο.
-Ασήκωτη, η = λέγεται όταν η σταφίδα είναι ακόμη στ’ αλώνι.
-Άτρυγο, το = το μη τρυγημένο κλήμα ή μέρος ή ολόκληρο κτήμα.
-Αυγοφάης, ο = ο κρυφά πριμοδοτούμενος μ’ ένα αυγό εργάτης για να παρασύρει τους άλλους για εγρήγορση των εργασιών. Ο κτηματίας κρυφά έδινε ένα βραστό αυγό στους εργάτες με σκοπό να δουλέψουν περισσότερο. Κατά την ώρα της εργασίας όταν αντιλαμβανόταν ότι ατονούσαν φώναζε: «Έλα εσύ που έφαγες το αυγό!»
-Αφάνα, η = φυτό από το οποίο κατασκεύαζαν σκούπα χόρτου την αφάνα.
-Αχαράκωτη, η = η σταφίδα που δεν χαρακώθηκε .
-Βαρειά, η χοντρά, τα= τα κτήματα που είναι φυτεμένα σε γλίνες.
-Βαρέλι, το = ένα μεγάλο βαρέλι, ξύλινο, τσιμεντένιο ή πλαστικό. Όπου εκεί έφτιαχναν το φάρμακο για να ραντίσουν το κτήμα.
-Βαρέσαμε = (μτφ) τρυγήσαμε.
-Βοτάνισμα, το = το κόψιμο των μικρών χορταριών, που φυτρώνουν κάτω από τα κλήματα, ιδίως όταν είναι νεαρά.
-Βουρλόδεμα ή βουρλοδέσιμο, το = το δέσιμο των στελεχών παλαιά με χόρτο το ονομαστό βουρλίδι και νεότερα με πλαστικό.
-Βούτα, η = η μικρή τσιμεντένια κατασκευή στο χωράφι για μάζεμα νερού.
-Γαλάζωμα, το = ο ρέντος της σταφίδας με λίγο ασβέστη και πολύ χαλκό τον Οκτώβρη μήνα για να σκοτώσει τα έντομα που φωλιάζουν επάνω στα ξεφλουδίσματα των κορμών του κλήματος.
-Γερολάτης, ο = το κλήμα που γέρασε και δεν έχει δυνάμεις να κάνει και να μεγαλώσει σταφύλια.
για το σκέπασμα των αλωνιών, αυτά αρχικά πρώτα ήσαν σαν καραβόπανα, υφασμένα σε αργαλειούς, αργότερα αντικαταστάθηκαν από πλαστικό.
-Γλίνα, η = η λάσπη από γλίνα που χρησιμοποιούνταν για το χύλισμα ή χρίσιμο του αλωνιού.
-Γουλή, η = λέγεται όταν το σταφύλι της σταφίδας είναι χοντρό, ευτραφές.
-Γουρμαίνουν, = ωριμάζουν.
-Γούρμο, το = το ώριμο.
-Γράβαλο, το = εργαλείο που αποτελείται από ένα μακρύ καλάμι ή τέμπλα με ένα είδος τσουγκράνας στη μία άκρη απαραίτητο για το ξεκορτσάλισμα.
-Γύρισμα, το = η εργασία που ανακατεύουν την σταφίδα στο αλώνι για να βγουν επάνω, αυτά που δεν τα βλέπει ο ήλιος.
-Δάκρυ, το = το υγρό που βγαίνει εκεί που κόβεται η βέργα κατά τον κλάδεμα. Το δάκρυ των κλημάτων έχει αιμοστατικές ιδιότητες.
-Δανεικαριά, η = η αλληλοβοήθεια στις εργασίες μιας οικογένειας από άλλες γειτονικές ή συγγενικές με όρο την ανταπόδοση της εργασίας.
-Δέστρα, η = επάνω στην βέργα και ενδιάμεσα σε σταφύλια και φύλλα αναπτύσσονται κάποιοι μίσχοι σαν χοντρή κλωστή και χρησιμεύουν να αυτοδένεται η βέργα.
-Διπλοτρύγι, το = ο τρύγος που γινόταν σε δύο ή και τρία χέρια.
-Δριμόνι, το = το κόσκινο.
-Δριμώνια, τα = τελάρα με σίτα διαφορετικών ανοιγμάτων που υπήρχαν στη μάκινα (συνήθως 3) για τη διαλογή της σταφίδας ανάλογα με το μέγεθος.
-Έκλεισε, = λέγεται όταν υπάρχει πλήρη ανάπτυξη της φυλλωσιά της κατά τον Μάη και Ιούνιο μήνα.
-Θειάφισμα, το = η εργασία εκτίναξης θείου με την βοήθεια του θειαφιστικού εργαλείου.
-Ίσκα, η = ασθένεια του φυτού που ξηραίνει τον κορμό και εμποδίζει την ανάπτυξη της βέργας. Την αντιμετώπιζαν με τον εξής τρόπο. Μ’ ένα τσεκούρι ή κλαδευτήρι έσχιζαν τον κορμό του κλήματος και ενδιάμεσα τοποθετούσαν μια πέτρα για να παίρνει αέρα, το εσωτερικό του.
-Κάθερος ή κάθαρος, ο = η εργασία του κλαδέματος.
-Καιρός, ο = η πρόγνωση ή επικράτηση των καιρικών συνθηκών.
-Κάπαρο, καπάρο, το = η προκαταβολή στο κλείσιμο μιας εμπορικής συμφωνίας συναλλαγής.
-Καριά, η = το σύνολο καρπού ή σακιών που μετέφερε κάθε φορά ένα κάρο.
-Καρολόγος, ο = ο ιδιοκτήτης ή ο χειριστής του κάρου.
-Καρτέρι, το = στις άκρες των αλωνιών έβαζαν καλάμια, για να τελειώνει το άπλωμα στα πλάγια ίσια και να μην ξεφεύγουν τα σταφύλια.
-Καταβολάδα, σύμμανο, η = η μεταφορά μιας βέργας, χωρίς να είναι κομμένη, από το κλήμα μέσα στο χώμα, με σκοπό να δημιουργήσουν ένα νέο κλήμα.
-Κέντρωμα, το = η εργασία του κεντρώματος, δηλαδή επάνω σε κάποιο φυτό επικολλούν κάποιο παρόμοιο καλύτερης ποικιλίας.
-Κιτρινάδα, η = αρρώστια της φυλλωσιάς, ή από την ξηρασία.
-Κλαδευτήρι, το = γεωργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει στο κόψιμο μακριών ή με χρήσιμων βεργών των κλημάτων, πριν εμφανιστεί η ψαλίδα.
-Κλαδοκάθαρος, η = η εργασία όπου γίνεται καθάρισμα και κλάδος μαζί.
-Κληματόβεργα ή βέργα, η = η προέκταση του κορμού (βέργα) του κλήματος, όπου εκεί αναπτύσσονται τα φύλλα και τα σταφύλια.
-Κληματόδεμα, το = τις βέργες μετά το κλάδεμα, τις μάζευαν σε μικρά δεματάκια που τα έδεναν πάλι με μια μεγάλη βέργα και τα χρησιμοποιούσαν για φωτιά, κυρίως στον φούρνο, ή για ξάναμμα.
-Κληματόφυλλα, τα = μαλακά νεαρά φύλλα τα μάζευαν και έφτιαχναν διάφορα εδέσματα.
-Κληρονόμος, ο = η ανάπτυξη βλαστού της καταβολάδας του κλήματος με τη στήριξη καλαμιού ακολουθείται από αφαίρεση του ήδη υπάρχοντος κλήματος.
-Κοντόβεργο, το = το κλήμα που για διαφόρους λόγους δεν απόλυκε μεγάλη βέργα.
-Κορφόκομμα ή κορφολήγημα ή κούρεμα, το = κόψιμο των άκρων της κληματόβεργας. (Συνήθως κόβεται δυο κόμπους πίσω από το τσαμπί).
-Κόσα, η = γεωργικό εργαλείο για να κόβουν τα χορτάρια κάτω από τα κλήματα και στο στέρφο.
-Κοσκίνα, η = ξύλινο κόσκινο μεγάλων διαστάσεων, κρατιόνταν από δύο άτομα χρήσιμο για τον καθαρισμό της σταφίδας (απομάκρυνση «άψητων» ή χονδρών ρωγών).
-Κοσκίνισμα, το = η ποιοτική διαλογή του καρπού με τη βοήθεια της κοσκίνας.
-Κότσαλα, τα = τα τσάγκουρα μετά το τρίψιμο του αποξηραμένου καρπού.
-Κουβάλημα, κούβαλος, = η μεταφορά στον ώμο των νωμοκοφινιών με τα τρυγημένα νωπά σταφύλια στο αλώνι.
-Κοφίνι, το = εργαλείο καλάθι κατασκευασμένο από καλάμια ή βέργες για την μεταφορά των σταφυλιών, αργότερα φτιάχτηκαν από λαμαρίνα και πλαστικό.
-Κουβαλητής, ο = ο εργάτης κατά τον τρύγο, όπου κουβαλάει στον ώμο του τα τρυγοκόφινα με τον καρπό από το κτήμα στο αλώνι.
-Κουλουμπάρι, κουλούντρι κουλούντριασμα = μάζα κυρίως σβώλος βεγμένου καρπού που συγκολλείται μεταξύ τους
-Κουντέλι, το = ξύλινο διχαλωτό στήριγμα απαραίτητο για το κουντέλιασμα.
-Κουντέλιασμα ή φουρκάδιασμα, το = υποστήριξη παραφορτωμένων με καρπό βεργών με τη χρήση κουντελιού ή φουρκάδας.
-Κούρβουλο, το = ο κορμός του κλήματος, το κούτσουρο.
-Κουτρούλι, το = η διαδικασία της ανασκαφής του χώματος ανάμεσα στις αράδες και της συσσώρευσής του σε μικρούς λοφίσκους. Ο λόγος που κατασκεύαζαν το κουτρούλι ήταν να έχει ηλιοφάνεια περισσότερη επιφάνεια χώματος.
-Κουτσούρα, η = το ξεριζωμένο κούτσουρο του κλήματος.
-Κούφιο, το = η κοπή ενός φυτού κλήματος την δεύτερη χρονιά πάνω από τον κόμπο που φαίνεται από το έδαφος.
-Κόφα, η = το κοφίνι του τρυγητή. Ήταν ένα καλάθι με μεγάλο χερούλι. Με αυτό τρυγούσαν και το άδειαζαν στο κοφίνι. Το τρυγοκόφινο χωρούσε μέσα δύο κόφες φρούτο.
-Κοφινάδα, η = η εργασία του κουβαλητή.
-Κρικέλα, η = ο μεταλλικός χαλκάς στα άκρα των σταφιδόπανων για να περνά από αυτά σύρμα που βοηθούσε στο άπλωμα και το μάζεμα του σταφιδόπανου.
-Κωτζόλος, ο = το σάπισμα του κλήματος μέσα στο έδαφος.
-Λαγογαμίστρες, οι = τα φτενά και αμμουδερικά κτήματα.
-Λαμνί, το = το σώριασμα της σταφίδας σε μακρόστενο σωρό σαν λοφοσειρά.
-Λιάσιμο ψήσιμο, το = η αναμονή του καρπού στο αλώνι μέχρι να ξεραθεί τελείως.
-Λιπάρισμα, το = η ρίψη ουσιών, ζωικής συνήθως προέλευσης, θρεπτικών για το κλήμα, στο έδαφος γύρω από αυτό
-Λόβα, η = ασθένεια της σταφίδας που επηρεάζει φύλλα και σταφύλια.
-Μάκινα, η = ένα ογκώδες μηχάνημα με ξύλινο περίβλημα για την πραγματοποίηση του μακιναρίσματος
-Μακινάρισμα, το = η απομάκρυνση κάθε ξένης προς τη σταφίδα ουσίας με τη βοήθεια νερού και αέρα γινόταν με τη μάκινα
-Μαξιλάρι το = ένα μικρό μαξιλαράκι το προσάρμοζαν στον ώμο οι κουβαλητάδες για να μην τους κόβει το κοφίνι και να συλλέγει τα υγρά της λιωμένης σταφίδας.
-Μαράγκιασμα, το = μετά την τρίτη μέρα η σταφίδα στο αλώνι μαραίνεται και ζαρώνει, αυτό το ζάρωμα λέγεται μαράγκιασμα.
-Μάτι, το = το αρχικό στάδιο της βλάστησης ενός κλήματος κατά την άνοιξη.
-Μαυρομάτα, η = (μτφ.) ονομασία της σταφίδας.
-Μαύρος χρυσός, ο = έτσι ονόμαζαν την σταφίδα πριν την μεγάλη κρίση της.
-Μαχαίρι, ψαλίδα, σουγιάς, = εργαλεία αποκοπής του σταφυλιού κατά τον τρύγο, από το κλήμα.
Μέλια, τα = τα υγρά της χλωρής και γινωμένης σταφίδας που προέρχονται από το λιώσιμο, κατά τον τρύγο, την μεταφορά και το άπλωμα.
-Μέλωμα, το = λέγεται για το σταφύλι γλυκάνει σαν μέλι, οπότε είναι έτοιμο για τρύγο.
-Μεστιά, η = η σταφίδα πάνω από δέκα χρόνων φυτεμένη.
-Μισότρυγα, τα = όταν σ’ ένα κτήμα, είχε τρυγηθεί μόνο το πρώτο χέρι.
-Μπουμπούκιασμα, το = η αρχή του ανοίγματος της φυλλωσιάς μετά τον χειμώνα.
-Μπαρδάλα, η = ο καρπός της σταφίδας που από πράσινη αρχίζει να παίρνει μαύρο χρώμα, μπαρδαλιάζει.
-Μπίτισμα, ή κιώσιμο το = το τελείωμα μιας εργασίας όπως, σκάψιμο, κλάδος, χαράκι, τρύγος. Έλεγαν: «Αύριο έχω μπίτισμα, ή θα ρίξω ντουφεκιά- σμπάρο!»
-Μπράτσο, το = λέγεται η διακλάδωση του κλήματος.
-Νερουλάς ο = αυτός που κουβαλάει νερό στους εργάτες για να πίνουν, κατά την ώρα της εργασίας στα κτήματα.
-Νωμοκόφινο, το = βαθύ καλάθι ειδικό για τη συγκέντρωση του τρυγημένου νωπού καρπού, που μεταφέρεται στον ώμο.
-Ξαλώνισμα, ξεχορτάριασμα, ξάρισμα, το = ο καθαρισμός τω αλωνιών από χόρτα, πέτρες, ρίζες κ.λπ.
-Ξεβράκωμα, ξελάκι, ξελάκκωμα, το = η αφαίρεση με ξινάρι ριζών, χόρτων και χωμάτων γύρω από τον κορμό του κλήματος.
-Ξεβράκωτη, η = λέγεται η σταφίδα τον Φθινόπωρο, όπου έχουν πέσει όλα τα φύλλα από τα κλήματά της.
-Ξεκορτσάλισμα, το = η αφαίρεση από το αλώνι των μίσχων των ξερών σταφυλιών.
-Ξέλαση, η = η συγκέντρωση εργατών άνευ πληρωμής για διάφορες εργασίες, όταν για διαφόρους λόγους, ο ιδιοκτήτης του κτήματος δεν μπορεί να τις διεκπεραιώσει.
-Ξερώγιασμα, το = όταν πέφτουν ή αφαιρούνται οι ρώγες από το τσαμπί.
-Ξέσκλισμα, το = η απόσχιση των νεαρών βλασταριών από τον αέρα, την βία ή από το βάρος.
-Ξεστερφάδιασμα, το = η αποκοπή των παραπουλιών από το κάτω μέρος του κλήματος.
-Ξέφυλλος, ο = η διαδικασία αφαίρεσης κοντινών φυλλωμάτων, στον πρώιμο καρπό, με στόχο καλύτερο αερισμό και μεγαλύτερη έκθεση στον ήλιο.
-Όργος ή έργος, = το νοητό χώρισμα συνεχόμενων αράδων για κάποια εργασία, ανάλογα με τους εργάτες.
-Παλούκια, τα = ξύλινα ή σιδερένια σκέλη που τοποθετούνται κάθετα στο έδαφος στην άκρη και, κατά μήκος, στο κέντρο των αλωνιών,
-Πανιά, σταφιδόπανα, τα = ειδικά πανιά που σκέπαζαν την σταφίδα, πρώτα ήσαν πάνινα και αργότερα αντικαταστάθηκαν με νάϋλον.
-Παραγινωμένη, η = ο καρπός της σταφίδας που έχει ήδη ξεραθεί επάνω στο κλήμα.
-Παραπούλια, τα = τα κοντινά στο κλήμα βλαστίδια που αφαιρούνται κατά το ξεστερφάδιασμα .
-Πέζο, το = το σύνολο ενός ζυγίσματος.
-Περονόσπορος, πρινόσπορος ή μπαμπακούλα, ή σκαταρρώστεια = λέγεται η ασθένεια που εμφανίζεται τις πρώτες ζεστές ημέρες μετά από βροχή ή υγρασία, και συνεχίζεται μέχρι το μπαρδάλιασμα.
-Πέταξε, μπουμπούκιασε, = άρχισε να βγάζει νέα βλαστάρια και φυλλωσιές.
-Πλακούλα, η = το μακρύ ξύλο ή σιδηρόβεργα τετράγωνου ή κυλινδρικού σχήματος που τοποθετείται πάνω στα κεντρικά παλούκια των αλωνιών για τη στήριξη των απλωμένων πανιών σκεπάσματος.
-Πλακουτσέλια, τα = πέτρες που τις είχαν στην άκρη των αλωνιών για να πλακώνουν τα πανιά σε περίπτωση κακοκαιρίας.
-Πλερωμή, η = οι λογαριασμοί για τις πληρωμές των εργατών και του καρπού, από τον έμπορο.
-Πορτάδα, Ποιοτικό, το = τα χοντράδια (χοντρόρογες) της αποξηραμένης σταφίδα, κατά την υψηλή ζήτηση της σταφίδας αυτή ήταν πιο φθηνή αλλά περιζήτητη στα λιμάνια εξαγωγής και έτσι ονομάστηκε πορτάδα (πόρτο = λιμάνι).
-Πριμαρόλι, το = λεγόταν το πλοίο που φόρτωνε τον πρώτο καρπό της σταφιδικής σεζόν για κάποιον από τους 6 ή 7 λιμένες προορισμού.
-Πρωτολάτης, ο = το κλήμα που παράγει πρώτη φορά σταφύλια.
-Ρακοντιά, η = ο βαρύς τόπος.
-Ράντισμα ή ρέντος, = λέγεται η εργασία- κατάβρεγμα των κλημάτων με νερό ανακατεμένο με φάρμακα για ν’ αντιμετωπίσουν τις ασθένειες, με την βοήθεια του ψεκαστήρα.
-Ρόποδο, το = οι κουβαλητάδες ή τρυγητάδες όταν πήγαιναν για τρύγο όχι με το μεροκάματο αλλά πληρωνόντουσαν με το κοφίνι, τότε για κάθε κοφίνι που γέμιζαν ή μετέφερα έκοβαν ένα μίσχο από φύλλο σταφίδας και το έβαζαν στην τσέπη ή σε κάποιο άλλο ασφαλές μέρος, για να μην χάσουν το μέτρημα στον λογαριασμό. Αυτό το μίσχο το έλεγαν «ρόποδο».
-Ρωγιάσε, = το επόμενο στάδιο μετά την ανθοφορία όπου αρχίζουν να σχηματίζονται οι ρώγες.
-Σακαδόρος, ο = ο χειριστής του σακιού κατά το γέμισμα και αυτός που το δένει στην μούση για να μην χυθεί το προϊόν.
-Σακιά, τα = γιούτινα σακιά της ρίγας, για την μεταφορά και αποθήκευση της σταφίδας.
-Σακιάρισμα, σάκιασμα, το = η τοποθέτηση της σταφίδας μέσα σε σακιά για τη μεταφορά και αποθήκευση.
-Σακούλα, τουλουπάνι, = μικρό σακί το χρησιμοποιούσαν παλιά για τη ρίψη του θειαφιού στη καλλιέργεια.
-Σάπισμα, το = το σάπισμα των σταφυλιών ιδίως μετά την βροχή κατά τις τελευταίες ημέρες προ του τρύγου.
-Σάρωμα, σκούπα, σαρωματίνα, σαρωματιά, η = αυτοσχέδια σκούπα από ξύλο και ξερά κλωνάρια αφάνας ή από άλλους θάμνους, για τον καθαρισμό του χώματος των αλωνιών.
-Σήκωμα ή ξεσήκωμα, = το σώριασμα της σταφίδας από τα αλώνια και την μεταφορά της σε αποθήκη ή στον έμπορα. Επίσης σήκωμα λέγεται και το πρώτο φουρκάδιασμα του νεαρού φυτού (κλήματος) να ορθοστατήσει, κυρίως την δεύτερη χρονιά από τότε που φυτεύεται.
-Σήκος, ο = (μτφ.) η εντολή να σηκωθούν μετά από μια ανάπαυλα οι εργάτες. Φράση: «Για πάρτε ένα σήκο!»
-Σημαδούρια, τα = σημάδευαν τα καλά κλήματα για φυτό και τα ακαμάτικα για να τα ξεκολώσουν.
-Σημάδεμα, το = σχέδια φύτευσης νέου κτήματος όπου σημάδευαν που ακριβώς θα φυτευτεί η κάθε βέργα φυτού.
-Σκάγια, τα = λένε την ψιλόρωγη σταφίδα όπου οι ρώγες τα είναι σαν τα σκάγια των φυσιγγίων.
-Σκαγιαντάρω, = ρυθμίζω την πλάστιγγα, ή το ζυγιστικό εργαλείο ώστε να ζυγίζει σωστά.
-Σκάλος, ο = η ισοπέδωση του κουτρουλιού.
-Σκατόκλημα, το = το στέρφο κλήμα.
-Σκαφτιάς, ο = ο εργάτης που σκάβει το κτήμα.
-Σπαρτσίνο, σπάγκος, = μικρό σχοινάκι, για το δέσιμο των γεμάτων σακιών στην μούση του.
-Σταφιδάλωνα, τα = αλώνια όπου τοποθετείται η χλωρή σταφίδα για αποξήρανση.
-Στάχτη, η = στάχτη έριχναν στις τρύπες των μυρμηγκιών που ήσαν στα αλώνια για να μην καταστρέφουν τον καρπό.
-Στάχτωμα, το = παλιά που το θειάφι ήταν δυσεύρετο, τότε το ανακάτευαν με κοσκινισμένη στάχτη όχι μόνο να αυγατίσει, αλλά και η στάχτη ήταν πρόσφερε κάτι παρόμοιο με το θείο. Η εργασία αυτή λεγόταν στάχτωμα ή και σταχτόβολο.
-Στέγα, η = άλλη ονομασία για την πλακούλα.
-Στέρφα, ή στερφάδια, τα = οι μικρές κληματόβεργες που δεν έχουν γεννήσει σταφύλια.
-Στερφόκλημα, το κλήμα που δεν έχει γεννήσει σταφύλια.
-Στιβαδόρος, ο = ο φορτοεκφορτωτής εργάτης
-Στράβωμα, το = η καταστροφή του νέου ματιού όταν ανοίγει το κλήμα, με οποιοδήποτε τρόπο
-Στράτα, η = η διαδρομή από τα κλήματα μέχρι τα αλώνια, κατά τον κούβαλο του τρυγημένου καρπού.
-Στρατόνι, το = μικρό δρομάκι που χωράει ένα άνθρωπο να περνάει, ενδιάμεσα στις σταφίδες ή και από ξένο χωράφι προς τα αλώνια του.
-Συρ-έλα, ή στράτα, = οι κουβαλητάδες όταν πήγαιναν για τρύγο όχι με το μεροκάματο αλλά πληρωνόντουσαν με το κοφίνι, πριν συμφωνήσουν το μεροκάματο, πήγαιναν και έβλεπαν πόσο απέχει το αλώνι από το κτήμα και την προσβασιμότητα. Αν ήταν μακριά, τότε έκλειναν διαφορετική συμφωνία. Η αυτοψία της απόστασης στην γλώσσα τους λεγόταν: «Συρέλα».
-Σύσιμο, το = το αναποδογύρισμα των απλωμένων στο αλώνι σταφυλιών έτσι ώστε να ωριμάσει εξίσου από όλες τις πλευρές
-Σφήκες, σερσέγκια, σπουργίτια, μυρμήγκια, σαλιγκάρια ήσαν εχθροί των σταφυλιών και όχι μόνο.
-Σχοινάκια ή δεματικά, τα = μικρά σχοινιά που τα περνούσαν μέσα από τους κρίκους των πανιών και τα έδεναν επάνω στα παλούκια ή στα πλακούλια.
-Σχόλασμα ή σκόλασμα, το = η ώρα που τελειώνει η εργασία, ιδίως των εργατών.
-Σωρός, ο = η συγκεντρωμένη σταφίδα στο αλώνι πριν το σάκιασμα για μεταφορά.
-Σώρωμα, το = η συγκέντρωση του ξεραμένου καρπού σε σωρό, διαδικασία που γινόταν αργά το σούρουπο με τη δροσιά.
-Τάφροι, σαϊτάρια, γράνες, = διαμορφωμένα αυλάκι για την απορροή των όμβριων υδάτων, αλλά και να σωρώνουν τα νερά από τα χοντροχώραφα.
-Τζιβιέρες, οι = ειδικά εργαλεία για το πλύσιμο και την αποξήρανση της σταφίδας. Πρόκειται για τετράπλευρα ξύλινα δοχεία με πάτο συνήθως από καλάμια. Ρίχνουν τη σταφίδα μέσα, την πλένουν με τον κουβά και ύστερα την εκθέτουν στον ήλιο.
-Τινάχτηκε, = λέμε όταν οι παραγινωμένες ρώγες πέφτουν μόνες τους από το σταφύλι.
-Τρίβει, = όταν το σταφύλι είναι παραγινωμένο, κατά τον τρύγο αποκολλούνται οι ρόγες από το τσάγκουρο και πέφτουν στην γη με την παραμικρή κίνηση.
-Τρίψιμο, ξεκοτσάλιασμα, = η αποκόλληση των ξερών μίσχων από τον ξεραμένο καρπό με τη βοήθεια γραβάλου.
-Τρυγοκούβαλος, ο = η εργασία που παρέχει ένας εργάτης όταν τρυγούσε και κατευθείαν κουβαλούσε το κοφίνι του στο αλώνι.
-Τρυγοκόφινο, το = το κοφίνι που μέσα τοποθετούμε τα τρυγημένα σταφύλια, για να τα μεταφέρουμε στο αλώνι.
-Τρύγος, ο = η εργασία της διαδικασίας του κόψιμου του σταφυλιού και της μεταφοράς του στ’ αλώνια.
-Τσαμπί ή τσαμπίδι, το = το στέλεχος του σταφυλιού χωρίς ρώγες.
-Τσαμπίδα, η = πολύ μικρό σταφύλι.
-Τσαμπιδολόγοι, οι = παλιά μετά τον τρύγο, εργάτες (τσαμπιδολόγοι), μ’ ένα κοφίνι στα χέρια μάζευαν τις εναπομείναντες τσαμπίδες στα κλήματα.
-Τσέγκουρο, τσάγκουρο, το = το στέλεχος όπου επάνω αναπτύσσονται οι ρόγες του σταφυλιού.
-Τσιμάρισμα, το = η αφαίρεση νέων βλαστών από τον κορμό, επίσης το κόψιμο της μύτης της νέας βέργα για να μην απλώσει πολύ.
-Τσιρότο, το = μπάλωμα με κόλα επάνω σε τρύπιο πανί.
-Τσόντα, η = μικρών διαστάσεων πάνινο κομμάτι για την κάλυψη των πανιών σκεπάσματος στο αλώνι σε περίπτωση σκισίματος ή έτσι ώστε να μην «καούν» από τον ήλιο.
-Τσούκα, η = το ψηλότερο μέρος του κτήματος, όπου εκεί έφτιαχναν τα αλώνια τους.
-Τυλιγάδι, το = στα νεαρά φύλλα, μερικά σκουλήκια κατασκευάζουν καρύκια από μια αραχνένια κλωστή που βγάζουν κι εκεί μέσα αποθέτουν τ’ αυγά τους.
-Φαλτσέτα, η = μαχαίρι παρόμοιο με πολύ μικρό δρεπάνι κατάλληλο για το χαράκωμα. Το πίσω μέρος της λάμας είναι πριονωτή για να εξαγάγει την χαρακωμένη φλούδα από το στέλεχος του κλήματος.
-Φούγα, η = το απότομο ξέρασμα των φύλλων από τον ήλιο ή από κάποια ασθένεια.
-Φουρκάδα, η = καλάμια ή ευθεία ξύλινα παλούκια μέχρι το ύψος των κληματόβεργων.
-Φουρκάδιασμα, το = η τοποθέτηση ξύλινου ή σιδερένιου ή καλαμωτού υποστυλώματος πολύ κοντά στο κλήμα που δένεται γύρω από αυτό.
-Φουσκίζω, = λιπαρίζω το κτήμα με φουσκιά.
-Φουσκί, η = λέγεται η ανώριμη και σαπισμένη σταφίδα, που δεν σηκώνει βάρος.
-Φούσκισμα, το = η άλλη ονομασία για το λιπάρισμα με φουσκί (λίπασμα ζωικής προέλευσης κυρίως από αιγοπρόβατα μοσχάρια και ιπποειδή).
-Φρούτο, το = (μτφ.) ο καρπός της σταφίδας.
-Φτενάδια, τα = λέγονται τα αμμουδερικά χώματα όπου δεν συγκρατεί υγρασία και τα κλήματα είναι πιο αδύνατα και ωριμάζουν πιο γρήγορα.
-Φυλοξέρα, η = ασθένεια των κλημάτων όπου ξεραίνονται πρόωρα τα φύλλα των, κυρίως όταν αρχίζει η ζέστη του καλοκαιριού.
-Φυσούνι, θειωτήρας, θειαφιστήρι, θειαφιστικό, το = εργαλείο για να θειαφίζουν το κτήμα.
-Φυτός, ο = η επιλογή και συλλογή κληματόβεργων για αναπαραγωγή.
-Φυτούργημα, το = η φύτευση νέου κτήματος.
-Χαλκός, γαλαζόπετρα ή αλογόπετρα, η = ο βορδιγάλειος πολτός.
-Χαράκι, χαράκωμα ή δακτυλίδωμα ή και ζώνιασμα = η διαδικασία αφαίρεσης μέρους της φλούδας του κορμού του κλήματος για την καλύτερη ανάπτυξη του καρπού. Η επιτυχία ανάγεται ώστε να μην απομείνει κάποιο έστω και ελάχιστο μέρος φλύδας, στην αφαιρούμενη ζώνη, μετά το χαράκι. Το χαράκι γίνεται όταν έχει ανθίσει πλήρως το σταφύλι προτού τινάξει τα άνθη του.
-Χαρακωτής, ο = ο εργάτης που χαρακώνει την σταφίδα.
-Χοντρόρωγη, η = η σταφίδα που έχει χοντρές ρώγες.
-Χρίσιμο, το = η επίστρωση των αλωνιών με τη γλίνα πριν από το άπλωμα της σταφίδας.
-Χτικιό αποπληξία, = λέγεται όταν ήδη από τον Μάη μήνα αρχίζει το κλήμα να κιτρινίζει τα φύλλα και να μην αναπτύσσει την βέργα.
-Χώσιμο, το – όταν έκοβαν βέργες για νέο φυτό, για προβλάστηση τις έχωναν μέσα στο χώμα.
-Ψαλλίδα, η = εργαλείο κοπή κληματόβεργας κατά τον κλάδο.
-Ψιλόρωγη, η = η σταφίδα που έχει ψιλή και αδύνατη ρώγα.
-Ψώχα, η = ότι απομεινάρι έμενε στ’ αλώνι από το σήκωμα (πατημένες ρώγες, τσάγκουρα, σκουπιδάκια, χάχαλα κ.λπ.)

Εκτύπωση