Η ΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ

Frontpage Εμφανίσεις: 51346

Ηλίας Τουτούνης

Ποδιά είναι το περίζωμα, ή εμπροσθέλλα (μπροστέλλα ποδιά του τσαγκάρη, του κτίστη, του μαραγκού) ή το μπροστινό μέρος της γυναικείας καλαισθησίας του φουστανιού (δημοτικό τραγούδι «…Και στης Μαρίας την ποδιά σφάζουνται παλικάρια…»).
Μεταφορικά εννοούνται και η ποδιά του βουνού δηλαδή η πλαγιά, η ποδιά του τραπεζιού, το τμήμα του άνω μέρους του τραπεζιού που δύναται να διπλώνει προς τα κάτω.
Ναυτικά, ποδιά λέγεται το τμήμα του τριγωνικού ιστίου το οποίον εκ κατασκευής είναι γυρισμένο προς την πλώρη.

Η ποδιά είναι μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς της παραδοσιακής των γυναικών. Πλούσια είναι η ποικιλία της διακόσμησης της, σε συνδυασμούς χρωμάτων και της κατασκευαστικής της τεχνοτροπίας από διαφορετικές εθνογραφικές περιοχές, και τοπικές ενδυμασίες.
Η φορεσιά ενός λαού, εκφράζει άμεσα –όπως είναι γνωστό- το αισθητικό επίπεδο και τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες τις οποίες βιώνει σε κάθε χρονική περίοδο. Τα χωριά της Ηλείας δεν αποτελούν εξαίρεση και οι φορεσιές των κατοίκων της μαρτυρούν όχι μόνο τις κλιματολογικές συνθήκες του τόπου, αλλά και τα επαγγέλματα των κατοίκων και τις κοινωνικές και οικονομικές τάξεις του.
Καθώς η ποδιά φοριέται μόνον πάνω από το φουστάνι, λειτουργεί ως προστατευτικό στρώμα. Είναι γνωστό ότι η διαδικασία κατασκευής των φορεμάτων, τόσο των καθημερινών και πολύ περισσότερο των επισήμων είναι και χρονοβόρα αλλά και δαπανηρή. Καθώς το μπροστινό μέρος του φορέματος είναι το περισσότερο εκτεθειμένο, με αποτέλεσμα να λερώνεται και να φθείρεται πιο εύκολα, είναι ευνόητο ότι η ποδιά το προφυλάσσει και το προστατεύει, μια που είναι πιο εύκολο και να πλυθεί και -αν χρειαστεί να αντικατασταθεί.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία ή το κόστος κατασκευής της ποδιάς είναι αμελητέα, αλλά οπωσδήποτε είναι πολύ χαμηλότερα απ’ αυτά που απαιτούνται για το φόρεμα.
Στις παλιότερες εποχές που απόλειπαν οι ζυγαριές δηλαδή δεν ήταν τόσο διαδεδομένες, η καθημερινή ποδιά χρησίμευε και ως μέτρο χωρητικότητας ή βάρους. Οι γυναίκες μπορούσαν να υπολογίσουν την αναγκαία γι’ αυτές ποσότητα οσπρίων ή αλευριού για παράδειγμα, ανάλογα με το πόσο απ’ το είδος αυτό μπορούσε να χωρέσει στην κατάλληλα διπλωμένη ποδιά τους. Έτσι οι εκφράσεις «μια ποδιά ρεβύθια» ή «μια ποδιά καρύδια» ακούγονταν συχνά όταν οι γυναίκες πήγαιναν στον μπακάλη ή για να ζητήσουν δανεικά από τη γειτόνισσα.
Τέλος, η ποδιά δρούσε και ως μια επιπλέον προστασία στην ευαίσθητη γυναικεία περιοχή της κοιλιακής χώρας. Είναι γνωστές οι συμβουλές των μεγαλύτερων γυναικών προς τις νεότερες «να φυλάγουν την κοιλιά τους για να μη πάθουν μητρικά!», και σίγουρα έχει μια μεγάλη δόση αλήθειας αν αναλογιστεί κανείς τις σκληρότερες συνθήκες ζωής και εργασίας τα παλιά χρόνια και την έλλειψη καλής θέρμανσης στο σπίτι σε συνδυασμό με το ψυχρό και υγρό κλίμα της περιοχής μας. Έτσι, η παίζει και αυτόν τον προστατευτικό ρόλο, που είναι ιδιαίτερα σημαντικός.
Εκτός από τον πρακτικό και χρηστικό ρόλο, η ποδιά έχει και κοινωνικό ρόλο. Ανάλογα με το υλικό κατασκευής της, το σχέδιο και το χρώμα της, διαφοροποιούνται οι ηλικίες των γυναικών που την φορούσαν, οι κοινωνικές τάξεις στις οποίες ανήκουν, καθώς και το κοινωνικό γεγονός στο οποίο φοριούνται.
Στα χωριά της Ηλείας μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μπορούσε κανείς να διακρίνει τρεις κοινωνικές τάξεις.
Οι γυναίκες που ανήκαν στην κατώτερη τάξη, φορούσαν στις καθημερινές τους εργασίες κατ’ εξοχήν ντρίλινη ή απλή πάνινη ποδιά ενώ τις Κυριακές ή γιορτές η ποδιά τους ήταν υφαντή «δίμιτη» ή τσόχινη.
Η ποδιά αυτή ήταν πυκνοϋφασμένη στον αργαλειό, μονόχρωμη, με μια γιρλάντα -κυρίως με φυτικό διάκοσμο στο πάνω και στο κάτω μέρος της. Το χρώμα στις ποδιές των μεγαλύτερων και παντρεμένων γυναικών αυτής της τάξης ήταν συνήθως καφέ του καρυδιού ή μπλε λουλακί, ενώ των νεαρότερων και ανύμφευτων γυναικών ήταν συχνά κόκκινο και μπλέ.
Στη μεσαία κοινωνική θέση ανήκαν οι κτηνοτρόφοι αλλά και όσοι ασχολούνταν με το εμπόριο ή άλλα ελεύθερα επαγγέλματα που απέδιδαν ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Οι γυναίκες της μεσαίας αυτής τάξης φορούσαν κυρίως καλοδουλεμένες υφαντές ποδιές, σε αποχρώσεις του μπλε, του σκούρου κόκκινου (μπορντό), του καφέ και του πράσινου, με φυτικό διακοσμητικό μοτίβο στο τελείωμα, και συχνά πλεχτή με το βελονάκι δαντέλα κάτω-κάτω.
Τέλος, οι ποδιές των γυναικών που ανήκαν στην ανώτερη οικονομική και κοινωνική τάξη, ξεχώριζαν τόσο από το υλικό της κατασκευής τους (που ταίριαζε με αυτό της όλης φορεσιάς) όσο και από τα διακοσμητικά τους μοτίβα. Όσο για τις ποδιές που φοριόντουσαν με την επίσημη φορεσιά, αυτές ήταν φτιαγμένες από ατλάζι και τα διακοσμητικά τους μοτίβα, που ήταν παρμένα κυρίως από τον κόσμο των φυτών και των πουλιών, ήταν εντυπωσιακά και κεντημένα με μεταξωτές ή χρυσές κλωστές. Οι «επίσημες» αυτές ποδιές ήταν γνωστές με το όνομα «ατλαζένιες».¬

Εκτός από τις παραπάνω κατηγορίες των ποδιών, που είναι ενδεικτικές κάποιας κοινωνικής ομάδας, υπάρχει άλλη μία που φοριόταν μόνο τις μέρες πριν τον γάμο από νεαρές φίλες και συγγενείς της νύφης. Η ποδιά αυτή μπορούσε να ήταν αγοραστή βαμβακερή με κόκκινο και λευκό καρό, ή και μάλλινη υφαντή στον αργαλειό, και χαριζόταν από την νύφη σε όλες τις φίλες και συγγένισσες της που θα την βοηθήσουν στην προετοιμασία του γάμου της και κυρίως στις λεπτομέρειες των τελευταίων ημερών.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η ποδιά στην περίπτωση αυτή δρούσε ως μια δημόσια κοινοποίηση ενός χαρμόσυνου γεγονότος, για το οποίο -μ’ αυτό τον τρόπο- ενημερωνόταν όλο το χωριό και έμμεσα καλείτο να συμμετάσχει στη χαρά της κοπέλας που παντρευόταν.

Είναι γνωστή η σημασία που δίνει η λαϊκή δοξασία στο «μάτιασμα», ή «αβασκανιά», και τις ολέθριες -μερικές φορές επιπτώσεις που μπορεί αυτό να έχει στο άτομο προς το οποίο απευθύνεται. Έτσι, για να αποτραπεί το «κακό μάτι», κυρίως από άτομα που θεωρούνται ευάλωτα, όπως τα μικρά παιδιά και οι όμορφες γυναίκες, έχει «επιστρατευτεί» μια σειρά από μικρά- μικρά ματάκια, φυλαχτά και κρεμαστάρια που πιστεύεται ότι δρούσαν σαν ασπίδα προστασίας.
Η ιδέα είναι ότι τα φυλαχτά θα τραβήξουν αυτά πάνω τους το κακό μάτι και έτσι δεν θα πάθει τίποτα το πρόσωπο που ελκύει την προσοχή, τον θαυμασμό και ακόμα και τον φθόνο των γύρω του.
Η ιδέα της βασκανίας δεν αφορά μόνο τα έμψυχα όντα αλλά και τα υλικά αγαθά, κυρίως έργα χειροτεχνίας που μπορεί κι αυτά, λόγω της ομορφιάς τους, να τραβήξουν πάνω τους το κακό μάτι. Έτσι, συχνά ράβεται ένα είδος φυλαχτού σε μια άκρη των υφαντών, και ιδίως αυτών που θα σταλούν στη δριστέλα ή το μαντάνι και άρα θα εκτεθούν στην κοινή θέα, ή γίνεται επίτηδες ένα λάθος σε κάποιο σχέδιο του υφαντού, ώστε το κομμάτι να μην είναι άψογο και ως εκ τούτου να μην αξίζει να ελκύει τον θαυμασμό ή την ζήλια.
Βάσει λοιπόν της παραπάνω ισχύουσας δοξασίας, δεν θα ήταν άτοπο και ‘τολμηρό’ να θεωρήσουμε ότι η ποδιά, εκτός των άλλων, παίζει και αποτροπαϊκό ρόλο και προστατεύει ποικιλοτρόπως την γυναίκα που την φοράει. . Σε όλες τις περιπτώσεις όμως η ποδιά καλύπτει την ευαίσθητη αναπαραγωγική ζώνη της γυναίκας, και εκεί ακριβώς έγκειται ο αποτροπαϊκός της ρόλος, ειδικά αν η γυναίκα που την φοράει είναι νιόπαντρη ή έγκυος, οπότε θα τραβάει περισσότερα βλέμματα επάνω της. Θαυμάζοντας την όμορφη ποδιά, το «μάτι» θα μείνει εκεί και δεν θα διεισδύσει πιο μέσα όπου θα μπορούσε ίσως να «βλάψει» αυτό που καλύπτεται πίσω απ’ την ποδιά, και έτσι ‘προφυλάσσει’ αυτή που την φοράει.
H ομορφιά και η αισθητική στην εμφάνιση, και συγκεκριμένα στο ένδυμα, είναι ίσως αυτό που κυρίως λαμβάνεται υπ’ όψη όταν κατασκευάζονται τα διάφορα κομμάτια και εξαρτήματα της γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς. Έτσι, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην εμφάνιση της ποδιάς, η οποία καθώς δεσπόζει στο κέντρο της φορεσιάς, παίζει -συν τοις άλλοις και σημαντικό διακοσμητικό ρόλο.
Από τις ποδιές που συναντούμε οι καθημερινές, απλές, σκουρόχρωμες βαμβακερές που φοριούνται από τις γυναίκες για τις δουλειές του σπιτιού δεν έχουν κανένα διάκοσμο, πέρα από ένα μονό ή διπλό σειριτάκι γαζωμένο στο τελείωμά τους. Όμως, τόσο οι υφαντές όσο και (κυρίως αυτές) οι ατλαζένιες και μεταξωτές ποδιές, έχουν χαρακτηριστικά διακοσμητικά μοτίβα, δουλεμένα με μεράκι και τέχνη.
Οι μάλλινες υφασμένες στον αργαλειό ποδιές είναι -όπως προαναφέρθηκε- αρκετά λιτές, συνήθως σε χρώματα μπορντό, καφέ, και πράσινο. Στο κάτω μέρος τους, περίπου δέκα εκατοστά πριν το τελείωμά τους, υπάρχει πάντα γιρλάντα με λουλούδια, ενώ κάτω στο τελείωμά τους έχουν κάποτε δαντέλα στο ίδιο χρώμα με το φόντο τους, πλεγμένη με το βελονάκι. Άλλοτε η δαντέλα αυτή είναι πλεγμένη με μάλλινο νήμα σε ένα από τα χρώματα της γιρλάντας, που συνήθως κάνει αντίθεση με το φόντο της ποδιάς. Οι ποδιές που παρουσιάζουν τον πιο πλούσιο διάκοσμο, και που απαιτούν και χρόνο και χρήμα για την κατασκευή τους, είναι αυτές που συνοδεύουν το ‘καλό’ φουστάνι και είναι φτιαγμένες από ατλάζι ή μεταξωτό. Τα υφάσματα αυτά, τα παλιά χρόνια τα αγόραζαν από τα αστικά κέντρα ή και το εξωτερικό οι άνδρες που ταξίδευαν και οι γυναίκες τα κεντούσαν οι ίδιες ή τα έδιναν σε γνωστές κεντήστρες να τα κοσμήσουν. Τα διακοσμητικά μοτίβα στις ποδιές αυτές είναι, ως επί το πλείστον, απεικονίσεις λουλουδιών ή πουλιών, ή συνδυασμός και των δύο.
Τα λουλούδια και τα πουλιά που κοσμούν τις ποδιές είναι κεντημένα, κυρίως με σταυροβελονιά, πάνω στο ύφασμα με φίνες βαμβακερές ή μεταξωτές κλωστές σε έντονα και πολύ ζωντανά χρώματα, όπως κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί, γαλάζιο, πολλές αποχρώσεις του πράσινου, κλπ. Τα διακοσμητικά θέματα κυριαρχούν κυρίως στο κάτω μέρος της ποδιάς, ενώ στις περιπτώσεις που υπάρχει κέντημα στο πάνω μέρος και στα πλάγια, αυτό είναι πολύ πιο λεπτό και περιορίζεται σε μια γιρλάντα με λουλούδια.
Τα λουλούδια κεντιούνται συνήθως σε μπουκέτα, και τρία, πέντε ή επτά επαναλαμβανόμενα μοτίβα καταλαμβάνουν το κάτω μέρος της ποδιάς. Τα πουλιά, αηδόνια και παγώνια, κεντιούνται συνήθως αντικριστά ανά δύο και ‘κάθονται’ πάνω σε μία συνεχόμενη γιρλάντα ή σε ξεχωριστό μπουκέτο το κάθε ζευγάρι.
Φαίνεται λοιπόν από όλα τα παραπάνω πως ο ρόλος της ποδιάς στην παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά, αλλά και σε όλες τις παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές, είναι πράγματι πολλαπλός και πολυδιάστατος και ο κάθε ένας είναι ξεχωριστός μεν, αλλά συνυφασμένος και εξ’ ίσου σημαντικός με τους άλλους.

Στην χηρεία στην λύπη και στον κατατρεγμό οι ποδιές ήταν μαύρες ή σκουρόχρωμες μονόχρωμες ή διακοσμημένες κυρίως με σκοτεινά χρώματα τόσο που δύσκολα μπορούσες να τα διακρίνεις.
Οι μεσήλικες φορούσαν ποδιές διακοσμημένες με φυτικά κοσμήματα με θαμπά ή ουδέτερα χρώματα, Οι ηλικιωμένες συνήθως φορούσαν μαύρες ποδιές κεντημένες περιφερειακά με ευθείες τεθλασμένες ή χιαστί γραμμές οι οποίες απέπνεαν την αρχαιότητα.
Οι Τούρκοι κατακτητές άνδρες και γυναίκες φορούσαν ποδιές. Έτσι όταν στον δρόμο και μετέφεραν κάτι μέσα στην ποδιά τους, όταν έβλεπαν έγκυο γυναίκα ανεξαρτήτου θρησκείας (χριστιανή ή μουσουλμάνα), την άνοιγαν να ιδεί η έγκυος τι έχει μέσα για να μην μυρίσει ή ζηλέψει κάτι και της πέσει το παιδί. Και αν μετέφεραν κάποιο φρούτο, γλυκό, φαγητό ή οτιδήποτε φαγώσιμο, ήσαν ευάλωτοι και την φίλευαν.

Την ποδιά την ονόμαζαν και «μπροστομούνι», επειδή κρεμόταν μπροστά από το γυναικείο αιδοίο.

Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις για την ποδιά:
Άλλοι στην ποδιά κι άλλοι στην καρδιά!
Ανάλογα με την κυρά και η μπροστινή ποδιά!
Βροντάει η ποδιά της!
Βρωμάει η ποδιά της!
Δείξε μου την ποδιά σου, να μετρήσω την αρχοντιά σου!
Ζώστηκε η φτώχεια ποδιά και βγήκε για σεργιάνι.
Η Αγία Μαύρα σούρνει το χαλάζι στην ποδιά.
Η Αγία Τριάδα κρατά το χαλάζι στην ποδιά της.
Η παστρικιά νοικοκυρά, φαίνεται απ’ την ποδιά!
Κάτι κρύβει η ποδιά της.
Κατουρημένη ποδιά, χεσμένη υπόληψη.
Κρύβει πολλά η ποδιά της!
Μπροστά η ποδιά και πίσω η κυρά!
Μπροστά παγένει η ποδιά της και ξοπίσω η αφεντιά της.
Ντροπιασμένη ποδιά, λάχανα μαγειρεύει.
Ο περιβολάρης με την ποδιά στο περιβόλι του και ο κλέφτης με το καλάθι.
Ο χωριάτης νίβεται και η ποδιά του καμαρώνει! (αναφέρεται για τους βρωμιάρηδες οι οποίοι διαρκώς σκουπίζονται στην ποδιά τους).
Ο χωριάτης νίβεται και η ποδιά του χαίρεται.
Όποια έχει κατουρημένη την ποδιά, έχει μούσκεμα και το βρακί της.
Όσον η κόρη είναι ανύπαντρη βροντομανάει η ποδιά της.
Ότι δεν μπορεί η άσπρη ποδιά, το τελειώνει η μαύρη.
Ότι κρύβει η καρδιά της, το μαρτυράει η ποδιά της.
Ότι μαζώνει η ποδιά της, τρώνε τα ορφανά της.
Ούλα τα ξέρει η ποδιά της.
Πολλά κρύβει η ποδιά!
Πρού καμαρώνει η ποδιά και μετά τα άλλα τα σκουτιά!
Στου διαβόλου την ποδιά, ή γυναίκα ή οχιά.
Της μάνας η ποδιά έχει πολλές δίπλες.
Τον σέρνει στην ποδιά της.
Τρίζει η ποδιά της!
Φίλησε κατουρημένες ποδιές (ταπεινώθηκε).
Χωρίς ποδιά στον μπαξέ μην μπαίνεις!
Ως να κάνει την δουλειά του, βαστά πάντα την ποδιά του.

Δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στην ποδιά:
«Στην κεντισμένη σου ποδιά μωρή βλάχα…»
«Θέλησα να κάνω γιούργια στην ποδιά σου την καινούρια…»
«Με μάρανε η ποδιά σου, Βασιλικούλα μου γεια σου…»

ΤΟΥ ΚΟΥΝΤΑΡΗ ΤΟ ΧΑΝΙ
Το χάνι του Κούνταρη βρισκόταν στα όρια της Ηλείας με την Αχαΐα, επί της οδού Πατρών - Τριπόλεως, κοντά στον οικισμό Καρπέτα. Ανήκε αρχικά σ’ έναν Τούρκο και μετά το πήρε ο Κούνταρης. Καταστράφηκε από κάποιο λήσταρχο, γιατί έλεγαν ότι ο Κούνταρης ήταν πληροφοριοδότης των αποσπασμάτων που κυνηγούσαν τους ληστές. Για να τον εκδικηθούν, πρώτα τον λήστεψαν και μετά έβαλαν φωτιά και κάψανε το χάνι.
Ο Κούνταρης έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση, για να μην τον σκοτώσουν οι ληστές.

(Την ιστορία μου τη διηγήθηκε ο Χρήστος Κοντογιάννης)

ΤΟΥ ΚΟΥΝΤΑΡΗ
Ο Γιώργης από του Σκιαδά κι ο Γιάννης απ’ του Σκούρα
πήγανε και κονέψανε στου Κούνταρη το χάνι.
- Χαντζή ψωμί, χαντζή κρασί, χαντζή ταγή τ’ αλόγου,
χαντζή τη θυγατέρα σου όρθια να μας κερνάει.
- Η κόρη μου δεν είν’ εδώ, την έστειλα στ’ αμπέλι,
να φέρει απίδια στην ποδιά, σταφύλια στο μαντήλι.
Κ’ η κόρη μόλις έμπαινε, μην έσωνε να φτάσει.
- Καλώς την κόρη του χαντζή, την όμορφη χαντζοπούλα,
καλώς τηνε που έρχεται να μας κερνά να πιούμε.
- Εγώ είμαι η κόρη του Κούνταρη και του χαντζή κοπέλα,
ποτέ μου δεν εκέρασα κανέναν παλιοκλέφτη.
- Εγώ ’μαι ο Γιώργης απ’ του Σκιαδά, με λένε Καπελίσο,
και θα σου κόψω τα μαλλιά, να πα’ να τα πουλήσω.

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΠΗΝΕΙΩΤΕΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΜΟΥ!

Κόρη πάει Πηνειωτοπούλα, κόρη πάει απάνου-απάνου,
κόρη πάει απάνου-απάνου, σέρνεται η ποδιά της χάμου.
-Μάσε κο- Πηνειωτοπούλα, μάσε κόρη την ποδιά σου,
μάσε κόρη την ποδιά σου, γιατί σούρνεται μπροστά σου
Κι η ποδιά- Πηνειωτοπούλα κι η ποδιά θα σε μπερδέψει
κι η ποδιά θα σε μπερδέψει και θα πέσεις να βαρέσεις.
-Τι σε με- ρε Χαρλάμη, τι σε μέλει εσέ ρε βλάμη,
τι σε μέλει εσέ ρε βλάμη κι αν θα πέσω κι αν βαρέσω.
-Θα μου ρε Πηνειωτοπούλα, θα μου πεις να σε σηκώσω
θα μου πεις να σε σηκώσω, το χεράκι μου ν’ απλώσω.
-Κάλιο να, ρε Χαρλάμη, κάλιο να με φάει το φίδι,
κάλιο να με φάει το φίδι, μες τη γλώσσα κι στα χείλη.
-Γίνε συ Πηνειωτοπούλα, γίνε συ κυρά μου το φίδι
γίνε συ κυρά μου το φίδι κι έλα φίλα με στα χείλη.

Εκτύπωση