ΚΑΨΑΛΗΣ ή ΚΑΨΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΨΑΛΙΣΜΑ ΤΩΝ ΧΩΡΑΦΙΩΝ!

Frontpage Εμφανίσεις: 77706

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Ένα από τα παλιά επαγγέλματα που μας είναι τελείως άγνωστα και έχουν χαθεί ήταν και αυτό του καψάλη ή καψή.

Στην Ελλάδα και ιδίως στην Πελοπόννησο, εντοπίζουμε πολλές οικογένειες με αυτό το επίθετο. Το Καψής προέρχεται από το αγροτικό επάγγελμα του καψή. Ο καψής ή καψάλης ήταν ο ειδικός άνθρωπος να βάζει φωτιές σε καλαμιές και να κάνει αντιπύρια (αντιπυρικές ζώνες με την βοήθεια της φωτιάς), κατά τις μη ελεγχόμενες πυρκαγιές. Στην τουρκική γλώσσα kapsal ή kapsali σημαίνει ο κοινοτικός, ο δημόσιος.

Ο καψάλης ή καψής ή καψέλας, ή και μπούλμπερης ήταν ο εξειδικευμένος που αναλάμβανε με δική του ευθύνη ν’ ανάβει φωτιές σε διάφορες εκδηλώσεις, ακόμη να κάψει ή να καψαλίσει αγροτικές εκτάσεις με άγρια χόρτα, δάσος χαμηλής βλάστησης και όπου αλλού τον χρειάζονταν για να κάψει ξερολείβαδα, γράνες, οικότοπους κ.λπ. Κατά τις πολεμικές συρράξεις αυτοί οι ειδικοί τεχνίτες επιστρατεύονταν για να καίνε αγροτικές εκτάσεις, δάση, σπίτια, αποθήκες, στάβλους, καράβια κ.λπ.

Για να καλλιεργήσουν τα χωράφια πρώτα τα ξάριζαν περιφερειακά, δηλαδή έκοβαν θάμνους, βατουκλιές και οτιδήποτε άλλο είχε προεκταθεί από τους λόγγους προς το καλλιεργήσιμο χωράφι. Αυτά τα έκοβαν με διάφορα γεωργικά εργαλεία όπως κλαδευτήρια, βατοκόπες, πριόνια, τσεκούρια κασάρες, ξινάρια κ.λπ. Τα κομμένα κλαδιά τα έσυραν από τις άκρες προς το κέντρο του χωραφιού μακριά από τον λόγγο. Επίσης κλάδευαν διάφορα δένδρα που βρισκόνταν εντός του χωραφιού, όσα κλαδιά είχαν χαμπηλώσει.

Για να καθαρίσουν το χωράφι από διάφορα ξερά χόρτα κ.λπ. έπρεπε να το καψαλίσουν (κάψουν). Για να επιτευχθεί αυτό χωρίς να διακινδυνεύσει να επεκταθεί η φωτιά προς τα χωράφια των γειτόνων και προς τις δασικές εκτάσεις, προέβαιναν σε μια τακτική χρησιμοποιώντας την μέθοδο της ποροφωτιάς. Πόροι της φωτιάς ή ποροφωτιές ονόμαζαν τις φωτιές που έβαζαν περιφερειακά του χωραφιού. Έτσι δημιουργούσαν μια ζώνη ασφαλείας (πόρους) για να κάψουν το υπόλοιπο χωράφι και να μην επεκταθεί η φωτιά όπως είπαμε στα διπλανά χωράφια ή στους λόγγους.

Αυτοί που έβαζαν τις ποροφωτιές ήταν ειδικοί τεχνίτες στα αντιπύρια και στις ποροφωτιές και λέγονταν καψήδες ή καψάληδες ή και καψαλιάρηδες.

Για να βάλει κάποιος ποροφωτιά έβαζε φωτιά πρωί- πρωί ή το βράδυ που δεν φυσούσε και είχε νηνεμία.

Εφόσον λάμβανε πρώτα όλα τα απαραίτητα μέτρα, νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, έβαζε σταδιακά φωτιές περιφερειακά της εκτάσεως, που ήθελε να κάψει, πάντοτε ελέγχοντας την κατεύθυνση και την δύναμη του ανέμου. Ποτέ δεν έβαζε φωτιές την ημέρα. Έλεγαν ότι δεν πρέπει ο ήλιος να βλέπει την φωτιά που βάζεις. Δηλαδή οι φωτιές έμπεναν πριν ανατείλει ο ήλιος και πάλι μετά την δύση του.

Πολλές φορές στην ποροφωτιά και στο καψάλισμα, βοηθούσαν και άλλοι ώστε να ελέγχουν την φωτιά για να μην επεκταθεί. Πρώτα έκοβαν χλωρά κλαδιά πλατύφυλλα που τα χρησιμοποιούσαν ως σκούπες αλλά και να κτυπάνε την φλόγα για να την σβήνουν. Ένας εξ αυτών ο ειδικός στις ποροφωτιές και στ’ αντιπύρια που ονομαζόταν καψής ή καψάλης με το τσακμάκι του έβαζε προσεκτικά φωτιές σε επιλεγμένα σημεία. Όταν η φωτιά πλησίαζε στον λόγγο, ή προς το εσωτερικό του χωραφιού, περνώντας την ζώνη που είχαν δημιουργήσει ή στο χωράφι κάποιου άλλου την περιόριζε και έτσι έκανε πόρους, όπως λέγανε παλιά, δηλαδή ζώνες ασφαλείας γύρω από το χωράφι. Μόλις ολοκλήρωνε τον πόρο δηλαδή την εξωτερική λωρίδα του χωραφιού και καταλάβαινε ότι έπρεπε να κάνει πλατύτερη ζώνη τότε προέβαινε πάλι σε δεύτερη εσωτερική ζώνη. Τέλος έβαζε φωτιά στο εναπομείναν κομμάτι και το έκαιγε. Επέλεγε πάντα να μην έχει αέρα και αυτό συνέβαινε κυρίως τις βραδινές ώρες.

Όταν ήθελαν να κάψουν δασική έκταση, κυρίως χαμηλής βλάστησης, έβαζαν φωτιά την ώρα που το αεράκι είχε κατεύθυνση προς το εσωτερικό της έκτασης.

Το καψάλισμα του χωραφιού, εξαφάνιζε όλη την σαβούρα δηλαδή ξερά χόρτα, κλαδιά κ.λπ. και έτσι το χωράφι που επρόκειτο να καλλιεργηθεί ήταν καθαρό και δεν μπούκωνε το αλέτρι και ταυτόχρονα η στάχτη μετατρεπόταν σε λίπασμα.

Λεξιλόγιο:

Καψάλα ή καψαλιά , = ονομάζουμε την έκταση που έχει καεί πρόσφατα.

Καψαλισμένος ή τσουρουφλισμένος, ο = αυτός που τον έχει αρπάξει η φλόγα.

Καψαλίζω, = καίω έκταση με χόρτα, ψήνω.

Καψοκαλύβας, ο = αυτός που έκαψε την καλύβα του, (μτφ.) ο μασκαράς.

Καψομούνα, η = η αλανιάρα γυναίκα που έχει καταστρέψει άνδρες.

Καψοκάρδης, ο = ο αγαπητικός.

Καψομάλλης, ο = αυτός που έχει κάψει- τσουρουφλίσει τα μαλλιά του ή τα γένια του.

Επώνυμα:

Καψοκοίλης, καψάσκης, Καψαλιάρης, Καψίσης, Καψόπουλος, Καψαλιάρης, Καψής.

Εκτύπωση