Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Παλιά στην ύπαιθρο σε κάθε εργασία, δρώμενο, κακοκαιρία, συμφορά κ.ά. υπήρχε ένας άγραφος νόμος, ο νόμος της αλληλεγγύης μεταξύ των κατοίκων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ξεχνούσαν τις ίντριγκες και κάθε διαφορά ή κακία που είχαν μεταξύ τους και όλοι συνέδραμαν και συνέβαλαν ώστε ν’ ανταπεξέλθουν ως σύνολον ή ακόμη και σε μεμονωμένη περίπτωση κάποιου συγχωριανού. Αυτή η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια, επικρατεί στην πατρίδα μας από αρχαιοτάτων χρόνων. Μπορεί οι Έλληνες να βρίσκονταν μεταξύ τους σε πολεμικές διενέξεις, αλλά όταν απειλούνταν από εξωτερικούς εχθρούς ενώνονταν και αντιστέκονταν ως μία ενιαία δύναμη.
Σε πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις «αναβίωσης του παραδοσιακού γάμου», αλλά και σε πραγματικούς γάμους, που έχω παρακολουθήσει και καταγράψει, βλέπω να διεξάγονται με συνοπτικές διαδικασίες, ν’ απέχουν κατά πολύ από την πραγματικότητα και να μην έχουν έστω και κάποιο ίχνος παραδοσιακής κουλτούρας.
Για τον παραδοσιακό γάμο έχω καταγράψει εκατοντάδες σελίδες για όλες τις διαδικασίες, ξεκινώντας από το συνοικέσιο μέχρι και τα πιστρόφια.
Σήμερα εδώ θ’ αναφερθώ στον εξοπλισμό και την προμήθεια των αναλόγων αναχρείων (ανάχρεια λέγονται όλα τα εργαλεία του κάθε νοικοκυριού), κατά την διεξαγωγή του γάμου. Την τελευταια εβδομαδα πριν γίνει ο γάμος, αρκετές γυναίκες και κορίτσια προσφέρονταν να βοηθήσουν σ’ όλες τις εργασίες μέχρι να τελειώσει ο γάμος.
Παλιά οι γάμοι να ξέρετε, γινόταν μόνον στην γιόμιση του φεγγαριού και ποτέ στην χάση. Οι παλαιοί θεωρούσαν ότι η γιόμιση έφερνε καλοτυχία, ενώ η χάση συνεχόμενες συμφορές. Όταν γινόταν ένας γάμος στο χωριό, το τραπέζι του γάμου στο σπίτι της νύφης, γινόταν το Σάββατο το βράδυ, ενώ στου γαμπρού την Κυριακή το βράδυ μετά το μυστήριο.
Το τραπέζι που έκαναν στο σπίτι της νύφης λέγανε ότι δεν ήταν αξιόλογο και ισάξιο μ’ αυτό του γαμπρού, διότι πέραν από την χαρά ο αποχωρισμός της κόρης, έφερνε στεναχώρια, δυσφορία και κλάματα, απ’ αυτό έχει βγει και μια παροιμιώδης φράση που αναφέρει: «Γυναικείος γάμος, ίσον γύφτικο μνημόσυνο!», ενώ το τραπέζι του γαμπρού που γινόταν μετά τον γάμο το γλέντι ήταν τρικούβερτο μέχρι να χαράξει, εκτός κι αν προέκυπτε, η νύφη να είναι χαλασμένη (απάρθενη).
Και μιας και αναφέρθηκα στα τραπέζια καλό είναι να επισημάνω, ότι οι παλιά γάμοι γίνονταν μόνο Κυριακή και όχι το Σάββατο. Τα Σάββατα λέγανε οι παλιοί ότι σαβανώνουν και δεν στεφανώνουν. Για να γίνει το τραπέζι σε κάθε γάμο, το κάθε νοικοκυριό ήταν αδύνατον να έχει τον ανάλογο εξοπλισμό για να εξυπηρετήσει τους πολλούς καλεσμένους.
Πέραν από τον χώρο που θα γινόταν το γαμήλιο τραπέζι, έπρεπε να έχει τα τραπέζια, καρέκλες, τραπεζομάντηλα, πιατέλες, πιάτα, πιατάκια, πιρούνια, ποτήρια, μπουκάλες κρασιού, κουτάλια, κουταλάκια, μαχαίρια, κουτάλες, κεψέδες, κατσαρόλες, ταψιά, λεβέτια (καζάνια) πετσετάκια, τραπεζομάντηλα κ.λπ.
Γι’ αυτό όποιο σπίτι έκανε γάμο, έπρεπε να προμηθευθεί και αυτόν τον εξοπλισμό. Η προμήθεια γινόταν κυρίως από τα νοικοκυριά του χωριού, ενώ αργότερα άρχισαν να ενοικιάζουν από καταστήματα τραπεζοκαθίσματα, πιάτα, ποτήρια μαχαιροπήρουνα κ.λπ.
Τις παλιές εποχές τραπεζοκαθίσματα δανείζονταν κυρίως από τα καφενεία του χωριού και από τα σπίτια, αν δεν έφθαναν τότε έφτιαχναν ξύλινες τραπεζαρίες και πάγκους με καδρόνια και σανίδες.
Για τ’ ανάχρεια καλούσαν τις γυναίκες του χωριού να φέρουν ότι χρειαζόταν.
Για να μην γίνονται μπερδέματα και να μην χαθούν τ’ ανάχρεια, αυτά τα προμηθεύονταν από τα σπίτια, όριζαν ένα άτομο κυρίως γυναίκα που κατάγραφε τι έπαιρνε από κάθε σπίτι, ώστε μετά το πέρας του γάμου να τ’ αποδώσουνε στους ιδιοκτήτες του, καθενός το δικό του και ακέραια. Πιο παλιά αυτή την εργασία την αναλάμβανε ένας μπρατζέρης (αδελφοποιτός). Όσο για τα χαλκώματα επέλεγαν να είναι γερά και γανωμένα (κασσιτερωμένα).
Όταν κατέφθανε στην αυλή κάποια γυναίκα με ανάχρεια για τον γαμπρό, η μάνα του γαμπρού τραγουδούσε αυτό το ωραίο τραγουδάκι:
«Καλώστηνε με τ’ ανάχρεια που φέρνει στην αυλή μου,
σήμερα παντρεύω τον σταυραϊτό, παντρεύω το παιδί μου,
σήμερα παντρεύω τον σταυραϊτό, παντρεύω το παιδί μου!»
Αν ήταν για το σπίτι της νύφης έλεγαν:
«Καλώστηνε με τ’ ανάχρεια που φέρνει στην αυλή μου
σήμερα παντρεύω την πέρδικα, παντρεύω το παιδί μου,
σήμερα παντρεύω την πέρδικα, παντρεύω το παιδί μου!»
Η γυναίκα ή ο μπρατζέρης που αναλάμβανε να συγκεντρώσει τον εξοπλισμό, είχε και ένα χαρτί (κατάσταση) που έγραφε τι παραλάμβανε από κάθε σπίτι.
Έχω κάνει μια καταγραφή:
«Από την Βασίλω του Κοντόγιωργα πήρα δυο καράφες γυάλινες, 12 ποτήρια του κρασιού δακτυλάτα, τρεις πιατέλες δυο κεραμιδένιες και μια κρυστάλω, μια γαβάθα κεραμιδένια με λελούδια 14 πιάτα βαθιά και 11 ρηχά, 12 πιρούνια και 12 κουτάλια και δύο τραπεζομάντηλα άσπρα με ταμτέλα και κεντητά. Επήρα και δυο κατσαρόλες χαλκοματένιες μια οχτάρα και μια δωδεκάρα».
Επίσης πήγαιναν και βαρέλια, για να τα γεμίσουν νερό από τις βρύσες ώστε κατά την ημέρα του γάμου να υπάρχει άφθονο για τις ανάγκες του γάμου.
Ακόμη στην αυλή του σπιτιού τοποθετούσαν και ένα μεγάλο κρασοβάρελο, το ονομαστό με την περίεργη ονομασία «γαμοβάρελο».
Το γαμοβάρελο ήταν ιδιοκτησία της εκκλησίας και το χρησιμοποιούσε όποιος είχε γάμο. Μέσα σ’ αυτό έριχναν όλα τα κρασιά που έφερναν με τον ζαερέ (ζαερές [τουρκ.] λέγεται το κρέας το ψωμί και το κρασί που πρόσφεραν οι καλεσμένοι για το γαμήλιο τραπέζι), για ν’ ανακατευθούν και να βγει ένα κοινό κρασί, το λεγόμενο «γαμόκρασο», όπου από εκεί θα γέμιζαν τις μποτίλιες. Μάλιστα έχω καταγράψει ότι ένας σε κάποιο γάμο μέθυσε και την άλλη μέρα που συνήλθε έλεγε: «Μ’ έφαγε εκείνο το γαμημένο το γαμοβάρελο με το γαμόκρασό του!»
Ότι γυαλικά και μαχαιροπίρουνα μάζευαν, αν και ήσαν πλυμένα και καθαρά, τα κορίτσια που βοηθούσαν στο σπίτι του γάμου, τα έπλεναν πάλι, τα σκούπιζαν και τα πόστιαζαν σ’ ένα τραπέζι στρωμένο και μετά τα σκέπαζαν μ’ ένα τραπεζομάντηλο ή σεντόνι και τα κρατούσαν εκεί μέχρι το σερβίρισμα.
Τα γυαλικά ποτήρια πιάτα και μαχαιροπίρουνα της οικογενείας τα τοποθετούσαν στο τραπέζι για τους νεόνυμφους, τους γονείς και για τους κουμπάρους. Το είχαν ως προσβολή και κακό για το νιόπαντρο ζευγάρι, αν τοποθετούσαν ξένα ανάχρεια.
Μετά τον γάμο, η νοικοκυρά του σπιτιού έπρεπε να τ’ αποδώσει όπως τα παρέλαβε. Για να μην τα μπερδεύουν καλούσε όλες, όσες είχαν προσφέρει και η κάθε μια διάλεγε τα δικά της και τα τοποθετούσε σ’ ένα τραπέζι. Αν αναλογιστούμε ότι λίγο πολύ μεταξύ τους γνώριζαν τ’ αντικείμενα που είχε η κάθε μια και τοιουτοτρόπως η διαλογή ήταν εύκολη. Έτσι γινόταν σωστά η απόδοση και πριν φύγουν τα μετρούσαν και έκαναν τον απολογισμό τους. Όταν τα χώριζαν τότε η σπιτονοικοκυρά ή αυτός που κατέγραφε τις προσφορές, ρωτούσε την κάθε μια ξέχωρα, αν πήρε τα δικά της και έτσι συμφωνούσαν όλες μπροστά για να μην υπάρχουν μετά υπόνοιες και παράπονα μην σωστής απόδοσης.
Οποιαδήποτε απώλεια και αν σημειωνόταν υπεύθυνη ήταν η οικογένεια που έκανε τον γάμο.
Τα γυαλικά ήσαν δυσεύρετα για τις φτωχές οικογένειες κυρίως της υπαίθρου και όταν κάποιος έσπαζε κάτι από το τραπέζι για να μην τον στραβοκοιτάξουνε ή τον μαλώσουνε έπιανε το τραγούδι:
«Για τα γλαρά σου ματάκια, τσάκισα τα πιατάκια
και για τα όμορφά σου χείλια ρίχνω σπάω την μποτίλια.
Για τα μαύρα σου μαλάκια, λυγάου σπάω τα κουταλάκια
για το ωραίο σου πηγούνι λυγάου σπάω το πιρούνι
και για τα χρυσά σου χέρια, στον Διάβολο και τα μαχαίρια.
Άντε για τα δικά σου τα χατίρια, σπάω κι ούλα τα ποτήρια
και για το δικό σου γέλιο, θε’ να κάψω και το Βαγγέλιο».
Και τελειώνοντας έλεγε:
«Κι αν μου δώσεις κι ένα φιλί
Θα πα να χύσω και το κρασί!»
Για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις για το σπάσιμο κάποιου γυαλικού, μόλις έσπαζε όλοι έλεγαν: «Γούρι- γούρι!», δηλαδή ήταν καλό για το κονάκι να σπάσει και κάποιο γυαλικό.
Οι απώλειες μπορεί να ήταν κλοπή, σπάσιμο, μπέρδεμα στην απόδοση κ.λπ. απώλειες καταγράφονταν από τα σπασίματα γυαλικών και από τις μικροκλοπές κουταλιών, μαχαιριών και πιρουνιών.
Όμως επί το πλείστον όταν υπήρχε κάποια απώλεια κυρίως από σπάσιμο, δεν ζητούσαν αντικατάσταση ή κάποια χρηματική αποζημίωση.
Λέγεται ότι κάποτε σ’ ένα γάμο έσπασε ένας ένα ποτήρι και την άλλη μέρα η γυναίκα που ήταν δικά της τα ποτήρια του είπε:
«Σαν μου χάλασες την δωδεκάδα, θα ’ρθει και η δικιά σ’ αράδα!», θέλοντας να του διαμηνύσει ότι όταν βρει ευκαιρία θα του το ανταποδώσει με τον ίδιο τρόπο. Ακόμη έχω καταγράψει: «Σαν μου χάλασες την ντάνα, θα σου πάρει ο Διάβολος την μάνα!»
Η χειρότερη ζημιά πολλές φορές γινόταν σε τραπεζομάντηλα όπου τα έκαιγαν με τσιγάρα. Το δε λέκιασμα από λαδιές, λίπη ή κρασί δεν υπολογιζόταν διότι μετά την χρήση τα έπλεναν με αλισίβα, τα σιδέρωναν και τα τοποθετούσαν πάλι στην θέση τους.
Στα τραπεζοκαθίσματα και στα χαλκώματα επειδή ήσαν μετρημένα και μεγάλα και δεν καταγράφονταν απώλειες, ούτε ζημιές.
Επίσης μετά το πέρας του γάμου την άλλη ή την παρά άλλη μέρα, έπλεναν και τα λεβέτια και τις κατσαρόλες μέσα – έξω καθαρά και τις απέδιδαν στους κατόχους τους, συνοδευόμενα με τις ανάλογες ευχαριστίες για την εξυπηρέτηση στην χαρά του σπιτιού τους και με γλυκά. Αυτά τα γλυκά ήσαν για όσα άτομα αριθμούσε η κάθε οικογένεια που δάνεισε τ’ ανάχρεια της, για τις ανάγκες του γάμου.