H ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Γονική Κατηγορία: Ιστορία Ιστορικά θέματα Εμφανίσεις: 19199

Ο αντικειμενικός σκοπός της αναδρομής στο παρελθόν είναι για να δώσω μια εικόνα της περιουσιακής κατάστασης της Ελλάδας  κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά και στοιχεία για την σκληρή φορολογία που επιβάλλονταν στους Έλληνες, ακόμη και την σχέση των τότε φόρων με τους σημερινούς.

Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Μωάμεθ ο δεύτερος προχώρησε και κατέλαβε τα Βαλκάνια και στη συνέχεια στράφηκε κατά της Ελλάδας, η οποία όχι μόνο δεν πρόβαλε αντίσταση σε πολλά τμήματά της, αλλά οι Έλληνες βοήθησαν τους Τούρκους να απαλλαχθούν από τα δεινά των Φράγκων, οι οποίοι τους χρησιμοποιούσαν σαν απλήρωτους δούλους. Οι Φράγκοι διαλυμένοι και αυτοί μετά την πτώση της στρατιωτικής δύναμης και της ηθικής διαφθοράς του λαού τους, αναγκάστηκαν να παραδώσουν στην Τουρκική διοίκηση ότι επί διακόσια (200) περίπου χρόνια είχαν αρπάξει δια της βίας από τον Ελληνικό πληθυσμό. Δεν παραχώρησαν όμως στην Τουρκική διοίκηση τις εκτάσεις που κατείχε ο Ελληνικός πληθυσμός και ιδιαίτερα τις εκτάσεις που κατείχαν τα Ελληνικά χωριά, και οι οικισμοί.

http://users.sch.gr/fstav/turco/ottoman_tortures2.jpg

Η Τουρκική κατάκτηση δεν ανέτρεψε τη βάση των υπαρχουσών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των υποδούλων και κατακτητών, προσαρμόζει όμως αυτές τις ιδιομορφίες της Τουρκικής αντίληψης για την εκμετάλλευση των εκτάσεων που περιήλθαν στην κατοχή της από τους Φράγκους οι οποίες κατά τον Τουρκικό νόμο ανήκαν πλέον στο Τουρκικό κράτος.

Η Τουρκία, παρότι κατά τον Τουρκικό νόμο, όλες οι εκτάσεις που καταλαμβάνονταν με πολέμους αποτελούσαν περιουσία του Σουλτάνου, δεν έθιξε τις παρά των Ελλήνων κατεχόμενες ιδιοκτησίες, περιορισθείσα μόνο να εισπράττει φόρο. Ειδικότερα ως προς τους βοσκότοπους και τις καλλιεργήσιμες περιοχές, που είχαν τα Ελληνικά χωριά και συνοικισμοί, όχι μόνο δεν τους έθιξε αλλά με νόμο προστάτευσε και αναγνώρισε τους κατοίκους κάθε συνοικισμού αποκλειστικούς κυρίους των παρά’ εκάστου συνοικισμού κατεχομένων από αιώνων εκτάσεων δια των άρθρων 44 – 102 του Ν. της 2 ΡΑΜΑΖΑΝ 1274  περί γαιών και τους συνοικισμούς ως νομικά πρόσωπα. 

Εκείνο όμως που είναι περίεργο, είναι ότι η Τουρκική διοίκηση δεν έθιξε τις ιδιοκτησίες τις κατεχόμενες παρά των ιδιωτών και παρά των Ελληνικών χωριών, αγρών, και βοσκοτόπων παρ’ ότι βάσει του Οθωμανικού δικαίου (πάσα χώρα απίστων πολέμω αλωθείσα υπό του Ιμάχη ή Χαλίφου των πιστών, διανέμεται εις τους πιστούς, μετά την αφαίρεση του νομίμου πέμπτου, ή αναγνωρίζεται η έπ’ αυτής εξουσία των κατοίκων επί πληρωμή κεφαλικού φόρου δια τα άτομα και εγγείου φόρου δια τας γαίας). Κατ’ εφαρμογή του Οθωμανικού τούτου νόμου, στην Ελλάδα τουλάχιστον η Τουρκική διοίκηση προτίμησε αντί να ιδιοποιηθεί τις περιουσίες των Ελλήνων, την πληρωμή του κεφαλικού φόρου και τα κτήματα έμειναν στα χέρια τους.

http://users.sch.gr/fstav/turco/athens-bazaar.jpg

Μετά και την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, σύμφωνα με την τουρκική νοοτροπία, ο σουλτάνος ήταν ο εκπρόσωπος του θεού, κυρίαρχος κάθε κτηματικής περιοχής, αρμόδιος να παραχωρήσει τα χτήματα αυτά ή μέρος, όπως και όπου ήθελε. Για ν’ ανταμείψει λοιπόν τους αξιωματούχους του, για τις στρατιωτικές υπηρεσίες που του προσέφεραν, μοίρασε τις εκτάσεις. Κατά το στρατιωτικό φεουδαρχικό σύστημα, τα κτήματα χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την απόδοσή τους.

Οι κατηγορίες ήταν οι εξής:

α) Τα Κάς – Μεγάλα κτήματα που έδιναν εισόδημα το χρόνο πάνω από 100.000 άσπρα.

β) Τα ζιαμέτια –Μικρότερα κτήματα που έδιναν εισόδημα το χρόνο πάνω από 20.000, έως 100.000 άσπρα

γ) Τα Τιμάρια – Κτήματα που έδιναν εισόδημα το χρόνο κάτω από 20.000 άσπρα.

Όσοι κατείχαν μία από τις πιο πάνω κατηγορίες κτημάτων, ήσαν υποχρεωμένοι να δίνουν ένα στρατιώτη, ανά 3.000 - 6.000 άσπρα.

Αυτή ήταν η μονάδα μέτρησης της δυναμικότητας και της αξίας των κτημάτων, γνωστή με την ονομασία κιλίτζ ή σπαθί. Τα φέουδα στις κατηγορίες  αυτές υπολογίζονταν σε αντίστοιχη έκταση:

Ζιαμέτια άνω των 2.500 στρεμμάτων.

Τιμάρια άνω των 1.530 έως 2.500 στρεμμάτων.

Στον Μοριά υπολογίζεται το σύνολο των φεουδαλικών μονάδων (κιλίτζ, τιμάρια) σε 1.442, σ’ ολόκληρο τον Μοριά ήσαν 1.874.600 στρέμματα γης.

Τα Κας παραχωρούνταν στους πασάδες.

Σπαϊλίκια, ονομάζονταν συνήθως τα τιμάρια και τα ζιαμέτια. Τα κτήματα που ήσαν αφιερωμένα στην Υψηλή Πύλη ονομάζονταν Βακούφια. Οι ιδιωτικές ιδιοκτησίες των Τούρκων ήσαν γνωστές με την ονομασία τσιφλίκια.

Επίσης σπουδαίο είναι, ότι η Τουρκική διοίκηση δεν έθιξε τις εκτάσεις που ανήκαν στην εκκλησία, ως επίσης και τις ορεινές εκτάσεις που κατείχαν Ελληνικά χωριά και συνοικισμοί. Οι νέες αυτές σχέσεις, επέτρεψαν ώστε μεγάλες εκτάσεις να παραμείνουν στα χέρια των Ελλήνων γαιοκτημόνων, που ανέπτυξαν στενούς δεσμούς με τον κατακτητή και το καθεστώς τους.

Για την καλύτερη εξυπηρέτηση της διοίκησης ο βαλής (πασάς) περιστοιχιζόταν από ανώτερους υπαλλήλους, οι οποίοι διεκπεραίωναν την αλληλογραφία της Πύλης και τα αναφυόμενα θέματα στο πασαλίκι. Οι υπάλληλοι ήσαν:

Ο ρεϊζ εφένδης (αρχιγραμματέας)

Ο μουφτής (θρησκευτικός αρχηγός)

Ο δεφτέρ κεχαγιάς (φοροτεχνικός υπάλληλος)

Ο μουκαπελετζής, ο οποίος κρατούσε τα κατάστιχα του κτηματολογίου με τα οροθέσια των βιλαετιών.

Οι Τούρκοι ενδιαφέρονταν ως επί το πλείστον για την είσπραξη των φόρων. Επειδή ήσαν αγράμματοι, αλλόγλωσσοι και αλλόθρησκοι αγνοούσαν την κατάσταση του κάθε τόπου και άφησαν τα από της Φραγκοκρατίας Κοινοτικά Συμβούλια των Ελλήνων σε κάθε χωριό και κατέστησαν αυτά υπεύθυνα για την είσπραξη των φόρων.

Τοιουτοτρόπως οι επίσημοι κάθε χωριού εξέλεγαν δυο δημογέροντες. Τούτους διόριζαν και αυτοί οι Τούρκοι και μάλιστα κληρονομικά διότι λάμβαναν παρά αυτών δώρα.

Πολλές φορές φόνευαν αυτούς για να τους αρπάξουν τυχόν αποκτηθείσα περιουσία από την παρακράτηση των φόρων, την οποία την αποκτούσαν και πάλι διόριζαν τα παιδιά των σκοτωμένων για να μην έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία των σκλαβωμένων. 

Η αγριότερη καταπίεση ήταν η οικονομική (φόροι), και εκφραζόταν μέσα από τους κοτζαμπάσηδες. Ο Απόστολος Παπαγιαννόπουλος στο βιβλίο του «Οι δυνάστες του Ελληνικού λαού στην προεπαναστατική Ελλάδα», μεταξύ άλλων αναφέρει ότι Γάλλος περιηγητής της εποχής περιγράφει με φανερή κατάπληξη τους δυσβάστακτους φόρους και εισφορές των Ελλήνων προς τους δυνάστες τους, χωρίς φυσικά να υπολογίζει τις αρπαγές, τις ληστείες και τις πειρατείες που ξεγύμνωναν τακτικά ολόκληρες επαρχίες.

Κύριος φόρος ήταν ο κεφαλικός φόρος, το ονομαστό «χαράτσι», που πλήρωναν όλοι οι άνδρες από 15 χρονών και πάνω. Ο Μοριάς πλήρωνε περίπου 20.000 χαράτσια, γεγονός που προϋποθέτει έως 100.000 ψυχές, υπολογίζοντας στα τέσσερα κεφάλια, το ένα κεφάλι ήταν υπόχρεο για χαράτσι.  Ήταν υπόχρεοι όλοι οι κάτοικοι από δεκαπέντε ετών και άνω να πληρώνουν το χαράτσι. Όταν ο πατέρας κάποιου ραγιά ήθελε να ξεγελάσει τους φοροεισπράκτορες, εκείνοι μετρούσαν το κεφάλι του παιδιού με ένα σχοινί, που τους χρησίμευε σαν οργιά, καθώς είχαν την δυνατότητα να το κοντύνουν και να το μακρύνουν καθώς εκείνοι ήθελαν. Ο ραγιάς είχε πάντοτε άδικο. Οι φοροεισπράκτορες ήταν άνθρωποι εξασκημένοι σε τέτοιο βαθμό, ώστε μπορούσαν να διαβάζουν την οικονομική κατάσταση κάθε ανθρώπου στην φυσιογνωμία του. Ποτέ δεν τους διέφευγε ούτε ένας ραγιάς, αλλά και ποτέ δεν ζητούσαν από το ίδιο άτομο το χαράτσι. Το ύψος του χαρατσιού ποικίλει ανάλογα με τον πλούτο. Η λέξη παραμένει ακόμη στην καθημερινή μας ομιλία σαν οικονομική καταδυνάστευση ή ληστεία όταν γίνεται από το κράτος ή από τους φορείς.  Ο Νίκος Σβορώνος στο βιβλίο του η «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», αναφέρει ότι η λέξη προέρχεται από το αρχαίο Αραβικό djizya.

Για να συντηρηθεί ο Τουρκικός στόλος εκτός από την υποχρεωτική θητεία των κατοίκων των νησιών στα καράβια του Καπουδάν –Πασά, οι νησιώτες πλήρωναν το ειδικό φόρο τον ονομαστό «κουρέκ ακεσσί»  και μάλιστα σε μια δόση.

Για να συντηρηθούν οι κρατικές εγκαταστάσεις και οι δαπάνες των ανακτόρων του Σουλτάνου, ο Ελληνικός λαός πλήρωνε ειδικό φόρο το ονομαστό «σουφράτ», εξ’ ου παραμένει μέχρι και σήμερα στην καθομιλουμένη «τα σούφρωσες», δηλαδή τα έκλεψες, τα καταχράστηκες, τα τσέπωσες.

Επίσης το αυτό σύμβαινε και για την συντήρηση του Σουλτανικού ιππικού, με τον φόρο «αβέ ακεσσί».

Ο πιο απάνθρωπος στην πανανθρώπινη ιστορία ήταν ασφαλώς το «ντεβισσιρμέ» δηλαδή (παιδομάζωμα), με το οποίο οι Τούρκοι στρατολογούσαν τα παιδιά των ραγιάδων. Το παιδομάζωμα γινόταν ανάμεσα σε αγόρια Ελλήνων τα οποία τα ονόμαζαν  «ατζέμ ογλάν». Αυτή η στρατολογία ξεκίνησε στην αρχή με συχνότητα κάθε πέντε (5) χρόνια, για να φθάσει να γίνεται κάθε χρόνο (πληροφορίες από το βιβλίο του Α. Βακαλόπουλου, «Νέα Ελληνική Ιστορία»).

Κάθε γενίτσαρος είναι Τούρκος στρατιώτης, ένας γενίτσαρος μπορούσε να παντρευτεί μια γυναίκα και ν’ αποκτήσει δυο παιδιά. Στον Μοριά μπορούσαν να στρατολογήσουν 16.000 Γενίτσαροι. Στα μητρώα των ορτάδων (τάγματα γενιτσάρων), περιλαμβάνονταν εγγεγραμμένοι 13.000 Γενίτσαροι και κάθε γενίτσαρος έγραφε στον κατάλογο κάθε αρσενικό παιδί που έφερνε στον κόσμο.

Στα λιμάνια πληρώνονταν τελωνειακό δικαίωμα στους Τούρκους και στις εμπορικές συναλλαγές, τα «ζυγιστικά».

Ακόμα πληρώνονταν δικαιώματα βοσκής, ειδικοί φόροι από τους δραγάτες, τους μεταξοπαραγωγούς, ασβεστάδες, κεραμιδάδες, μελισσοπαραγωγούς, σαπουνάδες, δερματάδες, ξυλουργούς, σιδηρουργούς, μπακάληδες κ.λ.π.

Άλλοι φόροι επίσης ήταν το «πεταμάλ», σύμφωνα με τον οποίο, αν κάποιο πρόσωπο πέθαινε χωρίς απογόνους, η περιουσία του θα πήγαινε στον Τούρκο τοπικό διοικητή – βοεβόδα.

Άλλος φόρος ήτανε το «ταπί», σύμφωνα με τον οποίο, πληρωνόταν φόρος από την οικογένεια όποιου πέθαινε και δεν άφηνε αρσενικό απόγονο. Σήμερα μας έχει μείνει η παροιμιώδεις έκφραση «Μας άφησε ταπί και ψύχραιμους», ή «έμεινα ταπί».

Ένας άλλος φόρος ήταν το «αλατιάτικο», που ήταν το δικαίωμα πάνω στην παραγωγή του αλατιού.

Το νίτρο, βασικό συστατικό της μπαρούτης επί τουρκοκρατίας λεγόταν τσιβερτιζλέ (ς) είναι λευκή κρυσταλλική ουσία που μοιάζει με ζάχαρη, σαν ορυκτό βρίσκεται στην Αίγυπτο, την Περσία (Ιράν) και στις Ινδίες.

Στην Ελλάδα παράγονταν από την κοπριά των αιγοπροβάτων, μετά από ειδική διαδικασία.

Οι Τούρκοι εκμεταλλεύονταν τα αποθέματα ορυκτού νίτρου των επαρχιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να βγάζουν το αναγκαίο για την παραγωγή μπαρούτης νίτρο. Για την αγορά του νίτρου που θα κάλυπτε τις ανάγκες τους, είχαν μάλιστα επιβάλει σε πολλές περιοχές ειδικό φόρο, τον «γκιουχερτζιλέ αχτσεσί». Η πληρωμή αυτού του φόρου στους Έλληνες προκαλούσε φρίκη διότι με τον φόρο τους και το υστέρημά τους χρησίμευε για την καταστροφή τους.

Το «πανιάτικο», ήταν ο φόρος για τα καραβόπανα των πλοίων του Τουρκικού στόλου. Πάλι η παροιμιώδης φράση έχει μείνει και αυτή «Έμεινα πανί με πανί».

Για να έχεις το δικαίωμα να παντρευτεί κάποιος έπρεπε να πληρώσει ένα φόρο τον ονομαζόμενο «νιγιαμπέτ», διαφορετικά ο γάμος κρινόταν άκυρος και επιβάλλονταν πρόστιμο το πενταπλάσιο του «νιγιαμπέτ».

Ο φόρος το «φονικό» ήταν όταν κάποιο μέλος της οικογένειας πέθαινε από ατύχημα, η οικογένεια ήταν υποχρεωμένη να πληρώσει το «φονικό φόρο».

Δικαίωμα φορολόγησης είχε η Τουρκική εξουσία για την σφαγή των ζώων τα ονομαστά «σφαχτικά», ακόμη επικρατεί σήμερα η έκφραση όταν πληρώνει κάποιος υπερβολικά για κάποιο αντικείμενο «Μ’ έσφαξε στην τιμή».

Φορολογία «ωνίων» πάνω στα γεωργικά προϊόντα που ήταν μια εξοντωτική άμεση φορολογία για τους Έλληνες αγρότες. Κάθε παραγωγή σιταριού, κριθαριού, σίκαλης, βρώμης, καλαμποκιού, λαχανικών, μπαμπακιού, μαλλιών, κατραμιού, βελανιδιού, ρετσινιού, καπνών, μεταξιού, παστών, ψαριών, δερμάτων, κρασιού, γάλακτος κ.λπ.

Ο φόρος επί της γης, γνωστός με το όνομα «μιρί»  πληρώνονταν σε είδος και η αναλογία του ήταν καθορισμένη, ήταν η δεκάτη.

Ο φόρος αυτός είχε το σύστημα της «δεκάτης» ή το «δέκατο», υπέρ των Τούρκων. Οι φόροι πάνω στην κατανάλωση είναι πιο καινούργιοι. Οι αρχαιότεροι χρονολογούνται από την περίοδο της βασιλείας του Αβδούλ – Χαμίτ. Οι άλλοι καθιερώθηκαν στην Ελλάδα, όπως και σ’ όλη την αυτοκρατορία, από την περιώνυμη επιτροπή, την γνωστή με τ’ όνομα «Νιζάμ Τζεντίτ».

Επίσης μεγάλο φόρο πλήρωναν οι Έλληνες μυλωνάδες, και οι κατέχοντες ελαιοτριβεία, ο φόρος αυτός λεγόταν «αξάι, ή ξάι ή ξάγι», ο οποίος επικρατεί μέχρι και σήμερα και ήταν το δέκα επί τοις εκατό του  λαδιού, σημειωτέον ότι πέρα από το δικαίωμα που είχαν οι ελαιοτριβείς και οι μυλωνάδες από τους πελάτες τους έπρεπε να κρατούν και τον φόρο του Τούρκου, ιδιοκτήτη ή υπέρ του Τουρκικού κράτους. Στους μύλους πολλές φορές οι αγάδες έπαιρναν την χελιδόνα (εξάρτημα του μύλου που χωρίς αυτό δεν μπορούσε να λειτουργήσει ο μύλος) και το έδιναν στους μυλωνάδες όταν αυτοί ήθελαν και μπορούσαν να παρακολουθήσουν την άλεση των σιτηρών. 

Όταν οι αγρότες δούλευαν σε κτήματα φεουδάρχη (Τούρκου ή Έλληνα) πλήρωναν και το «δέκατο» της ακαθάριστης συγκομιδής και το μισό του υπολοίπου, αφού έβγαιναν τα πρώτα τα έξοδα.

Παρόμοιο σύστημα ήταν το «τριτάρικο». Ενώ το «γεώμορο» ή «γέμπορο» ήταν η αποκοπή όπου ήταν το πιο διεφθαρμένο σύστημα με το οποίο οι γαιοκτήμονες εκμεταλλεύονταν τον υπόδουλο λαό.

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι υπόδουλοι δεν καρπώνονταν ποτέ το πλεόνασμα των καλών σοδειών των εκτάσεων που καλλιεργούσαν, πράγμα που θα τους έδινε τη δυνατότητα να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις της καλής σοδειάς, αναπροσαρμοζόντανε οι φορολογίες ή επιβαρύνονταν με πρόσθετα ποσοστά σε βάρος των υπόδουλων λαών, που προέκυπταν από την ενοικίαση των προσόδων στους ντόπιους άρχοντες, τους κοτζαμπάσηδες.

Με σουλτανικούς νόμους επετράπη στους χωρικούς, όχι βέβαια η ιδιοκτησία της γης αλλά η κατοχή και χρησιμοποίησής της. Σε αντάλλαγμα του δικαιώματος αυτού που το είχαν σχεδόν χάσει οι αγρότες στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όφειλαν οι καλλιεργητές να καταβάλλουν ορισμένους φόρους. Πριν όμως δούμε ποιοι ήταν αυτοί οι υποχρεωτικοί φόροι ας σταθούμε για λίγο στην ίδια την πηγή της φοροδοτικής ικανότητας, δηλαδή στη γη.

Ποιο λοιπόν ήταν το σύστημα της γαιοκτησίας τα χρόνια εκείνα, σε ποιους, με άλλα λόγια ανήκε η γη των τουρκοκρατούμενων περιοχών;

Η γη αυτή εθνικοποιήθηκε, περιήλθε δηλαδή ολόκληρη στο κράτος, κάθε ατομική ιδιοκτησία σε ακίνητα καταργήθηκε με δυο εξαιρέσεις:

α) τα «μούκκια».

β) τα «βακούφια», γαίες που ανήκαν στα μοναστήρια και στις εκκλησίες.

Λόγω της μορφολογίας του εδάφους της ηπειρωτικής κυρίως Ελλάδας και των μεγάλων ορεινών όγκων που την διατρέχουν αλλά και των μεγάλων αποστάσεων, πολλές φορές, μεταξύ δυο χωριών ανέκυπταν ζητήματα ασφαλείας των συγκοινωνιών. Η Τουρκική διοίκηση όριζε ειδικούς πασάδες για τον έλεγχο των δρόμων και των περασμάτων στρατηγικής σημασίας. Αυτοί οι πασάδες διορίζονταν σαν γενικοί επόπτες των δρόμων «Ντερβεντάτ Ναζήρ».  Στην Πηνεία «ντερβεντάτ ναζήρ» είχαμε πάνω από το σημερινό οικισμό Ροδιά όπου βρισκόταν ο εγκαταλειμμένος οικισμός «Αναζήρι».

Ένας μεγάλος βραχνάς, πέραν των Τούρκων, ήταν και οι κοτζαμπασηδες.

Οι κοτζαμπάσηδες όλοι ασχολούταν με το εμπόριο, νοίκιαζαν τους φόρους και είχαν ταχτική συναλλαγή και συνεργασία με τους Τούρκους. Κι αφού πλούτισαν έγιναν όλοι ισχυροί. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους κοτζαμπάσηδες ήταν μεγάλος.

Οι καταπιέσεις φυσικά γίνονταν μεγαλύτερες, όσο οι φόροι αυξάνονταν. Οι κοτζαμπάσηδες κάθε τόσο επιβάρυναν τους φτωχούς χωριάτες με έκτακτα δοσίματα για έξοδα, που έκαναν οι ίδιοι για την εξαγορά της φιλίας ισχυρών Τούρκων για τους Βεκίληδες, τους αντιπροσώπους δηλαδή που έστελναν στην Κωνσταντινούπολη.

Έτσι ο υπόδουλος λαός δεν είχε ποτέ την δυνατότητα να σηκώσει κεφάλι, οι φτωχοί περνούσαν πάντοτε χωμένοι μέσα στην φτώχεια. Ενώ οι πλούσιοι (εδώ εννοείτε οι κοτζαμπάσηδες) και επί τουρκοκρατίας περνούσαν αρχοντικά, αλλά και μετά την απελευθέρωση).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

-(«Η οικονομική άνοδος των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας», Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος).

-(«Νέα Ελληνική Ιστορία», Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος).

-(« Ο βίος του Ελληνικού λαού κατά την Τουρκοκρατία», Βουραζέλη Ελένη).

-(«Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», Νίκος Σβορώνος).

-(«Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στο ορεινό χωριό Γορτυνίας 1715 – 1828», Τσότσορος Στάθης).

-(«Ο εσωτερικός αγώνας», Τάκης Σταματόπουλος, Αθήναι 1957).

-(«Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Σάθας Κωνσταντίνος, Αθήναι 1869).

-(« Ο ειδικός ρόλος της γεωργίας στη διαμόρφωση των σχέσεων πόλης – υπαίθρου το 18ον αιώνα», Παναγιωτόπουλος Βασίλειος).

-(«Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821», Κορδάτος Γ. , Αθήναι 1923).

-(«Οικονομικές μεταμορφώσεις της αγροτικής Ελλάδας, ιστορικοί σταθμοί 1453 – 1917, Καραποστόλης Βασίλειος, Αθήναι 1981).

-(«Οι δυνάστες του Ελληνικού λαού στην προεπαναστατική Ελλάδα», Απόστολος Παπαγιαννόπουλος)

-(«Απομνημονεύματα», Χ. Περραιβού, έκδ. 1843, τ. Α΄).

-(«Αυτοδιοίκησις και δικαιώματα ετεροδημοτών , δάσος και δασικές εκτάσεις), Γεώργιος Φ. Αγγελόπουλος, Πάτρα).

- («Η Δίβρη Ηλείας στο Διάβα των Αιώνων», Νίκος Β. Αναστόπουλος, έκδοση της βιβλιοθήκης του πνευματικού κέντρου της πανελλήνιας εκπολιτιστικής ένωσης Λαμπειέων – Διβριωτών Ηλείας, Αθήνα 1994).

 

Τουτούνης Ηλίας

Εκτύπωση