Η ληστεία Μεσσηνέζη

Γονική Κατηγορία: Ιστορία Ιστορικά θέματα Εμφανίσεις: 10193

Ο Χρύσανθος Σισίνης (1728-1774), κάτοικος της Γαστούνης γιατρός στο επάγγελμα, είχε παντρευτεί την ρωμαιοκαθολική Γαλλίδα Βικτωρία Μπερτάν και εγκαταστάθηκε στην Γαστούνη στα μέσα της δεκαετίας του 1750, προερχόμενος από την Βενετία. Είχε δε πέντε παιδιά και ένα κορίτσι. Γιος ήταν ο οπλαρχηγός και άρχων της Γαστούνης κατά την επανάσταση του 1821, Γεώργιος Χρύσανθου Σισίνης[1]. Η κόρη του παντρεύτηκε τον πρόκριτο της Ζαρούχλας (Καλαβρύτων) Σωτήρη Χαραλάμπη. Μετά τον θάνατό του Γεωργίου Σισίνη το 1836, η κόρη Διατσέντα (Giacenta), παντρεύεται με τον εικοσιτριάχρονο Σωτήριο Μεσσήνεζη[2] τότε πρωτότοκο γιο του Ιερού αγώνα της επανάστασης, Λέοντα Μεσσήνεζη και της Μαρίας[3]. Στις 15 Γενάρη 1836 το σπίτι του Μεσσήνεζη[4] δέχθηκε επίθεση, από τους οκτώ ληστές της συμμορίας των Χονδρογιανναίων, που ήρθαν να κλέψουν την προίκα του κοριτσιού του Σισίνη και ν’ απαγάγουν τον Πρώσο πρίγκιπα Πύκλερ Μοσκάου[5], ο οποίος την εποχή εκείνη φιλοξενούταν στο σπίτι του Μεσσήνεζη. Αλλά ευτυχώς το πρωί της ίδιας ημέρας ο πρίγκιπας είχε αναχωρήσει για την Πάτρα. Εκεί συνελήφθησαν οι Χονδρογιανναίοι και οδηγήθηκαν στο δικαστήριο.

Fürst Pückler-Muskau. Λιθογραφία, von Wilhelm Devrient, 1838.

 

Fürst Pückler-Muskau. Λιθογραφία, von Wilhelm Devrient, 1838.

 

 

Υπερβολική και σκληρή ήταν η ποινή, που επιβλήθηκε στα πέντε παιδιά του πρωτοκλέφτη Χονδρογιάννη που ήταν ο Ηλίας, ο Ανδρούτσος, ο Γιώργης, ο Αναστάσης και ο Δημήτρης. Η λαϊκή μούσα αποθανάτισε την ένοπλη ληστεία κατά του Μεσσήνεζη, αλλά και τούτη την οικογενειακή τραγωδία με δημοτικά τραγούδια.

 

Μετά από δύο μήνες ο Λέων Μεσσήνεζης σε μια επιστολή που έστειλε προς εμπορικό αντιπρόσωπο στην Τεργέστη κάνει περιγραφή όλου αυτού του γεγονότος.

 

«Συμβάντα τραγικότατα με εμπόδισαν από του ν’ ανταποκριθώ εις τα φιλικά σας. Την 15ην Ιανουαρίου, προς την μίαν ήμισυ ώρα της νύχτας, οι περίφημοι κατά την ληστεία Χοντρογιανναίοι, οκτώ τον αριθμόν, ενώ καθήμην εις το γραφείο μου με όλη την φαμίλια, (ο τιμημένος γενάρχης της Αιγιώτικης οικογενείας είχε συγκεντρώσει εκείνο το βράδυ στο γραφείο του όλους, στο βορειοανατολικό δωμάτιο του ισογείου, κι’ έπλεκε το εγκώμιο των Σισίνηδων ως αργά, πέρα από τα μεσάνυχτα, διότι είχε αρραβωνιάσει τον πρωτότοκο γιο του, Σωτήρη, μετέπειτα Δήμαρχο του Αιγίου, με την κόρη του Γεωργίου Σισίνη, του Προέδρου των δύο πρώτων Εθνοσυνελεύσεων), εισήλθαν οι λησταί εις την οικία μου δια της θύρας, και, κλείσαντες ημείς την θύρα του γραφείου, μας πολεμούν από τα παράθυρα με τα τουφέκια. Μετά ημίσεια ώρα εισήλθαν εις το γραφείο μου, αφού δια των τζικουρίων χάλασαν την θύρα αυτού, λάβωσαν βαρέως τον υιόν μου Σωτήριο, τον μουσικοδιδάσκαλο και τον ανεψιό μου, την δε θυγατέρα μου Ζωή (μετέπειτα σύζυγο του Κοντογούρη Δημάρχου Πατρών) όχι τόσον, άπαντες όμως έξω κινδύνου θανάτου, οι δε πληγές των θέλει διαρκέσουν υπέρ τον μήνα ακόμη. Μοι επήραν υπέρ τας τέσσαρες χιλιάδας τάλιρα, εν τω μεταξύ δε τούτω συνήλθαν οι πολίτες, και πρώτος ο Νικολής Παναγιωτόπουλος επιτήδειος από εν παράθυρο του κάτω παρτιμέντου. Ενώ ο αρχιληστής Σωτήριος Χονδρογιάννης ανέβαινε την σκάλα του σπιτιού μετά της συζύγου μου, δια να πάρει την προίκα της θυγατρός μου, ο Νικολής Παναγιωτόπουλος τον λάβωσε θανατηφόρα. Ακολούθως, λαβωθέντες άλλοι δύο, έφθασαν εις τελεία απελπισία. Και, ούτω, εύρων εγώ ευκαιρία, δια του δωματίου με τριχιά εξήλθαν της οικίας αβλαβής, παρέστησαν προς τους πολίτες την κατάσταση των ληστών και τους οδήγησα να κάμουν έφοδο δια της οδού, δια των σκάλων. Και ούτως πάλιν ο Νικολής Παναγιωτόπουλος και άλλοι πολλοί ανέβηκαν και, ύστερον από πολύν πόλεμο, κυρίευσαν την οικία μου και συνέλαβαν όλους τους ληστές ζώντας, αλλά διηρπάγησαν από τον όχλο όσα μοι είχαν πάρει οι λησταί. Είμαι βέβαιος, πληροφορηθήκατε όλα ταύτα πλέον εκτεταμένα από τας ελληνικές εφημερίδας».

 

(- «Αθηνά», εφημερίδα Αθηνών, αριθμός φύλλου 304, της 18 Ιανουαρίου 1836.

- Νικόλαος Βερνίκος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Το σχέδιο αυτονομίας της Πελοποννήσου – υπό Γαλλική κυριαρχία», εκδόσεις Συλλογή Αφοί Τολίδη, σελίδα 159, Αθήνα 1997).

 

1. (ΚΑΤΣΙΦΑΡΙΑΣΑΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ)

 

Κατσιφαριάσαν τα βουνά,

σκοτίδιασαν οι κάμποι,

και συ, Γιώργη μ’, δε κη,

σε κάνα καταράχι,

- καημένε Χοντρογιάννη! -

μόν’ πήγες κι’ αποκλείστηκες

μέσα στου Μεσσήνεζη.

Μα ο Μεσσήνεζης, πονηρός φαίνεται,

Γιωργή και Σωτηρά,

πολύ διαβολεμένος,

και ρούμι απ’ το κελάρι.

- Φάτε και πιέτε, βρε παιδιά,

φέρνει κρασί πέντε χρονών

και ψιλοτραγουδήστε…

 

(Νύσση Μεταξά – Μεσσήνεζη, «Η απελευθέρωσις του Αιγίου στις είκοσι Μαρτίου του 1821», έκδοσις πατριωτικού ομίλου Αιγίου «Ο Ανδρέας Λόντος», σελίδα 37, Πάτρα 1975) .

.-.

 

2. (ΔΕΝ ΚΛΑΙΤΕ ΔΕΝΤΡΑ ΚΑΙ ΚΛΑΡΙΑ)

 

Δεν κλαίτε δέντρα και κλαριά και σεις κοντοραχούλες,

δεν κλαίτε για την κλεφτουριά, για τους Χοντρογιανναίους.

Μάιδε στου Μάζι φαίνονται, μάιδε και στα Καλύβια,

μάιδε και στα Καλάβρυτα, που ήταν το γύρισμά τους.

Μαςείπαν πως πέρασαν και πάνε στη Βοστίτσα,

στου Μεσσήνεζη επήγανε, στον έμπορο της Πάτρας.

Πήραν άσπρα, πήραν φλωριά, πήραν μαργαριτάρι.

Κι’ ο Γιώργος ο περίμορφος, πήρε την Κυρά - Ζωΐκω

στον πασιοντά την έμπασε, για να την προσβάλει.

Κι’ ο μοίραρχος πλάκωσε με τους χωροφυλάκους

το σπίτι επεριώρισε και πιάσανε τους κλέφτες.

 

(Νύσση Μεταξά – Μεσσήνεζη, «Η απελευθέρωσις του Αιγίου στις είκοσι Μαρτίου του 1821», έκδοσις πατριωτικού ομίλου Αιγίου «Ο Ανδρέας Λόντος», σελίδα 41, Πάτρα 1975).

.-.

 

3. (ΕΝΑ ΠΟΥΛΑΚΙ ΞΕΒΓΑΙΝΕ)

 

Ένα πουλάκι ξέβγαινε μέσα από την Βοστίτσα

και η Χοντρολιού τ’ απάντησε, στέκει και το ρωτάει.

- Πες μας, πες μας πουλάκι μου, κάνα καλό χαμπέρι;

- Τι να σου ειπώ, θειά Χοντρολιού, τι να σου μολογήσω,

τους κλέφτες τους επιάσανε μέσα στου Μεσσήνεζη

κι’ ο Μεσσήνεζης πονηρός, πολύ διαβολεμένος,

τους φέρνει τριών χρονών κρασί και ρούμι όχ το κελάρι.

 

(Νύσση Μεταξά – Μεσσήνεζη, «Η απελευθέρωσις του Αιγίου στις είκοσι Μαρτίου του 1821», έκδοσις πατριωτικού ομίλου Αιγίου «Ο Ανδρέας Λόντος», σελίδα 42, Πάτρα 1975).

.-.

 

4. (ΕΝΑ ΠΟΥΛΑΚΙ ΚΑΘΕΤΑΙ)

 

Ένα πουλάκι κάθεται στη ράχη τα Μαζέικα,

δεν εκελάηδη σαν πουλί, μαϊδέ σαν χελιδόνι,

παρά εκελάηδη κ’ έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα.

Τ’ άκουσε η γριά Χονδρογιαννού, του Χονδρογιάννη η μάνα.

- Για πέσε μας μωρέ πουλί, κανά καλό χαμπέρι;

- Τι να σας πω μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω.

Εψές, προψές επέρασα μέσα από την Αθήνα.

Κι άκουσα το μουσαβερέ και μια κρυφή κουβέντα,

άκουσα κ’ εδικάσανε φτου τους Χοντρογιανναίους.

Στ’ Ανάπλι σφάζουν πρόβατα και στ’ Άργος τα γελάδια

και μεσ’ τη λεύκα του Αναπλιού, σφάζουν το Χοντρογιάννη,

του Χοντρογιάννη τα παιδιά, τα τρία στην αράδα.

Μα ’σκουξε Ανδρούτσος μια φωνή, όση κι’ αν εδυνάστη.

- Δεν το ’χω ’που με δίκασαν, έτσι το θέλει ο νόμος

μα το ’χω ’νου στραβαραπά, που θα μας θανατώσει

και δεν ευρέθη Χριστιανός να πάρει την ψυχή μας.

 

(Θ. Αθανασόπουλος, «Τραγούδια της Κυνουρίας», Λαογραφία, τόμος Ε΄, σελίδα 170).

.-.

 

5. (ΝΤΡΟΥΜΠΕΤΕΣ ΕΒΑΡΕΣΑΝΕ)

 

Ντρουμπέτες εβαρέσανε να κόψουν πέντε αδέρφια

να κόψουν τα κλεφτόπουλα και τους Χοντρογιανναίους.

Στ’ Ανάπλι μεσ’ το πλάτανο, στ’ Ανάπλι μεσ’ την Πρόνοια.

Πρώτα το Γιώργη κόβουνε και δεύτερα τον Γιάννη

και παραδευτερώτερα, κόβουνε τον Ανδρούτσο.

Ψιλή φωνίτσα έβαλε όσο κι αν εδυνάστη.

- Δεν είν’ ντουφέκια για τ’ εμάς, δεν είναι καριοφίλια,

που βρέθη ένας στραβάραπας να κόψει πέντε αδέρφια.

 

(Πάνου Παπαρρηγόπουλου, «Λαογραφικά Καλαβρύτων», β΄ έκδοση αναθεωρημένη & βελτιωμένη, σελίδα 63, Αθήνα 1979).

.-. 

 

6. (ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ ΣΦΑΖΟΥΝ ΠΡΟΒΑΤΑ)

 

Στ’ Ανάπλι σφάζουν πρόβατα, στ’ Ανάπλι σφάζουν γίδια

κι’ απόξω από την Πρόνοια σφάζονται παλικάρια.

Του Χονδρογιάννη τα παιδιά, τα τρία στην αράδα.

Το Γιώργη σφάξανε μπροστά και το Σωτήρη πίσω

και παρά δευτερώτερα σφάζουνε τον κύρ- Ανδρούτζο.

 

(Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου, «Τα Καλαβρυτινά Δημοτικά Τραγούδια», σελίδα 61, Πάτρα 1985).

.-.

 

7. (ΧΑΜΑΝΤΑΡΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ)

 

Χαμανταριάζουν τα βουνά, μωρέ Χοντρογιαννόπουλε

ανταριάσαν κι’ οι κάμποι, μωρέ Λιάκο Χοντρογιάννη

κι’ εσύ Λιάκο μ’ δε φαίνεσαι κλέφτης να γκεζερίσης.

- Τι το καλό ‘χω να φανώ, κλέφτης να γκεζερίσω,

σκοτώσανε τ’ αδέρφια μου, το Μήτσο και τον Τάσιο.

Μπροστά το Μήτσο σκότωσαν και δεύτερα τον Τάσιο.

 

(Ειρήνη Σπανδωνίδη, «Τραγούδια της Αγόριανης Παρνασσού», σελίδα 2, εκδόσεις Πυρσός, Αθήνα 1939).

.-.

 

Για τους Χονδρογιανναίους υπάρχει στα Καλάβρυτα ένας θρύλος φτιαγμένος περισσότερο από τον λαό στην επαρχία, που φαίνεται τους συμπαθούσε. Λέγεται ότι τάχα ο βασιλιάς Όθωνας, καθώς είδε την Χονδρογιάνναινα στο παλάτι, έδωσε χάρη, μονάχα για τον γιο της τον πιο μικρό, δηλαδή τον Τάσο. Η Χονδρογιάνναινα πήρε το βασιλικό διάταγμα απ’ τα χέρια του Όθωνα, το φίλησε, το τρύπωσε στον κόρφο της, έβαλε στα πόδια της φτερά…πήγε απ’ την Αθήνα στ’ Ανάπλι, μέσα σε δυο μέρες μονάχα!

Φανερώθηκε στον Αράπη, στο Μπούρτζι, το φημισμένο μπουντρούμι, όπου είχαν στημένη την καρμανιόλα πριν ακόμη ξημερώσει. Κάποιος Μανιάτης ονόματι Παπαδέας που ήταν εχθρός των Χονδρογιανναίων (είχε ατιμάσει την αδερφή τους), μαθαίνοντας τον ερχομό της Χονδρογιάνναινας πίεσε τον Εισαγγελέα ν’ αρχίσει την εκτέλεση των Χονδρογιανναίων πριν την ώρα της. Έτσι την ώρα που μπήκε η Χονδρογιάνναινα στον Αράπη μακελάρη (δήμιο), είχε κόψει αυτός τα κεφάλια των παιδιών της πριν λίγα λεπτά. Η Χονδρογιάνναινα μόλις είδε τα κομμένα κεφάλια των παιδιών της, έβαλε τις φωνές, τραβώντας τα μαλλιά της και ξεσκίζοντας τα μάγουλά της με τα νύχια της.

Κατάπιε τον πόνο της και γύρισε πάλι στην Κλειτορία (Μαζέϊκα).

 

Κλείνοντας το θέμα, θα αναφέρω ακόμη δυο τραγούδια πολύ χαρακτηριστικά, για τον πόνο την πίκρα και την θλίψη που δοκιμάζει την μητέρα των Χονδρογιανναίων την Μαρίτσα, ή Μαριγώ, η Μαργιώ.

 

 

8. ΜΑΡΙΤΣΑ

 

Μαρίτσα, τι κυρά – Μαργιώ,

Μαρίτσα τ’ ήθελες εδώ,

μες’ στους’ Αναπλιού την Πρόνοια,

που πέφτουν τα κανόνια;

-

Ήρθα να ιδώ κυρά – Μαργιώ,

ήρθα να ιδώ στους’ αδέρφια μου,

ήρθα να ιδώ στους’ αδέρφια μου,

και τα πρωτοξαδέρφια μου.

-

Στους’ αδέρφια σου κυρά – Μαργιώ,

στους’ αδέρφια σου τα κόψανε,

στ’ Ανάπλι όξω στην Άρεια,

με στους άλλα παλικάρια.

-

Παίρνει και πάει, κυρά – Μαργιώ,

παίρνει και πάει στα μνήματα

Και κάθεται και κλαίει

Μαργιώ κατακαημένη!

 

(Πάνου Παπαρρηγόπουλου, «Λαογραφικά Καλαβρύτων», β΄ έκδοση αναθεωρημένη & βελτιωμένη, σελίδα 64, Αθήνα 1979).

.-.

 

9. Η ΜΑΡΙΩ

 

- Μαριώ μου, τ’ ήθελες εδώ,

στ’ Ανάπλι, όξω στην Πρόνοια,

που πέφτουν τα κανόνια;

- Ήρθα να ιδώ τ’ αδέρφια μου,

τ’ αδέρφια τα δικά μου,

τα φύλλα της καρδιάς μου.

- Τ’ αδέρφια σου τα κόψανε

στ’ Ανάπλι όξω στην Άρεια,

που πέφτουν τα κανόνια.

Πιάνει και πάει στα μνήματα

κι αρχίζει και τους κλαίει,

δέντρα, βουνά μαραίνει.

Σήκω, Μαριώ, να φύγουμε

στον τόπο μας να πάμε

και εκεί τους τραγουδάμε.

 

(Σοφοκλής Γ. Δημητρακόπουλος, «Ιστορία και Δημοτικό Τραγούδι 325 – 1945», εκδόσεις Παρουσία, σελίδα 333, Αθήνα 1998).

 

.-.

 

10. (ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΕΓΩ ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΓΩ)

 

Δεν πρέπει εγώ, κυρά Μαριγώ, δεν πρέπει εγώ να χαίρομαι,

δεν πρέπει εγώ να χαίρομαι, μάειδε να τραγουδάω.

Μόν’ πρέπει να κυρά Μαριγώ, ’μαι στην ερημιά, σ’ ένα βαθύ λαγκάδι.

να πω τραγού -, κυρά Μαριγώ, - δι θλιβερό και θλιβεροκομμένο.

 

(Κωνσταντίνου Ι. Βασιλόπουλου, «703 Δημοτικά Τραγούδια», σελίδα 162, αρ. 30, Τρίπολη 2000).

 

 

Ο Γιάννης Χονδρογιάννης, κατά τον μεγάλο κατατρεγμό της κλεφτουριάς (1805-1806) ήταν στενότατος φίλος του ξακουστού πρωτοκλέφτη, Γιάννη Γιαννιά από την Προστοβίτσα Τριταίας και διατηρούσε και πολύ καλές σχέσεις και με τους Πετιμεζαίους, και μ’ άλλους κλέφτες και καπεταναίους, όχι μόνον της επαρχίας Καλαβρύτων, αλλά και ολόκληρου του Μοριά.

Ο Γιάννης Χονδρογιάννης που είχε λάβει μέρος στο επεισόδιο της Χελωνοσπηλιάς, έδωσε πολλά στο απελευθερωτικό αγώνα του Έθνους. Και αντί για δάφνες και τιμές, δέχθηκε ανελέητο κυνηγητό από τους κληρονόμους του τοκογλύφου Νικολάου Ταμπακόπουλου και πέθανε στα 1830 στις φυλακές του Μπούρτζι στο Ναύπλιο. Τα πέντε παιδιά κατηγορήθηκαν για ληστείες και άλλα κακουργήματα, δικάστηκαν και εκτελέσθηκαν.


[1] Στον περιβόητο γάμο της Διατσέντας, ακούστηκε για πρώτη φορά, το κατά παραγγελία σε τραγουδοποιό,  τραγούδι για τον Σισίνη.

«Γέρο-Σισίνης κάθεται στο κάστρο στο Χλεμούτσι,

τηράει κατά τη Ζάκυνθο, τηράει τον Θοδωράκη.

Τον πήρε το παράπονο και το βαρύ το κλάμα.

Πουλάκι σαν τον άκουσε, έκατσε, τον ρωτάει:

- Τι έχεις, γέρο μου, και κλαις και βαριαναστενάζεις;

- Πουλάκι, σαν με ρώτηξες, σαν θέλεις για να μάθεις,

εκεί ψηλά που πέτεσαι, που πας κατά τον ήλιο,

μήνα ιδείς τον Θοδωρή, το γέρο Κολοκοτρώνη,

πες του να σιάξει κατ’ εδώ, μες στου Μοριά τα μέρη,

τον περιμένει ο ντουνιάς, να κάνει ένα σεφέρι».

 

[2] Ο Σωτήριος (πρωτότοκος) παντρεύτηκε την Υακίνθη (αναφέρεται και ως Διατσέντα) Σισίνη, κόρη του προύχοντα Γεώργιου Σισίνη, υπηρέτησε δε την περίοδο 1879 – 188, ως δήμαρχος Αιγίου. Παιδιά τους ήταν οι Γεώργιος και Λυκούργος Μεσσηνέζης. Η τεράστια κτηματική περιουσία του Λέοντα μοιράστηκε στους τρείς γιους του με διανεμητήριο που συνέταξε ο συμβολαιογράφος Γ. Κωνσταντινίδης (Αίγιο, 31/8/1861).

 

[3] Η Μαρία ήταν αδελφή του Ανδρέα Λόντου και κόρη του Μοραγιάννη Σωτήρη Λόντου, που δολοφόνησε ο διάδοχος του Βελή πασά στις 13 Δεκεμβρίου 1812.

[4] Ο Λέων Μεσσηνέζης (1787-1851) ήταν Έλληνας έμπορος και πολιτικός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του μεγαλεμπόρου Ιωάννη Μεσσηνέζη, γόνου πλούσιας χιώτικης οικογένειας εμπόρων. Ασχολήθηκε νωρίς με το εμπόριο και κατάφερε να αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Εγκαταστάθηκε το 1811 στη Βοστίτσα (σήμερα Αίγιο), όπου και παντρεύτηκε την Μαρία Λόντου, κόρη του Σωτηράκη Λόντου. Εκπροσώπησε την Αιγιαλεία ως πληρεξούσιος στις συνελεύσεις της Τροιζήνας και του Επιδαύρου. Απεβίωσε το 1851 και είχε τέσσερα παιδιά, τον Σωτήριο, τον Μιλτιάδη, τον Ιωάννη και την Ζωή. Δισέγγονος του είναι ο ποιητής Νύσης Μεσσηνέζης.

 

[5] Ο πρίγκιπας Χέρμαν φον Πύκλερ-Μούσκαου (Hermann von Pückler – Muskau, 1785-1871), ήταν κόμης, ήταν από το 1811, οπότε πέθανε ο πατέρας του, κυρίαρχος δυο μικρών ηγεμονιών, του Μούσκαου και του Μπράνιτζ (Branitz), οι οποίες ενσωματώθηκαν στηνΠρωσία το 1815, μετά τους Απελευθερωτικούς Αγώνες εναντίον του Ναπολέοντ,. Τον τίτλο του πρίγκιπα τον απέκτησε το 1822 με τη μεσολάβηση του πεθερού του, του καγκελάριου της Πρωσίας φον Χάρντενβεργκ (von Hardenberg), αλλά, για μεγάλη λύπη του δεν έφθασε ποτέ στον επιθυμητό στόχο του να γίνει διπλωμάτης. Το 1835 ο Πύκλερ ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι προς την Βόρεια Αφρική και την Ανατολή το οποίο διήρκεσε σχεδόν έξι χρόνια. Από το Αλγέρι πήγε στην Τυνησία. Από εκεί πέρασε στη Μάλτα και έφθασε στην Ελλάδα όπου έμεινε ένα ολόκληρο χρόνο. Στην Ελλάδα, το 1836, ο Γερμανός πρίγκιπας, ηλικίας 50 χρόνων τότε, διασχίζει την χώρα από την μια μεριά στην άλλη. Από την Πάτρα πηγαίνει στην Αθήνα. Μετά κάνει το γύρο της Πελοποννήσου, επισκέπτεται τα Ιόνια Νησιά και φτάνει δια μέσου της Κεντρικής Ελλάδας πάλι στην πρωτεύουσα.

(Ρεγγίνα Quack Μανουσάκη, « Ήρωες και επεισόδια από την Ελληνική Επανάσταση κατά την αφήγηση του Γερμανού πρίγκιπα Πύκλερ», Μνημοσύνη, Ετήσιον περιοδικόν της Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του Νεώτερου Ελληνισμού,  τόμος 16ος, εν Αθήναις, 2003-2005)

 


 

Εκτύπωση