ΚΑΠΟΝΙΑ

Frontpage Εμφανίσεις: 39725

Λαογραφική συλλογή Ηλίας Τουτούνης

Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, η παραδοσιακή οικόσιτη πτηνοτροφία, αναπτύχθηκε και διαδόθηκε για να καλύψει τις διατροφικές της ανάγκες και να χρησιμοποιήσει και να εκμεταλλευτεί διάφορα προϊόντα που προέρχονται από αυτή. Επί το πλείστον βασίστηκε στην ολιγάριθμη αναπαραγωγή και εκτροφή κυρίως πουλερικών και κατά ένα μικρότερο μέρος στις γαλοπούλες, στους κύκνους, στα χηνιά 1*, στα παπιά, στις φραγκόκοτες, 2* και τελευταία έχει επιδοθεί σε διάφορες διασταυρωμένες ξενόφερτες ράτσες όπως χηνόπαπια, αγριόπαπια κ.λπ. ακόμη όπως γνωρίζουμε πολλοί εκτροφείς ασχολούνται με την εκτροφή αγρίων πτερωτών θηραμάτων, όπως φασιανούς, πέρδικες και ορτύκια.

Εξ’ αυτών των οικόσιτων εξημερωμένων πτηνών ο κάθε εκτροφέας, αποσκοπούσε να λαμβάνει κυρίως το κρέας, τ’ αυγά, τα πούπουλα και τα νύχια των. Συνήθως η εκτροφή τους γίνεται κατά κοπάδια και σε πολύ εξαίρετες περιπτώσεις μεμονωμένα.

Επειδή στα κοπάδια που διατηρούσε η κάθε οικογένεια, τύγχανε να υπάρχουν αρκετά αρσενικά 3*, πέραν της αναλογίας (ένας κόκορας για έξι κότες) κυρίως κοτόπουλα ή γαλόπουλα, και η συμβίωση μεταξύ των κατά την ενηλικίωση των ήταν επώδυνη και μη συμφέρουσα, έπρεπε να οι εκτροφείς να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα.

Δηλαδή όταν ενηλικιωνόταν τα κοκορόπουλα, τότε άρχιζαν να κοκορεύονται (δηλαδή να προβαίνουν σ’ ερωτικές περιπτύξεις με τις κότες και εφόσον ήταν μεγάλος ο αριθμός των αρσενικών τότε μεταξύ των άρχιζε ένας πόλεμος, οι ονομαστές κοκορομαχίες. Αυτές γίνονταν για το ποιος εξ αυτών θα υπερισχύσει για να ζευγαρώσει με τις κότες. Το αποτέλεσμα αυτών των μαχών ήταν να αλληλοεξοντώνονται, αλλά και έπειτα από τις συνεχείς ερωτοτροπίες ν’ αδυνατίζουν υπερβολικά και να μην έχουν κρέας και τέλος να μην είναι εμπορεύσιμα.

Σταδιακά ο άνθρωπος για να επιλύσει αυτό το πρόβλημα που τον βασάνιζε και η εκτροφή απόβαινε πλέον ασύμφορη η εκτροφή, προέβη στον ευνουχισμό (καπόνιασμα), δηλαδή του αφαιρούσε τους όρχεις.

Η τέχνη του καπονιάσματος, ήταν μια ειδική λεπτή χειρουργική επέμβαση, εντός του σώματος των πτηνών όπου αρκετοί εκτροφείς δεν την γνώριζαν, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα οικόσιτα ζώα, τα οποία έχουν σχεδόν εξωτερικά τους όρχεις των και ο ευνουχισμός (κοιν. μουνούχισμα) σχετικά είναι εύκολος.

Όταν το νεαρό κοκορόπουλο άρχιζε να λαλεί και να ερωτοτροπεί, ήταν ήδη έτοιμος ηλικιακά να ζευγαρώσει. Τότε συνέχεια λαλεί και με μια τεχνική επίδειξης ή υπερίσχυσης, πλησίαζε τις κότες και αφού έγερνε το σώμα του δεξιά ή αριστερά σήκωνε επιδεικτικά την φτερούγα του από την αντίθετη πλευρά δείχνοντας υπερίσχυση έναντι των άλλων.

Ο εκτροφέας δεν ήταν δύσκολο ν’ αντιληφθεί, ότι ήταν ήδη καιρός να τον ευνουχίσει (καπονιάσει). Τα κοκορόπουλα που τα ετοίμαζαν για καπόνια συνήθως τα έβγαζαν τον μήνα Μάρτη (Μαρτιάτικο πουλί, Αυγουστιάτικο καπόνι). Το καπόνιασμα γινόταν όλες τις εποχές αλλά η κατάλληλη εποχή ήταν κατά τους θερινούς μήνες. Μετά από τρεις – τέσσερις μήνες από την εκκόλαψή τους, οι νεοσσοί προερχόμενοι από τις ντόπιες φυλές (ράτσες) ήσαν έτοιμα να λαλήσουν. Τότε έπιαναν τον κοκορόπουλο και αφού είχε αφεθεί από την προηγούμενη μέρα νηστικό, το αναποδογύριζαν, έπλεκαν μεταξύ των τις φτερούγες του, άνοιγαν τα πόδια του για να το κρατάνε σταθερά με τα δυο χέρια τους και το κεφάλι του το έβαζαν μέσα σε μια κάλτσα. Αφού το σταθεροποιούσαν, τότε ο καπονιάρης αναλάμβανε το μουνούχισμα. Με μια λεπίδα έσχιζε την κοιλιά του λίγο πιο από εκεί που τελειώνει το πίσω μέρος του στήθους του, έκανε μια κάθετη τομή προς το σώμα του πτηνού, και με τα δυό του δάκτυλα έψαχνε το εσωτερικό της κοιλιάς του και αφού εντόπιζε τους δύο όρχεις τους τραβούσε και αυτοί ναι μεν αποκόπτονταν εύκολα, αλλά ο πόνος του κοκορόπουλου ήταν αβάστακτος. Εκείνη την στιγμή αυτός που το κρατούσε έπρεπε να δίδει μεγάλη προσοχή και σταθερότητα μέχρι να τελειώσει η χειρουργική επέμβαση. Μόλις απόκοπτε τους όρχεις, τους αφαιρούσε από το εσωτερικό της κοιλιάς του και συνέχεια με βελόνα και κλωστή έραβε προσεκτικά την τομή και επάνω έριχνε ένα μίγμα σκόνης που αποτελούταν από γαλαζόπετρα (σκόνη χαλκού) και στάχτη από κορμό δρυς ή από φλούδα ιτιάς, ή καπνιά από τζάκι.

Η στάχτη πρέπει να ήταν παραγωγή της ίδιας ημέρας και να είναι κάπως ακόμη ζεστή.

Μετά από αυτό, για να γνωρίζει πιο είναι καπόνι, το σημάδευε με διαφόρους τρόπους, όπως κόψιμο με ψαλίδα το μπροστινό μέρος από το επάνω ράμφος, κόψιμο μέρος του λειριού, κόψιμο των νυχιών από τα πόδια ή και τα χώριζαν σε διαφορετικό κοπάδι από τα υπόλοιπα, που έκτρεφαν για αναπαραγωγή.

Όταν τελείωνε το καπόνιασμα, τα έβαζαν μέσα σε καλαμένιες καπονέρες για μια εβδομάδα περίπου όπου το δάπεδο που τοποθετούσαν την καπονέρα 4* ήταν στρωμένο με αρκετή στάχτη, ίδια σαν αυτή που την χρησιμοποιούσαν ως απολυμαντικό κατά το ράψιμο της τομής, ούτος ώστε όταν καθίσει κάτω το κοκορόπουλο να μην μολυνθεί από διάφορα μικρόβια.

Το όρχεις που τους έκοβαν τους έβαζαν μέσα σε νερό για να μην ξηραθούν, ή μήπως πιάσουν διάφορα μικρόβια και τα καπονιασμένα κοκόρια τα άφηναν δυο μέρες νηστικά και μετά τους έκοβαν ανάλογα με το μέγεθος τους όρχεις δύο με τρία κομμάτια και τους τα έδιδαν για τροφή.

Μετά από δύο εβδομάδες περίπου όταν έκλεινε η πληγή τους έκοβαν τα ράμματα και άρχιζε η εκτροφή με ενισχυμένες τροφές, όπως με σκύβαλα, ακρίδες και με αποφάγια, που ήσαν εμπλουτισμένες σε πρωτεΐνες. Με την μέθοδο του καπονιάσματος (ευνουχίσματος) απέβλεπαν στην αυξημένη παραγωγή κρέατος και την αποφυγή των κοκορομαχιών για λόγους ζευγαρώματος.

Επίσης, οι πολλαπλές και συνεχόμενες κοκορομαχίες για την πλήρη επικράτηση στο κοπάδι, είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Πολλές φορές, κατά την μεταξύ τους διαμάχη, πληγώνονταν σοβαρά και αρκετές φορές κατέληγε και στον θάνατο μερικών εξ’ αυτών. Κατά τον μήνα Σεπτέμβριο που άρχιζαν οι εμποροζωοπανήγυρεις τα καπόνια ήσαν έτοιμα προς σφαγή και εμπορεύσιμα. Τότε οι ιδιοκτήτες τα μετέφεραν στον χώρο της διεξαγωγής του πανηγυριού και τα πωλούσαν ή τα αντάλλασαν με άλλα προϊόντα.

Ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρει:

«Στου παιδιού μου την χαρά,

έσφαξα ένα κόκορα,

κι έφαγαν εννιά νομάτοι

κι έμεινε κι ένα κομμάτι…»

Δικαίως ο τραγουδοποιός, μ’ αυτό το ωραίο τραγούδι, θέλει να μας δώσει μια εικόνα για το πόσο κρέας μπορούσε να παράγει ένας κόκορας, ντόπιας και μικρόσωμης ράτσας. Αν βέβαια υπολογίσουμε ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν υβρίδια και διασταυρώσεις φυλών, για την παραγωγή περισσότερου κρέατος πουλερικών.

Όταν γινόταν κάποια εμποροζωοπανήγυρη, έπιαναν τα καπόνια, τους έδεναν τα δυο πόδια τους με κουρέλι, και ποτέ με σχοινί, για να μην σφίγγει τα πόδια. Μετά τα έδεναν ανά ζευγάρι και τα κρεμούσαν πάλι από τα πόδια, στα κολιτσάκια των αλόγων, και τα μετέφεραν στον χώρο των πανηγυριών για πώληση ή τράμπα (ανταλλαγή μ’ άλλα προϊόντα).

Σήμερα όποιος νεαρός άνθρωπος ή οικόσιτο ζώο είναι παχύ τότε το ονομάζουν “καπόνι”, με τον εξής τρόπο:

-«Αυτός είναι καπόνι ή θρεφτάρι!».

-Όταν κάποιος πάχαινε υπερβολικά έλεγαν: «Αυτός έγινε καπόνι!», «Τον έκαμε καπόνι!»

- «Σε θρέφω σαν καπόνι» για τους καλοθρεμμένους και τεμπέληδες.

-Όταν κάποια γυναίκα διαπίστωνε ότι ο άνδρας ήταν σεξουαλικά ανίκανος, και σχεδίαζε να τον χωρίσει, απαντούσε στις ανάλογες ερωτήσει: «Σιγά μη μου λείψει το καπόνι!»

Λεξιλόγιο:

-Καπονιάρης- καπονιάρισσα, = αυτός –η που γνώριζαν την τέχνη του ευνουχισμού των κοκοριών (καπόνιασμα).

-Καπονιάρικο ή καπονιασμένο το, = το μουνουχισμένο κοκορόπουλο.

-Καπόνια τα, = το κοπάδι των μουνουχισμένων κοκοριών, δηλαδή το σύνολον των καπονιών.

-Καπονέρα = πτηνοτροφικό εργαλείο για την ασφαλή φύλαξη ή μεταφορά μικρών και μεγάλων πουλερικών ή και μικρόσωμων οικόσιτων ζώων, (ιδιωμ.) η χοντρή γυναίκα.

-Καπονιαρίστρα η, = μια κατασκευή από σανίδες και δερμάτινες λωρίδες όπου εκεί επάνω έδεναν το κοκορόπουλο για να στέκεται ακίνητο για να γίνει η χειρουργική επέμβαση (το καπόνιασμα).

-Καπόνα η, = (ιδιωμ.) γυναίκα που έκανε διάφορα μάγια για να επιτύχει την σεξουαλική ανικανότητα των ανδρών.

-Καπόνι, είδος ψαριού (Chelidonichthys obscurus - Χελιδωνιχθύς ο σκοτεινός), είναι ένα επίμηκες ψάρι με πλατύ και μεγάλο κεφάλι. Το μήκος του κυμαίνεται γύρω στα 20 cm με μέγιστο μήκος που φτάνει και τα 40 cm.

-Καπόνι, ξύλο ή σίδερο, που εξέχει από τα πλαϊνά πλοίου για τη στερέωση ή ανάρτηση αντικειμένου (καπόνι για το κρέμασμα της βάρκας).

-Καπονιάστηκε = μουχίστηκε.

Ονοματολόγιο:

Καπώνης, Καπωνίδης, Καπωνάκης, Καπόνος, Καπόνας, Καπονέρας, Καπωνίτσας, Καπονιάρης.

Δημοτικό τραγούδι:

Κλέφτες μπήκαν στα κατώγια

και μου ’κλέψαν τα καπόνια,

τα καπόνια μου τα καημένα

μαύρο αλλοίμονο σε μένα!

Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις:

-Αλλοίμονο απ’ τα καπόνια, που ποτέ τους δεν γερνάνε!

-Ήθελε παγώνι και τον τάγισαν καπόνι!

-Ήρθε του Αγιαντώνη, έφαγε κι φτωχολογιά καπόνι!

-Και μετά σου λέγουν, πως είναι δέντρα τα βασιλικά και τα καπόνια αρσενικά;

-Καπονάκι σα λαλήσει ακαμάτη θα ξυπνήσει!

-Καπόνι χωρίς λειρί κακαρίσματα δεν ξέρει!

-Καπόνια αρμέγεις γιόκα μου; Θα σου χυθεί το γάλα!

-Κόκορας μουνουχισμένος, νοικοκύρης τυλωμένος!

-Κόκορας χωρίς λειρί, ποτέ του δεν γαμεί!

-Μόνος σου παινεύεσαι; Σαν μουνούχι κοκορεύεσαι!

-Όποιος καπονιάζεται, για μουνί δεν νοιάζεται!

-Όποιος δεν έχει κασόνια, δεν φκειάνει καπόνια!

Σημειώσεις:

1*Τα χηνιά (χήνες) οι περισσότεροι εκτροφείς τις χρησιμοποιούσαν για τα πούπουλα όπου από αυτά κατασκεύαζαν στρώματα και μαξιλάρια. Επίσης πολλοί τα έκτρεφαν και τα χρησιμοποιούσαν ως κυνηγούς διότι αυτά σκοτώνουν, ποντίκια και φίδια που ήσαν επιβλαβή στην υπαίθρια διαβίωση.

Εκτύπωση