ΑΒΡΑΜΗΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ (1954-1985) ΜΠΑΡΜΠΟΤΑ

Γονική Κατηγορία: Μελέτες, Πνευματικά Βιογραφίες Εμφανίσεις: 88596

Πέρασαν μπόλικα χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή, ένας παλιόφιλος και συμμαθητής μου από το Γυμνάσιο της Δίβρης, ο Διονύσης Αβράμης του Στεφανή και της Νικούλας, από την Μπαρμπότα. Λένε, ότι ο άνθρωποι πεθαίνουν όταν σταματήσουν να τους σκέφτονται... Τον Διονύση τον φέρνω ταχτικά στις σκέψεις μου, μιλάω γι’ αυτόν όταν βρεθώ με συμμαθητές ή όταν συναντήσω συμπατριώτες του από τη Μπαρμπότα. Έτσι βρήκα και τη φωτογραφία του από την αείμνηστη φίλη, την Φώνη του Λυκοτόμαρου. Από νωρίς φαινόταν ότι ο Διονύσης ήταν πολύ έξυπνο και ανήσυχο πνεύμα, ήταν εμφανές το μεγάλο ενδιαφέρον και ο ζήλος του για την τεχνολογία. Έζησα από κοντά την αγωνία του όταν πειραματιζόταν ν´ ανάψει λαμπτήρες με την κίνηση του νερού στο χωριό του. Κατόπιν, οι δρόμοι μας χώρισαν, αραίωσαν οι συναντήσεις μας, αλλά δεν σταματήσαμε ποτέ να βλεπόμαστε. Μία από τις τελευταίες φορές που βρεθήκαμε, ήταν σε εκδρομή με τους συμμαθητές, μια Πρωτομαγιά στη Σαλαμίνα.

Πατέρας του Διονύση ήταν ο Στεφανής Αβράμης. Ο Στεφανής ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, με γνώσεις, καλοσυνάτος, ενεργός πολίτης, όπως μου εξιστόρησε μια καλή φίλη από την περιοχή. Καμάρωνε σαν «γύφτικο σκεπάρνι» και οι μισές κουβέντες του ήταν για τον Διονύση. «Ο Διονύσης μου είναι καθηγητής» έλεγε και γέμιζε το στόμα του! Όταν μιλούσε γι’ αυτόν η τραχιά όψη του προσώπου του άλλαζε, το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του μαλάκωνε και τα μάτια του γελούσαν από χαρά. Ώσπου ήρθε το κακό μαντάτο και του ´κοψε όλη του τη ζωή!

ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ Ο ΝΙΚΟΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Κ' ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τραγική φιγούρα ήταν και η Νικούλα, η μάνα του και ας είχε και δεύτερο γιο από τον πρώτο της γάμο.
Ωστόσο τον είχαν ταυτίσει και έλεγαν ο γιος του Στεφανή! Ο άδικος χαμός του ήταν και η χαριστική βολή για τον τραγικό πατέρα. Καταδικάστηκε σε ζωντανό νεκρό!
Ο άλλοτε γιγάντιος Στεφανής που με μια κίνηση καβάλαγε το τεράστιο γκριζοτσίλικο άλογο του και φάνταζε αήττητος μέσα στη δημοσιά, με αυτό που του επιφύλλασαι η μαύρη ώρα, πλέον σερνόταν, παραμιλούσε, μοιρολόγαγε, έπινε!
Το ίδιο και η γυναίκα του, άρχισε να πίνει και αυτή για να ξεχάσει τον αβάσταχτο πόνο της ψυχής της.
Θυμούνται όλοι την ανατριχίλα που προκάλεσε η φωνή του στο μνήμα (στο τέλος της κηδείας) όταν τραγούδησε στο γιό του το μοιρολόι. Σείστηκε η γη και ράισαν τα βουνά της Μπαρμπότας.
Το άγγελμα του θανάτου του σκόρπισε μεγάλη θλίψη στην Ορεινή Ηλεία όπως έγραψε τότε ο τοπικός τύπος.
Ο Διονύσης σκοτώθηκε στα 31 του χρόνια αφού προσέκρουσε σε στύλο της ΔΕΗ με τη μηχανή του. Είχε ακουστεί ότι εκείνο το μοιραίο βράδυ (στις 27 Φλεβάρη του 1985) αρραβωνιάστηκε. Αργότερα ακούστηκαν διάφορα, ότι του είχαν πειράξει τα φρένα και κάπου μέσα σε μισόλογα ακούστηκε και η ύπαρξη μιας παράξενης γυναίκας...
Κώστας Παπαντωνόπουλος

Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΘΙΣΤΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ .  ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ  Κ. ΑΣΛΑΝΙΔΗ  Η ΑΦΕΝΤΙΑ ΜΟΥ

Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΜΕΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΠΟ ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΜΑΣ ΚΏΣΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΡΝΟΥΜΑΙ

«Αρνούμαι την ύπαρξη θεού», ήταν τα τελευταία λόγια του πονεμένου πατέρα. Τα περισσότερα από τα παρακάτω ήταν επαναλαμβανόμενες λέξεις οργής και μίσους για μέρες, μήνες μετά την τραγωδία. Ο Στεφανής έπινε διαρκώς, έβριζε θεούς και δαίμονες κτυπώντας το κεφάλι του ώσπου τελικά εγκατέλειψε τούτον τον κόσμο.

Δράμα ενός πατέρα

Με καταράστηκες Θεέ μου ...

μ εκδικήθηκες καλέ μου

Το παιδί μου εσύ γιατί μου πήρες,

κατέβα κάτω να το πούμε.

 

Με φοβάσαι δεν κατεβαίνεις,

μόνο τη νύχτα μπροστά προσμένεις,

έλα καλέ μου να τα πούμε

κι ύστερα σαν φίλοι να τα πιούμε

 

Απόψε θα σε φιλοξενήσω,

κι μόνο μια εξήγηση θα σου ζητήσω,

τι σούκανε το αγαπητό παιδί μου

και το σκότωσες σαν το κακό σκυλί μου.

 

Έλα σε ικετεύω να συναντηθούμε

να ‘ναι κι ο γιός μου κοντά να τον ιδούμε

και μπροστά του σαν άντρες να αναμετρηθούμε

και τη ζωή του στα δυο να μοιραστούμε.

 

Το παιδί μου τι σου έχει κάνε

και του ε φόρεσες ακάνθινο στεφάνι.

Το σταυρό του μόνο του έμαθε να πηγαίνει

δεν χρειάζεται βοήθεια κι ας βαριανασαίνει.

 

Το ε σταύρωσες το βράδυ μες στο δρόμο

ε φοβόσουν τη μέρα και τον κόσμο

προτίμησες τη νύχτα τη θαμπή

και πήρες του γιού μου τη ζωή.

 

Με νίκησες ύπουλα θεέ μου.

 

Tου έστησες με το χάροντα χορό

στη μέση της ασφάλτου κείνο το βραδινό

ταξίδι μόνος του δεν ήθελες να πάει

και σας τους δυο συνεπιβάτες έπρεπε να πάρει.

 

Του πήρες κείνο το βράδυ την ψυχή

μέσα στα τάρταρα την πας να κοιμηθεί

ήταν κουρασμένη πολύ στο δρόμο της ζωής

και μαζί με σας έπρεπε να ’ρθεί να ξεκουραστεί.

 

ΥΠΟΥΛΑ ΜΕ ΣΚΌΤΩΣΕΣ θΕΈ ΜΟΥ.

 

Χάθηκε ο ήλιος μου το φως μου

χάθηκε ο μονάκριβός ο γιός μου

χάθηκε η αγάπη τα ‘στέρια το φεγγάρι

χάθηκε το βιός μου της ζωής μου το βλαστάρι.

 

Του ρίχνω το δάκρυ σαν βροχή

και το ποτίζω για να σηκωθεί

το αίμα του στο δρόμο να μαζέψει

τη ζωή απ’ την αρχή και σένα να παλέψει.

 

Περπάτησέ μου τώρα το παιδί

εκεί στον ξένο δρόμο που πατεί

εμένα τον πατέρα του ν αναπολεί

στα τάρταρα εκεί να καρτερεί.

 

Σε περιμένω γιε μου να φανείς

από τα τάρταρα να ξαναβγείς

Φ. Α.

 

Εκτύπωση