Υπηρέτριες, η απαρχή του βιολογικού μαρασμού της ορεινής Ηλείας

Γονική Κατηγορία: Ασχολίες Κατοίκων Επαγγέλματα Εμφανίσεις: 53001

Γράφει: ο Κώστα Παπαντωνόπουλου Οκτώβρης 2020

«Δουλικά των Αθηνών» αποκαλούσαν τα κορίτσια, που από τη δεκαετία του πενήντα μέχρι και το εβδομήντα εργάζονταν σε αθηναϊκά σπίτια ως οικιακές βοηθοί. Στο Αντρώνι τις έλεγαν «υπηρέτριες».

Σε φιλική κουβέντα πριν χρόνια για τα κορίτσια – υπηρέτριες του χωριού μας, μιλούσαμε για τις "μαύρες μέρες" και τις περιπέτειες που πέρασαν γνωστές μας κοπέλες στο "άνθος" της εφηβείας τους. Υποσχεθήκαμε τότε να γράψουμε μερικές γραμμές για το παραπάνω θέμα όχι να υποτιμήσουμε το επάγγελμα αλλά περισσότερο να τιμήσουμε τις πρωταγωνίστριες αλλά και να αναδείξουμε έναν από τους λόγους που ερήμωσαν τα χωριά μας.

Το επάγγελμα της υπηρέτριας έρχεται από πολύ παλιά. Την εποχή της τουρκοκρατίας, κορίτσια από τα νησιά του Αιγαίου αλλά και από αλλού πηγαίνουν στην Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη να εργαστούν ως υπηρέτριες και τροφοί. Στην Αθήνα, στην Πάτρα αλλά και σε άλλες πόλεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους η πρόσληψη της υπηρέτριας αποτελούσε σημείο διάκρισης των πλουσίων έναντι των υπόλοιπων κοινωνικών στρωμάτων.

Στο Αντρώνι έχουμε αναφορές ότι από πολύ παλιά σε ορισμένες οικογένειες υπήρχαν κοπέλες που βοηθούσαν στο νοικοκυριό του σπιτιού. Στου Νικολετόπουλου το σπίτι, έχουμε φωτογραφίσει το κουδούνι που ενωνόταν με σύρμα από μακριά όπου η νοικοκυρά ειδοποιούσε την υπηρέτρια να προσέλθει.

Όπως είπαμε η είσοδος στην «καθωσπρέπει» κοινωνία κάποιας οικογένειας. συνοδευόταν απαραίτητα από την πρόσληψη υπηρέτριας που θα φρόντιζε τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και θα έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού.

Στην Ορεινή Ηλεία και γενικότερα στην ελληνική ύπαιθρο που οι πόροι δεν αρκούσαν για την επιβίωση της οικογένειας, μια προσοδοφόρα και σχετικά εύκολη λύση που οι γονείς τους μάλιστα το θεωρούσαν μεγάλη τύχη, ήταν να σταλεί το κορίτσι τους στην πόλη για να εργαστεί ως υπηρέτρια.

Η ηλικία τους κυμαινόταν από 10 μέχρι 20 και 25 ετών περίπου και τα καθήκοντά τους διαφοροποιόντουσαν ανάλογα με την κοινωνική τάξη που βρισκόταν η οικογένεια που τους προσέφερε δουλειά.

Εργάζονταν ανασφάλιστες οι περισσότερες χωρίς ωράριο από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου, σκούπισμα, πλύσιμο, σιδέρωμα, μαγείρεμα, σερβίρισμα αλλά και όλη την φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων όπου υπήρχαν.

Τα χρήματα που έπαιρναν ήταν λιγοστά, φορούσαν αποφόρια και η διατροφή τους ήταν ελλιπής. Οι αμοιβές τους ήταν κάποιες φορές και σε είδος.

Τις Κυριακές τα πρωινά, στο ρεπό τους, ήταν ατέλειωτες οι ουρές στο Ταμιευτήριο προκειμένου να στείλουν την προίκα τους στο χωριό, ρούχα, σεντόνια, πιατικά, παπούτσια και διάφορα άλλα που ήταν η αμοιβή τους σε είδος. Παράλληλα έστελναν και τα λιγοστά χρήματα για την επιβίωση της οικογένειας.

Ο Αντρωναίος συνομιλητής μας που έζησε τα γεγονότα της εποχής εκείνης, μας εκμυστηρεύτηκε, ότι, Τετάρτη και Κυριακή το απόγευμα όταν έβγαινες στην Αθήνα και έκανες μια βόλτα στην Πανεπιστημίου, οι υπηρέτριες τον κοιτάζανε (ήταν και εμφανίσιμος), «σαν τις κότες που θα τους ρίξεις αραποσίτι».

Οι δικές μας κοπέλες που εργάζονταν στην Αθήνα, σχεδόν όλες στο σύνολό τους κάθε Κυριακή απόγευμα, έπαιρναν το λεωφορείο με κατεύθυνση την Ηλιούπολη, κατέβαιναν στην στάση Αθηνάς, πιο κάτω από την «πλατεία Παναγούλη» και από κει ροβόλαγαν στην "ΕΒΓΑ" του Λάμπη του Τομαρά (Παπαντώνη1918). Εκεί πήγαινα και τα αγόρια, κάποιοι εκ των οποίων ήταν ο +Ρετσινάς, ο Νικολός, ο +Πρύμης, ο Παδέλης, ο Μπούζης και άλλοι.

Μαζεύονταν εκεί τις Κυριακές το απόγευμα 30-40 άτομα, παιδιά και κορίτσια πουόπως με χιούμορ μας αφηγούνταν, ότι και μια πορτοκαλάδα ο καθένας που έπαιρνε, έκανε χρυσές δουλειές ο Λάμπης του Τομαρά.

Ήταν το απόλυτο σημεία αναφοράς. Το πρώτο στέκι των συμπατριωτών που έφερνε το Αντρώνι στην Αθήνα. Αργότερα υπήρξαν κι’ άλλα καφενεία, στον Άγιο Νικόλαο, στα Ιλίσια - Ζωγράφου και αλλού. Ήταν η φιλόξενη «φωλιά» των συμπατριωτών μας. Ήταν αναγκαίος χώρος για να μαθαίνουν τα νέα από το χωριό τους. Πιθανή απουσία των «συμμετεχόντων» δημιουργούσε ανησυχία στην αρχή και ενεργοποιούσε έναν συναγερμό αληθινού ενδιαφέροντος, στη συνέχεια.

Η κάθε μία υπηρέτρια έφερνε και μία γνωστή της από άλλο χωριό και εκεί γινόταν το νυφοπάζαρο. Κάποια ζευγάρια τακίμιασαν - ταίριασαν και κάποια τα πάντρεψε ο Λάμπης καθότι ήταν και άριστος συμπεθεροκόπος.

Το 1870 η ελληνική αστυνομία με διάταγμα καθιερώνει υποχρεωτικά την τήρηση βιβλιαρίου για τις υπηρέτριες, όπου σ' αυτό αναγραφόντουσαν τα προσωπικά τους στοιχεία και η διαγωγή τους στα σπίτια όπου εργάστηκαν. Αυτό ήταν μια μορφή φακελώματος και δεν έγινε για να προστατέψουν τα φτωχά και ανυπεράσπιστα κορίτσι αλλά για τα συμφέροντα των πλούσιων αφεντικών.

Επίσης εκείνη την περίοδο με τον ίδιο νόμο, ο θεσμός των μεσιτικών γραφείων έγινε υποχρεωτικός. Έτσι η αστυνομία διασφάλιζε μερικώς τον έλεγχο των μεσιτικών γραφείων όσο και του υπηρετικού προσωπικού.

Κάποια από τα κορίτσια στάθηκαν τυχερά διότι τα αφεντικά τους φέρονταν αξιοπρεπώς με σεβασμό και κατανόηση που δεν τις ξεχώριζαν από τα μέλη της οικογένειας. Ωστόσο, υπήρχαν και άλλοι που όχι μόνο δεν αντιμετώπιζαν φιλικά τις εργαζόμενές τους, αλλά τους έκαναν τη ζωή "πατίνι". Τις έδερναν αλύπητα. Τις έδερνε ο αφέντης, τις κακοποιούσε η κυρία, το ίδιο και τα παιδιά τους με την αγωγή που έπαιρναν από τους γονείς τους. Όλοι έδερναν.

Οι νεόεροι γνώρισαν τις συμπεριφορές προς τις υπηρέτριες μέσα από τον πλούσιο ελληνικό κινηματογράφο αλλά η πιο γνωστή και τρανταχτή περίπτωση κακοποίησης είναι αυτή της μικρής Σπυριδούλας, που η «κυρία» της για να την τιμωρήσει επειδή, όπως ισχυριζόταν, τις έκλεψε χρήματα, την σιδέρωσε με την παπίτσα. Η κλοπή δεν αποδείχτηκε ποτέ και η Σπυριδούλα κακοποιήθηκε τόσο, που στο τέλος κατέληξε. «Το σιδέρωμα της Σπυριδούλας» έγινε ταινία και θρυλικό έργο του Θεάτρου Σκιών, έργο του Καραγκιόζη.

Η υπηρέτρια στην κοινωνία μας ταλαντεύεται ανάμεσα στο ρόλο θύτη - θύματος. Από την μία ήταν το σύμβολο της κοινωνικής ανέλιξης μιας οικογένειας από την άλλη όμως προκαλούσε φόβο, επιφύλαξη και κάποιες φορές αναστάτωση μέσα σε αυτή. Η διαφορετική κουλτούρα των κοριτσιών και ίσως η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων τους, δημιουργούσαν προστριβές. Επικρατούσε συνήθως η αντίληψη ότι ήταν «τεμπέλες», «σπάταλες» «αμόρφωτες» ακόμα και «κλέφτρες». Χρησιμοποιούσαν ως μέσον διαπαιδαγώγησης τις τιμωρίες και το ξύλο και σπάνια την σεξουαλική κακοποίηση. Η επιθυμία για το σώμα της ως αντικείμενο ερωτικού πόθου, γίνεται πολλές φορές η αιτία για διαζύγια, ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες ακόμα και αυτοκτονίες. Σπάνιες είναι όμως και οι περιπτώσεις κάποιων από αυτές που στράφηκαν στην πορνεία.

Γνωρίζουμε κοπέλες από το Αντρώνι αλλά και από γειτονικά χωριά όπου μέσα από την δουλειά τους μορφώθηκαν, απέκτησαν προσόντα και έκαναν καριέρα με υψηλά εισοδήματα. Μάθαμε όμως και από 13χρονη γνωστή μας που παραιτήθηκε, ότι στο σπίτι που δούλευε, κυκλοφορούσαν γυμνοί δυό μαντραχαλάδες, γιοί της οικογένειας.

Πέρα όμως από τις πραγματικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν, δόθηκε η δυνατότητα σε κάποιες κοπέλες, για μια καλύτερη ζωή με την οικονομική εξασφάλιση και την ευκαιρία για κοινωνική αποκατάσταση μέσα από έναν γάμο, μακριά από τις μεγάλες δυσκολίες της αγροτικής οικογένειάς τους.

Την θέση της υπηρέτριας σήμερα την έχουν πάρει οι οικονομικές μετανάστριες που μπορεί να μην ξυλοκοπούνται από τα αφεντικά τους, όπως στο παρελθόν. Όμως, είναι το ίδιο στερημένες από τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, αφού τη ζωή τους λίγο απέχει από τη σκλαβιά. Αν οι κυρίες τους δεν τις κακοποιούν, όμως δεν έχουν σχεδόν καθόλου χρόνο για τον εαυτό τους παρά λίγες ώρες την Κυριακή, οπότε το μόνο που προλαβαίνουν είναι να δουν κάποια συμπατριώτισσά τους ή να κάνουν μια βόλτα στην πόλη.

Εκτύπωση